Ο Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ (αγγλικά: Alfred Joseph Hitchcock, 13 Αυγούστου 1899 - 29 Απριλίου 1980 ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και παραγωγός. Συχνά αναφέρεται και ως «Άρχοντας του Σασπένς», καθώς ήταν πρωτοπόρος σε διάφορες τεχνικές, σχετικά με τα θρίλερ περιπέτειας και τα ψυχολογικά θρίλερ. Κατόπιν επιτυχημένης καριέρας στον Βρετανικό Κινηματογράφο, σε βουβές και μη ταινίες, όπου είχε τη φήμη του καλύτερου σκηνοθέτη, το 1939, δοκίμασε να γυρίσει ταινίες στο Χόλυγουντ. Ακολούθως, το 1955, έγινε Αμερικανός πολίτης.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες. Φοίτησε αρχικά σε μία τεχνική σχολή, την School of Engineering and Navigation διδασκόμενος μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του εργάσθηκε σε μία τηλεγραφική εταιρεία, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Χίτσκοκ έπιασε σε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Επρόκειτο για παράρτημα στην Αγγλική πρωτεύουσα της αμερικανικής Famous Players-Lasky της Paramount Pictures Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ σττη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden κι αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτη.
Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του '30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια.
Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου.
Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1945 (Στον ίσκιο του θανάτου/Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλός Μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.
Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Οι πιο διάσημες ηθοποιοί που σκηνοθέτησε ήταν η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Ντόρις Ντέι, η Εύα Μαρί Σεντ, η Βέρα Μάιλς και η Τίπι Χέντρεν. Στις περισσότερες ταινίες του πάντως έχουν συμμετάσχει και οι διασημότεροι άρρενες ηθοποιοί της εποχής: Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε, Τζέιμς Στιούαρτ, Κάρι Γκραντ, Κλοντ Ρέινς, Γκρέγκορι Πεκ, Χένρι Φόντα, Σον Κόνερι, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Πολ Νιούμαν.
Όταν ο Χίτσκοκ δεν πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου Οι Διαβολογυναίκες, που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ανρί-Ζωρζ Κλουζό το 1955, ζήτησε από τους συγγραφείς, τον Πιερ Μπουαλό και τον Τομά Ναρσεζεράκ, να του γράψουν ένα διήγημα αποκλειστικά για αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο From Among the Dead, το οποίο γυρίστηκε με τον τίτλο Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου).
Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν Το Χέρι που Σκοτώνει (Shadow of a Doubt) και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος.
Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας.
Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Ο Βρόχος (Rope) το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ.
ΤΑΙΝΙΕΣ
Ψυχώ - Psycho
Ψυχώ (πρωτότυπος αγγλικός τίτλος: Psycho) είναι ο τίτλος κλασικής ταινίας τρόμου/μυστηρίου σκηνοθετημένη από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε σενάριο του Τζόσεφ Στέφανο. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μπλοχ, η υπόθεση της ταινίας εξελίσσεται γύρω από τους φόνους που διαπράττονται σε ένα απομονωμένο μοτέλ από έναν ψυχωτικό δολοφόνο. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία μόλις κυκλοφόρησε, και θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις κορυφαίες στο είδος της. Έχουν γυριστεί πολλές συνέχειες, καθώς και ένα ριμέικ. Το 1992 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου και το 1998 έλαβε την 18η θέση ως μιά από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Υπόθεση
Φοίνιξ, Αριζόνα. Δύο εραστές, η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι) και ο Σαμ Λούμις (Τζον Γκάβιν) βρίσκονται σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης και συζητούν για τα προβλήματά τους. Τα οικονομικά του Σαμ δεν τους επιτρέπουν να παντρευτούν. Δυστυχισμένη και απεγνωσμένη να βελτιώσει την κατάσταση, η Μάριον κλέβει 40.000 δολάρια μετρητά από το γραφείο στο οποίο εργάζεται. Στην συνέχεια, μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει από την πόλη. Επισκέπτεται για τελευταία φορά το κατάστημα στο οποίο εργάζεται ο Σαμ (Καλιφόρνια), αλλά η συμπεριφορά της κινεί υποψίες στους υπόλοιπους.
Η Μάριον οδηγεί όλη τη νύχτα στην βροχή, και, εξαντλημένη, παρκάρει σε μια γωνιά του δρόμου και αποκοιμιέται μέσα στο αυτοκίνητο. Το επόμενο πρωί, συνεχίζει τον δρόμο της, αλλά ένα περιπολικό την ακολουθεί. Εκείνη θα αλλάξει αυτοκίνητο και στο τέλος οι αστυνομικοί θα την χάσουν. Το βράδυ εντοπίζει ένα μικρό μοτέλ που μοιάζει απομονωμένο, και αποφασίζει να σταματήσει εκεί.
Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ, ο Νόρμαν Μπέητς (Άντονι Πέρκινς) είναι ένας φαινομενικά συμπαθητικός και εξυπηρετικός νέος, που ζει μοναχικά στο απέναντι σπίτι μαζί με την άρρωστη μητέρα του. Η Μάριον δέχεται να δειπνήσει μαζί του, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του (την ακούει να τον μαλώνει στο σπίτι τους) και, αργότερα, αποκαμωμένη, πηγαίνει στο δωμάτιό της για να κάνει ντους, χωρίς όμως να ξέρει ότι ο Νόρμαν την παρακολουθεί από μια τρύπα στον τοίχο.
Καθώς εκείνη βρίσκεται στο ντους, μία σκοτεινή και θολή γυναικεία φιγούρα την πλησιάζει αργά. Προτού εκείνη προλάβει να αντιδράσει, η φιγούρα τραβά την κουρτίνα του μπάνιου και την μαχαιρώνει.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Νόρμαν μπαίνει στο μπάνιο και έντρομος αντικρίζει το πτώμα της νεαρής γυναίκας. Για να προστατεύσει την μητέρα του, εξαφανίζει κάθε πιθανό στοιχείο βυθίζοντας το αυτοκίνητο, το πτώμα και όλα τα υπάρχοντα της Μάριον (μαζί με τα λεφτά) σε έναν βάλτο κοντά στο μοτέλ.
Η εξαφάνιση της Μάριον, μαζί με τα λεφτά, είναι η αφορμή για να διεξαχθεί μία εντατική έρευνα. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Μίλτον Άρμπογκαστ (Μάρτιν Μπάλσαμ) προσλαμβάνεται για να την βρει. Ανακαλύπτει ότι η Μάριον είχε περάσει από το μοτέλ του Μπέητς αλλά προτού προλάβει να ενημερώσει την αδερφή της Μάριον, την Λάϊλα, ή τον Σαμ, βρίσκει και αυτός ακαριαίο θάνατο από την ίδια μυστηριώδη γυναικεία φιγούρα.
Όταν πλέον έχουν περάσει αρκετές ώρες χωρίς κανένα τηλεφώνημα από τον Άρμπογκαστ, οι δυο τους (Λάϊλα και Σαμ) αρχίζουν να ανησυχούν. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον μοναχικό ιδιοκτήτη του μοτέλ και αποφασίζουν να πάνε να δουν. Επισκέπτονται τον Νόρμαν σαν ανδρόγυνο και στην συνέχεια, ερευνούν εξονυχιστικά το δωμάτιο που έμενε η Μάριον, και η Λάϊλα βρίσκει ένα κομματάκι χαρτί με τον αριθμό 40,000 πάνω. Υποθέτοντας ότι η μητέρα του Νόρμαν θα γνωρίζει τι συνέβη,πηγαίνει κρυφά στο σπίτι, ενώ ο Σαμ τον απασχολεί. Οι ερωτήσεις του κάνουν τον Νόρμαν νευρικό, και τον οδηγούν στην βία. Σύντομα ο Σαμ πέφτει αναίσθητος κάτω, και ο Νόρμαν τρέχει στο σπίτι του.
Εν τω μεταξύ, η Λάϊλα ψάχνει στο κελάρι και ανακαλύπτει έντρομη πως η μητέρα του Νόρμαν δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σαπισμένο πτώμα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ο Νόρμαν έρχεται καταπάνω της, ντυμένος με ρούχα ίδια με της μητέρας του, και με περούκα. Καθώς είναι έτοιμος να την σκοτώσει με το μεγάλο κουζινομάχαιρο που κρατά, ο Σαμ, ο οποίος έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, τον αρπάζει και τον συγκρατεί, σώζοντας την.
Στο τέλος της ταινίας, ένας ψυχίατρος εξηγεί σ' αυτούς και στις αρχές πως η μητέρα είναι ζωντανή, τουλάχιστον στην ψυχή του Νόρμαν. Στην πραγματικότητα, όταν ο Νόρμαν την δολοφόνησε, πριν δέκα χρόνια, προσπάθησε να διαγράψει από την μνήμη του το έγκλημα, φέρνοντάς την πίσω στην ζωή. Το να διατηρεί το πτώμα της δεν ήταν αρκετό γι αυτόν, έτσι και ένα μέρος του εαυτού του υιοθέτησε την προσωπικότητά της. Μιλούσε σαν εκείνη, σκεφτόταν σαν εκείνη, και ακόμα ντυνόταν με τα ρούχα της, στην προσπάθειά του να σβήσει τις ενοχές του. Και επειδή ο Νόρμαν και η μάνα του, ενόσω εκείνη ζούσε, έτρεφαν παθολογική ζήλια ο ένας για τον άλλον, η δεύτερη προσωπικότητα στο μυαλό του, ήταν εκείνη που δολοφονούσε τις γυναίκες που πιθανώς του άρεσαν, όπως η Μάριον. Ακόμη, ο ψυχίατρος τους εξήγησε ότι όταν δύο προσωπικότητες διεκδικούν το ίδιο μυαλό, γίνεται πάλη, και μόνο μία από αυτές θα επικρατήσει.
Τα τελευταία πλάνα δείχνουν τον Νόρμαν στο κελλί του, με το μυαλό του πλέον ολότελα δοσμένο στην προσωπικότητα της μητέρας του. Χαμογελά όσο σκέφτεται πως στο τέλος οι αρχές θα καταλάβουν ότι ο Νόρμαν ήταν ο δολοφόνος, και όχι "εκείνη". Χαρακτηριστική η μοχθηρή σκέψη του: Θα δουν πως ούτε αυτή την μικρή μύγα δε μπορώ να πειράξω...
Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά - The Man Who Knew Too Much
Η ταινία Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά (αγγλ. The Man Who Knew Too Much) είναι θρίλερ παραγωγής 1956, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Ντόρις Ντέι. Η ταινία αποτελεί επανεκτέλεση της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά (The Man Who Knew Too Much) σκηνοθετημένης επίσης από το Χίτσκοκ. Στο βιβλίο του Φρανσουά Τρυφώ του 1967, με τίτλο Hitchcock/Truffaut, το οποίο βασίζεται στη συζήτηση των δυο σκηνοθετών πάνω στο έργο του Χίτσκοκ, ο Τρυφώ τόνισε ότι η επανεκτέλεση είναι σε πολλά σημεία ανώτερη του πρωτότυπου. Ο Χίτσκοκ του απάντησε: «Ας πούμε ότι η πρώτη εκτέλεση είναι το αποτελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη κι ότι η επανεκτέλεση είναι το έργο ενός επαγγελματία».
Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) που ερμηνεύει η Ντέι στην ταινία. Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών του 1956
Υπόθεση
Κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού συνεδρίου στο Παρίσι, ο γιατρός Μπεν ΜακΚέννα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγός του Τζο (Ντόρις Ντέι), πρώην τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου κι ο έφηβος γιος τους Χανκ, αποφασίζουν να επισκεφθούν το Μαρακές στο Μαρόκο. Όταν φτάνουν στο Μαρόκο ο Μπεν προσεγγίζεται από έναν Γάλλο, τον Λουί Μπερνάρ (Ντανιέλ Ζελέν), τον οποίο είχε συναντήσει στο λεωφορείο το οποίο τους μετέφερε στο Μαρακές κι ο οποίος τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε Άραβα. Ο Μπερνάρ προλαβαίνει να ψιθυρίσει στο αυτί του Μπεν ότι κάποιοι σχεδιάζουν απόπειρα δολοφονίας ενός πολιτικού προσώπου στο Λονδίνου, την ώρα που ένας άγνωστος του καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη. Μετά τη δολοφονία του Μπερνάρ, ο Μπεν διστάζει να ειδοποιήσει τις αρχές για να τους αναφέρει όσα του ψιθύρισε ο άνδρας, καθώς τα άτομα που έχουν οργανώσει τη δολοφονία προσπαθούν να τον κάνουν να σιωπήσει απαγάγοντας το γιο του Χανκ. Οι απαγωγείς είναι ο Έντουαρντ (Μπέρναρντ Μάιλς) και η Λούσι Ντέιτον (Μπρέντα Ντε Μπάνζι), τους οποίους οι ΜακΚέννα γνώρισαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μην έχοντας άλλη επιλογή το ζευγάρι επιστρέφει στο Λονδίνο προκειμένου να εντοπίσουν τους απαγωγείς, που πλέον έχουν φύγει από το Μαρόκο και να σώσουν τη ζωή του Χανκ
Πληροφορίες παραγωγής
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ είχε από το 1941 την επιθυμία του να σκηνοθετήσει μια αμερικανική εκδοχή της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά. Όμως κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή του την επιθυμία το 1956, καθώς είχε θέσει ως όρο στο συμβόλαιό του με την Paramount Pictures την επανεκτέλεση της ταινίας του 1934. Η εταιρία ήταν σύμφωνη για τη δημιουργία ενός ριμέικ που θα προσάρμοζε την υπόθεση στη δεκαετία του '50. Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για τη συγγραφή του σεναρίου το σεναριογράφο Τζον Μάικλ Χέιζ, στον οποίο έθεσε τον όρο να μη δει την εκτέλεση του 1934, ούτε να διαβάσει το σενάριό της. Ήταν ο Χίτσκοκ εκείνος που του διηγήθηκε την υπόθεση της ταινίας πάνω στην οποία πάτησε για να γράψει το σενάριο. Όταν ο σκηνοθέτης ξεκίνησε τα γυρίσματα, είχε στα χέρια του μόνο τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Ο Χέιζ του έστειλε τις υπόλοιπες σκηνές μέσω ταχυδρομίου ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονταν.
Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για άλλη μια φορά, ως πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Τζέιμς Στιούαρτ με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στις ταινίες Ο Βρόχος (Rope, 1948) και Σιωπηλός Μάρτυς (Rear Window, 1954). Ο σκηνοθέτης απαίτησε επίσης να ανατεθεί ο ρόλος της συζύγου του Στιούαρτ, στην ξανθιά ηθοποιό Ντόρις Ντέι, εφόσον του άρεσε η ερμηνεία της στην ταινία Όταν η Θύελλα Ξεσπά (Storm Warning, 1951). Αλλά ο Χέρμπερτ Κόλμαν της Paramount έφερε αντιρρήσεις εφόσον γνώριζε την ηθοποιό μόνο από τη δουλειά της ως τραγουδίστρια. Ο Κόλμαν πρότεινε στο Χίτσκοκ μια σειρά από πιο γνωστές ξανθές ηθοποιούς όπως η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ και η Λάνα Τέρνερ, ή ως εναλλακτική λύση ανέφερε τα ονόματα των μελαχρινών Άβα Γκάρντνερ, Τζιν Τίρνεϊ και Τζέιν Ράσελ, αλλά ο σκηνοθέτης παρέμεινε ανένδοτος κι η Ντέι ανέλαβε το ρόλο.
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στο Μαρακές, αλλά ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να αλλάξει το πρόγραμμα των γυρισμάτων για να μην συμπέσουν με το Ραμαντάν. Η Ντέι ένιωσε αποστροφή με τον τρόπο που οι ντόπιοι μεταχειρίζονταν τα ζώα και συμφώνησε να ξεκινήσει τα γυρίσματα μόνο αφότου, το συνεργείο της ταινίας έστησε ένα σταθμό όπου τάιζαν τα ζώα κοντά στο κινηματογραφικό σετ. Έπειτα η παραγωγή μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και το Λος Άντζελες όπου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα.
Μουσική
Ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον το μουσικό θέμα του Άρθουρ Μπέντζαμιν Storm Clouds Cantata για την κλιμάκωση των σκηνών της ταινίας. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκε επίσης το τραγούδι που έγραψαν οι Λίβινγκστον και Έβανς με τίτλο Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) για να αναδειχτούν οι φωνητικές ικανότητες της Ντέι, που υποδυόταν μια τραγουδίστρια που έχει αποσυρθεί για να ζήσει με το σύζυγό της. Το τραγούδι έφτασε στο νούμερο 2 στον κατάλογο με τις επιτυχίες των Η.Π.Α.και στο νούμερο 1 στην Αγγλία
Υπόθεση Νοτόριους - Notorious
Η ταινία Υπόθεση Νοτόριους (Πρωτότυπος Τίτλος Notorious), γνωστή κι ως Ο Περιβόητος ή Νοτόριους, είναι ψυχολογικό θρίλερ παραγωγής 1946, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι o Κάρι Γκραντ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ο Κλοντ Ρέινς κι ο Αλέξης Μινωτής.
Η ταινία σύμφωνα με τους κριτικούς σηματοδοτεί καλλιτεχνική ωρίμανση, όσον αφορά τη θεματολογία του σκηνοθέτη. Ο βιογράφος του Ντόναλντ Σπότο, γράφει ότι η ταινία αποτελεί την πρώτη απόπειρα του Χίτσκοκ να δημιουργήσει μια σοβαρή ερωτική ιστορία.
Η ταινία φημίζεται για δυο συγκεκριμένες σκηνές: Μια από αυτές είναι η σκηνή στην οποία η Ίνγκριντ Μπέργκμαν κρατάει κρυμμένο στο χέρι της το κλειδί από το κελάρι, όπου ο εραστής της, Κάρι Γκραντ, πρόκειται να ψάξει για στοιχεία που πρόκειται να ενοχοποιήσουν το σύζυγό της που υποδύεται ο Κλοντ Ρέινς. Ο Χίτσκοκ μετακινεί την κάμερα από το μπαλκόνι της εσωτερικής σκάλας της έπαυλης καταγράφοντας τον κόσμο που παρίσταται στη δεξίωση κι ύστερα εστιάζει το φακό στο χέρι της Μπέργκμαν, όπου βρίσκεται κρυμμένο το κλειδί του κελαριού. Η άλλη διάσημη σκηνή της ταινίας αφορά ένα από τα φιλιά που η Μπέργκμαν ανταλλάσσει με τον Κάρι Γκραντ, το οποίο διαρκεί δυόμιση λεπτά. Ο κώδικας Χέιζ απαγόρευε την απεικόνιση φιλιών που ξεπερνούσαν τη διάρκεια των 3 δευτερολέπτων. Έτσι ο σκηνοθέτης προκειμένου να μην περάσει από λογοκρισία, έβαλε τους δυο ηθοποιούς να φιλιούνται για 3 δευτερόλεπτα και έπειτα να ανταλλάσσουν γλυκόλογα ο ένας στο αυτί του άλλου, εναλλάσσοντας έτσι το παθιασμένο φιλί με τους ψιθύρους.
Η ταινία συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών το 1946.
Το 2006 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου.
Πλοκή
Μετά την καταδίκη του Γερμανού πατέρα της για εσχάτη προδοσία εις βάρος των Η.Π.Α., η Αλίσια Χούμπερμαν (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) πνίγει τον πόνο της στο αλκοόλ και τους άνδρες. Ένα βράδυ συναντά τον αστυνομικό Τ.Ρ. Ντέβλιν (Κάρι Γκραντ), ο οποίος την πείθει να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. προκειμένου να εξαρθρώσουν μια σπείρα Ναζιστών, φίλων του πατέρα της, οι οποίοι δρουν στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Ο έρωτας της Αλίσια για τον Ντέβλιν, καθώς και η αγάπη της για την Αμερική, μια χώρα την οποία αισθάνεται ότι ο πατέρας της πρόδωσε, την ωθούν να δεχτεί την αποστολή. Έτσι η Αλίσια καταφθάνει στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, όπου συναντά τον αρχηγό της σπείρας, έναν πλούσιο Γερμανό επιχειρηματία, τον Άλεξ Σεμπάστιαν (Κλοντ Ρέινς), ο οποίος την ερωτεύεται. Προκειμένου να αποσπάσει ενοχοποιητικά στοιχεία για τη δραστηριότητα της σπείρας, η Αλίσια δέχεται να παντρευτεί τον Σεμπάστιαν, ο οποίος της κάνει πρόταση γάμου παρά το γεγονός ότι η μητέρα του κα Σεμπάστιαν (Λιοπολντίν Κονσταντιν) δεν την εγκρίνει ως νύφη. Όταν η Αλίσια κι ο Ντέβλιν ανακαλύπτουν ενοχοποιητικά στοιχεία (ουράνιο για την κατασκευή ατομικής βόμβας) στο κελάρι της έπαυλης του Σεμπάστιαν, ο Σεμπάστιαν κι οι μητέρα του σχεδιάζουν τη δολοφονία της γυναίκας, ένα έγκλημα αργό και βάναυσο.
Πληροφορίες Παραγωγής
Η ταινία ξεκίνησε ως παραγωγή της εταιρίας του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, αλλά όταν έκανε πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες έφερε το σήμα της εταιρίας παραγωγής RKO. Ο Σέλζνικ είχε στο μεταξύ πουλήσει τα δικαιώματα του σεναρίου του Μπεν Χεχτ, στην RKO κι ο Χίτσκοκ είχε αντικαταστήσει τον Σέλζνικ στο τιμόνι της παραγωγής.
Ο Χίτσκοκ συνέλαβε την ίδεα της δημιουργίας του Υπόθεση Νοτόριους δυο χρόνια πριν, όταν βρέθηκε σε γεύμα παρέα με την Μάργκαρετ Ο'Ντόνελ υπεύθυνη σεναρίων της εταιρίας του Σέλζνικ. Η Ο'Ντόνελ μετά το γεύμα της με το σκηνοθέτη έγραψε στον Σέλζνικ ότι ο Χίτσκοκ ήθελε να δημιουργήσει μια ταινία με θέμα μια γυναίκα, την οποία επρόκειτο να υποδυθεί η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, που αναγκάζεται να υποστεί σεξουαλική σκλαβιά για πατριωτικούς και πολιτικούς λόγους. Eπρόκειτο να είναι μια εκκολαπτόμενη Μάτα Χάρι.[6] Ο Χίτσκοκ συζήτησε και με τον Γουίλιαμ Ντόζιε, υπεύθυνο παραγωγής της εταιρίας RKO, για τα σχέδια του κι ο Ντόζιε έδειξε άμεσο ενδιαφέρον. Ο Ντόζιε επικοινώνησε με τον Σέλζνικ έχοντας σκοπό να προσφέρει χρήματα στον παραγωγό για να αναλάβει εκείνος την παραγωγή του μελλοντικού σχεδίου του Χίτσκοκ.
Το ενδιαφέρον του Ντόζιε, κίνησε την περιέργεια του Σέλζνικ, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε δείξει αδιαφορία. Πίστεψε ότι αυτό που ώθησε το σκηνοθέτη, ώστε να θελήσει να δημιουργήσει ταινία με αυτό το θέμα ήταν η ιστορία που είχε δημοσιευτεί στη Saturday Evening Post με τίτλο The Song of the Dragon, της οποίας τα δικαιώματα είχε αποκτήσει ο Σέλζνικ. Η ιστορία διαδραματιζόταν στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ομοσπονδιακοί πράκτορες προσεγγίζουν έναν θεατρικό παραγωγό, ζητώντας του να πείσει μια ηθοποιό, με την οποία είχε σχέση στο παρελθόν, να ξελογιάσει τον αρχηγό μιας ομάδας κατασκόπων προκειμένου να του αποσπάσει πληροφορίες.Αυτό το διήγημα αποτελούσε απλά τη βάση μιας ιδέας, υπέστη αλλαγές κι απέκτησε όλα τα χαρακτηριστικά των κλασικών ταινιών του σκηνοθέτη.
Τα Χριστούγεννα του 1944, ο Χίτσκοκ ταξίδεψε στην Αγγλία κι όταν επέστρεψε, συνάντησε το Σέλζνικ που του έδωσε πράσινο φως για την ανάπτυξη ενός σεναρίου με θέμα την κατασκοπία. Έπειτα ο σκηνοθέτης βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου για τρεις βδομάδες συνεργάστηκε με τον Μπεν Χεχτ για τη δημιουργία του σεναρίου. Ο Χεχτ κι ο Χίτσκοκ είχαν άριστη συνεργασία, κυρίως επειδή ο Χεχτ δεν νοιαζόταν για τις αλλαγές που ο σκηνοθέτης έκανε στη δουλειά του.
Όταν ο Χίτσκοκ επέστρεψε στο Χόλιγουντ, το σενάριο ηταν ολοκληρωμένο, αλλά ο Σέλζνικ αντιμετώπιζε προβλήματα με την παραγωγή της ταινίας Μονομαχία στον Ήλιο (Duel in the Sun, 1946). Στην αρχή ο Σέλζνικ δεχόταν το σεναριογράφο και το σκηνοθέτη στο σπίτι του για να συζητήσουν πάνω στην ταινία,αλλά στη συνέχεια ο παραγωγός απορροφήθηκε τόσο από την παραγωγή του Μονομαχία στον Ήλιο, έτσι ώστε το Υπόθεση Νοτόριους να περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Ο Χεχτ κι ο Χίτσκοκ έκαναν αλλαγές στο αρχικό σενάριο, όσον αφορά το ουράνιο που βρισκόταν κρυμμένο στο κελάρι του Άλεξ Σεμπάστιαν. Μέχρι εκείνη την περίοδο δεν ήταν γνωστό ότι το στοιχείο ουράνιο χρησιμοποιούταν για τη δημιουργία της ατομικής βόμβας κι ο Σέλζνικ αδυνατούσε να καταλάβει τους σκοπούς που εξυπηρετούσε η χρήση του στην υπόθεση. Ο Χίτσκοκ δήλωσε αργότερα ότι για μήνες τον παρακολουθούσαν πράκτορες του FBI, αφότου εκείνος κι ο Χεχτ έψαξαν να βρουν πληροφορίες πάνω στο ραδιενεργό στοιχείο στα μέσα του 1945. Μετά την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945, έγινε ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο ο Χίτσκοκ και ο Χεχτ χρησιμοποιούσαν το ουράνιο ως αναπόσπαστο μέρος του σεναρίου.
Τον Ιούνιο του 1945, ο Σέλζνικ έχασε κάθε πίστη σε μια ταινία για την οποία δεν ενδιαφερόταν από την αρχή. Δεν του άρεσαν οι χαρακτήρες του σεναρίου και φοβόταν ότι το κοινό δε θα συμπαθούσε την Αλίσια. Το κόστος του Μονομαχία στον Ήλιο είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον προϋπολογισμό και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει χρήματα για να ολοκληρώσει την προβληματική αυτή ταινία. Η λύση ήταν να πουλήσει το σενάριο στην RKO και να δανείσει το Χίτσκοκ και την Μπέργκμαν στην εταιρία, προκειμένου να βγάλει χρήματα.
Η συμφωνία ήταν κερδοφόρα για τον Σέλζνικ, ο οποίος έλαβε 800.000 δολάρια μετρητά και 50% των κερδών της ταινίας. Ο Χίτσκοκ ήταν ικανοποιημένος καθώς είχε ξεφύγει από την τυραννία του Σέλζνικ. Ανέλαβε για πρώτη φορά την παραγωγή της ταινίας κι είχε τον απόλυτο έλεγχο για την πραγματοποίησή της. Από τότε ο σκηνοθέτης ήταν υπεύθυνος για την παραγωγή όλων των ταινιών που σκηνοθέτησε.
Δεν ήταν εύκολο όμως να ξεφορτωθεί τόσο εύκολα τον Σέλζνικ, ο οποίος επέμενε ότι το 50% των κερδών που του αναλογούσε τον καθιστούσε υπεύθυνο για μέρος της παραγωγής της ταινίας. Προσπάθησε να αναμειχθεί στο εγχείρημα κάνοντας αλλαγές στο σενάριο και προσπαθώντας να αντικαταστήσει τον Κάρι Γκραντ με τον Τζόζεφ Κότεν. Μετά τον βομβαρδισμό της Ιαπωνίας από τις Η.Π.Α., οι αντιρρήσεις του Σέλζνικ πάνω στο σενάριο αυξήθηκαν κι ο Γουίλιαμ Ντόζιε κάλεσε το δραματουργό Κλίφορντ Όντετς, που είχε συνεργαστεί παλιότερα με την RKO και τον Γκραντ όταν έγραψε το σενάριο της ταινίας Στο Διάβα της Ζωής (None But the Lonely Heart), για να κάνει κάποιες αλλαγές στο σενάριο.
Ο Όντετς προσπάθησε να προσθέσει ατμόσφαιρα και μυστήριο στο σενάριο, αναπτύσσοντας εις βάθος τους χαρακτήρες της ταινίας. Αύξησε το πάθος και τον ερωτισμό μεταξύ του Ντέβλιν και της Αλίσια, καθώς και το αριστοκρατικό υπόβαθρο του Άλεξ Σεμπάστιαν. Ο Σέλζνικ θεώρησε ότι το καινούργιο σενάριο ήταν ακόμη μονοδιάστατο, ενώ ο Μπεν Χεχτ το θεώρησε βλακώδες. Στο τέλος ο Χίτσκοκ δε χρησιμοποίησε το σενάριο του Όντετς. Είχε ήδη στα χέρια του το κατάλληλο σενάριο γεμάτο πάθος, εντάσεις και κρυφά νοήματα.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 22 Οκτωβρίου του 1945 και ολοκληρώθηκαν το Φεβρουάριο του 1946
Τα 39 Σκαλοπάτια - The 39 Steps
Τα 39 Σκαλοπάτια (πρωτότυπος τίτλος: The 39 Steps) είναι βρετανική θρίλερ ταινία του 1935, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Το σενάριο γράφτηκε από τους Τσαρλς Μπένετ και Ίαν Χέι, το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζων Μπάκαν. Πρωταγωνιστούν οι Ρόμπερτ Ντόνατ και Μάντλεν Κάρολ.
Πλοκή
Ο Ρίτσαρντ Χάννεϋ, μηχανικός, μόλις έχει φτάσει στο Λονδίνο και σε ένα μιούζικ-χολ γνωρίζει μια γυναίκα η οποία του αποκαλύπτει ένα μυστικό, αφού την έχει φιλοξενήσει στο διαμέρισμά του. Πρόκειται για μια τοποθεσία στη Σκωτία. Την ίδια νύχτα δολοφονείται η κοπέλα μέσα στο σπίτι του, κι εκείνος, κυνηγημένος από την αστυνομία, καταφεύγει στη Σκωτία, για να ανακαλύψει τους δολοφόνους της, οι οποίοι είναι μια κατασκοπευτική ομάδα.
Μια γυναίκα που γνωρίζει τυχαία, η Πάμελα, τον προδίδει στην αστυνομία, συλλαμβάνεται και δραπετεύει για να ξανασυλληφθεί από μια ομάδα ψευτοαστυνομικών μαζί με την Πάμελα, και δεμένοι μαζί με χειροπέδες περνούν ένα βράδυ στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Η Πάμελα, έχοντας καταλάβει την αθωότητά του, τον βοηθά να φτάσει στο Λονδίνο και στη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης αποκαλύπτει το δίκτυο των κατασκόπων.
Παρατηρήσεις
Η ταινία έχει επαινεθεί επειδή αποτυπώνει πολλές όψεις της Αγγλίας και της κοινωνικής της ζωής, από το μιούζικ-χολ έως τις πολιτικές συγκεντρώσεις, κι από τις σκωτσέζικες κοιλάδες μέχρι τις μεγάλες μεταλλικές γέφυρες. Μια μυητική διάσταση εντοπίζουν κριτικοί του κινηματογραφού (και) σε αυτήν την χιτσκοκική ταινία: ο ήρωας, παγιδευμένος ανάμεσα στις δυνάμεις του καλού (αστυνομικοί) και του κακού (πράκτορες), θα σωθεί μέσα από τον έρωτα κι από μια γυναίκα.
Βασίζεται σε ένα κατασκοπευτικό μυθιστόρημα του Τζων Μπάκαν. Όμως στην ταινία υπάρχουν και σκηνές εκτός βιβλίου, όπως η φιλοξενία του Ρίτσαρντ Χάννεϋ στο σπίτι ενός αγρότη.
Ο Βρόχος - Rope
Η ταινία Ο Βρόχος (Πρωτότυπος Τίτλος Rope), γνωστό κι ως Η Θηλιά είναι θρίλερ δωματίου παραγωγής 1948, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστες της ταινίας είναι o Τζέιμς Στιούαρτ, ο Τζον Νταλ κι ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ. Η ταινία είναι βασισμένη σε θεατρικό έργο που έγραψε το 1929 ο Πάτρικ Χάμιλτον, το οποίο διασκεύασαν για τη μεγάλη οθόνη οι Άρθουρ Λόρεντς, Χιουμ Κρόνινκαι Μπεν Χεχτ. Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Χίτσκοκ, η οποία φημίζεται για το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης την μόνταρε με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται στο θεατή η εντύπωση ότι παρακολουθεί ένα συνεχές και τεράστιο πλάνο. Ήταν η πρώτη επίσης ταινία την οποία γύρισε ο σκηνοθέτης για λογαριασμό της νεοσύστατης εταιρίας του Transatlantic Pictures.
Η έμπνευση για τη δημιουργία του θεατρικού του Χάμιλτον προήλθε από το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας του 14χρονου Μπόμπι Φρανκς από τους Νέιθαν Λίοπολντ και Ρίτσαρντ Λεμπ, φοιτητές του πανεπιστημίου του Σικάγου.
Υπόθεση
Ο Μπράντον (Τζον Νταλ) και ο Φίλιπ (Φάρλεϊ Γκρέιντζερ) είναι δυο νέοι που μοιράζονται ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Οι δυο τους θεωρούν τον πρώην συμμαθητή τους Ντέιβιντ Κέντλεϊ (Ντικ Χόγκαν) νοητικά κατώτερο κι αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Καλούν λοιπόν τον Ντέιβιντ στο διαμέρισμα τον στραγγαλίζουν με ένα σχοινί και τοποθετούν το σώμα του σε ένα μπαούλο. Έπειτα αποφασίζουν να οργανώσουν ένα μικρό πάρτυ, προκειμένου να αποδείξουν την υπεροχή του εγκλήματός τους. Οι καλεσμένοι πρόκειται να είναι ο πατέρας (Σέντρικ Χάρντγουϊκ), η θεία (Κόνστανς Κόλιε) κι η κοπέλα του Ντέιβιντ (Τζόαν Τσάντλερ), καθώς κι ο Ρούπερτ (Τζέιμς Στιούαρτ), πρώην τους καθηγητής, του οποίου τις ερμηνείες, πάνω στο έργο του Νίτσε, συνέλαβαν με λανθασμένο τρόπο. Κατά τη διάρκεια του πάρτυ, η προκλητικός τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο Μπράντον κινεί τις υποψίες του Ρούπερτ.
Πληροφορίες Παραγωγής
Πρόκειται για μια από τις πιο πειραματικές ταινίες του σκηνοθέτη. Ο κριτικός κινηματογραφου Ρόμπερτ Έμπερτ χαρακτήρισε την ταινία ως: Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πειράματα που επιχειρήθηκαν ποτέ από μεγάλο σκηνοθέτη, καθώς εγκαταλείφθηκαν οι συνηθισμένες κινηματογραφικές τεχνικές για να επιτραπούν λήψεις χωρίς διακοπή. Κάθε λήψη της ταινίας διήρκεσε 10 περίπου λεπτά και κάθε σκηνή γυρίστηκε στο ίδιο κινηματογραφικό σετ με εξαίρεση το εναρκτήριο πλάνο που τραβήχτηκε με την κάμερα να βρίσκεται έξω από το παράθυρο του δωματίου όπου οι δυο πρωταγωνιστές διαπράττουν το έγκλημά τους. Η κίνηση της κάμερας ήταν προσεγμένη ώστε να μη χρειαστεί σχεδόν κανένα μοντάζ.
Οι τοίχοι του σετ στηρίζονταν σε ρόδες, οι οποίες μετακινούνταν κάθε φορά που χρειαζόνταν να περάσει η κάμερα κι έπειτα τοποθετούνταν στην αρχική τους θέση σε περίπτωση που έπρεπε βρεθούν στη λήψη. Μια ομάδα τεχνικών μετακινούσαν συνεχώς την κάμερα και τα μικρόφωνα ενώ οι ηθοποιοί ακολουθούσαν πιστά τις κινήσεις που τους υποδείκνυε ο Χίτσκοκ .
Πίσω από το παράθυρο των σκηνικών στήθηκε το μεγαλύτερο κυκλικό πανόραμα σε κινηματογραφικό πλατό. Περιλάμβανε ομοιώματα του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ καθώς και του Κτιρίου Κράισλερ.
Μακρές Λήψεις
Ο Χίτσκοκ έπαιρνε λήψεις που διαρκούσαν το ανώτερο 10 λεπτά, χωρίς διακοπή, μετακινώντας την κάμερα από ηθοποιό σε ηθοποιό. Όταν η κάμερα απομακρυνόταν από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών εστιαζόταν σε αντικείμενα του σετ (για παράδειγμα πάνω στο σακάκι κάποιου από τους πρωταγωνιστές, ή το το πίσω μέρος κάποιας πολυθρόνα). Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης κατάφερε να καμουφλάρει τις λίγες διακοπές που έγιναν κατά τη διάρκεια της ταινίας.
Σε συνέντευξή του στο Φρανσουά Τρυφό, ο Χίτσκοκ είπε ότι χρειάστηκε να ξαναγυριστούν τέσσερα ή πέντε κομμάτια φιλμ, καθώς δεν ήταν ικανοποιημένος από το χρώμα της δύσης του ηλίου.
Ο σκηνοθέτης επανέλαβε την τεχνική της συνεχούς λήψης και στην επόμενή του ταινία Στον Αστερισμό του Αιγόκαιρω (Under Capricorn, 1949) καθώς και στην ταινία του 1950Πονεμένο Ρομάντζο (Stage Fright, 1950), αλλά σε μικρότερο βαθμό στη δεύτερη περίπτωση.
Θέματα
Ομοφυλοφιλία
Παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία θεωρούταν αμφιλεγόμενο θέμα την περίοδο εκείνη, η ταινία κατάφερε να αποφύγει τη λογοκρισία. Κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων όλοι οι συντελεστές της ταινίας αναφέρονταν στην ομοφυλοφιλία με τον όρο αυτό. Σε πολλές όμως πόλεις η προβολή της ταινίας απαγορέυτηκε καθώς οι μνήμες των δυο δολοφόνων ήταν ακόμη φρέσκιες. Ο Νταλ, ο Γκρέιντζερ κι ο σεναριογράφος της ταινίας Άρθουρ Λόρεντς ήταν ομοφυλόφιλοι, ακόμη και το κομμάτι το οποίο ο Γκρέιντζερ παίζει στο πιάνο κατά τη διάρκεια του έργου (το Mouvement Perpétuel No. 1 του Φράνσις Πουλέν) έχει γραφτεί από συνθέτη που ήταν ομοφυλόφιλος.
Υπήρχαν υποψίες ότι οι δυο δολοφόνοι του Μπόμπι Φρανκς ήταν ομοφυλόφιλοι, γεγονός που ενίσχυσε την υπόθεση ότι ο Μπράντον κι ο Φίλιπ ήταν επίσης γκέι.
Ντοστογιέφσκι και Νίτσε
Η ταινία βασίζεται στην ιδέα ότι κάποιοι μπορούν να φτάσουν στο έγκλημα μόνο και μόνο για να αποδείξουν ότι μπορούν. Παραλληλισμοί έγιναν από κάποιους μελετητές μεταξύ των πρωταγωνιστών και του ήρωα του Ντοστογιέφσκι από το μυθιστόρημα Έγκλημα και τιμωρία Ρασκόλνικοβ (η φράση Έγκλημα και τιμωρία χρησιμοποιείται από τον Γκρέιντζερ στην ταινία). Αναφορές γίνονται κατά τη διάρκεια της ταινίας, ειδικά πάνω στη θεωρία του Νίτσε για τον Υπεράνθρωπο.
Κριτικές
Το 1948 το περιοδικό Variety έγραψε για την ταινία ότι: Ο Χίτσκοκ θα μπορούσε να επιλέξει ένα πιο διασκεδαστικό θέμα για να χρησιμοποιήσει τις τεχνικές που χρησιμοποίησε για τη δημιουργία της ταινίας. Ο Μπόσλεϊ Κράουδερ των New York Times έγραψε ότι: Η καινοτομία στην ταινία δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε εσκεμένα για να προκαλέσει εντύπωση, αλλά με τη μέθοδο που χρησιμοποίηθηκε από τον Χίτσκοκ για να δημιουργήσει ένταση σε μια ιστορία με περιορισμένο εύρος. Την ίδια χρονιά το περιοδικό Time έγραψε ότι παρά το γεγονός ότι το θεατρικό στο οποίο είναι βασισμένο η ταινία είναι έξυπνο και συναρπαστικό, η κινηματογραφική του μεταφορά είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση των στοιχείων που καθηλώνουν το θεατή. 36 περίπου χρόνια αργότερα ο κριτικός των New York Times, Βίνσεντ Κάνμπαϊ αποκάλεσε την ταινία υποτιμημένη και τόνισε ότι πρόκειται για ένα έργο το οποίο δεν ενδιαφέρεται τόσο για το ψυχολογικό υπόβαθρο των πρωταγωνιστών, αλλά για τον τρόπο που κινούνται και εκφράζονται και πάνω από όλα με το τι μπορεί να συμβεί όταν το τέλειο έγκλημα έχει αρνητική έκβαση.
Το 2001 μια ανάλυση της ταινίας από το BBC αποκάλεσε την ταινία τολμηρή όσον αφορά τόσο το αντικείμενό της, όσο και την τεχνική του Χίτσκοκ.
Παρά το γεγονός ότι το φιλμ γυρίστηκε σε μια περίοδο στην οποία οποιαδήποτε αναφορά πάνω στην ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη από τον Κώδικα Παραγωγής του Χόλιγουντ σύγχρονοι μελετητές τονίζουν με έμφαση το σεξουαλικό υπόβαθρο της ταινίας και τη σχέση μεταξύ του Μπράντον και του Φίλιπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου