Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Ονορέ ντε Μπαλζάκ ( 20 Μαΐου 1799 – 18 Αυγούστου 1850 )


Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (πραγματικό ονοματεπώνυμο Ονορέ Μπαλσά) (Τουρ 20 Μαΐου 1799 – Παρίσι 18 Αυγούστου 1850) ήταν Γάλλος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ενώ θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών.
Έφερε εις πέρας ένα μνημειώδες έργο, την «Ανθρώπινη Κωμωδία», μία συνεκτική συλλογή αρκετών μυθιστορημάτων που φιλοδοξούν να περιγράψουν σχεδόν εξαντλητικά τη γαλλική κοινωνία της εποχής του.
Γεννήθηκε στην πόλη Τουρ με καταγωγή από αστική οικογένεια της εποχής. To 1814 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ σε ηλικία 17 ετών άρχισε σπουδές νομικής στη Σορβόνη. Το 1819, απέκτησε το πτυχίο του baccalauréat και εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο, ωστόσο τελικά δεν ακολούθησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να μείνει μόνος σε μια φτωχική σοφίτα και να αφιερωθεί στη συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων, μυθιστορημάτων σε μορφή επιστολών ή τραγωδιών. Μέχρι το 1822 ο Μπαλζάκ ήταν ήδη δημιουργός αρκετών έργων – για τα οποία χρησιμοποιούσε και αρκετά ψευδώνυμα – που δεν γίνονταν όμως ευρύτερα αποδεκτά.
Το 1825 ξεκίνησε η σχέση του με τη Δούκισσα Ντ' Αμπραντές, με την βοήθεια της οποίας έγινε γνωστός στους κοσμικούς κύκλους του Παρισιού. Την ίδια περίοδο συνέβη ο θάνατος της αδελφής του Λορ, που ήταν έμπιστή του. Παράλληλα, έγινε εκδότης ενώ το διάστημα 1826-1828 εργάστηκε ως τυπογράφος με οδυνηρές όμως οικονομικές συνέπειες, καθώς καταστράφηκε οικονομικά, καταρρέοντας από τα χρέη. Το 1829 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του Οι Σουάνοι (Les Chouans), που αποτέλεσε την πρώτη εμπορική του επιτυχία και την αρχή της αναγνώρισής του ως συγγραφέα. Τον επόμενο χρόνο, δηλώνοντας πως κατάγεται από τους Μπαλζάκ της Αντράγκ, πρόσθεσε αυθαίρετα στο όνομά του τον όρο «ντε». Στις 18 Φεβρουαρίου του 1832, έλαβε το πρώτο γράμμα της Εβελίνα Χάνσκα, πολωνικής καταγωγής, με την οποία αλληλογραφούσε για περίπου 15 χρόνια και αργότερα παντρεύτηκε. Το 1835 ανέλαβε την επιθεώρηση La Chronique De Paris, την οποία εγκατέλειψε τον Ιούλιο του 1836 ακόμη περισσότερο χρεωμένος. Το 1837δημοσιεύτηκαν οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις και ο Μπαλζάκ αγόρασε τις «Jardies», αγρόκτημα στη περιοχή των Σεβρών που, λόγω χρεών όμως αναγκάστηκε να πουλήσει το 1845.
Το 1838 πραγματοποίησε αποτυχημένες επενδύσεις στο χρηματιστήριο χωρίς να μπορέσει να βελτιώσει ούτε στο ελάχιστο την οικονομική του κατάσταση. Το 1840 προσπάθησε να επανακυκλοφορήσει την «Revue Parisienne», χωρίς επιτυχία. Λόγω των οικονομικών του προβλημάτων, αναγκάστηκε να κρυφτεί στο Πασσύ για να ξεφύγει από τους πιστωτές του. Στις 4 Μαρτίου του 1850 νυμφεύτηκε την Εβελίνα Χάνσκα και πέντε μήνες αργότερα, στις 18 Αυγούστου, πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 51 ετών.

Μνημείο προς τιμή του Μπαλζάκ
 στο 
Κοιμητήριο Περ Λασαίζ
Έργο

O Μπαλζάκ υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς όλων των εποχών, δημιουργός 2.504 ηρώων μέσα από τα βιβλία του. Η μέθοδος εργασίας του παρουσιάζει επίσης αξιοσημείωτο ενδιαφέρον. Εργαζόταν περίπου 15 ώρες ημερησίως, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες καφέ για να διατηρεί τη διαύγειά του. Κατά τη διαδικασία εκτύπωσης των έργων του στο τυπογραφείο, πραγματοποιούσε αλλεπάλληλες διορθώσεις ή ακόμα και αλλαγές.
Στο Παρίσι, πόλη 2.000.000 κατοίκων, δοκιμασμένη από αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, η συγγραφή μπορούσε να προσφέρει χρήματα, δόξα, εξουσία. Στη γαλλική, πρώτη μεταξύ των γλωσσών, ενισχυμένη με το σφρίγος των νέων ιδεών του μετεπαναστατικού κόσμου, οι επιφυλλίδες είχαν απήχηση στο πλατύ κοινό. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια ακατάβλητης προσπάθειας, γράφοντας μυθιστορήματα της σειράς χωρίς να υπογράφει ωσότου αγγίξει την επιτυχία. Στον σκληρό ανταγωνισμό, όπου όλα τα ρομαντικά θέματα είχαν αξιοποιηθεί, απέδωσε συστηματικά μιαν ολόκληρη κοινωνία, τους νόμους και τους αδυσώπητους μηχανισμούς της: χαρακτήρες από τον επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, καλλιτεχνικό κόσμο, άντρες και γυναίκες της αριστοκρατίας, παιδιά του δρόμου, παπάδες και γιατροί που εξομολογούν τις αμαρτίες του πνεύματος και της σάρκας, στη μεγαλούπολη ή στην επαρχία, διαπλέκονται μεταξύ τους σ' άπειρους συνδυασμούς, αναλώνουν καθένας τη ζωή του στην ένταση των παθών. Επί 20 χρόνια, ως τον αιφνίδιο θάνατό του στο αποκορύφωμα της δόξας του, έγραψε συνολικά 91 μυθιστορήματα, 30 νουβέλες, 5 θεατρικά έργα: άμεσα, επίκαιρα, αποτελεσματικά, έπεισαν τους αναγνώστες, που πολλαπλασίαζαν τις πωλήσεις των εφημερίδων. Κι όλα αυτά σε χρονικό διάστημα 25 περίπου ετών.
Τα θέματά του κρίθηκαν συχνά υπερβολικά, προσβλητικά για τα χρηστά ήθη: η απουσία του καλού φάνταζε περισσότερο ακόμη καθώς προέκυπτε άδηλα από τα γεγονότα. Για ένα διάστημα τα έργα του θεωρούνταν εμπορικά, ελαφρά κι υποδεέστερης σημασίας. Σήμερα θεωρείται ένας από τους μείζονες συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ανθρώπινη Κωμωδία, θεωρείται άξια εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεαλισμού, βαθιά και με ζωντανά χρώματα τοιχογραφία, που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες κι αδυναμίες που ξεπερνούν την εποχή του. Πιστεύεται πως επέλεξε τον τίτλο του σε αντιδιαστολή με το έργο του Δάντη Θεία Κωμωδία.

Ανθρώπινη κωμωδία

H «Ανθρώπινη κωμωδία» (La Comédie humaine) αποτελεί το σύνολο 91 ολοκληρωμένων και 48 ημιτελών έργων του Μπαλζάκ, μεταξύ των οποίων νουβέλες, μυθιστορήματα και πραγματείες. Δεν περιέχονται ωστόσο τα θεατρικά του έργα ή οι κωμικές ιστορίες Contes drôlatiques (1832-37). Στόχος του στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» ήταν να παραθέσει μια σφαιρική άποψη της γαλλικής κοινωνίας, από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η Γαλλική Επανάσταση έως τη σύγχρονη εποχή του. Στον πρόλογο αυτού του έργου που συνέγραψε το 1842 η φιλοσοφία του συνοψίζεται στην άποψή του, ότι, όπως οι περιβαλλοντικές διαφορές και η κληρονομικότητα ευθύνονται για την ύπαρξη διαφόρων ειδών στο ζωικό βασίλειο, έτσι και οι ποικίλες κοινωνικές πιέσεις ευθύνονται για τις διαφορές ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.https://el.wikipedia.org


ΕΥΓΕΝΙΑ ΓΚΡΑΝΤΕ





Σε μερικές επαρχιακές πόλεις βρίσκονται σπίτια που η όψη τους προκαλεί μελαγχολία σαν εκείνη που γεννάνε τα πιο θλιβερά ερείπια. Στα σπίτια αυτά συναντάς ίσως ταυτόχρονα και τη σιγαλιά του μοναστηριού και την ξεραΐλα των χερσότοπων και τα σκέλεθρα των ερειπίων. Η ζωή και η κίνηση είναι τόσο ήσυχες εκεί, που ένας ξένος θα τα έπαιρνε για ακατοίκητα, αν δεν αντίκριζε ξαφνικά το χλωμό και κρύο βλέμμα ενός ασάλευτου προσώπου, που η μισομοναστηριακή του μορφή προβάλλει πάνω από το περβάζι του παράθυρου, μόλις ακουστεί θόρυβος από ασυνήθιστα πατήματα. Αυτοί οι τόνοι μελαγχολίας υπάρχουν στη φυσιογνωμία ενός σπιτιού στο Σωμύρ, στα ψηλώματα της πόλης, στην άκρη του δρόμου που ανηφορίζει κατά τον πύργο. Ο δρόμος αυτός, λιγοσύχναστος τώρα, ζεστός το καλοκαίρι, κρύος το χειμώνα, σκοτεινός σε μερικές μεριές, ξεχωρίζει για το δυνατό κρότο των βημάτων πάνω στο ψιλό του καλντερίμι το πάντα καθαρό και στεγνό, για το στενό του φιδογύρισμα, για τη γαλήνη των σπιτιών του, που ανήκουν στην παλιά πόλη κι από πάνω τους πυργώνονται τα τείχη. Τρισαιώνιες κατοικίες στέκονται εκεί, γερές ακόμα, αν και φτιαγμένες από ξύλο, και οι λογής λογής φυσιογνωμίες τους κάνουν ακόμα πιο πρωτότυπη αυτή την περιοχή του Σωμύρ που τραβάει τους αρχαιογνώστες και τους καλλιτέχνες.
Είναι δύσκολο να περάσεις μπροστά από αυτά τα σπίτια και να μη θαυμάσεις τα πελώρια μαδέρια, που οι άκρες τους, σκαλισμένες σε παράξενα σχήματα, στεφανώνουν μ' ένα μαύρο βαθύ ανάγλυφο τα περισσότερα ισόγειά τους. (...) (Από την έκδοση) 

Υπόθεση

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην τραγική ιστορία της Ευγενίας Γκραντέ και στις ψυχικές ταλαιπωρίες στις οποίες την υποβάλλει ο φιλάργυρος πατέρας της, ο Φελίξ, με τη βοήθεια της υπηρέτριάς του Νανόν. Διαδραματίζεται στην επαρχιακή πόλη Σωμύρ της δυτικής Γαλλίας. Εκεί, ο βαρελοποιός Φελίξ Γκραντέ εξελίχθηκε σε επιχειρηματία και κτηματία, πήρε και μία πλούσια σύζυγο, ενώ έγινε και δήμαρχος. Αλλά όσο πλούτιζε, τόσο γινόταν και πιο φιλάργυρος, και δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του για να μην υποχρεωθεί να την προικίσει.
Η Ευγενία στο μεταξύ ερωτεύθηκε τον οικονομικά κατεστραμμένο εξάδελφό της Σαρλ, ο οποίος φθάνει από το Παρίσι την ημέρα των γενεθλίων της, μετά την αυτοκτονία του πατέρα του. Ο Σαρλ δέχεται να πάρει κάποια χρήματα από την Ευγενία και αναχωρεί για τις Ινδίες αναζητώντας την τύχη του. Μαθαίνοντας ο Γκραντέ τη χρηματική προσφορά της θυγατέρας του, τη φυλακίζει επί μήνες στο δωμάτιό της και την ελευθερώνει μόνο μετά τον θάνατο της συζύγου του. Τότε συμφιλιώνεται με την κόρη του και, απρόθυμα, συμφωνεί να παντρευτεί τον Σαρλ. Ο Σαρλ όμως επιστρέφει στη Γαλλία οκτώ χρόνια αργότερα, όταν αμφότεροι οι γονείς της Ευγενίας έχουν πεθάνει. Η Ευγενία, έχοντας κληρονομήσει μία μεγάλη περιουσία, ζούσε αποτραβηγμένη, περιμένοντας πάντα την επιστροφή του ανθρώπου που αγάπησε. Αλλά ο Σαρλ, έχοντας πλουτίσει (και διαφθαρεί) στις Ινδίες, της επιστρέφει τα χρήματα και της αναγγέλλει τον γάμο του με κάποια άλλη, ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, για να αποκτήσει «όνομα». Η Ευγενία δέχθηκε με αξιοπρέπεια το πλήγμα, φρόντισε μάλιστα να πληρώσει και τα χρέη του νεκρού πατέρα του Σαρλ για να μη διασύρεται το όνομά του. Η ίδια παντρεύτηκε τυπικά τον Κρυσό ντε Μπονφόν, γιο του δικηγόρου του πατέρα της, υπό τον όρο να παραμείνει παρθένα και μετά τον γάμο τους. Ο Κρυσό δέχεται, αφού τη θέλει μόνο για την περιουσία της, πεθαίνει ωστόσο λίγο καιρό μετά τον γάμο. Χηρεύοντας σε ηλικία μόλις 33 ετών, η Ευγενία συνέχισε τη μοναχική της ζωή, διαθέτοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Αποτίμηση

Το μυθιστόρημα ανήκει στην «Ανθρώπινη Κωμωδία», μια συνεκτική συλλογή αρκετών μυθιστορημάτων του Μπαλζάκ, που φιλοδοξούν να περιγράψουν σχεδόν εξαντλητικά τη γαλλική κοινωνία της εποχής του. Πιο συγκεκριμένα ανήκει στις «Σκηνές της επαρχιακής ζωής» του κύκλου «Σπουδές των ηθών» («Études de mœurs»). Το Ευγενία Γκραντέ θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του συγγραφέα και αληθινό ορόσημο του γαλλικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Ο Μπαλζάκ, με μεγάλη δεξιοτεχνία παρουσιάζει ανάγλυφα την αντίθεση των δύο βασικών προσώπων του μυθιστορήματος, του φιλάργυρου και αναξιοπρεπούς Φελίξ Γκραντέ και της πονεμένης Ευγενίας.

Σαραζίν

H νουβέλα Σαραζίν πρωτοεμφανίστηκε στον περιοδικό Τύπο το 1830 και, αργότερα, ενσωματώθηκε σε ευρύτερους κειμενικούς κύκλους του Μπαλζάκ (Μυθιστορήματα και φιλοσοφικοί μύθοι- 1831, Σπουδές για τα ήθη του 19ου αιώνα - 1835, Σκηνές του παρισινού βίου - 1839, ωσότου γίνει μέρος της πολύτομης Ανθρώπινης Κωμωδίας - 1844 κ.ε.). Στις αρχικές εκδοτικές παρουσίες του το αφήγημα διατηρούσε τη μορφή διπτύχου, διακριτού και στην τυπογραφική του διάταξη.
Το πρώτο μέρος-πλαίσιο εισάγει τον αναγνώστη στο Παρίσι, τον χειμώνα του 1830, στο μέγαρο των ζάπλουτων Λαντί που δεξιώνονται την αφρόκρεμα της πόλης. Μεταξύ των προσκεκλημένων βρίσκεται ο κύριος αφηγητής της ιστορίας συνοδεύοντας μια νεαρή καλλονή που τρομάζει όταν εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της ένα μουμιοποιημένο, αιωνόβιο σχεδόν και απωθητικό πλάσμα, ο μυστηριώδης συγγενής των Λαντί, όπως λέγεται, γύρω από τον οποίο κυκλοφορούν οι πιο αλλοπρόσαλλες και παράδοξες φήμες. Υποσχόμενος να ικανοποιήσει την εξημμένη της περιέργεια για το αποτρόπαιο σκέλεθρο και επιδιώκοντας νέα συνάντηση με την ωραία, ο αφηγητής εξασφαλίζει μια κατά μόνας συνεύρεση στην οικία της την επόμενη βραδιά.
Ο ερωτόπληκτος γλύπτης
Και εδώ αρχίζει το δεύτερο μέρος, η εξιστόρηση του δράματος του Σαραζίν που στρέφει τον αναγνώστη στα μέσα του 18ου αιώνα: ο γάλλος νεαρός και ταλαντούχος γλύπτης, παθιασμένος με την τέχνη του, έχοντας μαθητεύσει επί έξι χρόνια στο εργαστήρι του μετρ της γλυπτικής Μπουσαρντόν, κερδίζει ένα βραβείο και φεύγει για τη Ρώμη. Απραγος στον κοινωνικό βίο, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια ζούσε σαν ερημίτης, πιστός και αποκλειστικός υπηρέτης της τέχνης του, θαμπώνεται από την ιταλική πρωτεύουσα με τα εξαίσια μνημεία, τα γλυπτικά σύνολα, τις νωπογραφίες και τα λοιπά έργα τέχνης που την κοσμούν απλόχερα· κυρίως όμως κεραυνοβολείται από τη θεσπέσια χάρη της πριμαντόνας Ζαμπινέλα, όταν μια βραδιά η τύχη τον φέρνει στο θέατρο όπου εκείνη τραγουδά: αντικρίζει έκθαμβος την ομορφιά στην πληρότητά της· στόμα, μάτια, πρόσωπο, μέλη, επιδερμίδα, κίνηση, φωνή, όλα ιδανικά, τέλεια, τέτοια που και η ζωηρότερη φαντασία δεν θα μπορούσε να τα συνταιριάσει. O ερωτόπληκτος Σαραζίν δεν χάνει πλέον ούτε βραδιά από τις εμφανίσεις του ινδάλματός του, επιχειρεί να αποτυπώσει από μνήμης τη λατρεμένη μορφή σε άπειρα σκίτσα και τη σκέψη του πυρπολεί νυχθημερόν μία και μόνη έγνοια: πώς θα κατορθώσει να πλησιάσει και να γνωρίσει από κοντά το ονειρεμένο πλάσμα.

Η πρωτοβουλία της συνάντησης έρχεται από τη Ζαμπινέλα· δεν είναι ένα μυστικό, ερωτικό ραντεβού, αλλά κάλεσμα σε ένα ξέφρενο, ολονύκτιο γλέντι όλου του θιάσου που παρακολουθεί όλον αυτόν τον καιρό το παράφορο πάθος του νεαρού Γάλλου. Μεθυσμένος, τυφλωμένος από έρωτα, ο Σαραζίν παραβλέπει τα μειδιάματα και τους υπαινιγμούς των συνδαιτυμόνων και παρερμηνεύει τη συγκρατημένη συμπεριφορά, τους ενδοιασμούς της Ζαμπινέλα: εκείνη, παρά την αρχική της τόλμη, αντιλαμβανόμενη τον αψίκορο χαρακτήρα του και την ανεξέλεγκτη παραφορά του, τον απωθεί ευγενικά· η διακριτική της άρνηση όμως εκλαμβάνεται ως γυναικεία κοκεταρία και εξάπτει περισσότερο τον πόθο του νεαρού γλύπτη. Ακόμη και όταν την επόμενη νύχτα, που σχεδιάζει την απαγωγή της πριμαντόνας από τα σαλόνια ενός αρχοντικού στο οποίο έχει κληθεί να τραγουδήσει εκείνη «ντυμένη άντρας», ο παρακαθήμενος ηλικιωμένος τον βγάζει απότομα από την πλάνη του για το φύλο του ινδάλματός του, ο Σαραζίν επιμένει στην τύφλωσή του, διαβάζει λάθος όλα τα σήματα: «Είναι γυναίκα. Ο καρδινάλιος εξαπατά τον Πάπα και τη Ρώμη ολόκληρη». Μόνο στη μετωπική αντιπαράθεση με την «απαχθείσα» στο ατελιέ του, όταν αντιλαμβάνεται επιτέλους το μέγεθος της ψευδαίσθησής του, οργίζεται τόσο με το αδύναμο πλάσμα που επιζητεί τον οίκτο του όσο και με τον εαυτό του, με την άγνοιά του που οδήγησε σε εμπαιγμό τον ίδιο και την τέχνη του. Εκσφενδονίζει ένα σφυρί στο άγαλμα που έχει φιλοτεχνήσει στην αγάπη του (με λάθος πρότυπο) και, βγάζοντας το σπαθί του, ορμά να σκοτώσει τον Ζαμπινέλα. Τον προλαβαίνουν οι σμπίροι του καρδινάλιου, του προστάτη «της πριμαντόνας»: τον λαβώνουν θανάσιμα με τρεις μαχαιριές. Κορύφωση και επίλογος.
Ο συμβολικός ακρωτηριασμός
Η συνομιλήτρια του αφηγητή δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη δέση και τη λύση της ιστορίας. Ποια η σχέση της βαμπιρικής, σκελετωμένης φιγούρας στο σαλόνι των Λαντί με την αφήγηση που μόλις άκουσε; Μα αυτό το άθλιο γερόντιο είναι ο/η Ζαμπινέλα, την προσγειώνει εκείνος: μακρινός θείος της κόμισσας ντε Λαντί, είναι η ωοτόκος χρυσή όρνιθα όλης της οικογένειας: εκείθεν η συσσωρευμένη περιουσία χρόνων και χρόνων· πλούτη οφειλόμενα σε ευεργετικές «προστασίες», εύνοιες και... Σκανδαλισμένη η ωραία ακροάτρια, φρενάρει απότομα τον αφηγητή και του ζητεί να την αφήσει μόνη. Κάθε διάθεση για χαριεντισμούς και ανώδυνο κουβεντολόι κάνει φτερά. Ο ακρωτηριασμός που πολλαχώς υπονοείται αλλά δεν ακούγεται πουθενά στο κείμενο θέτει την τελική σφραγίδα του στην αφήγηση: είναι μια βίαιη αποκοπή, ένα ευνουχιστικό τέλος που αφήνει μετέωρο και στερημένο τον αφηγητή. Πίστευε ότι διά της αφηγηματικής οδού θα έκαμπτε τις αντιστάσεις της όμορφης, μένει όμως με ανολοκλήρωτες, ματαιωμένες προσδοκίες και μπαίνει καλύτερα στο πετσί του Σαραζίν τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά στον πιο περιζήτητο καστράτο της Ρώμης. Εκεί επρόκειτο για έναν κυριολεκτικό εκτομία, εδώ ο ευνουχισμός είναι συμβολικός, αλλά η απόρριψη δεν παύει να είναι οδυνηρή και ταπεινωτική.

Ο δομισμός και ο Ρολάν Μπαρτ
Η μπαλζακική νουβέλα, γραμμένη περίπου την ίδια εποχή με το Αγνωστο αριστούργημα και το Μαγικό δέρμα, διασημότερα κείμενα του συγγραφέα, έμενε παραγνωρισμένη και αφανής ωσότου της χάρισε άπλετο φως το δίχρονο σεμινάριο (1968 και 1969) του Ρολάν Μπαρτ και το βιβλίο του με τον αινιγματικό τίτλο S/Z (1970), o «φάκελος εργασίας» κατά κάποιον τρόπο του σεμιναριακού μαθήματος που συνόψιζε τα κομβικά σημεία του αναγνωστικού προγράμματος με όλα τα σχετικά σχόλια και τις κριτικο-θεωρητικές προτάσεις. Το διπλό μονόγραμμα S/Z με την κάθετη διαχωριστική λάμα παρέπεμπε στα αρχικά των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων της εγκιβωτισμένης ιστορίας (Sarrasine, Zambinella). H διασπορά του νοήματος, η περίτεχνη δόμηση του κειμένου μέσα από φυγόκεντρες τάσεις, η ταυτόχρονη αποδόμησή του που πολλαπλασιάζει συνεχώς τις αφετηριακές εισόδους και εντείνει την ξενότητά του, έκαναν διάσημη την μπαρτική ανάγνωση της συγκεκριμένης νουβέλας και την επανέφεραν με έξαψη στο προσκήνιο της αγοράς. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, και αφού έχει κοπάσει ο πυρετός του δομισμού και της αποδόμησης, το κείμενο δικαιούται έναν επανέλεγχο της αυτόνομης αναγνωστικής τιμής του.

Αυτή την επανεκτίμηση κομίζει η παρούσα εμφάνιση του Σαραζίν. Το κείμενο μόνο του, σε νέα μετάφραση, δίχως πλέον το βάρος της μπαρτικής εξάρτυσης (εκείνο το S/Z, θυμίζουμε, έχει εμφανιστεί στην ελληνική αγορά το 2007 από τις εκδόσεις Νήσος), συνοδεύεται από ένα χορταστικό επίμετρο και εντελώς πρόσφατη σχετική βιβλιογραφία. Σε αυτές τις συμπληρωματικές σελίδες ο Κ. Κατσουλάρης κάνει έναν ευσύνοπτο απολογισμό της αναγνωστικής πρόσληψης του Σαραζίν στη διάρκεια του 20ού αιώνα, σταθμεύοντας στις σημαντικότερες προτάσεις (π.χ. Μπατάιγ, Ρεμπούλ, Μπαρτ, Μισέλ Σερ). Αμφιφυλία, αφυλία, ουδετεροφυλία: το δράμα της έλλειψης, της ετερότητας, κατεξοχήν επίκαιρο σήμερα, στην εποχή των σπουδών φύλου (gender studies), διαπλέκεται υπόκωφα με το θέμα της αναπαραστατικής δυνατότητας και δημιουργεί έναν ισχυρό πυρήνα συγκρότησης (αλλά συνάμα και υπονόμευσης) του ρεαλισμού που σμίλεψε ο Μπαλζάκ. Νουβέλα που μπαίνει σταθερά στην τροχιά της επανανάγνωσης.

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


Οι χωριάτες 

Σκοπός αυτού του βιβλίου, που η φριχτή αλήθεια του θα υπάρχει όσον καιρό η Κοινωνία θα επιμένει να θεωρεί τη φιλανθρωπία αρχή, αντί να την παίρνει για ατύχημα, είναι να δείξει ανάγλυφα τις κύριες μορφές ενός λαού ξεχασμένου από τόσες συγγραφικές πέννες που κυνηγάνε τα καινούργια θέματα. Σ’ έναν καιρό που ο Λαός κληρονομεί όλους τους ευγενείς της Βασιλείας, ίσως αυτή η λήθη να ναι φρόνηση. Πόσα ποιήματα δε γραφτήκανε για τους εγκληματίες, με πόση στοργή δεν σκύψανε πάνω από τους δήμιους, σχεδόν θεοποιήσανε τον προλετάριο!… Οι αιρετικοί συγκινηθήκανε και όλα τα συγγραφικά τους όργανα φωνάζουνε: Εργαζόμενοι, ξεσηκωθείτε!, όπως παλιά φωνάζανε στην τρίτη τάξη: Ξεσηκώσου! Κανένας βέβαια απ αυτούς τους Ηρόστρατους δεν είχε το κουράγιο να πάει στην ύπαιθρο, να μελετήσει τις αιώνιες συνωμοσίες εκείνων που ακόμη τους λέμε αδύνατους, ενάντια σ’ όσους θαρρούν πως είναι δυνατοί, των χωρικών ενάντια στους πλούσιους…

Από επιστολή του Ντε Μπαλζάκ προς τον φίλο του, Β. Gauvault


Οι Απατεώνες

Η απάτη ως έννοια εμπεριέχει την ιδέα της δεξιοτεχνίας, του οξυμένου πνεύματος και του ελισσόμενου χαρακτήρα. Στην απάτη πρέπει κανείς να καταστρώσει σχέδιο, να βρει λύσεις. Είναι σχεδόν ενδιαφέρουσα.
Οι απατεώνες είναι οι καθωσπρέπει κύριοι της μικροκλοπής. Δεν είναι απωθητικοί στην όψη. Φορούν τα ρούχα των έντιμων ανθρώπων, έχουν ήθος, μιλούν μια σωστή γλώσσα. Μπαίνουν στα σπίτια υπό πολλές ιδιότητες, στοιχειώνουν τα καφενεία, διαθέτουν διαμέρισμα και δεν χρησιμοποιούν τα δέκα τους δάχτυλα παρά μόνον για να βάζουν υπογραφές. ‘Υπάρχουν μάλιστα και κάποιοι πού όταν πλουτίζουν αποσύρονται και γίνονται έντιμοι άνθρωποι.
Ένας λογικός άνθρωπος θα ανατρίχιαζε μπρος στους κινδύνους πού καραδοκούν στο Παρίσι. ’Έχει υπολογιστεί ότι υπάρχουν στους δρόμους σχεδόν είκοσι χιλιάδες υποκείμενα πού, – ξυπνώντας το πρωί, αγνοούν πού και πώς θα γευματίσουν. Κι αυτό δεν είναι τίποτε: εκείνο πού πρέπει να αναλογιστούμε είναι ότι τελικά γευματίζουν και μάλιστα καλά.
Όπως βλέπουμε, η κοινωνία των απατεώνων αριθμεί πολλά μέλη και παρουσιάζει παράξενες ιδιαιτερότητες.
Για να το πούμε πιο καθαρά, αυτός ο καθωσπρέπει κύριος της μικροκλοπής γεννιέται και πεθαίνει κάθε είκοσι τέσσερις ώρες. Μοιάζει με τα έντομα τού ποταμού Υπάνεως πού αναφέρει ο Αριστοτέλης. Το πρόβλημά του λύνεται αφής στιγμής έχει φάει προτού βασιλέψει ο ήλιος.
Η εθνοφρουρά τού Παρισιού ανέρχεται, κανονικά, σέ είκοσι χιλιάδες άνδρες· είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα η σύγκριση: είκοσι χιλιάδες επιτήδειοι στήνουν κάθε πρωί είκοσι χιλιάδες παγίδες στους συμπατριώτες τους, οι όποιοι διαθέτουν μόνο είκοσι χιλιάδες άνδρες για να εγγυηθούν την ασφάλεια τους.
Ορισμένοι ισχυρίζονται πώς με τις αυτοκτονίες αναχαιτίζονται κάπως αυτές οι είκοσι χιλιάδες επιτήδειων, και πώς ο Σηκουάνας απορροφά ετησίως, ανάλογα με την ευνοϊκή ή μη ροή του, συγκεκριμένο αριθμό από αυτούς τούς είκοσι χιλιάδες καθωσπρέπει κυρίους, πού αποτελούν την επιπλέουσα μάζα ενός πραγματικού κοινωνικού χρέους.
Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των αυτοκτονιών ανέρχεται σέ διακόσιες εβδομήντα με τριακόσιες κατ ’ έτος, ανάλογα με τις χρονιές. Είναι όμως καθήκον μας να προειδοποιήσουμε τούς έντιμους ανθρώπους και τούς δημόσιους λειτουργούς, πού εφησυχάζουν με τέτοιου είδους υπολογισμούς, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι λανθασμένοι.
’Αρχή κάθε επιτήδειου είναι να μην πεθάνει μέσα στο νερό. Κι όταν κάποτε συμβαίνει κι αυτό, οι υπεράριθμοι πού αναμένουν να πάρουν τη θέση του είναι σαφώς περισσότεροι από τούς επιτήδειους πού διάλεξαν αυτό τον τρόπο για να αποσυρθούν: άλλωστε έχουν εντοπιστεί οι τάξεις από τις όποιες προέρχονται οι αυτοκτονίες και έχει γίνει η στατιστική μελέτη της δυστυχίας τους· έτσι οι είκοσι χιλιάδες παγίδες στήνονται αμείωτες κάθε πρωί.
Ένας καθωσπρέπει κύριος της μικροκλοπής είναι πάντα τουλάχιστον σαράντα ετών, δεδομένου ότι ο Φιγκαρό αυτός των κλεφτών χρειάστηκε να περάσει από πολλά στάδια ώσπου να φτάσει σ ’ αυτό το επικίνδυνο επάγγελμα.
Πρέπει να διαθέτει κάποιος γνώσεις για τις συνήθειες του καλού κόσμου, πρέπει να μιλάει ωραία, να έχει ευχάριστους τρόπους και συνείδηση.
Απ’ όλη του την περιβολή τα παπούτσια είναι αυτά πού φθείρονται πιο γρήγορα, κι ένας άνθρωπος παρατηρητικός προσέχει πάντα σέ τί κατάσταση βρίσκονται τα παπούτσια αυτών πού τον περιβάλλουν. Πρόκειται για ασφαλή δείκτη. Ο απατεώνας δεν είναι ποτέ καλά ποδεμένος, γιατί τρέχει πάρα πολύ. Είναι και κάποιοι πού σαν τον Κάρολο ΙΒ’ μένουν με τις μπότες πενήντα μέρες*.
Για να εξετάσουμε καλύτερα αυτό τον Ζιλ Μπλάς**, ας τον παρακολουθήσουμε την πιο λαμπρή του μέρα. Να, βλέπετε στο σαλόνι αυτό έναν άνδρα μυστακοφόρο, με τροφαντές φαβορίτες, καλοντυμένο; Μπορούμε να φανταστούμε ότι θα δίνει μαθήματα για το πώς να δένει κανείς τη γραβάτα του, κι η ταρίφα του θα είναι τουλάχιστον είκοσι φράγκα την ώρα- τόσο καθαρή, γυαλιστερή και καλοδεμένη είναι η γραβάτα του. Φοράει και σπιρούνια: λέτε να είναι ιππότης;
Στο τραπέζι της χαρτοπαιξίας δεν αλλάζει θέση ποτέ:
ποντάρει και περιμένει τη σειρά του. Τίποτε στην έκφρασή του δεν προδίδει την Αγάπη του για το χρήμα ούτε και την ισχνότητα του πουγκιού του. Μιλάει με άνεση, χωρατεύει, χαμογελάει στις κυρίες· όταν όμως έρθει η ώρα των αποφάσεων, αυτός ο άνθρωπος τής ειρήνης, όπως θα έλεγε ο Σερ Γουόλτερ Σκοτ, προχωρεί ακάθεκτος. Εφαρμόζει τούς κανόνες τής Ακαδημίας με αυστηρότητα. Κοιτάξτε τον καλά, απ’ όλες τις απόψεις. Έχει μάτι διαπεραστικό, χέρια φαινομενικά αργοκίνητα, είναι καλοφτιαγμένος, παίρνει διάφορες πόζες, σκύβει και μιλάει ακόμη και για τον Ροσίνι, τις νέες τραγωδίες κλπ.
’Επί δεκαπέντε μέρες διαθέτει άμαξα: άλλοτε εμφανίζεται μ’ αυτήν άλλοτε όχι, ανάλογα με τα καπρίτσια τής τύχης. Είναι ο προστάτης τής τιμής των κυριών: μόνον οι απόγονοι εκείνων των παλιών ιπποτών υπερασπίζονται ακόμη τις ωραίες και είναι έτοιμοι να τραβήξουν το σπαθί τους αν κάποιος δεν αποτίσει φόρο τιμής στα θέλγητρά τους.
“Όταν χαρτοπαίζει, σηκώνει τα μανίκια και ανακατεύει την τράπουλα με αυθεντία και διορατικότητα πού γοητεύουν κοιτάει το συνεταίρο του πού ανακατεμένος μέσα στο πλήθος των αντιπάλων στοιχηματίζει εναντίον του και με ένα νεύμα τού αποκαλύπτει τί χαρτιά κρατάει ο εχθρός.
‘Υπάρχει στο Παρίσι ένας τέτοιος τύπος Φιλιμπέρ. Και παραείναι γνωστός για να τον περιγράφουμε. Είναι άνδρας μέγας, ο Κατιλίνας τού είδους.
Είναι γνωστό ότι ξοδεύει εκατό χιλιάδες φράγκα ετησίως και δεν έχει έσοδα ούτε μία δεκάρα. Είναι πενήντα χρόνων τώρα, και παραμένει ρωμαλέος και σφριγηλός σαν νεαρός. Ντύνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί ακόμη μόδες. Κανείς δεν οδηγεί καμπριολέ με τη δική του χάρη, κανείς δεν ιππεύει τόσο καλά, κανείς δεν ξέρει να παίρνει τόσο καλά το ύφος τής κραιπάλης μέσα σέ ένα πνευματώδες όργιο, κανείς δεν κατέχει τις χάρες τής παλαιάς γαλλικής αυλής. Υποστηριζόμενος από κάποιον φημισμένο διπλωμάτη, από τα χαρίσματά του στο χαρτοπαίγνιο, από τον έρωτα, με την υψηλή κοινωνία να τον βάζει incognito στα σαλόνια της, αυτός ο ’Αλκιβιάδης των επιτηδευματιών δημιουργεί την εντύπωση ότι χρωστάει τη φήμη του στις κάθε είδους κρυφές υπηρεσίες πού προσέφερε σέ κάποιον διάσημο κρατικό λειτουργό. Και οι απατεωνίσκοι τής πρωτεύουσας τον αναφέρουν με υπερηφάνεια! Είναι γι’ αυτούς ένας μεγάλος άνδρας! Που θα καταλήξει; Εύλογη απορία, αφού ακόμη κανείς δεν μερίμνησε ώστε να δημιουργηθεί ένα ταμείο συνταξιοδότησης γι’ ’ αυτούς τούς κυρίους.
******
* Πρόκειται για τον Γάλλο στρατάρχη Μπερναρντότ (1763-1844), ό όποιος αφού ανέβηκε στο σουηδικό θρόνο ως Κάρολος ΙΒ’ επιδόθηκε σε ατελείωτους πολέμους για να ενισχύσει το στέμμα του.
** Gil Bias de Santillane: Ο ήρωας του τετράτομου ομώνυμου μυθιστορή­ματος του Lesage (1668-1747) πού σατιρίζει την. κοινωνία της εποχής της Αντιβασιλείας.

Ονορέ ντε Μπαλζάκ “Κώδικας των εντίμων ανθρώπων ή Πώς να μην σας πιάνουν κορόιδο οι απατεώνες”http://antikleidi.com/







2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα Γεωργία .......τον λατρεύω λίγα από τα μεταφρασμένα βιβλία του μου έχουν ξεφύγει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή