Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Παπαφλέσσας - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΘΑΜΕ... Σκληρές αλήθειες για την Επανάσταση του 1821.

Γράφει ο Γιάννης Δημάκης

Την ιστορία μελέτα παιδί μου, γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο.(Ιπποκράτης)
«το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είνα ιαληθινό» ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
..............................................................................................................................
    Είναι βέβαιο, ότι η ελληνική ιστορία έχει γραφτεί στρεβλωμένα κι έτσι την έχουμε μάθει γενιές και γενιές Ελλήνων. Το πιο χαρακτηριστικό σημείο είναι, ότι έχουμε ηρωοποιήσει και τιμάμε πρόσωπα, τα οποία σαφώς και δεν άξιζαν τέτοια τιμή. Πρόσωπα που είχαν - αν μη τι άλλο- θολό ή σκοτεινό παρελθόν και ζωή που επ' ουδενί μπορούν να χαρακτηριστούν ήρωες. Η δε πολιτική ζωή τους, ήταν πλήρης ιδιοτέλειας που ...χαρακτηρίστηκε ηρωισμός!.Θα επιχειρήσουμε μια όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη καταγραφή κάποιων από εκείνους που η ιστορία μας καταγράφει ως ήρωες παραθέτοντας όσα πιο πολλά στοιχεία μπορούμε.Για τον κάθε ιστορικό πρόσωπο θα παραθέτουμε τα αρνητικά σχόλια που έχουν γραφτεί για κάποια ενέργεια του αλλά και για το ίδιο γεγονός τα θετικά σχόλια αν υπάρχουν.   Δεν έχουμε πρόθεση να απομυθοποιήσουμε κανέναν, παρά μόνο να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία που μας διδάσκουν έχει πάμπολλες στρεβλώσεις και αναλήθειες.

Ο Παπαφλέσσας του Διονυσίου Τσόκου.

Παπαφλέσσας.....(1788-1825) 

 Ο Γρηγόριος Δικαίος Φλέσσας (ήταν το κοσμικό του όνομα), είναι ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα. Γεννημένος στο χωριό Πολιανή της Αρκαδίας, τάχθηκε από πολύ μικρός στην καλογερική. Η ζωή του για μεγάλο διάστημα ήταν προσευχή και νηστεία.Μια διένεξή του, όμως, με κάποιον Τούρκο της περιοχής του, τον ανάγκασε να φύγει και να πάει στην Κωνσταντινούπολη, για να γλιτώσει τον θάνατο.
    Ο Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως θα γλυτώσει τον παπα-Φλέσσα, στέλνοντάς τον στην Κωνσταντινούπολη. Φεύγοντας ο Δικαίος από την Πελοπόννησο, θα ανεμίσει το χέρι του φωνάζοντας στους διώκτες του: «Βρε κερατάδες Τούρκοι, να πάτε πίσω στον αφέντη σας τον κερατά να του ειπήτε ότι εγώ φεύγω για την Πόλη και δεν θα γυρίσω πίσω απλός καλόγερος. Ή δεσπότης θάρθω, ή Πασάς». Είμαστε ήδη στα 1817 και ο Δικαίος είναι 29 ετών…
    Παρ' ότι είχε γίνει Αρχιμανδρίτης, δημιούργησε γρήγορα τη φήμη του πότη, του γυναικά, του πορνόβιου, του αδίστακτου και του απατεώνα.Η συμπεριφορά του, ενοχλούσε πολλούς, αλλά εθεωρείτο ένας γραφικός ιερωμένος.Οι απλοί άνθρωποι, έχοντας οι ίδιοι πάθη και έρποντες στην «αμαρτία», του συγχωρούσαν πολλά. Όταν μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, αντί να διατηρεί εχεμύθεια και να κινείται συνωμοτικά, φαφλατάς όπως ήταν, άρχισε να κάνει και να λέει οτιδήποτε που θα εξόργιζε τους Τούρκους.
    Ο ένθερμος χαρακτήρας του Δικαίου θα τον οδηγήσει στα υψηλότερα δώματα της ιεραρχίας της Φιλικής Εταιρείας. Χρίζεται «απόστολος» και στέλνεται ως πατριαρχικός Έξαρχος στην Μολδοβλαχία. Στο Βουκουρέστι, ζει πλουσιοπάροχα με τα χρήματα της Εταιρείας, ενώ προβαίνει και σε αθρόες μυήσεις με αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτός από τον ρουμάνο Μητροπολίτη Λούπου, ο οποίος τον αναφέρει στον Ηγεμόνα της Βλαχίας, Αλέξανδρο Σούτσο- έναν Φαναριώτη πιστό στο Σουλτάνο, που αργότερα δολοφόνησε η Φιλική Εταιρεία. Προτού οδηγηθεί στις φυλακές, παρεμβαίνει υπέρ του ο μυημένος διερμηνέας του ρωσικού προξενείου, Γεώργιος Λεβέντης και καταφέρνει να τον γλιτώσει. Η ζωή του Δικαίου, ή «Αρμόδιου» κατά το συνωμοτικό ψευδώνυμο της Φιλικής, τυγχάνει κριτικής από τον ηγέτη και συνιδρυτή της Εταιρείας, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος στη συνέχεια παίρνει από πρώτο χέρι, μια γεύση από Παπαφλέσα: Τις λεπτομέρειες αναφέρει ο Μ. Οικονόμου στη σελίδα 43 του Α΄ τόμου, του έργου του «Ιστορικά της ελληνικής παλιγγενεσίας»:
 «Καιροφυλακτήσας εσπέραν τινά τον Αναγνωστόπουλον μόνον εν τω δωματίω του, εισελθών ασφαλίσας έσωθεν την θύραν, επανέλαβε τας παρακλήσεις του, προσθείς και απειλάς ότι, εάν δεν του φανερώσει (την Αρχήν) ήθελε δήθεν τον φονεύσει, λάβη τα έγγραφα όσα εύρει και παραδώσει αυτά εις την Υψηλήν Πύλην».
    Αφού απείλησε λοιπόν με μαχαίρι τον Αναγνωστόπουλο πως θα μαρτυρήσει τα όσα γνωρίζει στους Τούρκους, ο Δικαίος μαθαίνει όλη την αλήθεια για την Φιλική Εταιρεία- και κυρίως την μεγάλη της μπλόφα περί της «αοράτου Υπερτάτης Αρχής» που δήθεν διηύθυνε τον Αγώνα από τα παρασκήνια.

 Παπαφλέσσας. Η γκραβούρα φιλοτεχνήθηκε στο Παρίσι

    Αντιλαμβάνεται πως το πεδίο είναι ανοιχτό για κείνον: Τον Αύγουστο του 1819, γίνεται αδελφοποιητός με τον Γεωργάκη Ολύμπιο και τον Ιωάννη Φαρμάκη και τους πείθει πως η «αόρατος Αρχή» είναι εκείνος και του οφείλουν να κηρύξουν την Επανάσταση, όποτε το διατάξει. Η απάτη του παπα-Φλέσα δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει ανεκτή: Η ηγεσία της Εταιρείας αρχίζει πλέον και σκέφτεται την δολοφονία του, αλλά ο μεγαλόψυχος Αναγνωστόπουλος, ο άνθρωπος που ένοιωσε το μαχαίρι του Δικαίου στον ίδιο του το λαιμό, «απήντησε την περίστασιν αυτήν, έχων προ οφθαλμών τας εκδουλεύσεις του ανθρώπου και το ενεργητικόν του και προβλέπων ότι θέλει είναι και ούτος, ένας των ανθρώπων της Επαναστάσεως…»
    Ο ασυγκράτητος Δικαίος, δεν σταματά δυστυχώς εκεί. Γνωρίζοντας πως επικεφαλής της Εταιρείας έχει τεθεί ο Υψηλάντης, δίνει εντολή στον Παναγιώτη Σπηλιάδη να πλαστογραφήσει μιαν δήθεν επιστολή του Υψηλάντη προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων και στέλνει τον Περραιβό( Έλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας.)να την επιδώσει, χωρίς να ζυγίσει πρόσωπα και πράγματα. Τον Οκτώβριο του ’20, στην σύσκεψη του Υψηλάντη στο Ισμαήλι της Μολδαβίας, όπου συζητήθηκε ο τόπος έναρξης της Επανάστασης, ο Δικαίος παρουσιάζει πλαστή αναφορά των προυχόντων του Μωριά, όπου οι τελευταίοι παρουσιάζονταν να είναι έτοιμοι και ενθουσιώδεις να ξεκινήσουν την Επανάσταση. Ο Περραιβός, ο άνθρωπος που κατάφερε να συμφιλιώσει τους Μανιάτες, με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως η αναφορά ήταν πλαστή και ο Παπαδόπουλος Κορφικός, επετέθη στον Δικαίο: «Παπά, να διαβάζης το Ψαλτήρι σου και τα τοιαύτα πράγματα δεν είνε δική σου δουλειά. Σε ερώτησα πόσους χρόνους λείπεις από την Πελοπόννησον και με απεκρίθης τρεις ήμισυ. Αλλ’ εγώ λείπω εκείθεν μόλις προ επτά μηνών και τίποτε δεν είδα, αφ’ όσα λέγει και η αναφορά σου περιέχει…»
    Το χειρότερο όλων ωστόσο, έρχεται μετά: Τον Οκτώβριο του ’20, έχοντας επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, ξυλοκοπεί στην Πόλη τον τούρκο υπηρέτη του, μόνο και μόνο επειδή έχυσε περισσότερο νερό απ’ όσο έπρεπε και του διέλυσε τη σαπουνάδα που έφτιαχνε για να πλύνει τη γενειάδα του. Ο υπηρέτης έσπευσε να καταγγείλει στην οθωμανική αστυνομία τις περίεργες επαφές του Δικαίου, αναφέροντας πως είναι «Μιλλέτμπασης» (εθνάρχης), πως διεγείρει τους χριστιανούς σε ένοπλη εξέγερση . Ο παπα- Φλέσσας οδηγείται στον τούρκο διοικητή και προς υπεράσπισή του σπεύδει και ο επίσκοπος Δέρκων, ο φύλακας- προστάτης του στο Πατριαρχείο. Κάτι τα λόγια, κάτι και τα 700 γρόσια στον Τούρκο αξιωματικό για μπαξίσι ελευθερώνουν τον Δικαίο. Και στη συνέχεια, σαν να μην έφταναν αυτά, καταβάλλονται άλλα 51.250 γρόσια για να «τσιμεντωθεί» η αθωότητά του.
    Ένα τεράστιο ποσόν, πραγματική πληγή για το ταμείο της Φιλικής Εταιρείας, καταβάλλεται για να σωθεί ο ανεκδιήγητος Δικαίος. Όταν ο Υψηλάντης θα ζητήσει τον Νοέμβριο του 1820, άλλα 90.000 γρόσια για την κάθοδο του παπα- Φλέσσα στο Μωρηά, οι Έφοροι της Φιλικής θα διαμαρτυρηθούνε έντονα. Ο ταμίας της Εταιρείας, Παναγιώτης Σέκερης, σε επιστολή του προς τον Υψηλάντη, στις 16 Δεκεμβρίου του 1820, θα του συστήσει να εγκαρδιώσει τους Εφόρους, προκειμένου να συνεχίσουν τους εράνους τους. Παράλληλα, ο Σέκερης θα αποστείλει τον Φεβρουάριο του ’21 επιστολή στον ίδιο τον παπα- Φλέσσα, τον «Αρμόδιον» της Φιλικής: «Ένα από ταύτα τα μεγάλα και ιερά χρέη είναι να πασχίσης να διορθώσης τον Αρμόδιον δια να μη σφάλλη εις το εξής όσα έσφαλεν πρότερον, τόσον εδώ (σ.σ. Κων/λη) όσο και παραπάνω ήτοι εις τα 44 και 47 (σ.σ. Βλαχίαν και Μολδαβίαν) και καταφέρονται πολλοί εναντίον του (…) και όταν οδηγηθή απαθώς και με ήσυχον πνεύμα από σε, ο Αρμόδιος δύναται να κάμη ασυγκρίτως περισσότερα καλά, απ’ όσα έως τώρα επροξένησε κακά (…) και αν θέλη ας μη κυριεύηται από την φιλαυτίαν…».

    Ο Παναγιώτης Σέκερης(μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1818 και η χρηματική εισφορά του ανήλθε στο ποσό των 10.000 γροσίων, υπερδιπλάσιο από εκείνο που είχε συγκεντρωθεί από τους Φιλικούς στα τέσσερα περίπου χρόνια της ως τότε δράσης της.) σε επιστολή του στον Ξάνθο τον χαρακτηρίζει ‘’ορμητικό’’, «…τούτος είναι ορμητικός , τον εγνώρισα πολλά καλά».  Σε επιστολή του ο Παναγιώτης Σέκερης προς τον Εμμναουήλ Ξάνθο υπαινίσσεται για την προσωπικότητα του Δικαίου, «Περί δε του ‘’Αρμοδίου’’ (Γρηγ. Δικαίου) δεν έπρεπε να πιστεύσετε όσα ακούσατε. Εγώ ως τόσον δεν έχω διδόμενα να τον κατακρύνω αλλά μάλλον τον επαινώ έως τώρα επειδή εδιόρθωσε πολλάς καταχρήσεις…»
    Πολύ πριν διαβεί τον Προύθο ο Υψηλάντης, είχε διαβεί εντός του πολύ περισσότερα όρια. Ένα απ’ αυτά, ήταν το όριο της Σύνεσης. Γιατί αποστέλλοντας τον «Αρμόδιο» στο Μωρηά, ο αρχηγός της Φιλικής γνώριζε πολύ καλά πως περνούσε απ’ το σημείο χωρίς επιστροφή: Ο χαρακτήρας του Παπαφλέσα ήταν αδύνατον να κρυβεί- κι ο Υψηλάντης είχε στη διάθεσή του, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν απαγορευτική την επιστράτευσή του. Την ώρα ωστόσο, που η εξέγερση αναζητά τον μπουρλοτιέρη της, η επιλογή του παπα- Φλέσα αναδεικνύεται σε μονόδρομο.
    Τις κρίσιμες ώρες , όταν η προδοσία χτυπά την Φιλική Εταιρεία κι όταν τα ανώτατα στελέχη της δειλιάζουνε μπροστά στον όγκο της ευθύνης, ο Παπαφλέσας είναι ο μόνος που στέκεται στο πλάι του Αρχηγού. Δεν έχει αποθέματα υπομονής, δεν θέλει να ζυγίσει και να κρίνει και δεν αποζητάει την ασφάλεια των εναλλακτικών σχεδιασμών. Στη λάμψη της εξέγερσης, ένας αντικοινωνικός καλόγερος θα εκβιάσει μίαν ολόκληρη κοινωνία.
    Γράφει ο Δικαίος στον Ξάνθο («Θυμείδη»): «Δεν ηξεύρω δια τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντά σου αδελφέ Θυμείδη και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον, παρά να συμβουλεύης τον Δικαίο να μην ορμά κατά την συνήθειάν του και άλλα κουραφέξαλα. Ο Δικαίος φίλε, έκαμεν ως επροστάχθη. Τα δανείσματα έγειναν προς τα σύνεφα από μέρος της βροχής. Αυτά βιαζόμενα επολλαπλασιάσθησαν. Τι θέλεις η ευγενεία σου; Να μην ακουσθή μικρός καν δούπος; Οι φρόνιμοι πρότερον σκέπτονται ταύτα και ύστερον αποφασίζουν και εις τας αποφάσεις μένουν σταθεροί…» Όσο για τον Υψηλάντη, («Καλός»): «Λοιπόν φίλε, δια τους οικτιρμούς του Θεού, επιταχύνατε τον σεβαστόν Καλόν, ότι αν παρέλθη εορτή μία και δεν φανή, τα αγκάθια ως σκοτινιασμένα δύνανται να κεντήσουν τους προθύμους μας ανεπαισθήτως και τότε η αμαρτία ας ήναι εις τον λαιμόν σας. Επειδή άνευ υψηλού ονόματος δεν ηξεύρω αν κατορθώσωμεν βιασμένοι όσον πρέπει…».
    Ο Παπαφλέσας είναι ο μόνος που, όχι μόνον δεν πτοείται από την μπλόφα, αλλά την επιζητεί. Αξιώνει από τον Υψηλάντη να κινηθεί «προτού παρέλθει εορτή μία», έτσι ώστε να υπάρξει «βιασμός» παρακινημένος από το «υψηλό όνομα». Ένα υψηλό όνομα, το οποίο παραπέμπει όπως έχουμε δει, στη Ρωσία.
    Την ώρα που ο Υψηλάντης βρίσκεται αντιμέτωπος με την άρνηση της Ρωσίας να συνδράμει στην εθνική υπόθεση, το σχέδιό του σε ό,τι αφορά τον Μωρηά προχωρά κανονικά. Ο οθωμανικός στρατός έχει εγκαταλείψει κατά το μεγαλύτερο μέρος του την Πελοπόννησο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το κίνημα του Αλή πασά, το οποίο έχει υποδαυλίσει για λογαριασμό των Φιλικών, ο Ιωάννης Παπαρηγόπουλος. Οι απεσταλμένοι του Υψηλάντη, έχουν ήδη καταφθάσει στην Ελλάδα.

    Ο ένας, ο Δημήτριος Θέμελης, προορίζεται για τα νησιά του Αιγαίου– και κατορθώνει να συστήσει Εφορία της Φιλικής Εταιρείας στα Ψαρά, αλλά θα προδοθεί και θα αναγκαστεί να κρυφτεί στην Πάτμο. Ο δεύτερος, προορίζεται για την ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι ο πλέον κατάλληλος για ν’ ανάψει φωτιές όπου βρεθεί και ο πλέον ακατάλληλος προκειμένου να ενώσει τους ανθρώπους που θα συναντήσει. Το όνομά του είναι Γεώργιος Δικαίος- Φλέσσας και δεν τον σταματάει τίποτα.
    Το σακίδιο του δήθεν «πατριαρχικού Εξάρχου» Γρηγορίου Δικαίου, κατά κόσμον Γεωργίου Φλέσσα, δεν περιέχει μονάχα τις συστατικές επιστολές του Γρηγόριου Ε΄- παρά τις προειδοποιήσεις του γηραιού Πατριάρχη προς τους Φιλικούς για το ποιόν του. Περιέχει 90.000 γρόσια και ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από ψεύδη, ανύπαρκτα σενάρια και υποσχέσεις, επαγγελίες και ονειροφαντασίες. Ο Φλέσσας είναι γεννημένος προβοκάτορας και δεν φείδεται μεθόδων για να πετύχει τους σκοπούς του. Και δεν πτοείται, ούτε καν γνωρίζοντας πως τον θυμούνται όλοι οι προεστοί στην Πελοπόννησο.
    Πρώτος σταθμός του Δικαίου στο ταξίδι του στην Ελλάδα, είναι η Ύδρα. Ο Παπαφλέσας προσπαθεί να πείσει τους καραβοκυραίους της Ύδρας να υπηρετήσουν το επαναστατικό σχέδιο, με τις γνωστές επαγγελίες περί ανάμειξης της Ρωσίας, γενναίας χρηματοδότησης- ακόμα και δολοφονία του Σουλτάνου περιελάμβανε το μενού. Οι Υδραίοι ωστόσο παραμένουν αμετάπειστοι- κι ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να εγκαταλείψει το νησί για να πάει στις Σπέτσες με το ίδιο κήρυγμα. Εκεί, η κατήχησή του θα φέρει αποτέλεσμα.
    Η φήμη της καθόδου απεσταλμένου του Υψηλάντη υπό την μορφή πατριαρχικού Έξαρχου, είχε φτάσει ωστόσο στους προκρίτους της Πελοποννήσου ακόμη νωρίτερα. Οι πρόκριτοι, με επικεφαλής τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών, Γερμανό, ήσαν διόλου ανύποπτοι των κηρυγμάτων της Εταιρείας, καθώς ο Γερμανός ήταν μυημένος ήδη από το 1819. Ο απόηχος ωστόσο, των Ορλωφικών του 1769, δεν είχε ακόμα κοπάσει, η απογοήτευση από το κίνημα του Κατσώνη δεν είχε ακόμη διαλυθεί. Κι οι πρόκριτοι γνώριζαν, πως είχαν κάτι πιο πολύτιμο από τις αλυσίδες ή τις περιουσίες τους να χάσουν: Τα κεφάλια τους.

Προσωπογραφία του 1830, Άνταμ Φρίντελ
    Αυτό που πρέπει εδώ να μας απασχολήσει, είναι πως οι προεστοί του Μωρηά, γνωρίζουν την αλήθεια, ήδη από τα μέσα του 1820. Παρότι και οι ίδιοι έχουν συμφέρον από μία επαναστατική εξέλιξη, δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα πάντα για ψέμα. Δεν αποχωρούν από την Φιλική, αλλά δεν έχουν πλέον εμπιστοσύνη στους Φιλικούς. Σαν επιστέγασμα όλων αυτών, ακούνε πως ο περίφημος απεσταλμένος του Υψηλάντη στην Ελλάδα, είναι ο Φλέσσας τον οποίον ξεφορτώθηκαν κακήν κακώς τέσσερα χρόνια πριν.
«Ο Παπαφλέσας είναι; Απολώλαμεν!» αναφωνεί ο προεστώς του Μυστρά, Αναγνώστης Κοπανίτσας- και οι προύχοντες αποστέλλουν στην Ύδρα τον Τριπολιτσιώτη έμπορο, Παναγιώτη Αρβάλη, προκειμένου να αποτρέψει την έξοδο του Παπαφλέσσα από το νησί. Καταφέρνουν έτσι το ακριβώς αντίθετο: Ο Αρβάλης εμπνέεται από τον Δικαίο, πιστεύει τις διαβεβαιώσεις του και τον ακολουθεί πιστά, ένθερμος πλέον ζηλωτής της επαναστατικής προοπτικής.
  Αργότερα, τον Ιανουάριο του 1821, φτάνει στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) για να συναντήσει την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Μοριά, με στόχο να τους πείσει να ξεσηκωθούν εναντίον των Τούρκων. Τους αναφέρει απίστευτα ψέματα. Ότι, δηλαδή, ...ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με την συγκατάθεση του Τσάρου, ετοιμάζεται να εκστρατεύσει κατά της Κωνσταντινούπολης.... Ότι...ο ρωσικός στόλος φτάνει όπου νάναι στο Αιγαίο... Ότι...μέσα στην Κωνσταντινούπολη είναι 50 χιλιάδες τζελέπηδες (εκτελεστές -δολοφόνοι) που ετοιμάζονται να σφάξουν τον Σουλτάνο..
            
    Η αλήθεια είναι οτι το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας  προέβλεπε στάση των ελληνικών πληρωμάτων στο ναύσταθμο της Kωνσταντινούπολης, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου και σύλληψη του σουλτάνου μέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην πρωτεύουσα της Aυτοκρατορίας.  Οι προεστοί του Μοριά, είναι επιφυλακτικοί με όσα τους λέει. Μάλιστα, ο Ανδρέας Ζαΐμης, χαρακτηρίζει όσα λέει ο Παπαφλέσσας «άστατα, απελπισμένα, στασιαστικά, ιδιοτελή και μπερμπάντικα...». Ο πιο αυστηρός απέναντι στον Παπαφλέσσα, ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, όπως ο ίδιος γράφει στη σελίδα 9 των απομνημονευμάτων του, που δημοσιεύθηκαν το 1975.Γράφει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου βλέποντες τι παράκαιρον και ανέτοιμον, ο δε Δικαίος άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχή του Έθνους δια να πλουτίσει εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωσεν ότι όλα είναι έτοιμα....»
   Η αντίδραση των προκρίτων απέναντι του δεν ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης τους απέναντι στην επανάσταση.
Ο καθηγητής της Νεώτερης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Στέφανος Παπαγεωργίου, λέει χαρακτηριστικά, «Οι έμπειροι προύχοντες έβλεπαν στο πρόσωπο του Δικαίου τον εκπρόσωπο μιας κατώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος επιδίωκε εκτός από την εκδίωξη των Τούρκων και την απελευθέρωση των Ελλήνων,την ανατροπή της προεπαναστατικής κοινωνικής και πολιτικής πυραμίδας...»
    Ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος( Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.1928-1932  ) χαρακτηρίζει τους προσδιορισμούς αυτούς ως ‘’αυστηρούς’’ και ‘’υπερβολικούς’’ και εξηγεί τους χαρακτηρισμούς αυτούς του Γερμανού, «…δεν ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα εις όλην την έκτασιν…αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι περί του χαρακτήρος του Γρηγορίου …πολλά εγνώριζαν οι Πελοποννήσιοι και πλην αυτού …διάφοροι φήμαι τον παρουσίαζαν υπεράγαν ορμητικόν,ψευδολόγον, αδίστακτον, επικίνδυνον, και εις τους λογαριασμούς όχι εύτακτον. 
Και συνεχίζει ο Τάσος Γριτσόπουλος, «Ο Δικαίος ήτο πρόσωπον ανωμάλου φύσεως. Η επιπολαιότης του έφερνε συχνά εις δύσκολον θέσιν τους αρχηγούς της Εταιρείας. Δια τούτο η περί αυτού γνώμη των Φιλικών δεν ήτο κολακευτική,ο αρχιμανδρίτης ήρχετο ορμητικός και υπέράγαν ενθουσιώδης να κηρύξη τον κατά της Τουρκίας πόλεμον.Το άλογον πάθος,η επικίνδυνος ορμητικότης, το ψεύδος, το παράτολμον μένος, η ανάμνησις των δεινών τεσσάρων αιώνων υπό δουλείαν εκπροσωπεί (ο Παπαφλέσσας) το απαραίτητον, αλλά έις πάσαν ενέργειαν επικίνδυνον, παράλογον πάθος...."
    Στη συγκεκριμένη συγκέντρωση των προεστών του Μοριά στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχε τόσο πολύ θιχτεί και θυμώσει, ώστε διέταξε ένα πρωτοπαλίκαρό του, τον Κωνσταντή Πιεράκο, «να δολοφονήσει τον Παπαφλέσσα, να κόψει την κεφαλήν του και να την στείλει στην Τριπολιτζάν», όπως αναφέρει και ο Σπηλιάδης στη σελίδα 23 του Α' τόμου της ιστορίας του. Γλίτωσε, επειδή κατέφυγε στο Μέγα Σπήλαιο, στα Καλάβρυτα. Ίσως, αυτή η οργή του Πετρόμπεη, να είχε σχέση με τη πληροφορία που είχε, ότι ο Παπαφλέσσας είχε επιχειρήσει να σκοτώσει, στην Κωνσταντινούπολη, τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, που τον είχε μυήσει στην Φιλική Εταιρεία, επειδή δεν του αποκάλυπτε ποιος είναι ο αρχηγός και τι σχέδια είχε! Ο Αναγνωστόπουλος αρνήθηκε και ο Παπαφλέσσας τράβηξε μαχαίρι να τον σφάξει. 
    Στη Βοστίτζα, το σημερινό Αίγιο, θα γίνει μια μεγάλη, βαθειά και έντονη συζήτηση, που θα έφθανε ενδεχομένως και μέχρι τον φόνο, εάν ο Παπαφλέσας δεν είχε φροντίσει εκ νέου να συνοδεύεται από τον αδελφό του Νικήτα Φλέσα, οπλισμένο με κουμπούρια. Το μίσος που εκφράζει ο Γερμανός για τον όντως εξωλέστατο αρχιμανδρίτη, είναι έκδηλο, όσο κι αν καλύπτεται υπό την δικαιολογημένη ενόχληση μπροστά σε ένα τόσο ανοργάνωτο και σαθρών θεμελίων, εγχείρημα. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, όποιος θα ήθελε να παίξει παιχνίδια θανάτου με τους Φλεσαίους(28 αδέρφια), θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί πολύ προσεκτικά.
    Οι προεστοί, θα ενδιαφερθούν για το υπόβαθρο του Αγώνα, θα ανησυχήσουν για το παράκαιρό του και θα ζητήσουν να στείλουν εκ νέου απεσταλμένους δεξιά και αριστερά, για να διαπιστώσουνε αν έχει κάτι αλλάξει στα δεδομένα που ήδη γνώριζαν. Και φυσικά- πώς θα γινόταν αλλιώς;- θα θέσουν ζήτημα εξουσίας. Ποιος θα διαδεχτεί τον Τούρκο, όταν εκείνος φύγει; Κατά πως λέει ο Φωτάκος, ο γραμματέας του Κολοκοτρώνη, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, «ο δυνατότερος και τολμηρότερος» από τους κοτζαμπάσηδες της περιοχής, ρώτησε ανοιχτά, εκείνο που όλοι θα ήθελαν να θέσουν αλλά δίσταζαν:
   
    «Αλλ’ ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούη και δεν θα μας σέβεται και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήταν), ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι για να φάγη»
Γόνος προεστών ο Παπαφλέσσας, γνωρίζει καλά τη γλώσσα που θα τους μιλήσει. Η υπόσχεση πως η Επανάσταση δεν πρόκειται να είναι ταξική, παρά μονάχα εθνική, θα ηρεμήσει τα πνεύματα, αλλά όχι σε βάθος. Γιατί οι πρόκριτοι γνωρίζουνε πολύ καλά, πως μπροστά στο κύρος του Υψηλάντη, οι ίδιοι θα αγωνίζονταν μονάχα για μία θέση στη σκιά του.
Ο Παπαφλέσσας
του Σεβερίνο Μπαράλντι
    Ο Υψηλάντης παραμένει ο άγνωστος παράγων για το παραδοσιακό μωραΐτικο σύστημα εξουσίας και ο Παπαφλέσας ο χειρότερος εφιάλτης του. Οι πρόκριτοι θα αποσυρθούν για να «οικονομήσουνε» το πράγμα, να συσκεφθούν, να οργανωθούνε εσπευσμένα. Αν κάτι ξεκινήσει στο Μωρηά, αυτό θα πρέπει να είναι υπό τη δική τους καθοδήγηση και κανενός άλλου. Ο Παπαφλέσας ωστόσο, δεν πρόκειται να καθήσει με τα χέρια σταυρωμένα.
    Η σύσκεψη στη Βοστίτσα γίνεται στα τέλη του Ιανουαρίου του ’21. Η λήξη της, δεν βρίσκει καμία πλευρά νικητή, αλλά ο χρόνος κυλάει για λογαριασμό του Παπαφλέσσα. Σύμφωνα με τον γραμματικό του Κολοκοτρώνη, Φώτιο Χρυσανθόπουλο (Φωτάκο), ο Παπαφλέσας απείλησε τους προεστούς, πως «αν δεν συγκατανεύσουν να επαναστατήσουν, αυτός είναι διατεταγμένος από την Σεβ. Αρχήν, την οποίαν παρίστανον ως πραγματικήν τότε, να μισθώση 1000 Πισινοχωρίτας και Σαμπαζότας και άλλους τόσους Μανιάτας να κάμη την αρχήν της επαναστάσεως, και όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι, ας τον θανατώσουν…». Εδώ θα παίξουν ρόλο τα 90.000 γρόσια με τα οποία προίκισε ο Υψηλάντης την αποστολή Παπαφλέσσα. Ο Απόστολος της Φιλικής, δεν είναι ρακένδυτος, ούτε μετρημένος στη ζωή του- τουναντίον, τα πάντα μαρτυρούν πως από πίσω του στέκει ισχυρός χρηματοδότης. Αν έλεγε αλήθεια και προσελάμβανε τους Μανιάτες όπως είχε απειλήσει, τι θα συνέβαινε στους πρόκριτους;
    Τα νέα μεταδίδονται σαν αστραπή, οι διαδόσεις γίνονται πιστευτές, αλλά ο Παπαφλέσας δεν εφησυχάζει. Το επαναστατικό δυναμικό οφείλει να ‘ναι ένοπλο- κι η Κλεφτουριά απ’ το Μωριά έχει εκλείψει απ’ το 1807. Ενόπλους βρίσκει κάποιος μονάχα στη δούλεψη των προεστών. Μια σφήνα του χρειάζεται, ν’ ασκήσει πίεση, να διαρρηχθεί πατόκορφα το σώμα της παραδοσιακής μωραΐτικης ιεραρχίας. Και θα την βρει- στις οικογένειες των Δεληγιανναίων και των Παπατσωναίων.
    Οι Δεληγιανναίοι υπήρξαν απηνείς διώκτες της Κλεφτουριάς και είχαν πρωτοστατήσει στην εκρίζωσή της το 1807, με αφορμή υπερβάσεις και ασχήμιες του Γιάννη «Ζορμπά» Κολοκοτρώνη. Ο καιρός ωστόσο, έχει αλλάξει και ένας νέος βλαστός της οικογένειας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, καίγεται να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του απ’ τους Οθωμανούς το 1816. Ο τοίχος με το αίμα απ’ το κομμένο του κεφάλι, διατηρείται επιμελώς ακαθάριστος επί δεκαετίες. Ο Παπαφλέσσας ξέρει πώς θα του μιλήσει.
Μένει ακόμα ένα κέντρο ισχύος- η Μάνη. Για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή της οι Τούρκοι, διατηρούσανε κλεισμένους στο Πατριαρχείο, δύο μέλη της οικογένειας του έλληνα Μπέη της, που στην προκείμενη περίπτωση, ήτανε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης. Ο Παπαφλέσας, θα δώσει εντολή να απελευθερωθούν κρυφά

    Έπειτα συναντά τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές και προκειμένου να κάμψει του δυσταγμούς του του υπόσχεται μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου.
Τέλος, ο ίδιος θα γνωρίσει και τον οπλαρχηγό Νικόλαο Χριστοδούλου «Σολιώτη», τον οποίον «εύρεν κατηχημένον και ητοιμασμένον καθ’ όλα, έξυπνον και επιδέξιον, πνέοντα εκδίκησιν κατά των Τούρκων και ενθουσιάζοντα τον Φλέσαν να κάμη αρχήν εις εκείνα τα μέρη, δια να ενοχοποιηθή ολόκληρος η Επαρχία των Καλαβρύτων και ούτω να κοπούν οι σχέσεις των Τούρκων και των Ελλήνων». Κατ’ εντολήν του Παπαφλέσσα, ακριβώς για την εμπλοκή των διστακτικών, ο Σολιώτης θα σκοτώσει τους πρώτους Τούρκους στο Αγρίδι των Καλαβρύτων στις 14 Μαρτίου του ‘21.Αυτή είναι και η πρώτη επαναστατική ενέργεια. Οι φόνοι έπρεπε να είναι «ειδεχθείς», ακριβώς για να μην υπάρχει επιστροφή. Και ήσαν φόνοι αόπλων ταχυδρόμων.
    Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, το φυτίλι που άναψε ο Παπαφλέσας στη Βοστίτσα, φωτίζει καιόμενο ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το πρώτο αίμα, χύνεται ωστόσο προβοκατόρικα, προκειμένου να εμπλακούν και οι διστακτικοί, που δεν είναι λίγοι. 
Με τα ψέματά του κατάφερε να ξεκινησει την Επανασταση. Ο Παπαφλέσσας έρχεται σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, μοιράζει μικρούς και μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους με εντολή να μαζέψουν και να εξοπλίσουν χωρικούς    Στις 23 Μαρτίου εισέρχεται με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Μετά κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα , στην Καρύταινα, στα Βέρβαινα, στο Άργος,όπου πήγε προς ενίσχυση των πολιορκημένων Ελλήνων του κάστρου με 15 άνδρες  και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί επειδή ο Μουσταφά μπέης έκαιγε τα χωριά απ' όπου περνούσε, ο Δικαίος διέταξε «για αντίποινα να πυρπολύσουν –αρχές Μαΐου-τα ονομαστά σεράγια του Κιαμήλ μπέη καθώς και τα τουρκικά σπίτια της Κορίνθου».
 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ.Ε' , εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 2007 σελ.378 Ο Βακαλόπουλος σχολιάζει:«Η πράξη του Παπαφλέσσα πρέπει να ξεχωριστή γιατί είναι πράξη συμβολική ενός φανατικού ιδεολόγου και ορμητικού επαναστάτη,όπως άλλωστε φαίνεται από τα χαρακτηριστικά λόγια που του αποδίδουν: Ενόσω αυτοί οι χωριάτες βλέπουν τα παλάτια αυτά νομίζουν πως ο αφέντης τους Κιαμίλ κάθεται ακόμα εκεί. Πρέπει να καούν, για να ξέρουν πως δε θα πάρουν συγχώρεση από τον αφέντη», Απ. Βακαλόπουλος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, εκδ. Καραγιάννη, Θεσσ/ίκη, 1970, σελ.171
Ο Κόκκινος, «...δια να δημιουργήσει αγεφύρωτον χάσμα μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων της επαρχίας», Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τομ. 2, εκδ. Μέλισσα, Αθήναι, χ.χ, σελ.153. Ο Κορδάτος ερμηνεύει το γεγονός αυτό σαν προσπάθειά του να ενοχοποιήσει τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες προκειμένου να τους εμπλέξει στην επανάσταση. Γιάννη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος, τομ.10 , εκδ. 20ος αιώνας, χ.χ.σελ.196     Όταν εκδηλώθηκε η ρήξη ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους προκρίτους -το καλοκαίρι του 1821- ως αποτέλεσμα της πρότασης που έκανε ο πρώτος στους δεύτερους στην συνέλευση των προεστών εις Ζράκοβαν Αρκαδίας σχετικά με την κατάργηση κάθε πολιτικής αρχής που δεν είχε διοριστεί από τον ίδιο, και μετά την άρνηση των δεύτερων να αποδεχθούν τις προτάσεις αυτές και αφού αποχώρησε από τα Βέρβενα ο Υψηλάντης, μαζί με τον Δικαίο, ο οποίος ήταν ένας από αυτούς που διαφώνησαν με τους προκρίτους και που -φαίνεται- να υποκίνησε και τη στάση των στρατιωτών απέναντί των συγκεντρωμένων προκρίτων στα Βέρβενα.
Τάσος Γριτσόπουλος, «Η συνέλευσις των προεστών εις Ζράκοβαν», Αθηνά, τομ.ΟΓ-ΟΔ, (1972-1973), σελ.173, «Οι διαφωνήσαντες είναι και οι υποκινηταί της στάσεως εναντίον των προκρίτων , είναι οι τρεις δυναμικοί άνδρες,που διέθετεν αυτήν την στιγμήν η Εταιρεία εις τον τόπον… Παν. Αναγνωστόπουλος, Αναγνώστης Παπαγεωργίου-Αναγνωσταράς, Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσας»
Ο Παπαφλέσσας προσέφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην ιερή υπόθεση πριν το ξέσπασμα της επανάστασης σαν μπουρλοτιέρης των ψυχών. Χωρίς αυτόν – λένε μερικοί– ίσως να μην άναβε η επαναστατική φλόγα. Ξετρέλαινε τους ενθουσιασμένους, έπειθε τους διστακτικούς, πολεμούσε τους αντίθετους. Διαλαλούσε ότι μια μεγάλη δύναμη κρύβεται πίσω από τους Φιλικούς, εννοώντας τη Ρωσία. Ήταν έξυπνος, ενθουσιώδης, τολμηρός. Αυτές οι αρετές καθώς και το σχήμα του τον έκαναν ανεπανάληπτο για την προεπαναστατική του δράση.
Αναρωτιέται όμως κανείς: Μήπως ακριβώς αυτός του ο χαρακτήρας ήταν εκείνος που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, σε μία περίοδο που η Επανάσταση έμοιαζε να σβήνει εν τη γενέσει της; Μήπως χωρίς τις αλητείες του Φλέσσα - χωρίς τα ψεύδη του, τις απατεωνιές του, τον ορμητικό του, άναρχο χαρακτήρα, πολύ απλά θα περιμέναμε την «κατάλληλη στιγμή», όπως μας σύστηνε ο Κοραής, ο Καποδίστριας, ο Ιγνάτιος, ο Γρηγόριος και οι υπόλοιποι της παράταξης της σωφροσύνης;  ....ότι χωρίς τον Παπαφλέσα, το ’21 θα είχε μετατεθεί…για το ’71!
Στη Συνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος του 1821) συμμετέχει ως πληρεξούσιος και ονομάζεται γερουσιαστής.

      Κι αν όσα γράψαμε μέχρι τώρα, αφορούν το προσωπικό του ήθος και την κοινωνική συμπεριφορά,δεν συμβαίνει το ίδιο με τα επόμενα, που αφορούν την πολιτική του συμπεριφορά.  Αργότερα, λοιπόν, μετά την επανάσταση του 1821, στην μεγάλη διχόνοια που προέκυψε το 1824 (λίγα πράγματα αναφέρει για αυτήν η επίσημη ιστορία μας) και τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη από την κυβέρνηση Κουντουριώτη και Μαυροκορδάτου, Κωλέττη, ο Παπαφλέσσας πρωτοστάτησε. Ήταν η περίοδος κατά την οποία οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στον Μοριά και ...κατεδίωξαν τους οπλαρχηγούς του, έκαψαν, έκλεψαν γυναίκες, κατέστρεψαν και δημιούργησαν μεγάλο ζήτημα στην επαναστατημένη Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σύντροφός του, τότε, Ιωάννης Μακρυγιάννης, τον στολίζει κανονικά για την εκστρατεία και σύλληψη του «αντάρτη» Κολοκοτρώνη και των λοιπών καπεταναίων του Μοριά. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει στον τόμο Α΄ σελίδα 216, στα «Απομνημονέυματα» των εκδόσεων Βαγιονάκη (1947): «Ο Παπαφλέσσας πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι και έναν με βιολί και πήγαμε εις το Λιοντάρι...Και τον γενναίον Παπαφλέσσα όπου εγλένταγε με ταις γυναίκες και τα λαλούμενα...Γύρευε τις επιδέξες (δηλαδή πόρνες)...έζη ως σατράπης με τρυφάς και αναπαύσεις...»Ο Παπαφλέσσας, λοιπόν, ως υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Κουντουριώτη, συνέλαβε και φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη στην Ύδρα! Αυτό ήταν το μεγαλύτερο στίγμα που ακολουθούσε τη ζωή του.

Ο Ιμπραήμ ασπάζεται τον νεκρό Παπαφλέσσα, ελαιογραφία του Α. Γεωργιάδη
    Ο θάνατός του στο Μανιάκι, στη μάχη κατά του εχθρού, τον κατέστησε ήρωα και έτσι μας τον παρέδωσε η ιστορία, παραβλέποντας όλα τα άλλα. Αν δεν συνέβαινε, ο πράγματι ηρωικός του θάνατος, ο Παπαφλέσσας δεν θα αναφερόταν καν στο πάνθεον των αγωνιστών του 1821.Κάποιοι σημαντικοί ιστορικοί, ισχυρίζονται ότι ο Παπαφλέσσας είχε μετανιώσει για όλα είχε κάνει στον βίο και τη πολιτεία του και για αυτό πήγε ως πρόβατο επί σφαγή στη μάχη με τον Ιμπραήμ.Ο Φραντζής, γράφει ότι ο Παπαφλέσσας εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εκστρατεύει κατά του Ιμπραήμ «με τοιαύτην απόφασιν, ώστε ή να επιστρέψει νικητής ή να φονευθεί υπέρ πατρίδος μαχόμενος, δια να απαλύνει τον ρύπον όλων εκείνων δια όσα κατελαλείτο».
 Ο Σπηλιάδης υποστηρίζει ότι ότι ο Παπαφλέσσας εκστρατεύει εναντίον του Ιμπραήμ«με σκοπόν να αποθάνει μαχόμενος ή να νικήσει και αν νικήση, να επανορθώσει τα εσφαλμένα».Κι ο Φωτάκος, όμως, περίπου τα ίδια αναφέρει: «Είχε μετανοήσει δια τας πρότερον πράξεις και ενεργείας του προς καταστροφήν των λεγομένων ανταρτών (σ.σ. δηλαδή του Κολοκοτρώνη). Και αν εφαίνετο νικητής, να ζητήσει έπειτα την απόλυσιν των εξορίστων και ιδίως του Κολοκοτρώνη...επιθυμών δε προσέτι να φανή ότι αυτός επέβαλε την θέλησίν του εις τον Κουντουριώτην και λοιπούς, ελευθερώνων τους φυλακισμένους».
      Είναι, όμως έτσι, όπως αναφέρουν οι τρεις ιστορικοί; Δύσκολο, αν αναλογιστεί κάποιος ότι όλοι αναφέρουν ότι ήταν άνθρωπος χωρίς αρχές και ηθικούς φραγμούς. Η λογική λέει, ότι δεν τον ενδιέφεραν οι φυλακισμένοι, αλλά η εξόντωσή τους. Όμως, ως υπουργός εσωτερικών, βρέθηκε μπροστά σε απίστευτες αντιδράσεις του απλού κόσμου, που έβλεπε ότι ο πιο μεγάλος ήρωας της ελληνικής επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης, και οι λοιποί καπετάνιοι του Μοριά, ήταν φυλακισμένοι, ενώ ο Κουντουριώτης, ο Ματροκορδάτος, ο Κωλέττης κι ο Παπαφλέσσας, μηχανορραφούσαν συνεχώς. Από την άλλη πλευρά, αν είχε μετανοήσει, πριν εκστρατεύσει εναντίον του Ιμπραήμ, θα μπορούσε να εισηγηθεί την αποφυλάκιση και την από κοινού αντιμετώπιση του εχθρού. Κι αν οι Κουντουριώτηδες, Μαυροκορδάτοι και Κωλέττηδες διαφωνούσαν, τότε μπορούσε να παραιτηθεί και να εκστρατεύσει μόνος του εναντίον του Ιμπραήμ. Δεν το έπραξε. Άρα, πως είχε μετανιώσει; Κι αυτό είναι πολιτική πράξη που κρίνεται.
    Τα κίνητρά του να πάρει την πρωτοβουλία διχάζουν τους ιστορικούς: α) από φιλοτιμία διότι από πουθενά δεν υπήρχε αντίσταση μέσα στο Μοριά, β) ήθελε να πετύχει κι αυτός μια νίκη πριν αποφυλακιστεί ο Κολοκοτρώνης, Όπου πήγαινε για να στρατολογήσει άκουγε ‘’Πού είν' ο Γέρος;’’ «Αυτήν την προτίμηση την είχε για προσβολή δική του στην καρδιά» Έτσι την ημέρα που ξεκινούσε από την Τριπολιτσά για την Μεσηνία, γύρισε και είπε στον λαό: «Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες και ή θα νικήσω τον Μπραΐμη ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε, σκατόβλαχοι πως ξέρει κι άλλος να πολεμάει τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μόνο». Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, 
    
     Να αναφέρουμε και κάτι ακόμη, το οποίο συνηγορεί στην άποψη ότι ο Παπαφλέσσας δεν είχε μετανιώσει. Ισχυρίζεται στην ιστορία του ο Φωτάκος, ότι πήγε στη μάχη και αν γύριζε νικητής θα εισηγείτο την απελευθέρωση των φυλακισμένων. Αυτό, όμως, συμφώνως με τον χαρακτήρα του Παπαφλέσσα, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει, αφού αν γύριζε νικητής και στεφανωμένος με τη δόξα, θα ισχυριζόταν ότι ο λαός δεν έχει ανάγκη τον Κολοκοτρώνη... Θα είχε αποδείξει ότι ο Μοριάς μπορούσε να επιβιώσει, να πολεμήσει και να νικήσει χωρίς τον φυσικό του αρχηγό.  Και κάτι τελευταίο. Ο θάνατος του Παπαφλέσσα, χαροποίησε φίλους και εχθρούς, όσο κι αν είναι οξύμωρο με την εν γένει στάση της ιστορίας απέναντί του. Αυτό φαίνεται μέσα από δημοσιεύματα της εποχής. Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του (σελ.214), γράφει όλες κι όλες δυο γραμμές: «Εις το χάνι ηύραμεν και τον Παπαφλέσσα με καμπόσους. Πάγαινε εναντίον του Μπραίμη. Πέρασε από το Λιοντάρι και ήταν ενθουσιασμένος. Πήγε και χάθηκε». 
    Στο αρχείο του Κουντουριώτη (τόμος Δ΄ σελ.505), ο γραμματέας του, του έχει στείλει επιστολή που γράφει:«Κανείς δεν εδάκρυσε από τον θάνατο του Παπαφλέσσα...». Στα ίδια αρχεία (τόμος Γ΄ σελίδα 13), βρίσκουμε και επιστολή του Κανέλλου Δεληγιάννη, που κι αυτός είχε εκδιωχθεί από τον Παπαφλέσσα.Αποδεικνύοντας την μεγαθυμία του, ίσως και το ρητό «ο θανών δεδικαίωται», ο μεγάλος οπλαρχηγός γράφει:«Ο ένδοξος αυτού θάνατος, απέπλυνε όλους τους ρύπους του ιδιωτικού και πολιτικού του βίου και χρεωστεί η πατρίς να τον συγκατάξει και αυτόν μεταξύ των λοιπών ενδόξων αθανάτων αυτής προμάχων». Έτσι, ηρωοποιήθηκε ο Γρηγόριος Δικαίος Φλέσσας, που έμεινε στην ιστορία ως Παπαφλέσσας. Ένας άνθρωπος, οι πολιτικές πράξεις του οποίου και κυρίως η συμμετοχή του στην ανηλεή καταδίωξη και φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των καπετάνιων του Μοριά, στον καταστροφικό εμφύλιο, επέφεραν δεινά για την Ελλάδα και τον λαό της. Βεβαίως, δεν είναι ο μόνος με αμφιλεγόμενη παρουσία στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Είναι και πολλοί άλλοι, που οι φωτογραφίες τους είναι αναρτημένες σε σχολεία και χαρακτηρίζονται ήρωες του Έθνους.


ΠΗΓΕΣ
E%B1%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου