Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ "…για τη γέννηση του Ιησού. (Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ)"

Πίνακας - Δομίνικος Θεοτοκόπουλος 

«Είναι αλήθεια, Μαρία, όσα ακούγονται για τη γέννηση του Ιησού;»
«Δεν ξέρω τι ακούγεται, εγώ θα σου πω μόνο αυτά που έγιναν. Όταν πλησίαζαν οι μέρες να γεννήσω, ο αυτοκράτορας είχε βγάλει ένα διάταγμα για τη φορολογία, κι έπρεπε να πάμε όλοι στον τόπο καταγωγής γι’ απογραφή. Εμείς έπρεπε να πάμε στη Βηθλεέμ κι αυτός προβληματίστηκε. Τα παιδιά θα τα δήλωνε, αλλά εμένα πώς; Δεν ήμασταν ακόμα κανονικοί σύζυγοι και ούτε κόρη του μπορούσε να με γράψει. Χώρια που ο Νόμος απαγόρευε να συνταξιδέψουμε γιατί ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Τελικά έβαλε, πάνω απ’ όλα, την υπακοή στο θέλημα του Θεού· σέλωσε το γαϊδουράκι και ξεκινήσαμε.
Μ’ ανέβασε πάνω κι έβαλε τον Σίμωνα να τραβάει το καπίστρι, ενώ τ’ άλλα παιδιά ακολουθούσαν πίσω. Ο Ιωσήφ στεκόταν δίπλα και μου συμπαραστεκόταν. Εγώ υπέφερα από τους πόνους κι έσφιγγα τα δόντια για να μη φωνάζω. Όταν όμως σκεφτόμουν το μωρό που θα κρατούσα στην αγκαλιά μου, γελούσα από χαρά. Ο Ιωσήφ που δεν ήξερε πώς ένιωθα, με ρώτησε πώς γίνεται τη μια να είμαι χλωμή και την άλλη να γελάω. Εγώ του είπα πως βλέπει δύο ανθρώπους μπροστά στα μάτια του: ο ένας που κλαίει από πόνο και ο άλλος που τον ξεπερνάει γιατί χαίρεται με τη σκέψη του παιδιού.
»Προχωρούσαμε και κόντευα να λιποθυμήσω από τους πόνους. Το γαϊδουράκι πήγαινε αργά και ο Ιωσήφ με κρατούσε από τη μέση για να μην πέσω. Κάποια στιγμή τον αγκάλιασα με το ένα χέρι για να κρατηθώ καλύτερα, και τον ένιωσα σαν αληθινό πατέρα του παιδιού μου. Αυτόν θέλησε ο Θεός, αυτόν θα λέει το παιδί μου πατέρα, σκέφτηκα με ανακούφιση. Αλλά εκείνη την ώρα ήμουν μια γυναίκα που ετοιμαζόταν να γεννήσει, και μαζί με τους πόνους ήρθε κι ο πανικός. Θα φτάναμε ποτέ στο χωριό, θα βρίσκαμε κάπου να μείνουμε;
»Είχαμε κάνει τον περισσότερο δρόμο και δεν άντεχα άλλο τους πόνους, είχαν σπάσει και τα νερά. ‘‘Κατέβασέ με, του είπα, γιατί αυτό που έχω στην κοιλιά μου βιάζεται να βγει έξω’’. Ο Ιωσήφ τα έχασε. Με κατέβασε και άρχισε να θρηνεί: ‘‘Εδώ είναι ερημιά. Πού να σε πάω και πού να κρύψω τη ντροπή μου;’’
»Εκεί κοντά βρέθηκε μια σπηλιά και μ’ άφησε στην είσοδο με τα παιδιά του, ενώ αυτός έφυγε αναζητώντας μαμμή στα περίχωρα της Βηθλεέμ. Περπατούσε και δεν περπατούσε, Ιωάννα μου. Κοίταξε στον ουρανό και για μια στιγμή όλα θάμπωσαν, σαν να ’χε σταματήσει ο κόσμος. Έβλεπε τα πουλιά ακίνητα, κάτω από σταματημένα σύννεφα. Κοίταξε στη γη και είδε ένα τραπέζι στρωμένο με ανθρώπους γύρω γύρω, που όμως δεν έκαναν καμία κίνηση. Όσοι είχαν κρέας στα χέρια τους, δεν έτρωγαν, όσοι σήκωσαν ψηλά το κεφάλι, δεν μπορούσαν να σκύψουν ξανά, όσοι άνοιγαν το στόμα, δεν μπορούσαν να το κλείσουν· όλοι κοιτούσαν προς τα πάνω σαν κάτι να περίμεναν. Είδε πρόβατα στο χωράφι ακίνητα και το βοσκό, που είχε σηκώσει το χέρι του να τα χτυπήσει, να έχει μετέωρο το ραβδί σημαδεύοντας τον ουρανό. Κοίταξε προς το ποτάμι και ο καταρράκτης του νερού ήταν ακίνητος· τα κατσικάκια, με τα στόματα ανοιχτά, σκυμμένα στο νερό και να μην πίνουν.
»Κι εκεί που όλα ήταν ακίνητα κι είχε θαμπώσει ο νους του, είδε μια γυναίκα να κατεβαίνει απ’ τα βουνά, κι αυτή τον ρώτησε: ‘‘Πού πας, άνθρωπε, τέτοια ώρα;’’ Αυτός της αποκρίθηκε ότι ψάχνει να βρει μαμμή Εβραία. ‘‘Πού βρίσκεται η ετοιμόγεννη γυναίκα;’’ ‘‘Είναι στη σπηλιά και είναι μνηστή μου’’, είπε ο Ιωσήφ. ‘‘Δεν είναι σύζυγός σου;’’ απόρεσε η μαμμή. Τότε, ο Ιωσήφ βρήκε το θάρρος και μίλησε ξεκάθαρα για μένα: ‘‘Είναι η Μαρία που μεγάλωσε στο Ναό του Κυρίου και σ’ εμένα έλαχε ο κλήρος να την πάρω· δεν έγινε γυναίκα μου, αλλά έχει συλλάβει από το Άγιο Πνεύμα’’.
»‘‘Αλήθεια λες;’’ είπε η μαμμή.
»‘‘Έλα και θα δεις’’, απάντησε εκείνος και η μαμμή τον ακολούθησε στη σπηλιά.
»Τότε ένα σύννεφο γεμάτο φως στάθηκε πάνω τους και η μαμμή είπε: ‘‘Σήμερα η ψυχή μου μεγαλύνθηκε και τα μάτια μου είδαν θαυμαστά πράγματα γιατί γεννήθηκε στο Ισραήλ σωτήρας’’.
»Ξαφνικά, το σύννεφο έγινε φως λαμπερό μέσα στη σπηλιά, τόσο που τα μάτια μας δεν το άντεχαν. Η μαμμή που ήξερε την τέχνη της μπορούσε να δουλέψει και μέσα στη σκοτεινιά του φωτός. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, ούτε που κατάλαβα πότε βγήκε το μωρό. Σιγά σιγά η λάμψη του φωτός λιγόστεψε και είδα το βρέφος που θήλαζε στο στήθος μου. Τότε η μαμμή φώναξε: ‘‘Μεγάλη η μέρα η σημερινή που αντίκρισα τόσα παράξενα πράγματα’’.
»Τότε από ψηλά ακούστηκε η φωνή του αγγέλου: ‘‘Μη φανερώσεις όσα είδες σήμερα, έως ότου φτάσει το παιδί στα Ιεροσόλυμα’’.
»Η σπηλιά ήταν μεγάλη κι εκεί έβαζαν τα ζώα τους. Όταν λιγόστεψε το φως στα μάτια μου, είδα στο βάθος ένα βόδι δεμένο που μάσαγε την τροφή· δίπλα του ήταν δεμένο το γαϊδουράκι μας. Ο Ιωσήφ καθάρισε ένα παχνί, το γέμισε με άχυρα και πάνω τους έστρωσε δυο ρούχα δικά μας. Όταν θήλασα το μωρό, το πήρε από την αγκαλιά μου και το σπαργάνωσε μέσα στο πρόχειρο κρεβατάκι του. Ύστερα φώναξε και τ’ άλλα παιδιά που τα είχε στείλει έξω να παίξουν. Μετά κοιμήθηκα· δε θυμάμαι τίποτε άλλο για το πρώτο βράδυ.
»Την άλλη μέρα, ο Ιωσήφ έφυγε να τακτοποιήσει την απογραφή. Μου είπε πως ήμασταν τυχεροί που βρέθηκε εκείνη η φάτνη, γιατί τα πανδοχεία του χωριού ήταν γεμάτα κόσμο. Ήμουν πολύ εξαντλημένη από τη γέννα και δεν κατάλαβα πόσο καθίσαμε εκεί.
»Μια μέρα έγινε αναταραχή στο πρόχειρο σπιτάκι μας, γιατί είχαν έρθει κάποιοι περίεργοι ξένοι να μας δουν. Φορούσαν άγνωστα αλλά όμορφα ρούχα κι έδωσαν στον Ιωσήφ δώρα για το παιδί. Τον είδα που κρατούσε λίγο χρυσάφι στα χέρια του και μου είπε: ‘‘Είμαστε φτωχοί, αλλά αυτά ανήκουν στο παιδί. Θα τα κρύψω κάπου, να τα βρει όταν μεγαλώσει’’. Εγώ του χαμογέλασα και κοιμήθηκα αμέσως από την εξάντληση».

«Δεν τα θυμάμαι όλα με τη σειρά, Ιωάννα μου».
«Δεν πειράζει, δεν είναι και τόσο σημαντικό πράμα η σειρά. Μου αρέσει όπως τα λες».
«Κάποιο πρωινό με ξύπνησε ο Ιωσήφ τρομαγμένος. ‘‘Σήκω, Μαρία, φεύγουμε· το παιδί μας κινδυνεύει...’’ Το καημενούλι κοιμόταν ήσυχο, μόνο ο Ιωσήφ έδινε βιαστικές οδηγίες στα παιδιά του να μαζέψουν τα πράγματα. Όταν σηκώθηκα, όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση.
»‘‘Πού πάμε;’’ ρώτησα. ‘‘Εμείς στην Αίγυπτο, αλλά τα παιδιά θα πάνε στη Ναζαρέτ, έχω δικούς μου ανθρώπους εκεί να τα φροντίσουν’’, είπε ο Ιωσήφ. Φύγαμε κατά τον Νότο.
»Στον δρόμο μού εξήγησε ότι είχε δει έναν άγγελο στον ύπνο του που τον διέταξε να πάρει το παιδί και να πάμε στην Αίγυπτο, γιατί ο Ηρώδης ήθελε να το σκοτώσει.
»‘‘Και πόσο θα μείνουμε εκεί;’’ τον ρώτησα.
»‘‘Έως ότου μας ειδοποιήσει ο άγγελος ότι μπορούμε να γυρίσουμε’’, απάντησε.
»Είχαμε προχωρήσει αρκετά, όταν άρχισαν να μας προσπερνούν αλαφιασμένοι άνθρωποι. Ο Ιωσήφ ρώτησε κάποιον και του είπε για το μεγάλο κακό που είχε γίνει στη Βηθλεέμ. Ο Ηρώδης βύθισε στο πένθος και το κλάμα την περιοχή, γιατί είχε στείλει στρατιώτες να σφάξουν όλα τα αγόρια από δυο χρονών και κάτω.
»Κράταγα σφιχτά το μωρό μου στην αγκαλιά· από τη μια ευχαριστούσα το Θεό που μου το γλίτωσε, από την άλλη έκλαιγα για τον πόνο των άλλων μανάδων. Τι μπορούσα να κάνω γι’ αυτές τις μανάδες, για τις αθώες κραυγές των παιδιών τους;»
Τη Μαρία την έπιασαν τα κλάματα καθώς θυμόταν εκείνο τον εφιάλτη. Η Ιωάννα της έπιασε τρυφερά το χέρι. «Έλα, καλή μου, σταμάτα, πέρασε αυτό. Όλα είναι στο σχέδιο του Θεού. Εσύ τίποτα δεν μπορούσες να κάνεις. Δεν ξέρω ακόμα κι αν ο Ιωσήφ θα μπορούσε να κάνει κάτι· ποιος θα τον πίστευε ότι είδε άγγελο στον ύπνο του;»
Η Μαρία σκούπισε τα δάκρυά της. «Δίκιο έχεις. Όλα είναι στο σχέδιό Του. Τότε, όπως έμαθα, κινδύνεψε ακόμα κι ο γιος της Ελισάβετ. Τον Ζαχαρία τον σκότωσαν στο ιερό, γιατί αρνήθηκε να φανερώσει πού έκρυβε το γιο του. Η Ελισάβετ πήρε των ομματιών της και ανέβηκε στα βουνά, αλλά κι εκεί έψαχναν οι στρατιώτες για νήπια. Όταν πλησίασαν αρκετά και η Ελισάβετ είδε ότι δεν είχαν πού να κρυφτούν, έβγαλε έναν αναστεναγμό σαν προσευχή και είπε: ‘‘Ω βουνό του Κυρίου, δέξου τη μητέρα και το παιδί’’. Αμέσως το βουνό σχίστηκε στα δύο, άνοιξε και τους δέχτηκε. Ένας άγγελος εμφανίστηκε για να τους φυλάει, και το φως του έφεγγε στα σκοτάδια.
»Ιωάννα σε κούρασα, αλλά εσύ τα ζήτησες με λεπτομέρειες», είπε με χαμόγελο η Μαρία.
«Δεν κουράστηκα, Μαρία, κι έχω χρόνο για να σ’ ακούσω. Για συνέχισε».
«Όταν ακούσαμε τα νέα για τη σφαγή, αλλάξαμε δρόμο, πήραμε τα μονοπάτια και βγήκαμε στην έρημο.
»Δεν φαντάζεσαι, Ιωάννα, πόσο ταλαιπωρηθήκαμε στο ταξίδι. Σκέψου, να ’χεις μικρό παιδί στην αγκαλιά και να περνάς την έρημο. Από το φόβο δεν είχα κλείσει μάτι, μη μου πέσει το μωρό από τα χέρια. Όταν περάσαμε τη Βηρσαβεέ και μπήκαμε στην έρημο της Ιδουμαίας, τότε ησύχασα ότι δεν μας κυνηγούσαν. Σταματήσαμε σε κάτι θάμνους να ξεκουραστούμε κι αφήσαμε το γαϊδουράκι να ψάξει για τροφή. Ο Ιωσήφ άναψε φωτιά κι έδεσε το ζώο κοντά μας γιατί πλησίαζε η νύχτα. Άκουγα άγνωστες φωνές και δεν ήξερα τι είναι, μόνο τα τσακάλια γνώριζα. Κάποια στιγμή νόμισα ότι έκλαιγε το παιδί, και ο Ιωσήφ γέλασε. ‘‘Μη φοβάσαι, μια ύαινα είναι που κάνει έτσι, αλλά όσο έχουμε αναμμένη φωτιά δε θα πλησιάσει’’. Δόξασα το Θεό για άλλη μια φορά που μου έδωσε τέτοιον άντρα για σύντροφο κι αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Πολύ πρωί, την ώρα που στο χωριό λαλούν οι πετεινοί, με ξύπνησε ο καλός μου. Έπρεπε να κάνουμε λίγο δρόμο ακόμα πριν βγει ο ήλιος και μας κάψει ζωντανούς.
»Περπατούσαμε λίγες ώρες το πρωί και λίγες το δειλινό, μέχρι που βρίσκαμε να μείνουμε κάπου με ασφάλεια. Στην έρημο τα είχα ξεχάσει όλα· μόνο πώς θα σώσω το παιδί μου με ένοιαζε. Τι θα έκανα χωρίς τον Ιωσήφ στην έρημο;»
«Κάθε γυναίκα χρειάζεται έναν άντρα για ν’ αντέξει μια έρημο...», είπε η Ιωάννα.
«Τι είπες, Ιωάννα μου, δεν κατάλαβα. Εσύ έχεις πάει ποτέ στην έρημο;»
«Σε αυτήν που πήγες εσύ, όχι. Εγώ έχω πάει στη δική μου...», είπε η Ιωάννα θλιμμένα.
Η Μαρία, αν και δεν πολυκατάλαβε, την κοίταξε με συμπάθεια και συνέχισε.
«Κάποτε φτάσαμε και στην Αίγυπτο. Δε λέω, φιλόξενοι άνθρωποι ήταν, και οι ντόπιοι και οι συμπατριώτες μας. Κανένας δεν χώνευε τον Ηρώδη, αλλά και πάλι δύσκολα περάσαμε. Ο Ιωσήφ ήταν πολύ στενοχωρημένος, πότε για τη δουλειά στη Ναζαρέτ, πότε για τα παιδιά του. Βέβαια, αυτά μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους, αλλά ο πατέρας τους ανησυχούσε.
»Μείναμε σ’ ένα πανδοχείο στην αρχή, ύστερα βρήκαμε σπίτι. Μας συμπαραστάθηκαν πολύ οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας, και ο Ιωσήφ δούλεψε ξυλουργός για να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ προσπαθούσα να βοηθήσω όσο μπορούσα, πότε γνέθοντας πότε κεντώντας. Το βράδυ, ο Ιωσήφ μάς διάβαζε από το Βιβλίο και ο Ιησούς τον κοίταζε στα μάτια, σαν να καταλάβαινε τι άκουγε. Ζοριστήκαμε πάρα πολύ, αλλά τα καταφέραμε.
»Δεν είμαι σίγουρη αν καθίσαμε δυο χρόνια. Εμένα, πάντως, μου φάνηκαν πολύς καιρός, μέχρι που ο Ιωσήφ είδε έναν άγγελο στον ύπνο του. Εμφανίστηκε στο όνειρο και του είπε ότι μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, γιατί είχε πεθάνει αυτός που ήθελε να σκοτώσει το παιδί.
»Ο γυρισμός ήταν πιο εύκολος, γιατί είχαμε χρόνο να βρούμε φιλόξενο καραβάνι για παρέα. Αλλιώς είναι να ταξιδεύεις με καμήλα στην έρημο κι αλλιώς με γαϊδουράκι. Αν και το καημένο δεν άντεξε στην ταλαιπωρία, και το αφήσαμε μισοπεθαμένο σε κάτι φτωχούς Βεδουίνους».

[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ, σελ. 110-116, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου