Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ "ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ...........Σαγματοποιός"

    Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν με τα ζώα, αφού το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς και το σαμάρι ο απαραίτητος εξοπλισμός τους. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία και επίπονη εργασία για την κατασκευή ενός σαμαριού.


    Η λέξη σαγματοποιός προέρχεται από το σάγμα + ποιώ, σαγματο –ποιος. Σάγμα λέγεται το σαμάρι των ζώων και σαγματοποιός είναι ο κατασκευαστής ο «ράφτης» των ζώων!, ο σαμαράς. Το σαμάρι είναι καμπυλωτό και συνήθως ξύλινο εξάρτημα που εφαρμόζει στη ράχη των ζώων, αλόγων, γαϊδουριών και μουλαριών, κυρίως για να στερεώνεται το φορτίο που μεταφέρουν ή για να κάθεται ο αναβάτης. Οι σαγματοποιοί κατασκεύαζαν σαμάρια, σέλλες, χαλινάρια, καπίστρια, λαιμαριές, πισινέλες, τα γκέμια, με τις πολύχρωμες χάντρες και τα πολλά κουδουνάκια, τις χοντρές ραφές και τα γυαλιστερά κουμπιά από μπρούτζο, αληθινά έργα τέχνης. Επιδιόρθωναν επίσης τα σαμάρια αλλά και όλα τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν για τα ζώα.
     Δηλαδή τοποθετούσαν στη ράχη του ζώου το σαμάρι.Οι ενδιαφερόμενοι πήγαιναν το ζωντανό τους στον σαγματοποιό και εκείνος αφού υπολόγιζε με το μάτι το μέγεθος του ζωντανού, έφτιαχνε το σαμάρι. 
    Όλο το υλικό που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός έπρεπε να το βρει και να το ετοιμάσει ο ίδιος.

Η επιλογή και το κόψιμο των ξύλων

    Κατάλληλα ξύλα για την κατασκευή του σαμαριού ήταν κυρίως από πλάτανοκαρυδιά,μουριά και συκιά. Όταν θα κόβονταν τα ξύλα το φεγγάρι έπρεπε να ήταν στη «χάση» του και κατάλληλη εποχή το φθινόπωρο και ο χειμώνας, τότε δηλαδή που τα δέντρα δεν είχαν πολλούς χυμούς. Διαφορετικά τα ξύλα σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια διαμέτρου περίπου 40 εκατοστών και μήκους 60 για τα μπροστάρια. Για τα πιστάρια επέλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκατοστών ενώ για τις δόγες χρησιμοποιούσαν ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και μήκους 70 εκατοστών. Τα ξύλα τα άφηναν αρκετό καιρό για να ξεραθούν και στη συνέχεια ακολουθούσε η επεξεργασία τους για την οποία ο σαγματοποιός χρησιμοποιούσε τη μέγγενη, τον καταρράχτηχειροπρίονο,πλάνη και ξυλοφάϊ.
    Τα ξύλα τα άφηναν αρκετό καιρό για να ξεραθούν και στη συνέχεια ακολουθούσε η επεξεργασία τους για την οποία ο σαγματοποιός χρησιμοποιούσε τη μέγγενη, τον καταρράχτηχειροπρίονο,πλάνη και ξυλοφάϊ.
     Πολλοί όμως σαγματοποιοί, χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο πήχη με υποδιαιρέσεις, με τον οποίο μετρούσαν το ζώο από το επάνω μέρος των μπροστινών ποδιών, γνωστό ως χτένια, ως τους γοφούς, τα γουφάρια, για να μην πέσουν έξω στα μέτρα. Στη συνέχεια έκανε παραγγελία το σκελετό, το ‘ξυλίκι’, όπου γινόταν από ξύλο οξιάς. Έπαιρνε ο μάστορας μια κυρτή ρίζα και την πελεκούσε. Ύστερα με το σκαρπέλο (ζουμπλά) άνοιγε τρεις τρύπες για να περάσουν οι ‘παϊδες’, δηλαδή τα ξύλα που συνδέουν το ‘μπροστάρι’ με το ‘πιστάρι’. Το ‘μπροστάρι’ είναι μια μονοκόμματη πλάκα που έχει 2 - 3 πόντους φάρδος και το ‘πιστάρι’ είναι το πίσω μέρος. 
    Ο μάστορας έπαιρνε στη συνέχεια το ‘ξυλίκι’ και έφτιαχνε με σάλωμα τη ‘στρωματιά’, την οποία παραγέμιζε με βρίζα (είδος χόρτου) αφού πρώτα έκοβε μπροστά μια ‘τραχηλιά’ (περιλαίμιο) για να βγαίνει έξω το ‘μπροστάρι’ και ο ‘μπινάς’, δηλαδή η προεξοχή από το ‘πιστάρι’.

    Για να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων, έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του σαμαριού για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το στρώμα το έφτιαχναν από σαμαροσκούτι (χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω τοποθετούσαν λινάτσα ή μουσαμά. Ενδιάμεσα τοποθετούσαν βούτημα, ένα μαλακό καλαμοειδές γεμάτο ψύχα, που φύτρωνε στις άκρες των λιμνών ή σε βάλτους. Αφού τελείωνε το σαμάρι το τοποθετούσαν στο ζώο και αφού το βούτημα συμπιεζόταν, έπειτα από λίγες μέρες, το έφερναν πάλι στο σαγματοποιείο για το πέτσωμα, όπου ο σαγματοποιός τοποθετούσε πάλι βούτημα το οποίο κάλυπτε από πάνω κυρίως με δέρμα, για να προστατεύεται από τη βροχή.
    Στη συνέχεια ακολουθούσε το κέντημα του ξυλικιού. Τα σχέδια που σχηματιζόντουσαν ήταν λουλούδια ή σταυροί και η δημιουργία τους γινόταν με ένα συγκεκριμένο τρόπο καρφώματος των προκών. Ο στολισμός των σαμαριών εξαρτιόταν από τους σαγματοποιούς, ανάλογα με τη διάθεση που είχαν. 
 Το κόστος ενός σαμαριού ήταν ανάλογο με το μέγεθός του.

ΠΗΓΕΣ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου