H ιστορία της λατέρνας (la torno = αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο. Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά.... Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις…..Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής
Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής.Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.
Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής.Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.
Οι δυο τους πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα. Είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμάτημα» των τραγουδιών. Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες του και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.
Στην Κωνσταντινούπολη ήταν «αρχόντισσα και κυρά» σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου. Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη «χρυσή του εποχή». Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες. Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.
Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση….κυριολεκτικά τίποτα. Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε….Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα. Εθνικά εμβατήρια , ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.
Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι οι «Οργανοποιοί» – κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι – οι «Σταμπαδόροι» – ή «καρφωτές» έκαναν τα τραγούδια. Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το «σταμπάρισμά» του στον κύλινδρο. Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,….άνθρωποι που γνώρισαν τεράστια δόξα στο χώρο αυτό. Διασημότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρμάος.
Ενα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της. Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αποκλειστικά στολίδια και άλλα είδη γι αυτήν. Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, με κεντίδια σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (πχ 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821. Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες. Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ.( Από τον πλούσιο στολισμό της προέκυψε και η έκφραση "Στολίστηκε σαν λατέρνα" και εννοεί τη γυναίκα που έχει υπερβολικά στολίδια επάνω της ).
Τέλος, τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα. Το τέλος αυτής της ιστορίας άρχισε να έρχεται με την εμφάνιση του γραμμόφωνου και του ραδιοφώνου. Αρχίζει τότε να παραγκωνίζεται σαν μέσο διασκέδασης του κοινού. Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.
Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν.
Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ αυτό θέτει «εκτός νόμου» και τη λατέρνα. Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, και αποσύρονται στις αποθήκες. Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά. Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955 και το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη.
Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από τον Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο. Η λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους.
Η λατέρνα μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», «Τα κόκκινα φανάρια». ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το «Απόδραση στην Αθήνα». Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας. Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική. Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά – σιγά και οι τεχνίτες της λατέρνας. Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: «Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου». Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει. Τη σκυτάλη παίρνει ο 65χρονος τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995.
Μετά το θάνατο του Αρμάου, συνεχιστής του έργου του έγινε ο Αντώνης Νασιόπουλος, που πολύ βοήθησε και επηρεάστηκε από τον προηγούμενο. Άλλος επίσης άξιος συνεχιστής είναι ο Πάνος Ιωαννίδης από τη Θεσσαλονίκη, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για την αναβίωση και την κατασκευή της λατέρνας. Το βιβλίο του μάλιστα «Λατέρνα η αρχόντισσα του δρόμου» είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για τη λατρεία αυτή τη στιγμή.
Y.Γ. To κείμενο υπογράφει ο κ. Λιναρδάτος
Η άγνωστη καταδίωξη της λατέρνας και της ρομβίας στα χρόνια του Πάγκαλου!
Στα χρόνια του Πάγκαλου δεν καταδιωκόταν μόνον η κοντή φούστα, όπως νομίζουμε οι περισσότεροι, αλλά μια σειρά απαγορεύσεων έτεινε να αλλάξει την καθημερινότητα των Ελλήνων. Ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων εορτών του 1925, καταδιώχθηκαν η λατέρνα και η αδελφούλα της στη μάχη της ζωής, η ρομβία. Τα «λαϊκά αερόφωνα», όπως τα αποκαλούσαν οι λόγιοι της εποχής, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για ένα είδος εκκλησιαστικών οργάνων. Η μεν πρώτη πήρε το όνομά της από το la torno –αυτό που γυρίζει– και η δεύτερη από λανθασμένη ανάγνωση του λατινικού «POMBIA» που ήταν γραμμένο στην μπροστινή της όψη!
ΑΠΟ http://lexilogia.gr/ |
Οι δύο αδελφές, τις οποίες οι νεότεροι μπερδεύουν γράφοντας στα λεξικά πως πρόκειται για ένα και το αυτό όργανο, είχαν μεγάλες διαφορές στα σωθικά τους αλλά και στην εξωτερική τους εμφάνιση. Τη λατέρνα τη σήκωνε στους ώμους του ο λαϊκός τύπος των Ταταούλων ή των Ψωμαθειών, με τις επικίνδυνες αφέλειες και το μαχητικό ζωνάρι, και ήταν ιδιότυπο όργανο· είχε ψυχή, πνέυμα, ρυθμό, αίσθημα, χιούμορ. Τα είχε όλα δικά της, όπως έγραψε κάποτε η Σοφία Σπανούδη. Γνώρισε δόξες όχι μόνο στην υπαίθρια ζωή και στα εξοχικά λαϊκά κέντρα, αλλά μπήκε και στα σαλόνια συνοδεύοντας πολλές χειμωνιάτικες χορευτικές βεγγέρες.
Η ρομβία, από την άλλη, συρόταν επάνω σε τρεις –συνήθως– τροχούς και έμοιαζε περισσότερο από την αδελφή της με πιάνο. Θεωρείτο γκρινιάρα, παρά το γεγονός ότι είχε πενήντα φωνές σε αντίθεση με τη λατέρνα που είχε 36 φωνές και ένα καμπανάκι. Η ρομβία «έλεγε» δέκα τραγούδια και η λατέρνα εννέα.
Κακώς θεωρείται ότι τα όργανα αυτά κυνηγήθηκαν επί δικτατορίας Μεταξά. Επί δικτατορίας Παγκάλου, το 1925, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αστυνομική διάταξη που απαγόρευε το παίξιμό τους «εις τα κέντρα της πρωτευούσης», μπροστά από τα ξενοδοχεία και τα καφενεία, και τους επέτρεπε να κυκλοφορούν μόνον στις γειτονιές. «Θ’ αναγκαζόμεθα πλέον να εκστρατεύομεν εις τα άκρα, εις τας εσχατιάς της πόλεως διά ν’ απολαύσωμεν την παλαιάν πρωτεύουσαν», σχολίαζε ο Τύπος.
Από τότε, η αστυνομική διάταξη πότε «κοιμόταν» και πότε «αφυπνιζόταν». Ωστόσο, ιδιαίτερα η λατέρνα συνέχισε την ηρωική πορεία της για να φτάσει, ακόμη και στις ημέρες μας, να τριγυρνά παρηκμασμένη σε κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, υποφέροντας σε τσιγγάνικα χέρια…
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου - Σαν παλιά λατέρνα
Ο αντικρινός μου γείτονας
Ανεβοκατεβάζει τις τέντες
Στο μπαλκόνι του
Γυρίζει τη μανιβέλα σαν λατέρνα
Ο σκουριασμένος μεταλλικός ήχος της
Τρυπώνει στο μυαλό μου ανελέητα
Μια σκόνη καφέ σκούρα
Κάθεται πάνω στα ποιήματά μου
Και γω αισθάνομαι να παλιώνω
Ανεπανόρθωτα
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Νύχτα
.....Καὶ κλαῖνε οἱ ἀμανέδες στὶς ταβέρνες
τὴ νύχτα τὴν ἀστρόφεγγη
ποὺ θά ῾πρεπε ἡ ἀγάπη νὰν τὴν ἔπινε
καὶ παίζουν οἱ λατέρνες.
Χυμένες στὰ ποτήρια καρτεροῦνε
οἱ λησμονιὲς γλυκύτατες·
οἱ χίμαιρες τώρα θὰ εἰποῦν τὸ λόγο τους
Κ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - Οι μοιραίοι
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Τριστάν Κορμπιέρ - Αγρύπνια
Αγρύπνια, είσαι η Υστερία...
Είσαι η λατέρνα
Που αλέθει τα Ωσαννά των Εκλεκτών Του;...
-Ή δεν είσαι το αιώνιο πλήκτρο
Πάνω στα νεύρα γραφιάδων κολασμένων
Που γρατζουνά τους στίχους τους -μον' από
E. E. Cummings / Ε. Ε.
Κάμμινγκς
στην αρχή αυτού του
δρόμου μια λατέρνα αγκομαχώντας ανεμίζει σκωροφαγωμένες μελωδίες. Ενα χέρι παχουλό γυρίζει τη μανιβέλα· το όργανο βγάζει νεράιδες, δύστροποι
νάνοι ξεπηδούν αδέξια απ' το μικρό κουτί του ξεχύνονται ταγκιασμένα ξωτικά στο
έξοχο ηλιόφως μέσα στον ανθόπληκτο αέρα που 'χει βρομίσει από ευκίνητα σμήνη
ηχητικών πλασμάτων.
–Παιδιά στέκονται με
κυκλικά φοβισμένα πρόσωπα κι αγριοκοιτάζουν τον μικρόσωμο χαμογελαστό ρακένδυτο
άντρα που η μανιβέλα στο χέρι του όλο γυρίζει απεγνωσμένα δείχνοντας την
παράξενη μαϊμού
(αν της ρίξεις ένα
κέρμα θα το αρπάξει με τέχνη στον αέρα και θα το χώσει με ύφος σοβαρό στο
τσεπάκι της) Μερικές φορές δεν πιάνει τα λεφτά και τότε ο αφέντης της φωνάζει
σκεπάζοντας τη μουσική και τραβάει το σχοινί κι η μαϊμού κάθεται και σε
κοιτάζει με τα χολωμένα κι αγέλαστά της μάτια κι αφού τσακώσει μια δυο τρεις
δεκάρες εκείνος τής ρίχνει ένα φιστίκι (κι αυτή το ανοίγει επιδέξια με το στόμα
κρατώντας το με το χεράκι της που μοιάζει με παιχνίδι) και μετά πετάει ψυχρά το
τσόφλι με μια μικρή γεμάτη πλήξη κίνηση που κάνει τα παιδιά να γελούν.
Μα εγώ δεν
γελώ, η μανιβέλα γυρίζει απεγνωσμένα ξωτικά κι απελπισμένοι νάνοι κι αλλόφρονες
νεράιδες αναβλύζουν αδέξια απ' το ταλαιπωρημένο όργανο παχουλό και μυστηριώδες
το ανθόπληκτο ηλιόφως πυκνώνει μέσα σε ίλιγγο γυρίζει απαλά ο δρόμος και τα
παιδιά κι η μαϊμού κι η λατέρνα κι ο άντρας χορεύουν αργά κυματίζουν μες στην
τρεμάμενη ομίχλη ενός απάνθρωπου σκοπού….μικροσκοπικές νεκρές μελωδίες
σέρνονται πάνω στο πρόσωπό μου οι τρίχες μου είναι γεμάτες ακρωτηριασμένα
μικροσκοπικά πράγματα τραγουδάνε μες στ’ αυτιά μου ανακατώνοντας ξέψυχα
σαπισμένους σκελετούς,
και
νιώθω το τράβηγμα του
σχοινιού! ο μικρόσωμος χαμογελαστός ρακένδυτος άντρας φωνάζει σκεπάζοντας τη
μουσική τον καταλαβαίνω βάζω πάλι το στρογγυλό κόκκινο καπέλο στο κεφάλι μου
κάθομαι και σε κοιτάζω με τα χολωμένα κι αγέλαστά μου μάτια
ναι, Μα το θεό.
γιατί εγώ είμαι που
δείχνουν η παράξενη μαϊμού με το γέρικο κουκλίστικο προσωπάκι και τα τριχωτά
μπράτσα σαν τέρας και τα χέρια στο χρώμα του καουτσούκ και τα πόδια γεμάτα
επιδέξια δάχτυλα και την εκπληκτικά ολοζώντανη ουρά (και ένα μικρό κόκκινο
σακάκι που έχει έχω μια αληθινή τσέπη και το κόκκινο αστείο καπέλο με ένα
μεγάλο φτερό είναι δεμένο κάτω από το πηγούνι μου,της.) που
σκαρφαλώνω και σκούζω και τρέχω κι αιωρούμαι σαν παιχνίδι στην άκρη ενός
σχοινιού
Μετάφραση: Γιώργος
Κυριαζής
ΤΑΙΝΙΕΣ
Λατέρνα ,φτώχεια και φιλότιμο
Δύο φίλοι, ο Πετράκης και ο Παυλάρας, περιπλανόδιοι λατερναζήδες, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα μιας και η λατέρνα έχει αρχίσει να φαίνεται μουσειακό είδος μπροστά στη νέα εποχή του γραμμοφώνου. Έτσι αποφασίζουν να πάνε σε ένα πανυγύρι σε κάποιο χωριό, για να βγάλουν χρήματα. Στο δρόμο συναντούν μια κοπέλα που το έχει σκάσει από το σπίτι της για να μην παντρευτεί αυτόν που της επιβάλλει ο πλούσιος πατέρας της. Τυχαία διαβάζουν στην εφημερίδα, ότι ο πατέρας της κοπέλας δίνει πλουσιοπάροχη αμοιβή σε όποιον βρει την κόρη του. Οι δύο φίλοι όμως λυγίζουν συναισθηματικά όταν μαθαίνουν από τη κοπέλα ότι είναι ερωτευμένη με ένα νεαρό και την παίρνουν υπό την προστασία τους. Τελικά καταφέρνουν να σμίξουν ξανά τους δυο νέους και να συμφιλιώσουν την κοπέλα με τον πατέρα της, παίρνοντας παράλληλα και την αμοιβή.
Παραγωγή: Finos Film
Α' Προβολή: 12 Δεκεμβρίου 1955
Κατηγορία: Κωμωδία
Διάρκεια: 87'
Εισιτήρια: 126.530
Ηθοποιοί: Μίμης Φωτόπουλος, Βασίλης Αυλωνίτης, Τζένη Καρέζη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Χρήστος Τσαγανέας, Δημήτρης Βουδούρης, Ερρίκος Κονταρίνης, Κώστας Παπαχρήστος, Ράλλης Αγγελίδης, Νίκη Λινάρδου, Σούλη Σαμπάχ, Λέτα Γιαννακοπούλου, Ρούλα Χρυσοπούλου, Ρέα Μανέλη, Στέλλα Μαργαριτίδου, Λίτσα Χάρμα, Ανδρέας Μυγάκης, Νίκος Φέρμας, Κώστας Κορυζής, Τόλης Χάρμας, Κώστας Μεντής, Γιάννης Παπαδόπουλος, Θεόδωρος Κεφαλόπουλος, Διονύσης Πριονάς
Σκηνοθέσια: Αλέκος Σακελλάριος
Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος
Φωτογραφία: Αριστείδης Καρύδης-Φουκς
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγούδι: Γιώργος Ζαμπέτας
Σκηνογραφία: Μάρκος Ζέρβας
Μακιγιάζ: Σταύρος Κελεσίδης
Χορογραφία: Απόλλων Γαβριηλίδης
Μοντάζ: Ντίνος Κατσουρίδης
Α' Προβολή: 12 Δεκεμβρίου 1955
Κατηγορία: Κωμωδία
Διάρκεια: 87'
Εισιτήρια: 126.530
Ηθοποιοί: Μίμης Φωτόπουλος, Βασίλης Αυλωνίτης, Τζένη Καρέζη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Χρήστος Τσαγανέας, Δημήτρης Βουδούρης, Ερρίκος Κονταρίνης, Κώστας Παπαχρήστος, Ράλλης Αγγελίδης, Νίκη Λινάρδου, Σούλη Σαμπάχ, Λέτα Γιαννακοπούλου, Ρούλα Χρυσοπούλου, Ρέα Μανέλη, Στέλλα Μαργαριτίδου, Λίτσα Χάρμα, Ανδρέας Μυγάκης, Νίκος Φέρμας, Κώστας Κορυζής, Τόλης Χάρμας, Κώστας Μεντής, Γιάννης Παπαδόπουλος, Θεόδωρος Κεφαλόπουλος, Διονύσης Πριονάς
Σκηνοθέσια: Αλέκος Σακελλάριος
Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος
Φωτογραφία: Αριστείδης Καρύδης-Φουκς
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Τραγούδι: Γιώργος Ζαμπέτας
Σκηνογραφία: Μάρκος Ζέρβας
Μακιγιάζ: Σταύρος Κελεσίδης
Χορογραφία: Απόλλων Γαβριηλίδης
Μοντάζ: Ντίνος Κατσουρίδης
Λατέρνα ,φτώχεια και γαρύφαλλο
Η ταινία Λατέρνα Φτώχεια Και Γαρύφαλλo προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1957 και έκοψε 113.641 εισιτήρια. Ήρθε στην 3η θέση σε 30 ταινίες. Είναι το πρώτο σίκουελ, δεύτερο μέρος δηλαδή ταινίας, στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και έγινε επειδή το ζήτησε ο Φίνος στον Σακελλάριο, μετά από την μεγάλη επιτυχία της πρώτης ταινίας "Λατέρνα Φτώχεια Και Φιλότιμο", έναν χρόνο μετά. Το ίδιο καστ, οι ίδιοι συντελεστές, μόνο που η υπόθεση είναι σαφέστατα πιο δραματική από την προηγούμενη, κάτι που οδηγεί και τον Αυλωνίτη και τον Φωτόπουλο σε σπουδαίες ερμηνείες. Ο Χατζηδάκης επαναλαμβάνει την επιτυχία του "Γαρύφαλλο στ' αυτί" με το καινούριο "Φούστα κλαρωτή και γαρύφαλλο στ' αυτί" και γράφει επίσης το "Αχ βρε παλιομισοφόρια", ενώ ο Σακελλάριος δημιουργεί τις περίφημες σκηνές με τις πολλές μαυροφόρες τσιγγάνες που κηδεύουν την λατέρνα, αλλά και σατιρίζει σε μια πολύ έξυπνη σκηνή με τον Γιώργο Γαβριηλίδη, την τρέλα που είχε πάθει τότε όλη η Ελλάδα με το τραγούδι της προηγούμενης ταινίας "Γαρύφαλλο στ' αυτί". Στην ταινία συμμετέχουν 200 πραγματικές τσιγγάνες.
Μια Λατέρνα Μια Ζωή
Από την ταινία Μια Λατέρνα Μια Ζωή (1958) στην οποία πρωταγωνιστούν οι Τζένη Καρέζη, Ορέστης Μακρής, Ντίνος Ηλιόπουλος, Πέτρος Φυσσούν, Λαυρέντης Διανέλλος, Νίτσα Τσαγανέα, Νίκος Φέρμας, Ράλλης Αγγελίδης, Θάνος Τζενεράλης, Αντιγόνη Κουκούλη, Νίτσα Παππά, Λάκης Σκέλας, Νία Λιβαδά, κα
Σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας
Σκηνοθεσία: Σωκράτης Καψάσκης (η 1η του ταινία)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Η ταινία Μια Λατέρνα Μια Ζωή προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1958 και έκοψε 29.778 εισιτήρια. Ήρθε στην 17η θέση σε 51 ταινίες. Η ταινία είναι μια παραλλαγή των δυο γνωστών ταινιών με τη λατέρνα στους τίτλους τους. Με μοναδικές ερμηνείες από τον Ορέστη Μακρή, την Τζένη Καρέζη, τον Λαυρέντη Διανέλλο, η ταινία διαθέτει ακόμη τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που γνωρίζει τόσο καλά να ταξιδεύει το διαχρονικό κοινό του στους απέραντους μουσικούς του κόσμους. Πέρα από την αναμφισβήτητα δραματική ατμόσφαιρα, το φιλμ καταφέρνει να αναβιώσει την Αθήνα της δεκαετίας του 1950 και να μας μεταφέρει τους νοσταλγικούς ήχους μιας λατέρνας, σαν και αυτή του Αρμάο, που τόσο θαύμαζε ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις.
Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα
Αχ η παλιά ταβέρνα
Κάνεις να μπεις στου μπάρμπα Γιάννη,
για μαριδίτσα και κρασί,
στρίβε σου λένε, βρε αλάνι,
εδώ είναι αριστοκρασί.
Και βλέπεις κοσμική Αθήνα,
βλέπεις τον κάθε κουνενέ,
να πίνει γαλιστί ρετσίνα,
και να τη λέει ρεζινέ.
Aχ! η παλιά ταβέρνα, με τη λατέρνα και το σκουμπρί,
κάπελας όταν κέρνα, σαχλάκιας δεν κόταγε να μπει.
Kιθάρα, μαντολίνο, μεζές, τραγούδι φίνο,
Αχ! η παλιά ταβέρνα,
με τα μεράκια της τα παλιά.
Στα Κούτσουρα πας να τρυπώσεις,
πες το μεγάλε μου καημέ,
και τρέμεις να μην τσαλακώσεις,
κάποιας κυρίας το λαμέ.
Στα Κούτσουρα μπανίζεις κι’άλλα,
διάσημα, διπλωματικά,
να πίνουν το κρασί σαν γάλα,
παξιμαδίτσες και γλυκά.
Aχ! η παλιά ταβέρνα, με τη λατέρνα και το σκουμπρί,
κάπελας όταν κέρνα, σαχλάκιας δεν κόταγε να μπει.
Kιθάρα, μαντολίνο, μεζές, τραγούδι φίνο,
Αχ! η παλιά ταβέρνα
μετά μεράκια της τα παλιά.
Στίχοι: Άγγελος Τερζάκης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαίρη Λω
Άλλες ερμηνείες: Μελίνα Μερκούρη
Κάθε που βραδιάζει στη μικρή τη γειτονιά
μ' ήλιο ή με χαλάζι με νοτιά και με χιονιά
έρχεται ν' αράξει μάθε του έρωτα φονιά
μια λατέρνα κούτσα-κούτσα στη γωνιά.
Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά.
και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μεσ' στο χειμώνα κι η λεμονιά.
Σ' ένα δρόμο σ' ένα στενό, μες
στο σύθαμπο το γαλανό
έχουν στήσει τώρα φωλιά
του Παραδείσου θαρρείς τα πουλιά.
Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά.
και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μεσ' στο χειμώνα κι η λεμονιά.
Από την ταινία ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ (1960)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαίρη Λω
Άλλες ερμηνείες: Μελίνα Μερκούρη
Κάθε που βραδιάζει στη μικρή τη γειτονιά
μ' ήλιο ή με χαλάζι με νοτιά και με χιονιά
έρχεται ν' αράξει μάθε του έρωτα φονιά
μια λατέρνα κούτσα-κούτσα στη γωνιά.
Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά.
και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μεσ' στο χειμώνα κι η λεμονιά.
Σ' ένα δρόμο σ' ένα στενό, μες
στο σύθαμπο το γαλανό
έχουν στήσει τώρα φωλιά
του Παραδείσου θαρρείς τα πουλιά.
Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά.
και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μεσ' στο χειμώνα κι η λεμονιά.
Από την ταινία ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ (1960)
ΝΙΚΟΣ ΑΡΜΑΟΣ-ΛΑΤΕΡΝΑ
Στίχοι: Θόδωρος Δερβενιώτης
Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης
Πρώτη εκτέλεση: Στράτος Διονυσίου
Στην απόμερη ταβέρνα
παίζει η παλιά λατέρνα
και μου θύμισε απόψε
με το γλυκό της το σκοπό,
τον παλιό, καλό καιρό.
Παίξε λατέρνα μου, να μου θυμίσεις
μια ωραία εποχή,
παίξε λατέρνα μου γλυκειά, να σβήσεις
τον καημό απ' την ψυχή.
Η λατέρνα η καημένη
είναι πια ξεθωριασμένη,
δίχως χάντρες και κορδέλες,
χωρίς στολίδια ένα σωρό,
όπως τον παλιό καιρό
Παίξε λατέρνα μου, να μου θυμίσεις
μια ωραία εποχή,
παίξε λατέρνα μου γλυκειά, να σβήσεις
τον καημό απ' την ψυχή.
Άιντε ταβερνιάρη, κέρνα
στο παιδί με τη λατέρνα
κι ας καθίσει εδώ κοντά μου
πικρά να κλάψουμε κι οι δυο
τον παλιό, καλό καιρό.
Παίξε λατέρνα μου, να μου θυμίσεις
μια ωραία εποχή,
παίξε λατέρνα μου γλυκειά, να σβήσει
τον καημό απ' την ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου