Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ Σέλλεϋ (Mary Wollstonecraft Shelley, Λονδίνο, 30 Αυγούστου 1797 – 1 Φεβρουαρίου 1851) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας και σύζυγος του ρομαντικού ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, γνωστή για το μυθιστόρημά της Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας.
Η Μαίρη Σέλλεϋ ήταν κόρη του φιλοσόφου Ουίλλιαμ Γκόντουϊν και της συγγραφέως Μαίρης Γουόλστονκραφτ. Ερωτεύτηκε τον ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, ο οποίος την απήγαγε το 1814 στην Ελβετία. Παντρεύτηκαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του Σέλλεϋ, Χάρριετ Γουέστμπρουκ. Το 1816 κατά τη διάρκεια ταξιδιού με τον Σέλλεϋ, και ενώ φιλοξενούνταν στη βίλα του ποιητή Λόρδου Μπάυρον στην Ελβετία, ξεκίνησε να γράφει το πασίγνωστο μυθιστόρημα Φρανκενστάιν. Τελείωσε το έργο το 1817 και εκδόθηκε το 1818. Μετά το θάνατο του συζύγου της αφοσιώθηκε στη συγγραφή.
Κυριότερα έργα
Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (Frankenstein: or, The Modern Prometheus), (1818) ― ελλην.μετάφρ.Ροζίτα Σώκου ("Κάκτος")
Η Βαλπέργκα (Valperga), 1823
Ο τελευταίος άνθρωπος, (The Last Man), 1826
Φώκνερ (Falkner), 1837
Ημερολόγιο ενός ταξιδιού έξι εβδομάδων (Journal of a Six Weeks’ Tour), 1814 για ένα ταξίδι με τον Σέλλεϋ.
Η πρώτη σελίδα της έκδοσης του 1831.
Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας
Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (Frankenstein; or, The Modern Prometheus) είναι ο τίτλος της γοτθικής και ρομαντικήςνουβέλας από την Αγγλίδα συγγραφέα Μαίρη Σέλεϊ, που γράφτηκε στα μέσα του 1816 και εκδόθηκε το 1818 στην Αγγλία. Η νουβέλα λέει την ιστορία του νεαρού φοιτητή ανατομίας και χειρουργικής, που ανακαλύπτει το μυστικό του πώς να δίνει ζωή σε άψυχα πράγματα μέσω αλχημείας, αλλά και τους κινδύνους της γνώσης.
Περίληψη
Η ιστορία αρχίζει με τον καπετάνιο Ρόμπερτ Γουάλτον, που ταξιδεύει με καράβι στον Αρκτικό Κύκλο. Σ' ένα παγόβουνο βλέπει έναν τεράστιο άνθρωπο πάνω σε έλκυθρο που σέρνουν σκυλιά, και αργότερα έναν άλλο άρρωστο άντρα. Ο καπετάνιος τον φιλοξενεί στο καράβι του, και ο ξένος του αποκαλύπτει το όνομά του: Βίκτορ Φρανκενστάιν, και κυνηγάει έναν μεγαλόσωμο και τεράστιο άνθρωπο.
Ο Φρανκενστάιν, ακούγοντας τον σκοπό του ταξιδιού Γουάλτον -να αποκτήσει περισσότερη γνώση- εκνευρίζεται και τον πληροφορεί πως η υπερβολική γνώση μπορεί να καταστρέψει τον άνθρωπο. Για να τον πείσει, του λέει την ιστορία του.
Ο Φρανκενστάιν, γεννήθηκε στην Γενεύη της Ελβετίας από πλούσια και σημαντική οικογένεια. Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Χένρι Κλέρβαλ, και περνούσαν το περισσότερο χρόνο μαζί. Στα τέσσερά του, η θεία του πέθανε και η κόρη της, η Ελίζαμπεθ Λαβένζα, ήρθε να κατοικήσει με την οικογένεια του Φρανκενστάιν. Μετά από μερικά χρόνια, ο Φρανκενστάιν αποκτάει ακόμα δύο αδέρφια - τον Έρνεστ και τον Γουίλιαμ. Μετά το θάνατο της μητέρας του, Καρολάιν Μπόφωρτ - Φρανκενστάιν, ο Φρανκενστάιν αφήνει την οικογένειά του για να σπουδάσει στο εξωτερικό.
Στις έρευνές του, ανακαλύπτει πώς να δώσει ζωή σε άψυχη ύλη. Οι καθηγητές του, χωρίς να γνωρίζουν την ανακάλυψή του, του δίνουν ένα εργαστήριο για να εργάζεται. Ο Φρανκενστάιν συλλέγει μέρη πτωμάτων, αγοράζοντας ή κλέβοντας, με σκοπό να "χτίσει" ένα σώμα ανθρώπινου όντος. Μέσα σ' ένα χρόνο, το σώμα ολοκληρώνεται, και το μόνο που μένει είναι να ζωντανέψει. Ένα βροχερό βράδυ, το φέρνει στη ζωή (με άγνωστο τρόπο). Το πλάσμα αποκαλύπτεται να είναι ένα απαίσιο, μεγαλόσωμο τέρας με γαλάζια μάτια και κίτρινο δέρμα.
Ο Φρανκενστάιν αποφασίζει να το καταστρέψει, αλλά το τέρας εξαφανίζεται. Ο Φρανκενστάιν μαθαίνει πως ο Γουίλιαμ έχει δολοφονηθεί, και αποφασίζει να επιστρέψει στην Γενεύη. Φτάνοντας εκεί, βλέπει το τέρας αλλά και πάλι εξαφανίζεται. Ο Φρανκενστάιν μαθαίνει πως ο δολοφόνος είναι η Τζάστιν Μόριτζ, υπηρέτρια των Φρανκενστάιν. Ο Φρανκενστάιν είναι σίγουρος πως ο δολοφόνος είναι το τέρας και όχι η Τζάστιν. Όμως η Τζάστιν καταδικάζεται σε θάνατο.
Ο Φρανκενστάιν, σε μια βόλτα συλλογισμού του στα βουνά, βρίσκει το τέρας, (που, μυστηριωδώς, έμαθε να μιλά) που του λεει την ιστορία του. Το τέρας, μετά την εγκατάλειψή του από τον δημιουργό του περιφέρεται στα βουνά, μέχρι που βρίσκει μια οικογένεια. Κρυμμένος από εκείνους, μαθαίνει να μιλά. Επισκέπτεται τον τυφλό γέροντα της οικογένειας όταν είναι μόνος του για να του μιλήσει. Δεν προλαβαίνει όμως, και η υπόλοιπη οικογένεια εμφανίζεται και τον κυνηγούν. Το τέρας ταξιδεύει στη Γενεύη, όπου βρίσκει τον νεαρό Γουίλιαμ. Ο Γουίλιαμ, τρομαγμένος από το τέρας, αρχίζει να τον βρίζει, και λέει πως ο πατέρας του θα τον τιμωρήσει. Το τέρας, μαθαίνοντας πως ο Γουίλιαμ είναι ένας Φρανκενστάιν, τον σκοτώνει για να εκδικηθεί τον δημιουργό του. Παίρνει το μενταγιόν του Γουίλαμ από το λαιμό του και βρίσκει την Τζάστιν να κοιμάται. Έτσι τοποθετεί το μενταγιόν στο λαιμό της, ώστε να κατηγορηθεί εκείνη ως δολοφόνος.
Το τέρας παρακαλεί τον Φρανκενστάιν να του φτιάξει ένα ταίρι για συντροφιά, και του υπόσχεται πως δεν θα ξαναφανεί. Ο Φρανκενστάιν δέχεται. Απομονώνεται σ' ένα μικρό νησί, και χρησιμοποιεί μια καλύβα ως εργαστήριο. Αφού συλλέγει γυναικεία ανθρώπινα μέλη, μέσα σε δύο μήνες, "χτίζει" ένα θηλυκό, ανθρώπινο σώμα. Όμως, πριν τη φέρει στη ζωή, μετανιώνει και καταστρέφει το σώμα. Το τέρας, που τον παρακολουθούσε, του ορκίζεται εκδίκηση.
Ο Φρανκενστάιν επιστρέφει στη Γενεύη και παντρεύεται την Ελίζαμπεθ. Στον μήνα του μέλιτός τους σε μια καλύβα, ενώ ο Φρανκενστάιν προσέχει για το τέρας, η Ελίζαμπεθ είναι μόνη της. Το τέρας εμφανίζεται και την στραγγαλίζει. Ο Φρανκενστάιν, οδηγημένος από εκδίκηση, κυνηγάει το τέρας.
Λίγο αργότερα, μετά το τέλος της ιστορίας του, ο Φρανκενστάιν πεθαίνει. Ο καπετάνιος βρίσκει το τέρας στην καμπίνα του Βίκτορ, και καταλαβαίνει πως το τέρας έχει μετανιώσει για όλα αυτά που έκανε. Μόνο στον κόσμο, το τέρας φεύγει από το πλοίο από το παράθυρο σ' ένα παγόβουνο, και δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά.
«Ματίλντα»: το πιο τολμηρό έργο της Μαίρη Σέλεϊ
Η «Ματίλντα» της Μαίρη Σέλεϊ, έργο τολμηρό για την εποχή του, παρέμεινε για πολλά χρόνια στην αφάνεια και κυκλοφόρησε μόλις το 1959. Αν θέλετε να διαβάσετε τι έγραψε η ιέρεια του Ρομαντισμού, μετά τον «Φρανκεστάιν», μπορείτε να αναζητήσετε τη νουβέλα από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση της συγγραφέως Ισμήνης Καπάνταη.
Η περίληψη της έκδοσης έχει ως εξής:«Η Ματίλντα ήταν το δεύτερο, μετά τον Φρανκενστάιν, έργο της Μαίρη Σέλεϊ και γράφτηκε κι αυτό την εποχή που ζούσε ακόμα με τον άντρα της, τον ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, στην Ιταλία. Όταν το έργο ολοκληρώθηκε, το 1820, το έστειλε με τη φίλη της Μαίρη Γκίσμπορν στον πατέρα της Γουίλιαμ Γκόντγουιν, για να εκδοθεί. Ο Γκόντγουιν ταράχθηκε από το θέμα του, που αφορούσε μια, έστω και φανταστική, αιμομιξία.
Σύμφωνα με τη Μαίρη Γκίσμπορν (Maria Gisborne and Edward Williams, Shelley’s Friends, Their Journals and Letters, ed. Frederick L. Jones, Norman, 1951, p. 44), ο Γκόντγουιν της δήλωσε πως το βιβλίο δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί παρά μόνον αν γραφόταν πρόλογος, όπου θα υπήρχε σαφής διευκρίνιση ότι δεν είχε στην πραγματικότητα συντελεστεί αιμομιξία.
Δεν έστειλε ωστόσο το έργο για να εκδοθεί (αν και δεν είχε καθόλου διστάσει να στείλει προς έκδοση το έργο της γυναίκας του και μητέρας της Σέλεϊ, Μαίρη Γουόλστονκραφτ, «Maria», εξίσου προκλητικό για τα ήθη της εποχής, μια και το θέμα του ήταν η μοιχεία) και δεν επέστρεψε το χειρόγραφο στην κόρη του παρά τις επανειλημμένες περί αυτού οχλήσεις της. Το έργο εκδόθηκε τελικά το 1959».
Απόσπασμα του βιβλίου: «Τη μοίρα μου τη διαμόρφωσε η ανάγκη, μια εφιαλτική, αδήριτος ανάγκη. Χρειάζονταν χέρια πιο δυνατά από τα δικά μου• πιστεύω μάλιστα πως καμία ανθρώπινη δύναμη δεν θα μπορούσε να σπάσει την άθραυστη αλυσίδα που μ’ έδεσε –εμένα που κάποτε η έννοια της ζωής ισοδυναμούσε με τη χαρά και τα μόνα αισθήματα που με διακατείχαν ήταν αγάπη και καλοσύνη– στη δυστυχία που θα τελείωνε, και τώρα πρόκειται να τελειώσει, στον θάνατο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου