ΑΝΤΙΠΑΡΟΣ |
Nα σ’αγναντεύω ,θάλασσα
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλαματά σου τα πολλά
Νάναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μέσ απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ .
Να ταξιδεύουν στόν αγέρα τα νησάκια ,
οι κάβοι ,τ’ ακρόγιαλα σά μεταξένιοι αχνοί
και με τούς γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
τήν κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα ,κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι ‘αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα -
κι αυτά μες στ’ όνειρο τους να τραγουδάνε ,αξύπνητα καιρό
Έτσι να στέκω θάλασσα ,παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νά ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι ‘αλάργα βάσανα πολλά,
Ώς να με πάρεις ,κάποτε ,μαργιόλα συ,
στούς κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση ,
μακρυά πολύ κι ‘από τους μαύρους κολασμένους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου