Δεν το χωράει ανθρώπου νους
που-αναίτια τόσους λαούς
τους ξεριζώνουν
σε μάχες δίχως αφορμή
και, με φανατισμού ορμή,
φρικτά σκοτώνουν.
Κι αυτοί, του πόνου οι λαοί,
ψάχνοντας πιο καλή ζωή,
στο δρόμο πάνε
μακριά 'πό τους τζιχαντιστές
και, στης Ευρώπης τις ακτές
κρυφά περνάνε.
Μα είναι ρίσκο φοβερό
άμαθος να 'σαι σε νερό
θολό και κρύο.
Και οι δουλέμποροι οι φρικτοί
κάναν του Αιγαίου την ακτή
νεκροταφείο.
Μέσ' στου πολέμου την κλαγγή
όλης της γης οι αρχηγοί
θέση θα πάρουν;
Τους ξέμειναν οι πύραυλοι.
Για ένα νοιάζονται πολύ:
Να ξεστοκάρουν!
Κάτω απ΄τ΄άστρα σαν περνάν
το μάτι του μικρού Αϊλάν
αυτούς κοιτάει.
Και με αφέλεια παιδική,
απ΄τον Παράδεισο εκεί
θα τους ρωτάει:
“Εσείς αφέντες των λαών
και άρχοντες των αγορών,
πώς το μπορείτε
και δίχως τύψεις πάτε αργά
μέσ' σε σεντόνια καθαρά
να κοιμηθήτε;”
“Εγώ δεν ήθελα πολλά.
Παιχνίδια να 'κανα τρελά
τότε που ζούσα.
Με τους γονείς, τον αδελφό
σ' ευτυχισμένο σπιτικό.
Αυτό ζητούσα!”
“Τώρα ο μπαμπάς μου, δυστυχώς,
σε ξένη χώρα ο φτωχός
μόνος γυρνάει.
Τα δυο του μάτια είναι θολά
και, όποτε γυρνούν ψηλά,
εμάς ζητάει”
“Πώς θα 'θελα αυτοί οι τρελοί
τη φόρμα την πορτοκαλί
να σας φορέσουν
και με κακία περισσή
όσο κι εγώ, όλους μαζί
να σας πονέσουν!”
“Εγώ ήμουν μικρό παιδί.
Λίγα μου έμαθε η ζωή
σε τρία χρόνια.
Όμως, του κόσμου η οργή
όλη απάνω σας θα βγει
και θάν' αιώνια!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου