Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Άλφρεντ Τέννυσον ( 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892 )


Αυτοσεβασμός, αυτογνωσία, αυτοκυριαρχία. Αυτά τα τρία μόνα τους οδηγούν τον άνθρωπο στην παντοδυναμία.

Ο Άλφρεντ Τέννυσον, 1ος βαρώνος Τέννυσον (Alfred Tennyson, 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892) ήταν Άγγλος ποιητής. Παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους ποιητές της Αγγλίας και υπήρξε «εστεμμένος ποιητής» του Ηνωμένου Βασιλείου κατά το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας της Βικτωρίας.
Γιος ιερέα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ χωρίς να πάρει πτυχίο και πέρασε δύσκολες μέρες, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες και δυσμενείς κριτικές των ποιημάτων του. Όλα αυτά μέχρι το 1850, οπότε, εκτός του ότι παντρεύτηκε τη γυναίκα που αγαπούσε, δημοσίευσε το ποίημα In Memoriam A.H.H., ελεγείες για τον θάνατο του Άρθουρ Χάλλαμ, συμφοιτητή του στο Κέιμπριτζ και αρραβωνιαστικού της αδελφής του. Η επιτυχία ήταν μεγάλη σε κοινό και κριτικούς και η Βικτωρία του απένειμε τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» (poet laureate).
Περίφημα είναι πολλά από τα σύντομα ποιήματά του, εμπνευσμένα είτε από την ελληνική αρχαιότητα (Ο Οδυσσέας πρωτίστως και ο Τιθωνός), είτε από σύγχρονά του γεγονότα, όπως Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας αναφερόμενη σε καταστροφική επιχείρηση στη μάχη της Μπαλακλάβας κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο.
Μετά από δύο αρνήσεις δέχτηκε τελικά τον τίτλο ευγενείας που του προσφέρθηκε και το 1884 έγινε βαρώνος και μέλος της βουλής των Λόρδων. Ήταν ο πρώτος λογοτέχνης που τιμήθηκε με τίτλο ευγένειας για τα γραπτά του.
Παρά την υποχώρηση της δημοτικότητάς του κατά τον 20ό αιώνα, η «επανανακάλυψη» του Οδυσσέα και η επανεκτίμηση του έργου του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αξία του παραμένει διαχρονική



J.W. Waterhouse, Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ 
στη βάρκα. 1888. Tate Gallery. London.

Η Δεσποσύνη του Σαλότ - "The Lady of Shalott"

Μέρος Ι

Στου ποταμού κάθε πλευρά
απλώνονται αγροί με σιτηρά,
που ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα
κι ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά
για το πολύπυργο το Καμελότ
κι ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά,
τα κρίνα που ανθίζουνε κοιτά
γύρω από μια νήσο, κάτω εκειδά,
τη νήσο του Σαλότ.

Ιτιές λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν,
αύρες ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν
μέσ’ από τον αέναο τον ρουν
του ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν
πλάι στο νησί κατά το Καμελότ.
Τέσσερις τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί,
δεσπόζουν σε μια περιοχή λουλουδιαστή,
και το πνιγμένο στη σιωπή νησί
έχει αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Στην ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές,
σέρνουν τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές
άλογα αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές
με τις φτερούγες τις μεταξωτές
ξαφρίζουν το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ:
Μα ποιός την είδε χέρι να κινεί;
Ή στο παράθυρο στητή;
Ή μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή,
η Δεσποσύνη του Σαλότ;

Μονάχα κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί
μες στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή,
ακούν ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί
από του ποταμού τη φιδωτή ροή
κατά το πυργωμένο Καμελότ:
Και με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια
να υψώνει θυμωνιές σε αιθέρια υψίπεδα,
ακούει ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά:
«Είν’ η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.»

Μέρος ΙΙ

Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό
με χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό.
Μια μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό,
κατάρα, λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ
να βλέπει από ψηλά το Καμελότ.
Ποιά να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει,
κι έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει.
Άλλο δεν έχει να φροντίζει
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κι απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά
κρέμεται όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά
του κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα.
Βλέπει εκεί μπροστά τη δημοσιά
που φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ:
Εκεί, του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται.
Εκεί οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται,
κι εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται,
όπως περνούν μπροστά από το Σαλότ.

Καμιά φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά,
ένας ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά,
καμιά φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά,
ή μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά,
τραβούν κατά το πυργωμένο Καμελότ.
Και μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό
οι ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο:
Δεν έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μ’ ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη
τα καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει,
γιατί συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει
μια νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη
και να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ.
Ή πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά,
κι ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά –
είπε «δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μέρος ΙΙΙ

Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα,
ήρθε καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια,
ο ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα,
ήρθε και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα
του θαρραλέου Σερ Λανσελότ,
ιππότη με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού
για πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του,
που άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

Αστράψανε τα στολισμένα χαλινάρια,
όπως εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια
που βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία.
Σήμαναν στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Κι απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα
κρεμόταν ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα.
Κάλπαζε κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα,
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

Η μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη,
η σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη,
η περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη
σαν φλόγα στα ουράνια υψωμένη,
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Όπως συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός
κάτω από δέσμη αστεριών λαμπρός
μετεωρίτης με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως,
κινείται πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ.

Το πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε –
πάνω σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε,
κάτ’ απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε:
οι κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε,
όπως κάλπαζε κατά το Καμελότ.
Από την όχθη κι απ’ τον ποταμό
αντανακλούσε μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο,
«Τραλά λαρά», πλάι στον ποταμό
τραγούδαγ’ ο Σερ Λάνσελοτ.

Παράτησε το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό,
έκανε τρία βήματα μες στο δωμάτιο,
είδε το που άνθιζε το νούφαρο,
είδε την περικεφαλαία με το φτερό,
κοίταξε κάτωθι το Καμελότ.
Το δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα –
ράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα –
βγάζει κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μέρος ΙV

Του λεβάντε η μάνητα που σύριζε,
τα χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε.
Το φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε,
μολύβι ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε
πάνω στο πυργωμένο Καμελότ.
Κατέβηκε, βρήκε μια βάρκα λικνιστή,
κάτω από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί,
και στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή:
Η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση
σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση,
που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση –
παγερή, ανέκφραστη
κοίταξε το Κάμελοτ.
Και στης μέρας το τελείωμα
έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα.
Την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κείτονταν, ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της
που ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της.
Πέφταν’ απαλά τα φύλλα πάνωθέ της.
Καταμεσής της τύρβης της νυχτιάτικης
έπλεε προς το Καμελότ.
Κι όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς
ανάμεσα από λόφους με ιτιές κι αγρούς,
το τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μια θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά,
τη μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά,
ωσότου πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά,
σκοτείνιασαν τα μάτια της τελειωτικά,
στραμμένα προς το Καμελότ.
Γιατί προτού τη φέρει η φουσκονεριά
σιμά στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά,
με το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κάτω απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι,
ξυστά στον τοίχο που κήπους ζώνει,
μορφή που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά,
με του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά,
σιωπηλά κατά το Καμελότ.
Ήρθαν στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της,
ο απλός χωριάτης κι ο ιππότης,
και στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Ποιά είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ;
Κι ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο
χαλάει το γλέντι το βασιλικό –
και φοβισμένοι κάνουν το σταυρό,
οι ιππότες όλοι τους στο Καμελότ:
Μ’ ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ,
και λέει, «ωραία θωριά –
ελεήμων ο Θεός της χάρισε ομορφιά,
της Δεσποσύνης του Σαλότ».

Πηγή: Alfred Tennyson (2003:37-49) 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα – σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου

Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ ( The Lady of Shallot) είναι μία μπαλάντα της Βικτωριανής αγγλικής εποχής που συνέθεσε ο Άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τέννυσον (1809-1892). Η ιστορία του ποιήματος, όπως και άλλα ποιήματα του Τέννυσον (π.χ. "ο Σερ Λάνσελοτ και η Βασίλισσα Γκουινέβερ", "Γκάλαχαντ" κ. ά.), βασίζεται στους αγγλικούς μεσαιωνικούς μύθους για το βασιλιά Αρθούρο που ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στους Άγγλους ρομαντικούς καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. 
Ο Τέννυσον έγραψε δύο παραλλαγές της μπαλάντας Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ ( The Lady of Shallot), το 1833 και το 1842 
(βλ. τις δύο παραλλαγές στο rochester.edu).

Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ βασίζεται κυρίως στο μύθο του ανεκπλήρωτου έρωτα της Ελέιν (Elaine), αρχόντισσας του Astolat, με τον ιππότη Λάνσελοτ. Φαίνεται ότι ο Τέννυσον εμπνεύστηκε από την ιστορία της Elaine of Astolat του κύκλου των μύθων του Αρθούρου για να γράψει τη μπαλάντα του Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ. 
Ο Τέννυσον έγραψε και το αφηγηματικό ποίημα με τον τίτλο Λάνσελοτ και Ελέιν, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή τα "Ειδύλλια του Βασιλιά". Η ιστορία του ποιήματος έχει πολλά κοινά σημεία με την ιστορία της μπαλάντας του Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ 
(για το κείμενο του ποιήματος Λάνσελοτ και Ελέιν, βλ. rochester.edu).

Διαβάστε περισσότερα :http://tetradia.blogspot.com/



Οδυσσέας

Ανάξιο είναι στην ήρεμη γωνιά μου,
σαν οκνός βασιλιάς στ’ άγονα βράχια,
στο πλάι γριάς συμβίας,
να μοιράζω άνισους νόμους σε τραχιούς
ανθρώπους που τρώνε, θησαυρίζουν
και κοιμούνται και δε με νιώθουν.
Δεν μπορώ να πάψω να ξεκινάω
για νέα ταξέιδια πάντα.
Θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Έχω χαρεί πολύ, πολλά υποφέρει μονάχος μου
ή μ’ αυτούς που μ΄αγαπούσαν,
έξω σ’ ακρογιαλιές ή όταν μπουρίνια
ξεσπούσανε κι οι Δωδωναίες οι Νύμφες
τη σκοτεινή τη θάλασσα ταράζαν.
Στης φήμης τα φτερά ζει τ’ όνομά μου,
κ’ η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα διψάει, κι ας γνώρισα κι ας είδα
σ’ άλλες χώρες πως ζουν πως κυβερνούνε.
Κ’ εγώ μικρός δεν είμαι, αφού με αγάπη
με τίμησαν παντού κι έχω γνωρίσει την ηδονή
της μάχης πολεμώντας στης Τροίας
της ανεμόδαρτης τους κάμπους τους βουερούς
μαζί με τους συντρόφους. Απ’ όσα γνώρισα
ειμ’ εγώ ένα μέρος μα ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω
λες και μοιάζει με θόλο αψιδωτό που ανάμεσό του
φαντάζει κόσμος άγνωστος και πάντα τα σύνορά του,
όσο σιμώνω, σβήνουν. Δεν αξίζει κανείς
να σταματάει, να μη λάμπει σε δράση
να σκουριάζει γιατί δε φτάνει μόνο ν’ ανασαίνεις.
Τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα, και τώρα ζωή
λίγη μου απομένει μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ’ την παντοτεινή σιωπή ν’ αδράξεις,
πολλά πράματα νέα θα δεις, θα μάθεις.
Θα ‘μουν δειλός αν ήθελα, για λίγο καιρό
ακόμα που θα χαρώ τον ήλιο, στον κόσμο
εδώ να ζω με φρονιμάδα, αφού κεντρίζει
την ψυχή μου ο πόθος να κυνηγώ τη Γνώση
πέρα από τα όρια της ανθρώπινης σκέψης,
σαν αστέρι. Στο γιό μου τώρα τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
το νησί και το σκήπτρο μου χαρίζω.
Έναν τραχύ με φρόνηση θα πραϋνει λαό,
με γλυκό τρόπο θα του δείχνει εκείνο που ωφελεί
και που συμφέρει. Είναι άψογος, πιστός στο κοινό χρέος,
και στα σπλάχνα θερμήν αγάπη κρύβει, λατρεύει
τους θεούς μας τους εφέστιους. Εγώ σα φύγω μένει αυτός.
Κ’ οι δυό μας κάνουμε το έργο που ο καθείς μας θέλει.
Εκεί είναι το λιμάνι. Το καράβι με πανιά σηκωμένα περιμένει,
το πέλαο το πλατύ πέρα μαυρίζει. Ναύτες που αγωνιστήκατε
μαζί μου μ’ αντρεία ψυχή στις έγνοιες και στο μόχτο,
που με καρδιά καλή και αταραξία δεχτήκατε με χαμογέλο
πάντα το λαμπερό ουρανό ή τους κεραυνούς του, είμαστε γέροι,
αλλά τα συνοδεύουν πάντα τα γηρατειά η τιμή, το χρέος.
Όλα τα σβήνει ο θάνατος. Μα τώρα, πριν έρθει, εμείς
να κάνουμε μπορούμε έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων
που ακόμα και στους θεούς αντισταθήκαν. Στους βράχους έξω
ανάψανε τα φώτα, τέλειωσε η μέρα, το φεγγάρι βγαίνει,
μυριόφωνο ολοτρόγυρα μουγκρίζει το πέλαγος. Ελάτε, ναύτες,
τώρα, δεν είναι αργά για όσους ζητούν καινούριους κόσμους.
Μπρος, φίλοι, σπρώξτε το καράβι στ’ ανοιχτά και καθίστε
στην αράδα, τη θάλασσα αυλακώνετε, χτυπάτε τα κουπιά
ρυθμικά στο βουερό το κύμα´ τι τώρα θέλω πριν με πάρει ο χάρος,
μακριά πολύ να πάω να πελαγίσω πέρα απ’ τη δύση που βυθίζουν
τ’ άστρα. Κι αν τα ρέματα δε μας ξεστρατίσουν,
στα νησιά των Μακάρων ίσως βρούμε το λεοντόκαρδο
σύντροφο Αχιλλέα. Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα πολλά
μένουν ακόμα για να γίνουν.
Κι αν δυνατοί δεν είμαστε όπως πρώτα στα παλιά χρόνια,
που είχαμε στο χέρι γη κι ουρανό, είμαστε κατι ακόμα,
γιατί οι καρδιές μας είναι εξίσου αντρείες.
Κι αν ο καιρός κ’ η Μοίρα τις κουράσαν,
όμως τη θέλησή τους δεν στομώνουν για αγώνες νέους,
για νέες αναζητήσεις, και δύναμη καμιά δεν τις δαμάζει.
[Μετάφραση : Δημητρίου Σταύρου]
http://www.bibliotheque.gr/

Οι φωτογραφίες είναι από:https://gr.pinterest.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου