ΙSBN - 13 9786185104580
Εκδότης -ΩΚΕΑΝΟΣ
Σειρά - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης - Απρίλιος 2016
Αριθμός σελίδων 624
Διαστάσεις - 21x14
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Από τη γέννησή της ακόμη η Ευρυδίκη βιώνει την πατρική απόρριψη…
Σε ηλικία πέντε ετών παραχωρείται, ως «ανιψιά», στον υποψήφιο βουλευτή Θεοδόση Σπηλιόπουλο και στη σύζυγό του Ευγενία, που είναι άτεκνοι. Καθώς μεγαλώνει, η αυστηρή Ευγενία την αντιμετωπίζει ως απειλή για την καριέρα του συζύγου της και την κοινωνική τους θέση.
Ακολουθεί ο γάμος, από συνοικέσιο και με τη θερμή συναίνεση του πατέρα της, με τον πολύ μεγαλύτερό της Χαράλαμπο, ο οποίος την οδηγεί σε μια τρίτη οικογένεια.
Αποκτά δύο κόρες. Η Ευρυδίκη βιώνει τη λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία μέσα στον γάμο. Αντιλαμβάνεται όχι μόνο ότι καμιά από τις τρεις οικογένειές της δεν μπορεί να τη στηρίξει, αλλά επιπλέον καθεμιά τους κρύβει και ένα «στοιχειό» για κείνην, το οποίο καλείται να βρει το θάρρος να αντιμετωπίσει.
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ξυπνά, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται και ο έρωτας στο πρόσωπο ενός συνομηλίκου της.
Η ώρα να κάνει γενναία βήματα για να κερδίσει, επιτέλους, τη ζωή της, έχει έρθει...
Αφιέρωση
Αφιερώνεται στο Γρηγόρη
και στις κόρες μας
Σταυρούλα, Ναταλία, Δήμητρα
|
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Σελ. 13-23 (Γέννηση και πρώτα πέντε χρόνια της Ευρυδίκης)
Ξεφυλλίστε το βιβλίο ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ και διαβάστε ολόκληρο το Πρώτο Κεφάλαιο του μυθιστορήματος στον παρακάτω σύνδεσμο με το δωρεάν pdf:
ΣΕΛ. 61-68 (Η Ευρυδίκη με τους θείους Θεοδόση και Ευγενία)
«Όλα πήγαν μια χαρά», συμπέρανε ωστόσο με δυνατή φωνή [η Ευγενία], κλείνοντας για την ώρα τον κύκλο αυτών των σκέψεων, και κοίταξε το σοβαρό και ανέκφραστο πρόσωπο του Θεοδόση που οδηγούσε σιωπηλός.
Ο Θεοδόσης συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Είχε το νου του στην οδήγηση. Άναβε συχνά τους προβολείς για να δει μέσα στο πηχτό σκοτάδι, οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν ταχύτατα και ρυθμικά, και το αυτοκίνητο έτρεχε στην άσφαλτο, αφήνοντας πίσω του βουβές γειτονιές ή σκοτεινά και παντέρημα κομμάτια της πόλης.
Ένιωθε κουρασμένος και δεν είχε διάθεση για συζήτηση. Εξάλλου, οι εκτιμήσεις της Ευγενίας, ο γνώμονας του συμφέροντος και οι κινήσεις από υπολογισμό, με την πάροδο του χρόνου τον κούραζαν ολοένα και περισσότερο και του προκαλούσαν ένα όλο και μεγαλύτερο αίσθημα αποστροφής. Ζώντας μαζί της τόσα χρόνια, μερικές φορές, όπως κι απόψε, είχε νιώσει ένα δυσάρεστο και αδικαιολόγητο συναίσθημα πως κάποιον ακαθόριστο κίνδυνο διατρέχει, πως βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κι εκείνη μοιάζει μ’ ένα φορτίο από το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγεί, για να μπορέσει να σωθεί.
Τελευταία, ό,τι έδινε χρώμα και ζωντάνια σε παρόμοιες χοροεσπερίδες, ήταν μονάχα η παρουσία της δεκαεξάχρονης Ευρυδίκης στο πλάι τους. Αν και ήταν σοβαρή και συνεσταλμένη, ωστόσο, χόρευε όλους τους ευρωπαϊκούς χορούς με άνεση και χάρη, γιατί πάντα είχε μια ευκολία να μαθαίνει, η έφηβη νιότη της ξεχείλιζε ομορφιά και θηλυκότητα, και καθώς κοίταζε γύρω της μ’ αυτά τα μάτια τα παράξενα σαν θαμπωμένη, τους θάμπωνε όλους, όπως αιχμαλώτισε κι αυτόν τον ίδιο, από την πρώτη κιόλας στιγμή που την είδε, τότε που ήταν ακόμα η άγουρη υπόσχεση ενός πανέμορφου λουλουδιού, ενός φρούτου ευωδιαστού.
Ξαφνιάστηκε απόψε όταν την είδε με το πρώτο της μικρό, μαύρο, βραδινό φόρεμα! Όχι ακριβώς μαύρο, είχε και μπλε αποχρώσεις στην ύφανση, ούτε ακριβώς μικρό, το μήκος του έφτανε το γόνατο, κι ας ήταν στη μόδα τα υπερβολικά κοντά φορέματα για τις περισσότερες κοπέλες, μα σίγουρα η Ευγενία που είχε τον κύριο λόγο πάνω στο θέμα ‘αμφίεση’, ήξερε τι ταίριαζε για την ηλικία της και για την περίσταση. Παρόλα αυτά, χωρίς μανίκια, με τις μικρές πολύχρωμες αστραφτερές χάντρες να στολίζουν το ψηλό στρογγυλό ντεκολτέ του, και με τη στενή γραμμή του να αγκαλιάζει το σώμα της, ήταν πραγματικά κομψό και εντυπωσιακό.
Πόσο γυναίκα του φάνηκε! Και σαν να είχε γίνει αυτή η θεαματική αλλαγή μέσα σε λίγες ώρες μόνο! Κι ας προετοιμαζόταν γι’ αυτή την αναπόφευκτη μεταμόρφωση εδώ και τρία χρόνια, όταν άρχισαν οι σταδιακές αλλαγές στο σώμα και στην εμφάνισή της, κι ας τις έχει παρακολουθήσει όλες. Αρκετές φορές σταμάτησε την κουβέντα του άθελά του για να την καμαρώσει και να ξεκλέψει φευγαλέες όψεις της, προφίλ-χείλη-γέλιο, χέρι-δάχτυλα-γάμπα, κίνηση-χάρη-ομορφιά.
«Είσαι πολύ όμορφη, απόψε!» της είπε κάποια στιγμή, μα δεν την ευχαρίστησε ο θαυμασμός του. Άγνωστο για ποιο λόγο, το βλέμμα της σκοτείνιασε και τον απόφυγε, χάθηκε στο βάθος, τα χείλη της δεν χαμογέλασαν, μα κατηφόρισαν οι άκρες τους θλιμμένα. Παραξενεύτηκε, γιατί ακόμα κι αν αυτό δεν ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο για μια γυναίκα, σίγουρα δεν θα δυσαρεστούσε καμιά. Και τότε μελαγχόλησε για λίγο και νοστάλγησε εκείνο το κοριτσάκι που της αγόραζε παραμύθια και τη μάθαινε να διαβάζει, της έφερνε τις κασετίνες με τα χρωματιστά μολύβια και τις γόμες και τις ξύστρες, και εκείνη ζωγράφιζε δίπλα του ήσυχη, όταν ο ίδιος μελετούσε ή ετοίμαζε τις αγορεύσεις του. Αναρωτήθηκε πώς μεγάλωσε έτσι απότομα, πώς πέρασε με τέτοια άσπλαχνη γρηγοράδα ο καιρός.
Μα λίγο αργότερα, καθώς χόρευε μαζί της, συνέβη κάτι που τον συντάραξε και τον τρόμαξε. Θυμήθηκε ξαφνικά πως υπάρχουν κάποιοι που ζουν το υπέροχο, το συγκλονιστικό συναίσθημα μιας εξαιρετικά παρακινδυνευμένης ευτυχίας. Και επιθύμησε να ήταν ένας απ’ αυτούς. «Εσύ έχεις εξασφαλισμένο το εισιτήριο για τον Παράδεισο, με τη ζωή που κάνεις», τον ειρωνευόταν συχνά ο αδερφός του, ο Νικήτας. Ωστόσο, κάποια βράδια σαν και το αποψινό, που η ευθυμία του ποτού γυμνώνει τον παραμέσα εαυτό του κι αλλάζει τα πέπλα της λογικής με άλλα παράτολμα, ο Θεοδόσης, αυτός που με τον καιρό συνήθισε στην αδυναμία και βούλιαξε στη συνήθεια, ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά πως βγάζει κι ο ίδιος τα φτερά που έχει διπλωμένα και κρατημένα τόσα χρόνια και πετάει με βιάση και ορμή κατευθείαν προς τη φωτιά της Κόλασης κι εκεί λιώνει και καίγεται μαζί με πάθη του μικρά, μεγάλα και κρυφά.
Για την ώρα, του αρκεί και τον παρηγορεί που νιώθει την Ευρυδίκη μαζί τους, στο πίσω κάθισμα, με γερμένο το κεφάλι, κουρασμένη και νυσταγμένη, και τον τυλίγει ένα γλυκό συναίσθημα τρυφερότητας. Πιστεύει ότι μόνο κοντά τους είναι ευχαριστημένη και ασφαλής, και όταν βρίσκεται αλλού, ανησυχεί μήπως κάποιος τη βλάψει ή μήπως την πάρει και φύγει μακριά. Και τότε δεν ξέρει αν θα μπορέσει να ζήσει χωρίς αυτή την παράδοξη γοητεία των ματιών της, που τώρα νομίζει πως ξέρει πού οφείλεται. Στη λάμψη που εκπέμπουν και τη μυστικοπάθεια που κρύβουν, αλλά και κατά ένα μεγάλο μέρος στο παράταιρο χρώμα τους. Πράσινο χρυσαφί το ένα, γαλαζοπράσινο το άλλο.
Προς το παρόν ξεχνάει ότι για όλους έρχεται η στιγμή να δοκιμαστούν, αν μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας απόφασης και να πουν το ‘ναι’ τους ή το ‘όχι’ τους, κι απλά αναρωτιέται αν υπάρχει τρόπος να κρατήσει αυτή τη χρυσαφένια λάμψη μέσα στη ζωή του. Όμως, έχει καιρό, σκέφτεται. Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να φύγει η Ευρυδίκη!
Πάει τέλειωσε κι αυτή η ωραία βραδιά, σκεφτόταν η Ευρυδίκη. Σώπασε η μουσική, έπαψαν τα γέλια και τ’ αστεία, σταμάτησε ο χορός και οι φιλοφρονήσεις. Άρχισε να περνάει η ευχάριστη μέθη τους κι αύριο κιόλας όλα θα είναι θαμπά και μακρινά, και θα μείνει μονάχα η προσδοκία για μια άλλη γιορτή, για μια άλλη βραδιά που να μοιάζει σ’ αυτή που πέρασε και να ανοίγει κλεφτά ένα παραθυράκι σε μια διαφορετική όψη της ζωής, ασυνήθιστη, εύθυμη και λαμπερή, σε μια υποψία ονείρου κι αμυδρής ελπίδας. Τα φώτα έσβησαν, λοιπόν. Έπεσε η αυλαία. Πόσο γρήγορα τελειώνουν τα ευχάριστα, πόσο βιαστικά! ‘Ακόμα και στ’ όνειρο η χαρά βιαστική’, είχε γράψει στο περιθώριο του τετραδίου των ελληνικών, όταν είχε θυμηθεί με νοσταλγία κάποιο χρωματιστό, χαρούμενο όνειρό της.
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Θεοδόσης.
Η Ευρυδίκη τινάχτηκε, πως γι’ αυτήν προοριζόταν η ερώτηση.
«Νυστάζω», απάντησε η Ευγενία, και η Ευρυδίκη ξαναβούλιαξε στη μοναξιά του πίσω καθίσματος.
Το ζευγάρι, ο καθένας ξεχωριστά, σκέφτονταν την Ευρυδίκη. Εκείνη, πάλι, σκεφτόταν τους δυο τους μαζί, πώς σώπαιναν μόλις τέλειωναν οι κουβέντες γύρω από τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τα πολιτικά! Πώς στέρευαν ξαφνικά οι λόγοι που είχε ο καθένας τους για να απευθύνει μια κουβέντα στον άλλον! Σαν να πνίγονταν στη θάλασσα της σχέσης τους και να αρπάζονταν από τα σωσίβια των άχρηστων πληροφοριών και των αδιάφορων φράσεων γι’ αδιάφορους ανθρώπους! Πόσο μακριά ήταν ο ένας απ’ τον άλλον, όπως τους έβλεπε με τα δικά της μάτια, τίποτα ζεστό κι αληθινό να μην τους ενώνει, κι όμως εκεί σε μια ανούσια ζωή δεμένοι με άλυτα δεσμά!
Σκεφτόταν αυτό που εκείνη θεωρούσε δυστυχία τους και αναρωτιόταν αν οι ίδιοι την είχαν συνειδητοποιήσει, και δυσκολευόταν να αποφασίσει αν μια τέτοιου είδους ‘δυστυχία’ ήταν περισσότερο ή λιγότερο επιθυμητή μπροστά σε άλλες πρακτικές δυστυχίες που επιφυλάσσει η ζωή σε κάποιους, σαν τη φτώχεια και την πείνα.
Και έπεσε πάλι εκείνη η σιωπή μέσα στ’ αμάξι που έπεφτε συχνά ανάμεσά τους, τόσο οικεία, αφού και η ίδια αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της. ‘Τσιγκούνα στα λόγια’, έχει ακούσει πολλές φορές. Έτσι αναφέρονται οι άλλοι στη σιωπή της, σαν σ’ ένα αφάνταστα σοβαρό και λυπηρό μειονέκτημα, εξισώνοντας αυθαίρετα τη σιωπή με τη φιλοχρηματία ή την έλλειψη γενναιοδωρίας.
Είναι αλήθεια. Τσιγκουνεύεται το λόγο, όσο οι άλλοι τσιγκουνεύονται το δόσιμο. Όσο οι άλλοι μετράνε την ειλικρινή αγάπη, τόσο αυτή μετράει τα λόγια της. Κι έπειτα μ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις πολλές ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις την πανικοβάλλουν, την κάνουν να νιώθει αναγκασμένη να φτιάξει μια ιστορία για απάντηση.
Μιλάει λίγο, σκέφτεται πολύ. Συνήθως σκέφτεται ότι ο οίκτος και η υποχρέωση να πράττεις το καλό απέχουν πολύ απ’ την αληθινή αγάπη. Παρατηρεί τους θείους και τους γύρω της και βλέπει πως τα λόγια τους, ‘αγαπώ τους γονείς, τ’ αδέρφια, τους φίλους’, δεν συμβαδίζουν με τις υπόλοιπες εκφράσεις τους. Πάντα κάτι λείπει, στη φωνή, στο βλέμμα, στην κίνηση, στην πράξη. Η αγάπη είναι λειψή. Τελικά, αυτό που φαίνεται είναι όντως αγάπη;
Δεν είναι αγνώμων, αλλά πολλές φορές νοσταλγεί μιαν αγάπη που δεν γνώρισε ποτέ στην ουσία, που πιστεύει ότι μοιάζει μ’ αυτήν που υπάρχει στις ελληνικές ταινίες, αγάπη λιγόλογη, κρυμμένη και σκόρπια στη φτώχεια.
❀ ❀ ❀ ❀
Σελ. 438-441 (Η Ευρυδίκη παντρεμένη με το Μπάμπη)
Ποιος οπλίζει τα χέρια των αντρών που κακομεταχειρίζονται τις γυναίκες τους; Χωρίς αμφιβολία, πολλοί. Τα χέρια του Μπάμπη, πέρα από τις προσταγές της Υβόνης, υπάκουαν πρώτα στα δικά του ένστικτα και απωθημένα, στις δικές του καταβολές. Ωστόσο, ο φόβος ήταν κυρίως δικό της θέμα, της Ευρυδίκης, όμως η ίδια δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Γιατί, αλήθεια, ποιο ήταν αυτό το φοβερό που γνώριζε ο Μπάμπης; Τι μπορούσε να αποκαλύψει; Τίποτα απολύτως.
Η Ευρυδίκη ήταν που φοβόταν μήπως αποκαλυφθεί το μυστικό της. Μόνη της έτρεφε τις ενοχές και τιμωρούσε τον εαυτό της για κάτι που ‘άφησε’ τους άλλους να της κάνουν.
Αυτή ήταν που κατά βάθος πίστευε ότι έπρεπε να υποστεί κάθε κακή μεταχείριση από το Μπάμπη για να εξιλεωθεί και να κρατήσει το απειλητικό στόμα των μυστικών κλειστό.
Εκείνη ήταν που φοβόταν μια ακόμα απόρριψη από την πατρική φιγούρα, τη μεγαλύτερη, την πιο ταπεινωτική.
Εκείνη ήταν που έτρεμε μήπως ο εφιάλτης στη χώρα των τεράτων της παιδικής της ηλικίας τη θυμηθεί και μιλήσει και καταστρέψει τη ζωή της. Μια ζωή σακατεμένη ήδη, που όμως η ίδια δεν μπορούσε να αποτιμήσει, γιατί τη ζούσε μεν ως ενήλικη, αλλά κρίνοντας με τη ματιά ενός παιδιού.
Η Ευρυδίκη ανακάθισε στο κρεβάτι και στύλωσε το βλέμμα στο κενό, μέσα σ’ ένα ανατριχιαστικά ήσυχο σκοτάδι. Ήθελε να σηκωθεί και να καταφύγει στο μπάνιο, προσφιλή τόπο απομόνωσης, εξομολόγησης και στοιχειώδους ανασυγκρότησης, όμως το σώμα της ήταν βαρύ και πονεμένο, και η ψυχή της θρύψαλα.
Θυμήθηκε τις ατέλειωτες νύχτες, που είχε ξαπλώσει δίπλα σ’ έναν Μπάμπη που είχε έρθει στο σπίτι τρεκλίζοντας και βρωμοκοπώντας καπνό και αλκοόλ, που την είχε περιλούσει με κάθε είδους βρισιά που μπορεί να ακούσει μια γυναίκα στα καλά καθούμενα, και που αν δεν ήταν τόσο πολύ μεθυσμένος, σίγουρα δεν θα είχε αρκεστεί μονάχα στις σπρωξιές, προτού πέσει αναίσθητος στο κρεβάτι.
Και κάθε φορά, μέσα στο σκοτάδι, ρίχνοντας ματιές γεμάτες απέχθεια στο κοιμισμένο σώμα δίπλα της, ένιωθε να πνίγεται και ήθελε να φύγει, έστω και λίγα μέτρα μακριά για να αναπνεύσει, ήθελε να σηκωθεί και να πάει να κοιμηθεί στον καναπέ ή στην πολυθρόνα, ακόμα και στο πάτωμα θα μπορούσε να κοιμηθεί, αρκεί να ήταν σ’ ένα άλλο δωμάτιο, να μην τον βλέπει, να μην τον νιώθει κοντά της. Μα δεν της δινόταν αυτή η χάρη.
Και όπως όλες εκείνες τις φορές, έτσι και τώρα το παλιό και παγερό συναίσθημα της απέχθειας σκέπασε γι’ άλλη μια φορά την άβυσσο της ανημπόριας της και αστραπιαία μεταλλάχθηκε σε μίσος. Και τον καταράστηκε εκ βαθέων, μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Όμως, σαν κόπασε κάπως έπειτα από ώρα η αντάρα της ψυχής της, της πέρασε απ’ το νου μια σκέψη που την τρόμαξε και την αναστάτωσε, ότι μπορούσε δηλαδή η κατάρα της να πιάσει και να γίνει αυτή υπαίτια κακού, ή θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ και το κακό να επιστρέψει πάνω της, όχι τόσο για να χτυπήσει την ίδια, μα χειρότερα, κάποιον που αγαπάει, κι εκείνη αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά της. Ανατρίχιασε στην ιδέα αυτή, και αναρωτήθηκε αν είχε κάποιο στοιχειώδες νόημα, αν είχε την ελάχιστη ηθική υπόσταση, να μένει μια οποιαδήποτε γυναίκα μ’ έναν άντρα για τον οποίο νιώθει τόσο φριχτά συναισθήματα, έστω κι αν αυτό γίνεται για το καλό των παιδιών της.
Γιατί, ποιο καλό, για χάρη του οποίου βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, θα μπορούσε να ισορροπήσει το κακό το οποίο ευχόταν;
«Αχ, δεν ξέρω πια τι λέω και τι κάνω», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της μετανιωμένη. Σκέφτηκε ότι το μίσος είναι ένα δηλητήριο που δηλητηριάζει πρώτα απ’ όλα την ίδια την ψυχή αυτού που το νιώθει, κι ύστερα φαρμακώνει τη ζωή του και την καταστρέφει. Κι ακόμα ότι όλα είναι για όσο είναι. Τίποτα δεν είναι για πάντα. Δεν υπάρχει πάντα.
Κι ενώ βρισκόταν στο χείλος της απελπισίας, πως δεν εισακουγόταν ούτε από άγιο φιλεύσπλαχνο ούτε από άγγελο φύλακα, προστάτη στοργικό, πως δεν υπήρχε γι’ αυτήν καταφυγή και σκέπη, άκουσε τον ήχο του κουδουνιού της εισόδου. Όχι, δεν θα άνοιγε. Όποιος κι αν ήταν, ας ερχόταν ξανά, αύριο, μεθαύριο, ποτέ.
❀ ❀ ❀ ❀
Σελ. 461-466 (Ευρυδίκη-Μάξιμος)
«Άκουσέ με λίγο. Βλέπεις; Είμαι εδώ. Πλάι σου. Μαζί σου. Θες να μου μιλήσεις; Θες να βγάλεις το θυμό σου, την πίκρα σου; Θες να με χτυπήσεις, να ξεσπάσεις; Κάντο, αρκεί να μην χτυπάς τον εαυτό σου. Το ξέρω πως χρειάζεται μεγάλο κουράγιο για να αφήσεις μια κατάσταση οικεία, αλλά δεν είσαι ασφαλής σε μια κατάσταση που δεν επιθυμείς και που σου κάνει κακό. Πίστεψέ με, μπορούμε να προχωρήσουμε μαζί σε μια ζωή όπως τη θέλουμε, που θα την έχουμε εμείς οι δυο διαλέξει σε κάθε λεπτομέρεια».
«Σταμάτα!» τον έκοψε αναστατωμένη. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που ακούω, δεν μπορεί να είναι αληθινά, δεν υπάρχουν άνθρωποι σαν κι αυτόν που θέλεις να μου πεις πως είσαι. Όχι, όχι, άφησέ με!» είπε και τραβήχτηκε από το αγκάλιασμά του. Με χέρια νευρικά έσυρε το παλτό της προς το μέρος της και άρχισε να ψάχνει για τα γάντια και το σκούφο της, να ταχτοποιεί τα πράγματα στην τσάντα της. «Καλύτερα να μην ακούσω τίποτα άλλο, δεν θέλω υποσχέσεις και όνειρα για το μέλλον, δεν θέλω έρωτες και τα λόγια τα μεγάλα. Θέλω μονάχα να πατήσω στα πόδια μου, να κρατηθώ όρθια, καταλαβαίνεις, ζω-ντα-νή, να μην χάσω τα παιδιά μου». Κατάπιε ένα λυγμό.
Την αγκάλιασε. «Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει τα παιδιά σου. Είσαι πάντα η μητέρα τους, όμως είναι ενήλικα και δεν σου ανήκουν. Σε κανέναν δεν ανήκουν τα παιδιά του. Θέλω να πω, έχουν κιόλας ανοίξει τα δικά τους φτερά κι εσύ πρέπει να φροντίσεις τον εαυτό σου».
«Μπορεί. Μα, αν οι κόρες μου θεωρήσουν ότι τις ντρόπιασα και απομακρυνθούν, τις έχασα. Είναι το ίδιο. Και για μένα, δεν υπάρχει ζωή χωρίς αυτές, θέλω να με καταλάβεις, τους χρωστάω κυριολεκτικά τη ζωή μου. Δεν πέθανα, επειδή, η σκέψη να τις αφήσω μόνες στα χέρια κάποιων ανάλγητων, η προοπτική να καταλήξουν σαν εμένα, μου προκαλούσε τέτοιο τρόμο και πόνο, που μου έδινε ταυτόχρονα το θάρρος να ζήσω, τη δύναμη να αγωνιστώ, να αντιμετωπίσω το Μπάμπη και τους άλλους, να παραβλέπω τα φαντάσματα που με κυνηγούσαν.
»Έλεγα στον εαυτό μου: Τι είδους μητέρα είσαι, αν εγκαταλείψεις τα κορίτσια σου; Σε τι διαφέρεις από εκείνες που το κάνουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο;»
Συγκινήθηκε ως τα κατάβαθα της ψυχής του από την αγωνία και το πάθος της, θαύμασε την αξιοπρέπεια και το κουράγιο της, όμως στενοχωρήθηκε που έβαζε τον εαυτό της στο τέλος του καταλόγου και στην άκρη του σεβασμού, ωστόσο αυτό μπορούσε να διορθωθεί, ήδη είχε κιόλας ξεκινήσει να αλλάζει. Αντιλήφθηκε πως ο ίδιος αγνοούσε τη ζωή της που είχε ζήσει πριν από το αναπάντεχο σμίξιμό τους σ’ εκείνο το φιλί παρηγοριάς και απελπισίας, παρόλα αυτά σιγουρεύτηκε εκ νέου ότι ήταν αυτή η ύπαρξη που περίμενε και επιζητούσε για συντροφιά στις αναπόφευκτες περιπέτειες στο ταξίδι της ζωής του.
«Είμαι σίγουρος», είπε μόνο αργά και χαμηλόφωνα, «ότι αν γνώριζαν οι κόρες σου την αλήθεια, δεν θα την ήθελαν ποτέ τέτοια θυσία από σένα, ειδικά τώρα, αυτή τη στιγμή».
Τον κοίταξε σαν να ήταν μια άποψη που πρώτη φορά της περνούσε απ’ το μυαλό μα και σαν να δυσπιστούσε. Υπήρχε μια ένταση στον αέρα, και σώπασαν για λίγο, μέχρι να καταλαγιάσει.
Ύστερα ο Μάξιμος τη ρώτησε γλυκά και σοβαρά. «Εμένα, δεν θα με ήθελες μέσα στα θέλω σου; Πλάι σου;»
Τον κοίταξε σοβαρή. Η αγάπη, που πάντα μυστικά λαχταρούσε και ονειρευόταν, αυτή η αγάπη είχε έρθει να τη βρει, βρισκόταν πλάι της, τη ζέσταινε με την ανάσα της, μα εκείνη έτρεμε αυτόν τον ερχομό και λιποψυχούσε.
«Ναι. Δεν ξέρω. Δεν έχω περιθώρια. Δεν πρέπει να κάνω όνειρα, δεν ξέρω αν πρέπει να ελπίζω, αν μπορώ να ελπίζω, η ζωή πάντα μας εκπλήσσει, έχει τον τρόπο της να ανατρέπει τα πάντα. Φοβάμαι τόσο πολύ!»
«Εμένα μη με φοβάσαι, ούτε τη ζωή. Θα είμαι δίπλα σου καθημερινά και θα σε προκαλώ να με διαψεύσεις».
«Όχι! Όχι! Πάλι τα ίδια. Αυτό κι αν είναι υπόσχεση και μεγάλος λόγος!» Και απομακρύνθηκε ξανά από δίπλα του.
Την ξανατράβηξε προς το μέρος του.
«Σε θέλω και είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου και τα αισθήματά μου, είναι κακό αυτό; Δοκίμασέ με! Αυτό θέλω να σου πω. Θα είμαι εδώ και θα με δοκιμάζεις κάθε μέρα».
«Μα δεν καταλαβαίνεις; Εσύ θα γυρίσεις σ’ ένα σπίτι δικό σου, ελεύθερος, ήρεμος και ασφαλής. Εγώ δεν ξέρω ποτέ τι με περιμένει κι αν θα μπορώ να κυκλοφορήσω την επόμενη μέρα. Και ζω την κάθε μου στιγμή με αγωνία για το τι θα μου συμβεί και σαν να παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση ένα μάτι πανίσχυρο. Τι λες, λοιπόν; Μοιάζουμε;»
«Πιστεύω, ταιριάζουμε, και είναι στο χέρι μας να δοκιμάσουμε».
«Όχι, ούτε να το συζητώ δεν πρέπει. Ούτε να φύγω μπορώ απ’ τη ζωή που κάνω, ούτε να είμαι παράλληλα μαζί σου».
Η όψη του Μάξιμου σκυθρώπιασε, καθώς κάποια ασαφή συναισθήματα, μπορεί ζήλειας ή και θυμού, σκοτείνιαζαν τις σκέψεις του και τον έσπρωχναν να πει λόγια που ήξερε ότι δεν έπρεπε να πει. Πώς μπορούσε μια νέα και ευαίσθητη γυναίκα σαν την Ευρυδίκη, έξυπνη και καλλιεργημένη, να δέχεται να συμβιώνει μ’ ένα βάναυσο κτήνος; Για ποιο λόγο να εξακολουθεί τη ζωή αυτή; Μήπως την έδενε με τον άντρα της κάποιο είδος έρωτα, διεστραμμένης αγάπης; Την κοίταξε προσεχτικά και είδε πάλι το καθαρό πρόσωπο αλλά και το φευγαλέα φοβισμένο βλέμμα ενός παιδιού που είχε και άλλοτε δει. Άλλωστε ήταν εδραιωμένη μέσα του η πεποίθηση πως η Ευρυδίκη ήταν ένα πλάσμα ξεχωριστό και γι’ αυτόν ιδιαίτερα ελκυστικό που δεν έμοιαζε στο ελάχιστο με τις άλλες γυναίκες γύρω του. Έβρισκε ακόμα ότι διατηρούσε μια εκπληκτική νεανικότητα, μιαν αφοπλιστική παιδικότητα, στην κίνηση, στο βλέμμα, στο λόγο. Σαν να αρνιόταν να μπει εξ ολοκλήρου στον κόσμο των μεγάλων, σαν κάτι, κάποιος να την εμπόδιζε να μεγαλώσει. Ποιος ή τι την κρατούσε πίσω; Ποιον, ή τι περίμενε;
«Γιατί μένεις, αγάπη μου;» ρώτησε τελικά, όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Δεν θέλεις να κερδίσεις τη ζωή σου;»
«Δε βλέπεις; Αυτό ακριβώς προσπαθώ να κάνω», είπε και χάθηκε στις σκέψεις της.
❀ ❀ ❀ ❀
Σελ. 469-474 (Ελισαίος, ο πατέρας της Ευρυδίκης)
Oι θυγατέρες δε λογίζονται, γεννιούνται για να φύγουν. Η Βασιλική και η Μαριάνθη, παντρεμένες σε διπλανά χωριά, σ’ άλλον κύρη ανήκαν, σε άλλη οικογένεια, αλλού είχαν χρέος να προσφέρουν, όσο για την τρίτη… ‘Χρωστάς κάτι σ’ αυτό το παιδί’, του είχε πει η γερόντισσα Αντιόπη κάποτε, κι αυτός την είχε αποπάρει θυμωμένος. ‘Δεν χρωστάω τίποτα και σε κανέναν! Έχω χέρια καθαρά και ήσυχη συνείδηση. Μ’ όλο το σεβασμό που σου ’χω, μη με κάνεις να θυμώσω!’
Μα η Αντιόπη δεν έπαιρνε από φοβέρες. Αυτό τον σεβασμό για τον οποίο μιλούσε ο Ελισαίος, δεν τον είχε κερδίσει από καθαρή εύνοια της τύχης. Ήταν γνωστή για το θάρρος της έκφρασης, όπως επίσης ήταν γνωστό ότι δεν μιλούσε για πράγματα που ο νους της δεν είχε μελετήσει με τον τρόπο του. Γι’ αυτό και συνέχισε σαν να μην τον είχε ακούσει. ‘Αν δεν μπορείς να ξεχρεώσεις μπροστά σε όλους, τουλάχιστον εξομολογήσου!’
Δεν του ξανάκανε κουβέντα, πέρασε κάμποσος καιρός και ύστερα ο θάνατος την άρπαξε στην αγκαλιά του. Όποτε έρχονταν τα λόγια της στη σκέψη του, τον ενοχλούσαν και τα έδιωχνε με βιάση, παρόμοια με το άλογο που το τσιμπούν και το ζαλίζουν οι αλογόμυγες και προσπαθεί να τις απομακρύνει με τα γρήγορα κι απανωτά χτυπήματα της ουράς του.
Η επιτυχία, η περηφάνια του άντρα, είναι οι γιοί του, η συνέχεια της γενιάς και του ονόματός του. Κι αυτός στην ουσία τίποτα απ’ αυτά δεν είχε, τίποτα δεν κατάφερε, δεν ήταν παρά μια αποτυχία. Δυο γιους έκανε, μα δυστυχώς, κανένας δεν του έμεινε.
Ο μικρότερος, ο Μάρκος, από παιδί ταξίδια ονειρευόταν, έφυγε για σπουδές στην Αμερική και ξέμεινε εκεί. Τους εγκατέλειψε, στο τέλος ξέχασε ότι είναι Έλληνας και έγινε Αμερικάνος, δεν πήρε καν ‘παπούτσι από τον τόπο του’, αλλά πήγε και παντρεύτηκε μια ξένη, που δεν ήξερε έστω ‘καλημέρα’ να πει στα ελληνικά. Ούτε γάμος ελληνικός και ορθόδοξος, ούτε τίποτα, πολιτικός, με μια υπογραφή, σα συμβόλαιο δηλαδή, χωρίς ευχή πατέρων, χωρίς τραγούδι και χορό, ούτε συνέχεια της γενιάς του ακόμα, αλλά κι αυτό να γινόταν στο μέλλον, πάλι δεν το λογάριαζε, σπόροι αμερικάνικοι σ’ αμερικάνικο χώμα.
Κι ο άλλος, ο μεγάλος, ο Αντρέας, άχρηστος! Ριγμένος στη φτηνή καλοπέραση, με το ποτό και τα στριφτά τσιγάρα όλη την ώρα, να τον κοιτάζει αυτόν το γιο τον χαϊδεμένο, που πάνω του είχε εναποθέσει ευλαβικά προσδοκίες, όνειρα, δικαίωση, και να βλέπει στη θέση του μόνο ένα κουρέλι, ένα σκουπίδι που το παίρνει ο αέρας, έναν τελείως ασήμαντο που καμιά διαφορά δεν κάνει με το πέρασμά του απ’ τη ζωή.
Σε τέτοιους λογισμούς λυπητερούς βυθιζόταν ολοένα ο Ελισαίος καιρό πριν αρρωστήσει, κι ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά, σαν να είχε πεθάνει πρόσωπο πολύ κοντινό και προσφιλέστατο.
Και μια μέρα, σούρουπο ήτανε, αφού έκλεισε την πόρτα της αποθήκης όπου φύλαγε γεωργικά και άλλα εργαλεία, στάθηκε για λίγο ακίνητος μπροστά απ’ την παράγκα, και κοίταξε με βλέμμα στοχαστικό τη γη του, απλωμένη μπροστά του, πρασινισμένη από το χαμηλό γρασίδι, κλεισμένη ολόγυρα και προστατευμένη από τους λόφους, την κοίταξε σαν να ’τανε να ταξιδέψει και δεν ήξερε σε ποιον ν’ αφήσει τη φροντίδα της. Αφουγκράστηκε τα μακρινά αλυχτίσματα κάποιων σκυλιών και τους προειδοποιητικούς ήχους εντόμων και ερπετών για τη νυχτιά που πλησίαζε, και συνειδητοποίησε τη μοναξιά του, μα αντί να σπεύσει, βράδυνε πολύ το βάδισμά του. Και τού φάνηκε στα ξαφνικά πως εκεί ακριβώς, σ’ αυτό το σημείο του τόπου και του χρόνου, τέλειωνε γι’ αυτόν η μέρα και η όποια προσμονή, ότι στο εξής δεν θα υπήρχε φως, μονάχα το σκοτάδι, η ζωή του είχε πετάξει μακριά. Δεν υπήρχε επιστροφή. Κανένα νόημα ζωής. Κανένας λόγος ύπαρξης.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και σταμάτησε απότομα να βγαίνει έξω. Καθόταν με τις ώρες πλάι στο τζάκι και από το διπλανό παράθυρο χάζευε την πέρα απ’ αυτόν ζωή. Κι ένα πρωινό δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Ούτε το επόμενο, ούτε το μεθεπόμενο.
Η Ευρυδίκη ήταν η μόνη που το ένιωσε, αμέσως μόλις τον αντίκρισε κατάκοιτο στο κρεβάτι. Διαισθάνθηκε το είδος της αρρώστιας του πατέρα της, πως ναι, μαχότανε το χάρο, μα όχι για να κερδίσει, αλλά να χάσει, πως ήτανε, δηλαδή, απόφασή του να πεθάνει.
Από την προηγούμενη μέρα ο Ελισαίος είχε αρχίσει να βλέπει οράματα. Συνομιλούσε με τις σκιές του άλλου κόσμου που του έγνεφαν και τον καλούσαν να περάσει στην απέναντι όχθη, του έδειχναν το δρόμο και τον περίμεναν με την ίδια νοσταλγία που ένιωθε κι αυτός, καθώς η ξαφνική εμφάνισή τους ανέσυρε στην επιφάνεια ξεχασμένα συναισθήματα πρωτόγνωρης αγάπης και συγκίνησης. Με βλέμμα απροσδόκητης τρυφεράδας κοίταξε και την Ευρυδίκη μόλις δρασκέλισε την πόρτα του δωματίου του και ήρθε να καθίσει στην καρέκλα πλάι του. Της χαμογέλασε αχνά, πήρε το χέρι της στη χούφτα του και το έσφιξε αδύναμα, κι ύστερα έκλεισε ξανά τα βλέφαρα, κρατώντας το χέρι της στη χούφτα του.
Τον παράστεκαν όλοι με τη σειρά. Μα πιο πολύ η Βασιλική, που αν και έβλεπε το τέλος, αρνιόταν να το δεχτεί σαν μια φυσιολογική εξέλιξη, αλλά το αντιμετώπιζε σαν μια αβάσταχτη συμφορά, κι εξακολουθούσε να ελπίζει σ’ ένα θαύμα. Κι όταν κάποια στιγμή ο Ελισαίος είδε ένα όραμα διαφορετικό κι άρχισε με μια απρόσμενη καθαρότητα να το περιγράφει - μια νέα γλυκιά γυναίκα μ’ ένα αγοράκι στην αγκαλιά της στεκόταν στα πόδια του κρεβατιού του και του χαμογελούσε - και ρωτούσε τη Βασιλική, «Ποια είναι;» εκείνη φώναξε αγχωμένη και εκνευρισμένη, «Ησύχασε πατέρα, δεν υπάρχει τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα!» ανατριχιάζοντας στη σκέψη πως ίσως, όπως είχε ακούσει από τις γηραιότερες, έβλεπε τη Μαρία με το βρέφος που τον καλούσε στους ουρανούς.
«Είμαι κουρασμένος, θέλω να ξεκουραστώ», μουρμούρισε τότε εκείνος σαν πεισμωμένος, σαν αποθαρρυμένος, και σταμάτησε να μιλάει για όσα εξακολουθούσε να βλέπει, όπως φανέρωναν οι μορφασμοί και οι εκφράσεις του προσώπου του, και ύστερα άρχισε να δίνει την ευχή του σε όποιον έμπαινε στο δωμάτιο. Αργότερα έπεσε σε ύπνο βαθύ κι αδιατάρακτο για ώρες. Ξύπνησε για λίγο σαν πήγε κοντά του ο Αντρέας και του μίλησε, και αμέσως μετά βυθίστηκε ξανά σε λήθαργο.
Περασμένα μεσάνυχτα, η φωνή του ακούστηκε καθαρή και βροντερή, με δύναμη ασυνήθιστη για ετοιμοθάνατο. «Ευρυδίκη!» Πετάχτηκαν όλοι όρθιοι, και η Βασιλική που λαγοκοιμόταν στην καρέκλα πλάι του και οι άλλοι που ξενυχτούσαν στο διπλανό δωμάτιο.
«Πήγαινε, κόρη μου», είπε η Χριστίνα στην Ευρυδίκη και την έσπρωξε μαλακά, κι εκείνη βημάτισε σαν υπνωτισμένη. Στην πόρτα συναντήθηκε με τη Βασιλική. «Σε θέλει, μόνη σου», είπε η αδερφή της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα.
Κάθισε δίπλα του. Ο Ελισαίος έβαλε πάλι το χέρι του στις χούφτες της, ήταν ήσυχος, δεν παραμιλούσε, κι είχε τα μάτια κλειστά.
Κοιτούσε τον πατέρα της παραξενεμένη. Πόσο ήρεμη ήταν η όψη του, τι μικρό χώρο έπιανε στο κρεβάτι, πόσο κοντός κι αδύνατος της φαινόταν! Μέχρι τότε, κι ας περνούσαν τα χρόνια, στο νου της πάντα ερχόταν ψηλός και δυνατός, μια σοβαρή μορφή με βροντερή φωνή και βλέμμα αυστηρό που καθήλωναν. Καθηλωμένη είχε μείνει κι εκείνη από φόβο και αγωνία όταν συνέβη εκείνο το γεγονός, την τελευταία άνοιξη μαζί του, λίγο προτού ακολουθήσει την Ευγενία και το Θεοδόση…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Αγγελική Μπούλιαρη είναι πτυχιούχος Ελληνικής και Αγγλικής Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωματούχος Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Βρετανικού Συμβουλίου. Σπούδασε, επίσης, Μετάφραση Παιδικής Λογοτεχνίας, Δημιουργική Γραφή, Ψυχολογία και την Ιταλική Γλώσσα. Εργάστηκε ως ιδ. υπάλληλος και ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ από το 2001 ασχολείται αποκλειστικά με το βιβλίο. Αγαπά τα βιβλία και τη μάθηση, τη μουσική, τα ταξίδια και τη φωτογραφία. Είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει τρεις κόρες και δύο εγγόνια.
Συγγραφικό Έργο:
• Πόσο λαμπερός ο ήλιος, πόσο κίτρινα τα τρόλεϊ, μυθιστόρημα, Πλατύπους, 2005.Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος του Καφενείου των Ιδεών
• Η αγάπη φυλαχτό, μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2006
• Ερωτικά πορτρέτα, μετάφραση από τα αγγλικά, λεύκωμα για τον έρωτα στην τέχνη, Κεστός 2007
• Αφετηρίες Μνήμης, συμμετοχή στη συλλεκτική έκδοση της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, 2008
• Εγώ αγαπώ, αυτή καπνίζει, μία νουβέλα και πέντε διηγήματα, Άνεμος Εκδοτική, Ιούλιος 2012
• Η νοσταλγία του παλιού πόνου, ποίηση, Άνεμος Εκδοτική, Μάρτιος 2015
Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της:
• www.the-yellow-buses.blogspot.com
• angelbouliari@gmail.com
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ «ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ»
Γράφει η Ελένη Κίτσου, στο Diavasame.gr 31-01-2018
{...... Η Αγγελική Μπούλιαρη στο μυθιστόρημά της «Δραπέτες του ονείρου» καταπιάνεται με δύσκολα θέματα. Βία, κακοποίηση –λεκτική, συναισθηματική, σωματική–, απόρριψη, μοναξιά. Φόβος. Σε μια κοινωνία οπισθοδρομική και πουριτανή, όπου ο πατέρας και αργότερα ο σύζυγος είναι οι αποκλειστικοί Αφέντες και η γυναίκα το πειθήνιο όργανο. Ξεκινώντας από το 1956 και τη γέννηση της κεντρικής ηρωίδας της, αφηγείται ολόκληρη τη ζωή αυτής, καταλήγοντας στο σήμερα σχεδόν και επιλέγοντας να κλείσει το βιβλίο με μια ευτυχισμένη τελεία. Στο σήμερα που τα μυαλά των ανθρώπων δεν έχουν αλλάξει εντελώς, αλλά οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί αισθητά. ....}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Γράφει η Μαρία Σπυροπούλου-Θεοδωρίδου, φιλόλογος και συγγραφέας:
{...... Η Αγγελική Μπούλιαρη στο μυθιστόρημά της «Δραπέτες του ονείρου» καταπιάνεται με δύσκολα θέματα. Βία, κακοποίηση –λεκτική, συναισθηματική, σωματική–, απόρριψη, μοναξιά. Φόβος. Σε μια κοινωνία οπισθοδρομική και πουριτανή, όπου ο πατέρας και αργότερα ο σύζυγος είναι οι αποκλειστικοί Αφέντες και η γυναίκα το πειθήνιο όργανο. Ξεκινώντας από το 1956 και τη γέννηση της κεντρικής ηρωίδας της, αφηγείται ολόκληρη τη ζωή αυτής, καταλήγοντας στο σήμερα σχεδόν και επιλέγοντας να κλείσει το βιβλίο με μια ευτυχισμένη τελεία. Στο σήμερα που τα μυαλά των ανθρώπων δεν έχουν αλλάξει εντελώς, αλλά οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί αισθητά. ....}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει η Μαρία Σπυροπούλου-Θεοδωρίδου, φιλόλογος και συγγραφέας:
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει ο Παντελής Απέργης, Κριτικός Λογοτεχνίας
{ ... Τα πρόσωπα, γεννήματα μιας σφριγηλής εμπειρίας και εμποτισμένα από ένα βουβό πόνο, γυροφέρνουν γύρω από τη μοίρα τους, έωλα, με μια αφροντισιά που «ιντριγκάρει» τον αναγνώστη να νιώσει και να σκεφθεί....}
Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης-Ανάσα ζωής/Fractal, 01-02-2017
{...«Δραπέτες του Ονείρου» με δικής μου έμπνευσης εναλλακτικό τίτλο «Ανάσα ζωής». Εξακόσιες δεκαπέντε σελίδες τις οποίες διάβασα σε δύο ημέρες, χωρίς να πάρω ανάσα. Θα μπορούσα να διαβάσω κι άλλες τόσες, χωρίς καν να σκεφτώ να βαρυγκωμήσω για ένα δευτερόλεπτο. Και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Το κείμενο ρέει, οι λέξεις σε βάζουν στο ταξίδι, η δίνη της ανάγνωσης σε παρασύρει και εσύ αφήνεσαι. Αυτό είναι το σημαντικό...}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης στο tovivlio.net:
{...Η πένα της Αγγελικής Μπούλιαρη φροντίζει να προκαλέσει στον αναγνώστη του μυθιστορήματός της ποικίλα συναισθήματα. Θα συγκινηθεί, θα προβληματιστεί, θα αναρωτηθεί για πράγματα που θεωρεί αυτονόητα, θα απογοητευτεί από τις καταστάσεις που περιγράφονται, ας μην ξεχνάμε πως υπήρξαν (μήπως άραγε υπάρχουν ακόμα;) εποχές που τέτοιες ιστορίες αποτελούσαν αληθινά βιώματα, μα και θα μαγευτεί συνάμα από την εξαιρετική γλώσσα της συγγραφέως κι από τις καλογραμμένες περιγραφές που θα συναντήσει μέσα στο βιβλίο. Οι δραπέτες του ονείρου είναι μια προσεγμένη έκδοση από τον ΩΚΕΑΝΟ, μια ιστορία που είναι έντονα ψυχογραφική και που μέσα από το μαύρο φόντο της μπορεί κανείς να διακρίνει τον άνθρωπο που δε σταματά να παλεύει, που δε χάνει την ελπίδα του, που καταφέρνει να αφήσει πίσω του όλες τις αντιξοότητες παρά τους αντίθετους οιωνούς που πλανώνται στην ατμόσφαιρα γύρω του. Είναι ένα πάρα πολύ καλό μυθιστόρημα που αξίζει να μελετήσει κανείς....}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει η Βασιλική Διαμάντη στο blog της, Βιβλιομανία - Βιβλιολατρεία
{...Από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Τι να πω για αυτή την ηρωίδα; Δεν πιστεύω πως εγώ θα άντεχα όλα αυτά που βίωσε η Ευρυδίκη. Όμως σίγουρα μπόρεσα να την καταλάβω και δω τους φόβους της, να τους κατανοήσω και να την δικαιώσω σε αρκετά σημεία. Όταν ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς στοργή και αγάπη δεν ξέρει πως να την αναζητήσει και να την απαιτήσει, αλλά ούτε να σκεφτεί πως τη δικαιούται και της οφείλεται. Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκιαγραφήσεις γυναικείων χαρακτήρων. Τα κοινωνικά θέματα που προκύπτουν πολλά και ποικίλα. Το κλειστό κοινωνικό περιβάλλον της επαρχίας, η ενδοοικογενειακή βία σε όλες τις μορφές της, η απόρριψη, η ζήλια, η απιστία και το θύμα που γίνεται θύτης του ίδιου της του εαυτού... Σκληρό, ανελέητο με τα όριά της αρκετές φορές, συγκινητικό, αθεράπευτα ρομαντικό, συναισθηματικό, συγκλονιστικό... ένα βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία αληθινή ιστορία! Εμένα με μάγεψε, με συνεπήρε και με έκανε δικό της. Η γραφή λιτή, χωρίς φανφάρες και σάλτσες προσπαθεί να σε συγκινήσει και το καταφέρνει με εξαιρετικό τρόπο! Διαβάστε το και δεν θα χάσετε... ίσως απλώς να χαθείτε στη δίνη της ανάγνωσης και αυτό είναι ίσως το καλύτερο ταξίδι που χρειάζεται κάθε απαιτητικός αναγνώστης!...}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει η Λία Μίλτου στην Ομάδα Φίλοι της Λογοτεχνίας
Είναι η πρώτη φορά που κράτησα στα χέρια μου βιβλίο της Αγγελικής Μπούλιαρη.Δεν διστάζω να ομολογήσω ότι το άνοιξα με κάποια αμηχανία για το τί πρόκειται να αντιμετωπίσω .Από τις πρώτες όμως σελίδες αισθάνθηκα μια διαφορετική αύρα να με τυλίγει : ¨Ναί ,αυτό είναι λογοτεχνία !¨σιγομουρμούρισα αβίαστα με τον αυθορμητισμό που με χαρακτηρίζει .Γιατί πολλές φορές έπεσαν στα χέρια μου κείμενα βαρετά και ανούσια που γράφτηκαν μόνο για να γραφτούν. Να κυκλοφορούν στις παραλίες κάτω από μια ομπρέλλα και μισολαδωμένες σελίδες από το αντηλιακό !
Σε τούτο το βιβλίο μου άρεσε ο τρόπος έκφρασης της συγγραφέως ,με άγγιξε η πένα της που ξετύλιγε αριστοτεχνικά την πλοκή του μυθιστορήματος .Και πάνω απ΄όλα με συγκίνησε το ψυχογράφημα της Ευρυδίκης,αυτής της ύπαρξης που πολεμούσε να βρεί στήριγμα σε οικογένειες που ήταν στην ουσία ξένες γι αυτήν. Βίωνα με γλυκόπικρη γεύση την πορεία της από την εφηβεία στην ενηλικίωση ,το γάμο που της επέλεξαν οι άλλοι , την οικογένεια που ανέστησε ,τη ζωή της γενικά που δεν ανήκε σ΄αυτήν αλλά στον αντρα "αφέντη"!
Τα συνεχή φλάς-μπάκ σαν σε κινηματογραφική ταινία απο τις φάσεις της ζωής της με γοήτευσαν και αισθάνθηκα πολλές φορές αυτή την Ευρυδίκη να γίνεται δικό μου παιδί και αγωνιζόμουν μαζί της να της αλλάξω αυτή τη μίζερη ζωή που βίωνε κοντά σε έναν άντρα δυνάστη .
Αδυνατώ να περιγράψω όλα τα συναισθήματα που με κυρίευσαν διαβάζοντας αυτό το ρεαλιστικό μυθιστόρημα : Πόνος,θυμός,οργή,αγανάκτηση αλλά και αγάπη,έλεος,ελπίδα και προσδοκία....!
Δεν θα συνεχίσω , αφήνω στους αναγνώστες τη συνέχεια,για να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα .
Θερμά συγχαρητήρια στην συγγραφέα και ειλικρινή εκτίμηση από μένα στην πένα της που υπόσχεται καλύτερες μέρες ,βάζοντας και το δικό της "λιθαράκι"στο οικοδόμημα της Ελληνικής Πεζογραφίας !!
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει ο Αποστόλης Καλαντζής, εκπαιδευτικός, στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ
{....Η συγγραφέας, μια εξαιρετική δημιουργός, από το 2005 ασχολείται με τη λογοτεχνία. Στο τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά της, μας δίνει ένα κείμενο με ζωντανό λόγο, με γλώσσα στρωτή, κατανοητή, ρέουσα και προπαντός με σωστά ελληνικά, απόρροια των σπουδών της - είναι πτυχιούχος της Ελληνικής και Αγγλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών - και προπαντός της ενασχόλησής της σαν εκπαιδευτικός σε Γυμνάσιο και Λύκειο.
Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί από όλους μας. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα...}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει η Λία Παπαϊωάννου, δημοσιογράφος
{..Οι Δραπέτες του Ονείρου μπορεί σε πρώτο επίπεδο να μιλούν για μια γυναίκα, αλλά βαθύτερα μιλούν για την ιστορία του καθένα μας. Κανείς μας δεν γεννήθηκε με τη ζωή του στα χέρια του, είτε στη δεκαετία του 50, είτε σήμερα. Όλων μας οι ζωές βρίσκονται αρχικά σε χέρια άλλων, και άλλοι παίρνουν τις πρώτες κρίσιμες αποφάσεις για λογαριασμό μας. Όπως και της Ευρυδίκης, όμως, έτσι και η δική μας πορεία αυτοπραγμάτωσης μας περιμένει να την διανύσουμε αργά ή γρήγορα στη ζωή μας, με περισσότερα ή με λιγότερα εμπόδια ο καθένας. Μας περιμένει να πάρουμε στους ώμους μας την ευθύνη του εαυτού μας, να αποτινάξουμε τους φόβους του, να αγκαλιάσουμε το μικρό παιδί μέσα μας και να του επιτρέψουμε να κυνηγήσει τον θησαυρό του, που δεν είναι άλλος από την ευτυχία του. Γιατί όπως μας θυμίζει και η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Αλμπέρ Καμύ: «Μα τι άλλο είναι η ευτυχία, παρά η απλή αρμονία, ανάμεσα στον άνθρωπο και στον τρόπο που ζει τη ζωή του;»..}
Διαβάστε περισσότερα εδώ
❀ ❀ ❀ ❀
Γράφει η Δήμητρα Κωλέτη στις ΒιβλιοΑναφορές της
https://biblioanafores.blogspot.gr/2016/08/blog-post_10.html?m=0#more
https://biblioanafores.blogspot.gr/2016/08/blog-post_10.html?m=0#more
http://filoithslogotexnias.blogspot.gr/2016/12/blog-post.html
{
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου