Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ( 8 Αυγούστου 1930 - 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1991)

Είναι λοιπόν τόσα πολλά είκοσι χρόνια 
Σ’ εμένα φαίνεται σαν να `ταν μόλις χθες 
Έτσι που τη ζωή μου έχω ξοδέψει 
Στα ξερονήσια και στις φυλακές


Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, πεζογράφου και στιχουργού Γιάννη Ξυνοτρούλια που γεννήθηκε στη Λάρισα, στις  8 Αυγούστου του  1930, όπου έζησε ως τα οκτώ του χρόνια, οπότε ήρθε οικογενειακώς στην Αθήνα. Ο Γιάννης Νεγρεπόντης άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί στις 22 Σεπτεμβρίου 1991, στο νοσοκομείο «Ιπποκράτειο» όπου νοσηλευόταν χτυπημένος από θανατηφόρο καρκίνο. Ήταν 61 χρόνων.

Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (λόγω πολιτικών φρονημάτων δεν αξιοποίησε ποτέ επαγγελματικά το πτυχίο που πήρε) καθώς και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τον Ροντήρη, τον Βεάκη, τον Σιδέρη (αλλά ούτε κι αυτές τις σπουδές αξιοποίησε επαγγελματικά). Συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες όπως και με την ΕΡΑ. Μετά το 1967 ασχολήθηκε με τη συγγραφή στίχων για τραγούδια.



Ο Γιάννης Νεγρεπόντης πρωτοεμφανίζεται στα νεοελληνικά γράμματα το 1958 με την ποιητική συλλογή "Πρόσωπα και χώρος" (έκδοση του Λογοτεχνικού Ομίλου Φοιτητών). 

Από αυτή την πρώτη δουλειά του διαγράφονται καθαρά τα θέματα που θα τον απασχολήσουν σε όλη την πορεία του: είναι ο Έλληνας μικροαστός και μεσοαστός και η μοναξιά του μέσα στο χάος της μεταπολεμικής μεγαλούπολης.







Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1949 δημοσιεύοντας διήγημά του στο περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, που εξέδιδε ο Σπύρος Μελάς, με το ψευδώνυμο Γιάννης  Νικολάου. Αργότερα άρχισε να δημοσιεύει στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης με το ψευδώνυμο Τζων. Μέρος του αρχείου του βρίσκεται στο ΕΛΙΑ. Η πρώτη του ποιητική συλλογή έρχεται αργότερα, το 1958. Είναι το «Πρόσωπα και χώρος», όπου υπογράφει με το ψευδώνυμο Νεγρεπόντης, με το οποίο καθιερώνεται. Υπήρξε αριστερός, την 21η Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και εξορίζεται για τρία χρόνια, στη Γυάρο και τη Λέρο.

ΑΠΟ  http://anemourion.blogspot.gr/2013/05/1930-1991.html

Καταπιάστηκε και διακρίθηκε σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, τραγούδι, κριτική, δοκίμιο, χρονογράφημα, σάτιρα, ευθυμογράφημα, παιδικά, ραδιοφωνικό σχόλιο. Τραγούδια του έχουν μελοποιήσει οι Μίκης Θεοδωράκης,Χρήστος Λεοντής, Λίνος Κόκκοτος και άλλοι. Από τους πρωτοπόρους της «πολιτιστικής επανάστασης» της δεκαετίας του '60, έγινε ευρύτερα γνωστός και αγαπητός με τα τραγούδια του «Το ακορντεόν» (που τελειώνει με το σύνθημα «δεν θα περάσει ο φασισμός») και «3ος παγκόσμιος» που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος. Ο ίδιος μελοποίησε τα αντιρατσιστικά «Νέγρικα», που τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη. Ήταν τα τραγούδια που έγιναν αρχικά γνωστά από τις μπουάτ και πέρασαν και τραγουδήθηκαν -απαγορευμένα πια- από στόμα σε στόμα, στα χρόνια της δικτατορίας.


Η ικανότητα του Νεγρεπόντη να περνάει μηνύματα, χωρίς να είναι κραυγαλέος και ευκαιριακός, καταφάνηκε και στα κατοπινά χρόνια με τα «Μικροαστικά» και τα «Μαθήματα πολιτικής οικονομίας» -πολυτραγουδισμένα επίσης- που έντυσε μουσικά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τα «Μικροαστικά» γνώρισαν επιτυχία και ως σατιρικό θεατρικό έργο. Ένα ακόμη ποιητικό έργο, το «Φυλάττειν Θερμοπύλας», που έγραψε εξόριστος στη δικτατορία, έχει μελοποιήσει στο μεγαλύτερο μέρος τους, υπό μορφή ορατορίου, ο Χρήστος Λεοντής.





Λιτός, συνοπτικός, ακριβολόγος, ο 
Νεγρεπόντης δεν φοβάται να παίξει 
με σοβαρά θέματα στα 
"Μικροαστικά" (1974) που, άλλα 
τραγουδήθηκαν τονισμένα από τον 
Λουκιανό Κηλαηδόνη,
 καθορίζοντας τη θέση του καθαρά 
πολιτικού τραγουδιού στην 
Ελλάδα, 
και άλλα αγαπήθηκαν ως σατιρικά-χιουμοριστικά 
ποιήματα.





Στην εξορία



Την 21η Απριλίου 1967 ο Γιάννης Νεγρεπόντης συλλαμβάνεται και παραμένει εξόριστος στη Γυάρο και τη Λέρο (Παρθένι) τρία χρόνια. Εκεί γράφει το «Φυλάττειν Θερμοπύλας», που βγάζει έξω παράνομα και μοιράζει σε φίλους, πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο, η γυναίκα του Αργυρώ. Το ίδιο κυκλοφόρησε και στα γερμανικά, σε μια θαυμάσια έκδοση με χαρακτικά του μεγάλου Κρις Χάμπερ.

Ευαίσθητος, παρατηρητικός, οξύτατος, διεισδυτικός, καίριος, με χιούμορ λεπτό αλλά καταλυτικό και επιπλέον άριστος γνώστης της ελληνικής, ο Γιάννης Νεγρεπόντης είχε μια συνεχή διακριτική παρουσία στην πνευματική μας ζωή, χωρίς ποτέ να εκμεταλλευτεί ή να «αξιοποιήσει» την ιδεολογία του -και σίγουρα είχε πολλά ακόμη να προσφέρει, αν δεν έφευγε πρόωρα. Είχε εκτός των άλλων την ικανότητα να βλέπει πέρα από την εποχή του, πράγμα που φαίνεται κι από τους ακόλουθους προφητικούς στίχους, από το «Φυλάττειν Θερμοπύλας»:




«Πολλά μας βρήκαν/ 

και τα χειρότερα/ 
απ' τα μέσα/ 
Τ' απόρθητα κάστρα/ 
τα μεγάλα/ 
ποτέ δεν πέφτουν/ 
απ' τα έξω/ 
το λάλον ύδωρ/ 
απερίσκεπτα/ 
αφήσαμε να χαθεί».










Είμαι Ελλην ,το καυχώμαι.. 

Ο ποιητής γράφει, ενώ από το παράθυρό του ένας ελληνικός ήλιος, μέσα σ' έναν καταγάλανο ουρανό, τον καλεί με μια εντελώς ελληνική σαγήνη. Και, γράφοντας κάτω από τις ελληνικότατες αυτές συνθήκες, σημειώνει πράγματα απολαυστικά και συν-τα-ρα-κτικά!... 

Όμως δε μένει σ' αυτά. Με διαρκώς αυτοαναιρούμενο και καταλυτικό χιούμορ περιγράφει πρόσωπα Ελλήνων, οι οποίοι θέλουν να επεκτείνουν την ελληνικότητά τους στη Δύση, και προπαντός την εποχή της Χούντας, όπου τα πάντα συγχέονται, και μερικοί Έλληνες, με την ελληνική τους νοοτροπία, δε γίνεται να καταλάβουν πώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν, κατανοούν και σκέφτονται με τον ελληνικό δικό τους τρόπο. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η σάτιρα αλληλοδιαδέχονται τα ελληνικά μας αυτά πρόσωπα, που δεν καταλαβαίνουν πόσο γελοία γίνονται μέσα στην ελληνικότητά τους, που επαίρονται διαρκώς γι' αυτή, και επικαλούνται συνεχώς τους αρχαίους, τους οποίους –εντελώς ελληνικά– οι ίδιοι δε γνωρίζουν


(απόσπασμα απ' το ποίημα «Στο ρόλο της Ηλέκτρας»)

«(....«Ω Χρυσοθέμη, Χρυσοθέμη!...
Πώς μπόρεσες; Πώς την μπορείς
τη λήθη της γενιάς σου
του ίδιου λαού πώς το ξεχνάς
ότι κρατάμε ρίζες
και στην υποταγή σκύβεις κεφάλι;
Όχι, δεν είναι αυτό το Άργος
Το Άργος είμαι εγώ, η αναμονή του Τιμωρού,
Μην το ξεχνάς, ο Ορέστης ζει
κι, ώ, η μέρα της πιο μεγάλης Δόξας
όταν αυτός γυρίσει
και το δίκαιο χέρι του
με το χορτάτο μίσος μου οπλίσω!
Τι και αν τους θρήνους μου
κάναν πώς δεν ακούνε;
Μένα μου τρέφουν το μίσος μου
κι άσβεστο μου κρατάν το πάθος
στης αναμονής μου τις ατέλειωτες νύχτες)».

ΒΑΘΕΙΕΣ ΕΙΝ' ΟΙ ΡΙΖΕΣ

Η αρχή όπως είπαν μερικοί
ή το τέλος κατ' άλλους
ήρθε ένα βράδι πολύ μέσα στ' άλλα
που ανοίγοντας την πόρτα τής κάμαρας του
μές στο σκοτάδι διέκρινε καθαρά
ένα φέρετρο, προορισμένο γι' αυτόν
δήθεν από καιρό. Ανάβοντας το φως
έμεινε το τραπέζι του
κι' όλα μέσα στο δωμάτιο
σάν να υποκρινόνταν κάποιο ρόλο.
Πέρασαν μερικές μέρες γραφείου
με την ανυπόφορη ενεργητικότητα
όλων των άλλων για ένα παιχνίδι χαμένο
ένα παιχνίδι χωρίς νόημα
που παρακολουθείται πίσω απ' τα τοιχώματα
φέρετρου ερμητικά κλεισμένου
χωρίς να πάψει ούτε για μιά στιγμή
να εκτελεί τα καθήκοντα του σωστά
— ίσως επειδή η δουλειά του ήταν τυποποιημένη
Σ' ένα φορτοταξί κι όλα τέλειωσαν.
Μερικές κουβέντες οίκτου, έκπληξης και
πόνου συνόδευσαν τη σκηνή
όμως άλλη η οδύνη•
η παγερότητα που σάν αράχνη
ξεκινάει απ' την άδεια καρέκλα
τα καλοξυμένα του μολυβιά
το ντοσιέ του υπό τον βαθμόν
γραφέως β" παθόντος.
(Για πόσα πράματα πρέπει να φωνάζουμε μ' όλη μας την ψυχή: Κάτω! Κάτω!..)

ΠΗΓΕΣ  ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


ΣΤΙΧΟΙ

Της φυλακής 
(Μουσική - Μ. Θεοδωράκης)



Μετά από τέτοια απουσία μακρυά 

Σαν ένας ξένος στην παλιά μου γειτονιά 
Άγνωστα πρόσωπα γεμίσανε τα σπίτια 
Στο δρόμο παίζουν άγνωστα παιδιά 

Μην πεις ποτέ πως είν’ αργά να ξαναρχίσεις 
Πως ξέκοψες μην πεις απ’ τη ζωή 
Όταν υπάρχουν τόσοι γύρω που μαζί τους 
Τον κόσμο απ’ την αρχή θα ξαναχτίσεις 

Είναι λοιπόν τόσα πολλά είκοσι χρόνια 
Σ’ εμένα φαίνεται σαν να `ταν μόλις χθες 
Έτσι που τη ζωή μου έχω ξοδέψει 
Στα ξερονήσια και στις φυλακές

Το ακορντεόν 
(Μουσική - Μ. Λοϊζος) 


Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός

Τρίτος παγκόσμιος 
(Μουσική Μ. Λοϊζος)


Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τανκς

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
δουλεύαν στον Μπράουν στο Φίσερ στον Κράφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τραστ

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
ανέμελοι δούλευαν πάντα στα τανκς
ποτέ τους δε διάβασαν Μαρξ
ιδέα δεν είχαν για τραστ και για κραχ

Ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
χωρίσαν σε Μπράουν σε Φίσερ σε Κραφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι ο Κράφτ
εχθροί τάχα γίναν διαλύσαν το τραστ

Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ
στρατιώτες τους πήραν στον πόλεμο παν
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σαν ήρωες έπεσαν κάτω απ’ τα τανκς

ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο Μαρξ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ

Τί έχουν να χωρίσουνε 
(Μουσική Μ Λοϊζος)


Μάτι κίτρινο θολό
νέγρα μάνα ξαγρυπνάει
την Αγία Γραφή διαβάζει.
Μάτι κίτρινο θολό
του λευκού δεν ξαστοχάει
το μαχαίρι που κρατάει.

Τι έχουν να χωρίσουνε
λευκοί και νέγροι εργάτες;

Μάτι κίτρινο θολό
ξετρυπώνει το φεγγάρι
φονικό μες στο φαράγγι.
Μάτι κίτρινο θολό
οι εργάτες στο λιμάνι
συντροφέψαν άσπροι μαύρο.

Τι έχουν να χωρίσουνε
λευκοί και νέγροι εργάτες;

Μάτι κίτρινο θολό
οι εργάτες ξεκινάνε
μαύροι κι άσπροι ακολουθάνε.
Μάτι κίτρινο θολό
τα καλά του ο Γιάνκης βάνει
την Αγία Γραφή κρατάει.

Τι έχουν να χωρίσουνε
λευκοί και νέγροι εργάτες;

Τα πιο ωραία τραγούδια 
(Μουσική Λ. Κόκοτος)


Την πόρτα άνοιξες και μπήκες
χωρίς μια λέξη να μου πεις
και γέμισε η κάμαρά μου
απ’ το τραγούδι της σιωπής

Τα πιο ωραία τραγούδια δεν τ’ ακούμε
τους πιο ωραίους στίχους, δεν τους γράφουμε ποτέ
Κάποτε είν’ ωραίο αυτό που ζούμε
μα είν’ αδύνατο με λόγια να το πούμε

Μου φτάνει, που άνοιξες και μπήκες
αυτό μου είναι αρκετό
που γέμισε η κάμαρά μου 
κι εγώ σαν πρώτα σ’ αγαπώ

Ο στίχος του Σεφέρη
(Μουσική Θ Μπακαλάκος)


Σ’ ένα ποτήρι με νερό
σαν δυο σταγόνες λάδι
οι δυο μας ενωθήκαμε
ένα μοιραίο βράδυ.

Κάτω απ’ το παράθυρό μας
παίζαν ένα τσιφτετέλι, 
στα χείλη μας ερχότανε
ο στίχος του Σεφέρη.

Κάθε που πέφτει δειλινό
με πνίγει ένας πόνος, 
κι εκεί που αγαπηθήκαμε
πάντα γυρνάω μόνος.

Μοιάζει το παράθυρό μας
σκοτωμένο ένα τρυγόνι, 
όπου κι αν επλανήθηκα
η Ελλάδα με πληγώνει.

Απέραντη πόλη 
(Μουσική Θ Μπακαλάκος - τραγουδά η Σ. Μηχαηλίδου) )


Απέραντη πόλη, ατέλειωτοι δρόμοι
και όταν νυχτώνει
στο πλήθος του κόσμου κανένας δικός μου
που να ’ν’ ο άνθρωπός μου.

Πού να σε βρω, ποιες γειτονιές να γυρίσω;
Χάθηκα, χάθηκα, δε θα σε βρω.
Πού να σε βρω, ποιον ουρανό να ρωτήσω;
Χάθηκα, χάθηκα, δε θα σε βρω.

Χαφιέδες κι αλήτες, προστάτες και πόρνες
τα ίδια πουλάμε, 
κι ο ένας στον άλλον για όσα μας φταίνε
ποτέ δε μιλάμε.

Δειλοί και λεβέντες, φονιάδες και άγιοι
για πάρτη μας όλοι, 
σαπίλα και μπόχα απ’ άκρη σε άκρη, 
με πνίγει η πόλη.


Η Θεία τάξις 
(Μουσική Λ Κελαηδόνης - τραγουδά ο Α. Μάνδηλας )



Όλα τα δάχτυλα ίσα
δεν είναι
κι όλοι να τρώνε
δίκιο δεν είναι.

Έτσι το βρήκαμε
κι έτσι το πάμε
κι ως να πεθάνουμε
δεν το κουνάμε

Παπάδες δάσκαλοι
και χωροφυλάκοι
κι όλοι όσοι θέλουμε
νόμο και τάξη

Κι όσοι τ’αντίθετο
θέλουν να γίνει
είναι απάτριδες
άθρησκοι και κτήνοι

Όλα τα δάχτυλα ίσα
δεν είναι
κι όλοι να τρώνε
δίκιο δεν είναι.

Τα κουκιά είναι μετρημένα
εκ θεού κανονισμένα
έθνος θρόνος οικογένεια
και τα 12 ευαγγέλια








 http://www.stixoi.info/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου