Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Κώστας Ταχτσής ( 8 Οκτωβρίου 1927 – 25 Αυγούστου 1988)


Ο Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, πιθανόν 25 Αυγούστου 1988) ήταν διακεκριμένος Έλληνας λογοτέχνης της μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1927 στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του Ταχτσή, Γρηγόριος, και η μητέρα του, Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Οι πρόγονοι του πατέρα του ήταν Έλληνες που ήρθαν στην Θεσσαλονίκη πρόσφυγες γύρω στα 1860, όταν η Βουλγαρία έκανε την εθνική της επανάσταση κι ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονέων του, αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα τελειώνει δημοτικό και γυμνάσιο,εκτός από μία τάξη του δημοτικού (συγκεκριμένα τη δευτέρα, στην οποία γράφτηκε απευθείας ως κατ' οίκον διδαχθείς) που την τέλειωσε στη Βέροια.Το 1945 υποβάλλει τα χαρτιά του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, αλλά τις ημέρες των εξετάσεων αρρωσταίνει από τυφοειδή πυρετό. Εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, αφού φοίτησε μόνο για δύο χρόνια. Στρατεύεται και ενώ αρχικά υπηρετεί ως απλός φαντάρος, του απονέμεται αργότερα ο βαθμός του ανθυπολοχαγού.Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας. Το πρώτο παιδί του ζεύγους που ήταν και αγόρι είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά την γέννα. Αυτός ο αδερφός που έχασε πριν να γεννηθεί ο ίδιος, ήταν και μια από τις έμμονες ιδέες του συγγραφέα.

Το 1951 προσλήφθηκε ως βοηθός του αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου. Το φθινόπωρο του 1954 φεύγει για την Αγγλία μέχρι το καλοκαίρι του 1955, οπότε επιστρέφει στην Αθήνα και ζει από τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Τον Μάρτιο του 1956 πηγαίνει στην Γερμανία και στο Αμβούργο μπαρκάρει με δανέζικο πλοίο ως καμαρότος. Ξεμπαρκάρει στο Λιβόρνο και επιστρέφει στην Αθήνα. Εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία Το παιδί και το δελφίνι. Το φθινόπωρο ξεκινάει για τη Βιέννη για να συνεχίσει το γράψιμο ενός μυθιστορήματος. Το 1957 ακολουθεί ως μάνατζερ τον πιανίστα Τώνη Παπαγεωργίου στην περιοδεία του στην Ανατολική Αφρική. Από το Ναϊρόμπι φεύγει για την Αυστραλία όπου εργάζεται σε κάποιο πολυκατάστημα και στη συνέχεια ως σιδηροδρομικός υπάλληλος επί δύο χρόνια. Στη συνέχεια προσλαμβάνεται στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Κρατικής Τράπεζας της Αυστραλίας. Την άνοιξη του 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα και επιχειρεί να κάνει τον γύρο της Ευρώπης με μια βέσπα,με την οποία έφτασε ως το Εδιμβούργο. Στη διάρκεια αυτής της περιοδείας γράφει μερικά κεφάλαια από Το τρίτο στεφάνι. Ξαναβρίσκεται για λίγο χρονικό διάστημα στην Αυστραλία από όπου στέλνει στην Ελλάδα για τύπωμα τα χειρόγραφα του Τρίτου στεφανιού που απορρίπτεται ως ακατάλληλο.Τελικά το εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1962 ο ίδιος με δικά του έξοδα. Δυο μήνες μετά πηγαίνει στην Αμερική και μένει εκεί ως τον Δεκέμβριο του 1964. Επιστρέφει και συνεργάζεται με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι το διάστημα 1963-1965 και εργάζεται για δύο καλοκαίρια ως ξεναγός και μεταφραστής. Πήρε μέρος στην έκδοση 18 κειμένων (1970) μια κίνηση συγγραφέων ενάντια στην λογοκρισία και στο αυταρχικό καθεστώς της δικτατορίας.Στη δικτατορία του 1967 πρωτοστατεί στη δήλωση των 18 και καλείται επανειλημμένως στην Ασφάλεια,  ενώ κατά τη Μεταπολίτευση πάλεψε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, όντας ομοφυλόφιλος και ο ίδιος. 

Στις 27 Αυγούστου 1988, η αδελφή του τον βρήκε δολοφονημένο υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό. Η Αστυνομία δεν μπόρεσε ποτέ να διαλευκάνει το έγκλημα. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε μόνον ότι ο θάνατος είχε επέλθει από στραγγαλισμό περί τα δύο εικοσιτετράωρα νωρίτερα.

Το έργο του

Ο Ταχτσής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με τις ποιητικές συλλογές Ποιήματα (1951), Μικρά ποιήματα(1952) και Περί ώραν δωδεκάτην(1953), που αργότερα αποκήρυξε. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Συμφωνία του «Μπραζίλιαν» (1954) και Καφενείο «Το Βυζάντιο»κι άλλα ποιήματα (1956).

Με πολλές δυσκολίες, το 1962 εξέδωσε με δικά του έξοδα το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι, το οποίο και είναι η σημαντικότερη προσφορά του στην Νεοελληνική λογοτεχνία και με το οποίο αργότερα καθιερώθηκε ως ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της γενιάς του. Μαζί με τον Νάνο Βαλαωρίτη και άλλους συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι (1964–1967). Το 1972 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα και το 1979 μία συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων με τίτλο Η γιαγιά μου η Αθήνα.

Ποιήματα (Ποιητική συλλογή) 1951
Μικρά ποιήματα (Ποιητική συλλογή) 1952
Περί ώραν δωδεκάτην (Ποιητική συλλογή) 1953
Συμφωνία του μπραζίλιαν (Ποιητική συλλογή) 1954
Καφενείο «Το Βυζάντιο» και άλλα ποιήματα (Ποιητική συλλογή) 1956
Το τρίτο στεφάνι (Μυθιστόρημα) 1963
Τα ρέστα (συλλογή διηγημάτων) 1972
Ή γιαγιά μου ή Αθήνα (συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων) 1979

Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία του
Το φοβερό βήμα (ημιτελής αυτοβιογραφία, 1989),
Από τη χαμηλή σκοπιά (1992),
Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; (1996)
Τετράδιον εκθέσεων Κωνσταντίνου Γρηγ. Ταχτσή (εκθέσεις από τα σχολικά χρόνια του συγγραφέα, 1996), και
Ένας έλληνας δράκος στο Λονδίνο (2002).

Μετέφρασε επίσης αρχαία ελληνική δραματολογία και ξένη λογοτεχνία, κυρίως κωμωδίες του Αριστοφάνη (Βάτραχοι, Νεφέλες, Όρνιθες, Λυσιστράτη κ.α.)

Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στα ύστερα κείμενα του Ταχτσή είναι η ομοφυλοφιλία του, που άλλοτε την αποδέχεται και άλλοτε τη θεωρεί σαν μόνιμη κατάρα. Σχετικά με το θέμα είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Κράξιμο ότι «ο ομοφυλόφιλος έρωτας έχει μια ποιητικότητα, αν θέλεις, ακριβώς επειδή δεν οδηγεί πουθενά. Εχει μια τραγική διάσταση. Ακριβώς γιατί ούτε παιδί γεννιέται, ούτε η κοινωνία πρόκειται ποτέ να τον αναγνωρίσει». 


Το τρίτο στεφάνι (μυθιστόρημα), εξώφυλλο της 1ης έκδοσης, 1962

Το Τρίτο Στεφάνι

Το Τρίτο Στεφάνι είναι μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή. Ο Ταχτσής έγραψε το μυθιστόρημα κατά την περιπλάνησή του εκτός Ελλάδας, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το πρότεινε σε τρεις εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι όμως το απέρριψαν. Εκδόθηκε τελικά το 1962 με έξοδα του συγγραφέα, αλλά δεν γνώρισε τότε καμιά επιτυχία. Επανεκδόθηκε το 1970 από τις εκδόσεις Ερμής στην Αθήνα, γνωρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και καθιέρωσε τον Ταχτσή ανάμεσα στους πιο γνωστούς πεζογράφους της γενιάς του. Την σεζόν 1995-1996 μεταφέρθηκε με πιστότητα στην τηλεόραση από το κανάλι ΑΝΤ1

Πλοκή

Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσεται κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής. Πρωταγωνίστριες και αφηγήτριες είναι δύο γυναίκες, η Νίνα και η φίλη της Εκάβη, που ζουν αυτές τις περιόδους και περιγράφουν με πιστότητα το κλίμα της εποχής μέσα από τις προσωπικές τους ιστορίες. Η Νίνα πραγματοποιεί τρεις γάμους — εξ ου και ο τίτλος του έργου.
Το έργο διαθέτει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. O Ταχτσής είχε αποκαλύψει πως, ουσιαστικά, ο χαρακτήρας της Εκάβης Λόγγου είναι απόλυτα βασισμένος στη γιαγιά του, που τόν μεγάλωσε.

Απήχηση

Τον πρώτο καιρό της έκδοσής του δεν είχαν πουληθεί παραπάνω από δέκα αντίτυπα, αλλά στη διάρκεια της Χούντας το βιβλίο άρχισε να γίνεται γνωστό κυρίως από τους πολιτικούς κρατουμένους. Έτσι τελικά κυκλοφόρησε το 1970 από τις εκδόσεις Ερμής.
Εξαιτίας του αυθόρμητου αφηγηματικού του ύφους, Το τρίτο στεφάνι κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο ίδιος ο Ταχτσής έλεγε ότι ακόμα και η Μελίνα Μερκούρη είχε εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημα διασκευάστηκε για το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου το 1979, με αφηγήτριες τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Σμαρώ Στεφανίδου.
Την σεζόν 1995-1996 μεταφέρθηκε με πιστότητα στην τηλεόραση από το κανάλι ΑΝΤ1, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη, με τη Νένα Μεντή στο ρόλο της Νίνας και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στο ρόλο της Εκάβης. Η πρεμιέρα έγινε τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 1995 και προβλήθηκε σε 16 επεισόδια.
Το χειμώνα του 2009 έγινε η θεατρική του διασκευή από τον Σταμάτη Φασουλή και τον Θανάση Νιάρχο για το Εθνικό Θέατρο, με τη Νένα Μεντή αυτή τη φορά στον ρόλο της Εκάβης και τη Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Νίνας. Η παράσταση είχε διάρκεια σχεδόν τέσσερις ώρες. Με αφετηρία το κείμενο των Φασουλή και Νιάρχου, η θεατρική ομάδα Carpe Diem ανέβασε το 2014 μια δίωρη εκδοχή του έργου, με μεγάλη απήχηση και βραβεία σε φεστιβάλ θέατρο.
Το μυθιστόρημα είχε χλιαρή απήχηση στο εξωτερικό, παρά την υποστήριξη των ελληνιστών, ίσως λόγω της απουσίας αντιστικτικού λόγου.

Ύφος και γλώσσα

Το μυθιστόρημα έχει τη μορφή παρλάτας. Πρόκειται για μια διπλή πρωτοπρόσωπη αφήγηση[7], ενώ το σκηνικό είναι αποκλειστικά αστικό. Η κύρια αρετή του βιβλίου, που επισημάνθηκε και από έλληνες κριτικούς και ελληνιστές εκτός Ελλάδας, ήταν η γλωσσική ιδιοτυπία της παρλάτας της κεντρικής ηρωίδας του: πρόκειται για ανάμειξη της δημοτικής με την καθαρεύουσα O Γεώργιος Σαββίδης το χαρακτήρισε ως «την πρώτη έμπρακτη υπονόμευση [της παγιωμένης από το Μ. Τριανταφυλλίδη γλώσσας]». Αυτές οι γλωσσικές ενσωματώσεις στοιχείων της καθαρεύουσας στον προφορικό λόγο, δεν συνιστούν μια «αταίριαστη κατάχρηση», αλλά αποτελεί μέρος του κόσμου που τους περιβάλει.

Κριτική

Ο Απόστολος Σαχίνης επισημαίνει σειρά θετικών γνωρισμάτων, αλλά και αδυναμιών στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Στα θετικά καταλογίζει το ευδιάκριτο περίγραμμα των δύο γυναικών που συζητούν μεταξύ τους, η γραφικότητά τους, η φλυαρία, η νευρικότητα και η ζωντάνια τους, που τις κάνει στην πένα του Ταχτσή να γινουν τύποι. Στις αδυναμίες καταλογίζονται η εμμονή στις μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειες, στις μικρότητές τους και στα ελαττώματά τους, που δεν βοηθούν στην ανάδειξη του εσωτερικού ψυχισμού των ηρωίδων τους αλλά στον υποβιβασμό τους



Αποσπάσματα 

Κεφάλαιο 1

Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν΄ αυτή που μούστειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θάμαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι να βλέπω τη μούρη της, ν΄ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν΄ απαλλαγώ απ΄ αυτό το έκτρωμα της φύσεως που μ΄ άφησε ο πατέρας της για να μ΄ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ΄ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…

Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταίν΄ εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν΄ ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!… Όσο ήταν μικρή, παρηγοριόμουνα με την σκέψη πως, μεγαλώνοντας θ΄ άλλαζε. «Θ’ αλλάξει!» έλεγα. «Θα στρώσει. Στο κάτω της γραφής, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα παντρευτεί. Θα τη φορτωθεί άλλος στην καμπούρα του». Μα δε βαριέσαι! Άδικα ήλπιζα. Όπως πάν’ τα πράματα, μου φαίνεται πως θα μείνει γεροντοκόρη. Και πώς να μη μείνει γεροντοκόρη τέτοια που είναι; Αχ, ας όψεται εκείνο το τέρας, η Ερασμία, που την κατέστρεψε με τις κατηχήσεις της. Ποιος άντρας θα γυρίσει, σας παρακαλώ, να την κοιτάξει ερωτικά έτσι που ντύνεται, έτσι που φέρεται, έτσι που μιλάει; Ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχτεί να την κάνει μητέρα των παιδιών του μ΄ αυτές τις γελοίες ιδέες που έχει, με τις νευρώσεις που έχει, με το έκζεμα που το ξύνει συνεχώς και δεν τ΄ αφήνει να κλείσει; Θα μείνει δυστυχώς στο ράφι, και δεν ξέρω η έρμη ποια απ΄ τις δυο μας να λυπηθώ περισσότερο : Τον εαυτό μου ή εκείνην; Γιατί, ό,τι κι αν λέω, κακά τα ψέματα. Μάνα της είμαι και την πονάω.

Μα πονάω και τον εαυτό μου. Κάθε φορά που με συγχύζει, με τρελαίνει ο πόνος του έλκους. «Αφού σ΄ έκαν΄ ο θεός άσκημη», της λέω, «ντύσου τουλάχιστον λιγάκι πιο φανταχτερά, μπας και ξεγελάσεις κανέναν!» Μα δυστυχώς δε μούμοιασε ούτε σ΄ αυτό. Δε θέλω να πω πως είμ΄ όμορφη. Μα έχω αέρα. Ήξερα πάντα να ντύνομαι. Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα. Περνούσα και γύριζαν τα κεφάλια των ανδρών, όπως γυρίζουν τα ηλιοτρόπια στον ήλιο. Δεν ήμουνα σαν κι αυτό το σαμιαμίδι! Ήθελα νάξερα σε ποιον διάβολο έμοιασε. Σε μένα δεν έμοιασε, στη γιαγιά της δεν έμοιασε, στον παππού της καθόλου, στον πατέρα της ακόμα λιγότερο. Μπορεί νάταν παλιάνθρωπος, μπορεί νάταν αυτό που ήταν, αλλ΄ ήταν άνθρωπος του κόσμου. Ήταν όμορφος – πιο όμορφος απ΄ ό,τι έπρεπε…

Όχι, δεν είμαι όμορφη! Μα ξέρω να ζήσω. Ποια γυναίκα στην ηλικία μου θα βαστιόταν τόσο καλά, όσο βαστιέμαι εγώ; Όλες μου οι φίλες κι όλες μου οι συμμαθήτριες απ΄ τ΄ Αρσάκειο έχουν γεράσει. Τις βλέπω στο δρόμο και τρομάζω. Είναι κιόλας γιαγιάδες!… Όχι επειδή έχουν εγγόνια – η Ιουλία δεν έχει εγγόνια – αλλ΄ επειδή παραμέλησαν τον εαυτό τους. Αφέθηκαν και γέρασαν. Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά. «Ας κάνουν οι κόρες μου λούσα!» σου λέει. «Ας πάνε τα παιδιά μου στους χορούς και στις διασκεδάσεις! Εγώ τάφαγα πια τα ψωμιά μου!» Μα το λένε, γιατί έχουν παιδιά που αξίζουν κάθε θυσία. Δεν έχουν τη Μαρία! Δεν ξέρουν τι θα πει νάχεις κόρη τη Μαρία, και γι΄ αυτό δεν τις αδικώ που με μέμφονται ότι ξαναπαντρεύτηκα, αντί να κοιτάξω να την παντρέψω. Δεν ξέρουν ότι την εποχή που απεφάσισα να κάνω το σάλτο να πάρω το Θόδωρο, ζύγισα όλα τα υπέρ και τα κατά. Η Μαρία, είπα με το νου μου, είναι σαν το ναυαγό που πνίγεται… Αν κάνω πως πάω κοντά της να τη σώσω, θα με παρασύρει και μένα στον πάτο. Ας σωθώ εγώ τουλάχιστον, για να της δώσω καιρό να μεγαλώσει λιγάκι, να ωριμάσει κάπως. «Πάντρεψέ την» μούλεγαν όλες, «και να δεις πως θα γίνει αγνώριστη». Να την παντρέψω εγώ; Ανημποριά έχει να βρει μόνη της γαμπρό; Εμένα στην ηλικία της με φλερτάριζαν δέκα άντρες συγχρόνως. Όπου πήγαινα κρεμόντουσαν απ΄ τη φούστα μου. Σ΄ όποιον νάλεγα «σε παίρνω», θάτρεχε με τα τέσσερα!.. Πώς έκανα –θα μού πείτε– τη στραβωμάρα να πάω να πέσω απάνω στο Φώτη, αυτό είν΄ άλλη ιστορία. Προτιμώ να μην το θυμάμαι, γιατί συγχύζομαι περισσότερο. Ίσως –λέω καμιά φορά με το νου μου– νάταν γραφτό απ΄ το θεό να τον πάρω για να τραβήξω όσα τράβηξα. Γραφτό να γεννήσω αυτή τη Μέδουσα!… Άλλες πάλι φορές σκέπτομαι πως δε φταίει ούτ΄ ο θεός, ούτ΄ η μοίρα. Εγώ φταίω, κανείς άλλος! Ήμουνα πεισματάρα και πάτησα πόδι. Είπα «θα τον πάρω» και τον πήρα. Από ένα πεισμα. Ακριβώς επειδή δεν τον ήθελε κανένας απ΄ τους δικούς μου. Ούτε κι αυτός ακόμα ο συχωρεμένος ο μπαμπάς, που ήταν πάντα τόσο επιφυλακτικός στις κρίσεις του. Δεν εννούσα να τους αφήσω ν΄ ανακατευτούν ακόμα μια φορά στις υποθέσεις μου και στη ζωή μου, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν. Αρκετό κακό μούχαν κάνει με τις ανακατωσούρες τους στην περίπτωση του Αργύρη. Δεν ήμουνα πια δεκαοχτώ ετών, όπως άλλοτε. Ήμουνα εικοσιεφτά. Ήμουνα αυτεξούσια κι αποφασισμένη να κάνω του κεφαλιού μου, κι έβγαλα τα μάτια μου!…

Αλλ’ αυτό είν΄ έτερον εκάτερον. Όλοι οι άνθρωποι σφάλλουν μια φορά στη ζωή τους. Είναι λόγος αυτός να πληρώνω αιωνίως εκείνο το ηλίθιο σφάλμα; Πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα; Δέκα; Είκοσι; Ποιος ξέρει! Μπορεί να βγω σήμερα έξω και να με πατήσει κανέν΄ αυτοκίνητο, απ΄ αυτά που τρέχουν σα διαβόλοι. Αλλ΄ ακόμα κι αν μου μένει μιας ώρας ζωή, εννοώ να ζήσω όπως θέλω εγώ! Η κυρα-Γαλάτεια δεν πρόκεται να κάνει άλλη Νίνα. Είναι βαθιά στο χώμα. Να ζήσω χωρίς τη γκρίνια της, να συγκεντρωθώ λιγάκι, να μπορέσω να σκεφτώ σοβαρότερα πράματα απ΄ το αιώνιο θέμα της Μαρίας – θε μου, δε θα μου το δώσεις ποτέ αυτό το καλό;…

Είναι τώρα δυο-τρεις μέρες πούχει φαγωθεί με το Θόδωρο. Η λύσσα την πιάνει κατά περιόδους. Του κλείνει τις πόρτες στα μούτρα. Αρνείται να φάει στο τραπέζι μας. Κι όταν είμαστε μόνες μας, τον βρίζει πατόκορφα κι αυτόν και το σόι του, χωρίς να της έχει δόσει ο καημένος την παραμικρή αφορμή. Με ζηλεύει, που κακό χρόνο νάχει, τι άλλο να υποθέσει κανείς; «Αφού θέλεις άντρα», της λέω κι εγώ σήμερα, «πήγαινε στο πάρκο και βρες κανένα μαγκλαρά!… Το πάρκο δεν είναι μακριά. Δυο βήματα είναι. Πήγαινε και βρες κανένα ναύτη ή κανένα στρατιώτη να σου σβήσει τη φωτιά σου! Εγώ πρέπει να στον βρω; Στην ηλικία σου, όχι μόνο είχα κάνει εσένα, αλλά τοιμαζόμουνα να παντρευτώ και για δεύτερη φορά! Μπρος!» της λέω, «Ντύσου και βγες έξω, κι ορκίζομαι στα κόκαλα του πατέρα μου, του ανθρώπου που αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, ότι όποιον και να φέρεις στο σπίτι, μα όποιος και νάναι και να τον φέρεις και να μου πεις ‘ο κύριος από δω είναι φίλος μου, είν’ αρραβωνιαστικός μου, είν΄ άντρας μου’, δε θα φέρω την παραμικρή αντίρρηση, δε θα εκφράσω την παραμικρή γνώμη! Και θα του κάνω και δέκα τεμενάδες. Δε θα τον παντρευτώ εγώ. Δε θα κοιμάμαι εγώ μαζί του. Εσύ θα κοιμάσαι μαζί του. Φτάνει, βεβαίως, να μη σε πιάσει κορόιδο –γιατί κάτι τέτοιες μυξοπαρθένες σαν και σένα πιάνονται συνήθως κορόιδα– και σου φάει την προίκα σου, και σε παρατήσει, κι έχω, όχι μόνο εσένα στην καμπούρα μου, μα και κανένα μπαστάρδικο! Ντύσου», της λέω, «και βγες έξω, να μη σε βλέπω στα μάτια μου! Κι αν δε θέλεις άντρα –γιατ΄ είσαι βεβαίως ανισόρροπη και δεν ξέρεις ούτ΄ εσύ τι ζητάς απ΄ τη ζωή σου– τότε πήγαινε και κλείσου σε μοναστήρι. Υπάρχουν μερικά ακόμα. Πήγαινε στην Κερατέα με την οσία Μαριάμ! Τράβα να καλογερέψεις σαν την Ερασμία, το μεγάλο σου πρότυπον! Σ΄ άφησε δηλαδή επίτηδες ο πατέρας σου πίσω με την εντολή να μου κάνεις τη ζωή μαύρη; Μπρος! Ντύσου! Κάνε επιτέλους ό,τι θέλεις. Αλλά πρόσεξε καλά. Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά : μη μου ξανακάνεις σύγχυση σαν τη σημερινή, και μάλιστα μπροστά στο Θόδωρο, γιατί φόνισσα Κάστρω θα γίνω και θα σε κάνω κομματάκια! Και μην ξανατολμήσεις να βγάλεις τις φωτογραφίες του πατέρα μου και της κυρα-Εκάβης απ΄ τον τοίχο του σαλονιού! Ας είναι άσκημα τα κάδρα. Ας μην είναι πια της μόδας νάχει κανείς φωτογραφίες στον τοίχο. Όσο ζω εγώ, το σπίτι είναι δικό μου! Εγώείμαι η οικοδέσποινα εδώ μέσα και θα κρεμάσω στους τοίχους ό,τι θέλω εγώ, τ΄ ακούς; Όταν παντρευτείς με το καλό και κάνεις δικό σου σπίτι, ή όταν ψοφήσω, όπως λες, και με κληρονομήσεις –κι όπως με συγχύζεις θα με κληρονομήσεις γρήγορα– να κρεμάσεις στους τοίχους σου κουδούνια!… Αλλ΄ όσο ζω εγώ κι έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θέλω να βλέπω τις φωτογραφίες των ανθρώπων που μ΄ αγαπούσαν και που, δυστυχώς, πέθαναν και μ΄ άφησαν με σένα τη στρίγγλα, για να με φας ζωντανή!» της λέω και πήγα και κρέμασα τις φωτογραφίες του μπαμπά και της κυρα-Εκάβης στη θέση τους.

Όταν τόδε, άφρισε. – «Μμ!» μου λέει. «Πρόσεξε μη σου προσβάλουν την πλύστρα την πεθερά σου». Και της λέω : – «Πλύστρα είσαι και φαίνεσαι!» Έτσι άρχισ΄ ο καβγάς μας σήμερα. «Πλύστρα είσαι και φαίνεσαι», της λέω, κι από κουβέντα σε κουβέντα, παρ΄ ολίγο νάρθουμε στα χέρια. Έγινα μπαρούτι, γιατί ξέρω ότι βρίζει την κυρα-Εκάβη επίτηδες, για να με πικάρει. Να την ακούσει, καταλαβαίνετε, ο Θόδωρος ότι λέει τη μάνα του πλύστρα, να την πιάσει απ΄ το τσουλούφι και να τη φέρει σβούρα. Και ποιος θα συγχυστεί; Ποιος άλλος από μένα κι από κείνον; Όχι, βεβαίως, η Μαρία. Τη Μαρία την τρέφει ο καβγάς, αδύνατο να ζήσει χωρίς καβγά.

Μ΄ ακόμα κι ο Θόδωρος να μην ήταν, όσο ζω, εννοώ να βλέπω τη φωτογραφία της κυρα-Εκάβης στη θέση της. Όχι επειδή είναι πεθερά μου. Ποια νύφη αγαπάει την πεθερά της; Ένας θεός ξέρει, ότι αν ζούσ’ εκείνη δε θα δεχόμουνα επ΄ ουδενί λόγω να πάρω το Θόδωρο. Μπορεί νάταν η καλύτερη φιληνάδα στον κόσμο, μα για πεθερά δεν έκανε. Αυτό ήμουνα σε θέση να το ξέρω καλύερα από κάθε άλλον. Στην ψυχική κατάσταση που είχε περιέλθει τα τελευταία χρόνια, ήταν πια ανίκανη για οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση. Δεν ήταν η παλιά κυρα-Εκάβη με τ΄ αστεία της, την πίστη της στη ζωή και τους ανθρώπους –παρά την επιφανειακή απαισιοδοξία της– η κυρα-Εκάβη, στην οποία έλεγες τον πόνο σου και σούδινε συμβουλές, όπως μόνον εκείνη ήξερε να δίνει. Όχι! Αν ζούσε τον καιρό που γύρισε ο Θόδωρος απ΄ τη Μέση Ανατολή, δε θα μου περνούσε καν η ιδέα απ΄ το μυαλό να τον πάρω και να γίνω νύφη της. Θάταν αστείο. Ασύλληπτο. Μοιραία θα μαλώναμε. Αφήστε πια το πόσο θα γελούσε ο κόσμος εις βάρος μας. Ακόμα τώρα συναντάω καμιά φορά γνωστές μου της εποχής εκείνης πούχω χρόνια να δω και μου λένε : «Για φαντάσου, βρε Νίνα, το πίστευες ποτέ σου ότι μια μέρα θα γινόσουνα νύφη της;» Και το λένε μ΄ ειρωνεία, που, αν δεν αγνοούσα όπως αγνοώ, θάπρεπε να μαλώσω μ΄ όλο τον κόσμο. Στο κάτω της γραφής, σκέφτομαι, έχουν εν μέρει δίκιο. Είναι αστείο που ήρθαν τα πράματα όπως ήρθαν, μόνο που δεν είναι αστείο με τον τρόπο που το βλέπει ο κόσμος. Ποια απ΄ όλες αυτές τις σουσούδες ήξερε την κυρα-Εκάβη; Ποια ήξερε την καρδιά της; Καμιά φορά αμφιβάλλω αν την ήξερα ακόμα κι εγώ η ίδια κι ας είχαμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι…

Μερικές την έβρισκαν διασκεδαστική. Μερικές την έβλεπαν με περιφρόνηση, όπως την έβλεπε η σνομπ η Ιουλία. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς την έκανα παρέα. Δε μου τόπε ποτέ καθαρά, αλλά μου τόλεγε μ΄ ένα σωρό περιφράσεις. «Εσύ, Νίνα μου, έχεις τόσο καλή καρδιά!» μούλεγε. «Ανοίγεις το σπίτι σου σ’ όποιον νάναι. Πάντα το λέω της Λιλίκας μου : η Νίνα έχει την καλύτερη καρδιά του κόσμου». Δε μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να προτιμάω την παρέα της κυρα-Εκάβης απ΄ τη δική της ή απ΄ της Καρούσου.

Η Μάρθα την έβλεπε σαν παλιάτσο και μια φορά μου τόπε : «Εσύ είσαι σαν τους αυτοκράτορες», μου λέει, «που είχαν τους τζουτζέδες τους». Δε μπορούσε ούτ΄ αυτή να καταλάβει, κι ας έκανε τη διαβασμένη, τους λόγους, που έκαναν καμιά φορά την κυρα-Εκάβη να φέρεται και σαν παλιάτσος –από ταπεινοφροσύνη. Η κυρα-Εκάβη τρελαινόταν να δραματοποιεί τη ζωή της, μα όσο περισσότερο τη δραματοποιούσε, τόσο περισσότερα αστεία έκανε – πάντα εις βάρος του εαυτού της, ποτέ των άλλων.

Όσο για τη θεία Κατίγκω με τη σεμνοτυφία της και τις γελοίες περί ηθικής αρχές της, ήταν φυσικό να τη βλέπει σαν την προσωποποίηση του διαβόλου επί της Γης. Κι από μια μεριά είχε δίκιο : η κυρα-Εκάβη ήταν και διάβολος. Αλλά συγχρόνως ήταν και θεός, μια αγία, και κανείς δεν είναι εις θέσιν να το ξέρει καλύτερα από μένα, που παρακολούθησα την ιστορία της ως το τέλος, που κατάλαβα την καρδιά της, όπως δεν την κατάλαβαν ούτε τα παιδιά της!…

Τα παιδιά της, πφ! Έχοντας την κόρη που έχω, είμαι σε θέση να ξέρω, ότι απ΄ όλα τα πλάσματα του θεού δεν υπάρχει ίσως κανένα σ΄ αυτό τον κόσμο, που να μας καταλαβαίνει λιγότερο από κείνα που βγήκαν μέσ΄ απ΄ την κοιλιά μας. Κι αν όλ΄ αυτά δεν είν΄ αρκετά, για να θέλω να βλέπω τη φωτογραφία της, τότε ας πούμε ότι το κάνω γιατί περάσαμε αξέχαστες μέρες μαζί. Γιατί της άνοιξα την καρδιά μου, όπως δεν τόχα κάνει ούτε στη μάνα μου. Γιατί, έχοντας πικράν πείρα απ΄ τη δική της την κόρη κι απ΄ όλα της τα παιδιά (γιατί κι η Πολυξένη δεν της φέρθηκε στο τέλος καλύτερα απ΄ την Ελένη), ήταν η μόνη απ΄ τους συγγενείς και τους φίλους μου, που με συμπονούσε απ΄ τα βάθη της καρδιάς της. Η μόνη που συμμεριζόταν και καταλάβαινε τον καημό μου και την πικρία πούνιωθα για την κακιά τύχη που είχα – να κάνω παιδί-τέρας!…- 
Εκδόσεις Εξάντας 1987, σ. 9-16.

Κι έχουμε πόλεμο!

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή Το τρίτο στεφάνι (1962). Μεταφέρει την εμπειρία της έκρηξης του πολέμου του 1940 από την πλευρά μιας αθηναϊκής οικογένειας. Η Νίνα, μία από τις δύο κεντρικές «φωνές» του μυθιστορήματος, αφηγείται τις πρώτες αντιδράσεις προσώπων του στενού οικογενειακού και φιλικού της περιβάλλοντος με αμεσότητα, συγκίνηση και χιούμορ, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ολοζώντανη εικόνα της ιστορικής στιγμής.

Η Κασιμάτη είχε περισσότερο κόσμο από κάθε άλλη χρονιά, κι όπως ήταν επόμενο, οι άντρες άρχισαν τα πολιτικά. O ξάδερφος του Κασιμάτη, ο Λέων (τον λέγαμε «ο βασιλεύς των ζώων»), που δούλευε στο Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού, μας βεβαίωνε πως είχαν βρει κομμάτια της τορπίλας κι ότι ήταν ιταλικής κατασκευής, μα ο Αντώνης δεν εννοούσε επ' ουδενί λόγω να το παραδεχτεί. Θεός σχωρέσ' τον, ήταν τρομερά φανατικός κι ισχυρογνώμων. Έλεγε πως οι Άγγλοι είχαν χρησιμοποιήσει ιταλική τορπίλα, για να στρέψουν την ελληνική κοινή γνώμη εναντίον του Άξονος και να μας βγάλουν στον πόλεμο, όπως είχαν κάνει στον Πρώτο Πόλεμο. «Αν θέλει ο Χίτλερ την Ελλάδα», έλεγε, «δε χρειάζεται να βάλει τους Ιταλούς να την πάρουν. Έρχεται και την παίρνει μόνος του. Oι Γερμανοί δεν πρόκειται να μας πειράξουν, είναι φιλέλληνες. Στα σχολεία τους μαθαίνουν απέξω τον Όμηρο και τον Πλάτωνα», και ούτω καθεξής, ως τις έντεκα το βράδυ. «Πάψε επιτέλους», του λέω, «δεν καταλαβαίνεις ότι ερεθίζεις τα νεύρα σου και θα θέλεις διπλή δόση υπνωτικό για να κοιμηθείς; Δε θα το πάρεις ποτέ χαμπάρι ότι η καρδιά σου είναι τρομερά αδύνατη;». Μόνο για ένα πράμα ήταν όλοι τους σύμφωνοι: ότι αργά ή γρήγορα θα 'βγαινε και η Ψωροκώσταινα* στον πολεμο, πάει, δεν τη γλιτώναμε, ήταν αυτή η άτιμη η γεωγραφική μας θέση. Είμαστε, βλέπεις, σαν μια γέφυρα μεταξύ ανατολής και δύσεως, είν' αδύνατον να μείνουμε ουδέτεροι.

Μα κανένας μας δεν το περίμενε τόσο γρήγορα. Όταν το πρωί εκείνης της Δευτέρας ακούσαμε τις σειρήνες, δεν πιστεύαμε στ' αυτιά μας. «Ξύπνα», λέω του Αντώνη, «έχουμε συναγερμό!» «Άσε με ήσυχο», μου λέει, «άσκηση θα 'ναι!». Και γύρισε απ' την άλλη μεριά. Κάθε φορά που έπαιρνε αποβραδίς υπνωτικό, δεν ξυπνούσε εύκολα. «Δεν είναι άσκηση», του λέω, «το ένστικτό μου δε με γελάει ποτέ εμένα!» Κάθε φορά που ήταν να γίνει άσκηση μας ειδοποιούσαν εκ των προτέρων διά του Τύπου. «Εδώ είσαι κι εδώ 'μαι», του λέω, «είναι συναγερμός κι έχουμε πόλεμο!». Και πετάγομαι απ' το κρεβάτι, τρέχω στο παράθυρο του σαλονιού, και βλέπω τη γειτονιά στο ποδάρι. Από μακριά έφτανε ο βόμβος αεροπλάνων. «Μας κήρυξ' η Ιταλία τον πόλεμο! O θεός να βάλει το χέρι του! Ξύπνα τη Μαρία!» λέω της Μαριέττας. Τα 'χε κι αυτή χαμένα. «Ξύπνα την και πες της να ντυθεί αμέσως! Μπορεί να χρειαστεί να πάμε στο καταφύγιο». «Θα πάτε στο καταφύγιο;» φωνάζω της Νότας. Μα δεν ήξερε. Κανείς μας δεν ήξερε τι να κάνει και πού να πάει. Πανικοβληθήκαμε. Νομίζαμε πως έφτασ' η Δευτέρα Παρουσία. O Αντώνης καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, με μια κάλτσα στο χέρι, αφηρημένος. «Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;» του λέω. «Να σου δώσω τις σταγόνες σου;» Κι όπως στεκόμουνα στη μέση του χολ σαν χαμένη, κρατώντας το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια, μην ξέροντας προς τα πού να στραφώ, έρχετ' η Μαριέττα και μου λέει: «Oυ Μπούφους* δεν ξυπνάει! Πήγα να τ'ν ξεσκεπάσου και μ' πάτ' σε μια κλουτσιά…» Κι άρχισε να κλαίει. Είχε κι αυτή η δόλια τρεις αδερφούς, οι δυο υπηρετούσαν ήδη στο Ναυτικό, ο άλλος ήταν κληρωτός* του '41, θα πήγαινε απ' τους πρώτους. Πρέπει να τη στείλουμε αμέσως στην Άντρο, είπα με το νου μου, η θέση της είναι κοντά στη μάνα της και στον πατέρα της, δεν μπορώ να την κρατήσω εδώ, είναι μεγάλη ευθύνη. Κι έξω φρενών, τρέχω στο δωμάτιο της κόμησσας*, την αρπάζω απ' το τσουλούφι, και της λέω: «Παλιοκόριτσο! Ώστε ούτε η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι αρκετή για να σε βγάλει απ' τη νάρκη σου, ε; Τσακίσου και σήκω αμέσως, γιατί σήμερα θα 'ναι το τέλος σου!» Και πάω να την ξεσκεπάσω, και μου δίνει και μένα μια κλοτσιά. Της πατάω τότε μια στριφτή τσιμπιά, της δίνω δυο ανάποδες, και της λέω: «Να! Για να μάθεις να κλοτσάς τη μάνα σου! Τι σου πέρασ' η ιδέα, οτι είμαι κυρα-Εκάβη να κάτσω να τις φάω απ' την κόρη μου; Θα πάμε στο καταφύγιο και συ κάτσ' εδώ να ψοφήσεις, να γλιτώσω επιτέλους απ' την κακή φύτρα του Φώτη!…»

Μα τη στιγμή που 'βγαινα απ' το δωμάτιό της, χτύπησαν οι σειρήνες λήξη. Το τέρας! σκέφτηκα. Για κάτι αναίσθητους σαν κι αυτήν είναι ο κόσμος. Και πάω μέσα και βλέπω έναν Αντώνη μεταμορφωμένο ως διά μαγείας, έναν άλλο Αντώνη. Στεκόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού και μιλούσε με τον Κουκή, τον άντρα της Νότας. «Θα τους δείξουμε! Θα τους ράνουμε! Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα!» φώναζε. Μμ, είπα με το νου μου, αυτός είναι που προχτές ακόμα έλεγε πως ο Χίτλερ δε θ' άφηνε το Μουσολίνι να χτυπήσει την Ελλάδα; Μα φυσικά δεν έβγαλα άχνα. Δόξαζα το Θεό που το πήρε έτσι το πράμα. Πλησίασα κι εγώ στο παράθυρο κι άκουγα με συγκίνηση τα εμβατήρια που 'παιζε το ραδιόφωνο. Για πρώτη φορά συγχωρούσα τη Νότα που το είχε στη διαπασών:
Αεροπόρος θα γινώ, τη γη να μην αγγίζω
να 'μαι ψηλά στον ουρανό, τα σύννεφα να σχίζω…


Τα μάτια του Αντώνη ήταν γεμάτα δάκρυα. «Θα πάω», μου λέει, «ν' αγοράσω ένα ραδιόφωνο! Γιατί δηλαδή να 'χει ο Κουκής ραδιόφωνο και να μην έχουμε εμείς;…» Δε νομίζεις, πήγα να του πω, ότι είναι έξοδο περιττό, ότι δεν είναι καιρός να πετάμε λεφτά για τέτοια πράματα; Μα κρατήθηκα. «Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις», του λέω, «απ' τη δική σου τσέπη θα βγουν…» «Αχ, μωρέ Νίνα», μου λέει, «και τι δε θα 'δινα να 'μουνα άλλη μια φορά νέος». Παρά λίγο να δακρύσω κι εγώ. Τον άφησα και πήγα στην κουζίνα να κάνω κάτι, για ν' απασχολήσω το μυαλό μου. Αποβραδίς είχε φέρει μια οκά* κάστανα, τα πρώτα κάστανα εκείνης της χρονιάς, και τα 'βαλα να τα βράσω. Όσο ζήσαμε, ζήσαμε, έλεγα με το νου μου, όσο χαρήκαμε, χαρήκαμε, αποδώ και πέρα… Μα δεν μπορούσα, ούτε ήθελα να φανταστώ το μέλλον.

Πάνω στην ώρα έφτασε κι η κυρα-Εκάβη, φρέσκια φρέσκια και κεφάτη. «Αχ, βρε κυρα-Εκάβη», της λέω, «τι θα γίνουμε; Πού θα πάμε;» «Ε», μου λέει, «πόλεμος είναι θα περάσει, ούτ' ο πρώτος, ούτ' ο τελευταίος. Δε με πειράζουν εμένα τέτοια πράματα, άλλα με πειράζουν». «Και δεν τρόμαξες», της λέω, «όταν άκουσες τις σειρήνες;» «Μπα! Το 'ξερα πριν χτυπήσουνε και το περίμενα. O Θόδωρος ήταν χτες νυχτερινός στην εφημερίδα, και την ώρα που 'τοιμαζότανε να φύγει να 'ρθει στο σπίτι να κοιμηθεί, τους τηλεφώνησαν τα νέα απ' το υπουργείο. Μα δεν άντεχε να μείνει. Ήταν πτώμα το καημένο το παιδί απ' την κούραση και το ξενύχτι. Ήρθε στο σπίτι και μας τα 'πε, κι ύστερα κουκουλώθηκε στο κρεβάτι του και μου λέει: “Μαμάκα, μη με ξυπνήσετε ακόμα και να πέφτουν μπόμπες!” Κι όπως είναι κουφός απ' το έν' αυτί, δεν άκουσε ούτε τις σειρήνες». «Μα το καταλαβαίνεις», της λέω κατάπληκτη με την ψυχραιμία της, «ότι θα μας ρίξουν ασφυξιόγονα*; Το ξέρεις ότι θά 'ρθουν να μας πάρουν τα σπίτια μας και τα κορίτσια μας;». «Δεν είσαι με τα καλά σου», μου λέει, «χρωστάς της Μιχαλούς*, κι είσαι και διαβασμένη! Έτσι λέγαν και στον άλλο πόλεμο και μας τρομοκρατήσανε τζάμπα και βερεσέ. Όσο για τα κορίτσια» (και στράβωσε το στόμα της) «μη φοβάσαι και δεν παθαίνουν τίποτα. Αν δεν κουνήσουν κι εκείνα την ουρά τους, δεν τα πειράζει κανένας. Κι οι Ιταλοί άνθρωποι σαν και μας είναι, δεν είναι θηρία της ζούγκλας…».

«Τι ανάγκη έχει», μου λέει η θεία Κατίγκω, όταν ήρθε σε λίγο και της τα 'λεγα. «O ένας της γιος είναι κουφός, ο άλλος στη φυλακή, κι ο γαμπρός της είναι γιατρός, κάπου θα χωθεί. Αλίμονο στα δικά μας τα παιδιά!» O Τάκης είχε μετατεθεί σ' ένα μικρό αντιτορπιλικό, ο Πέτρος έκανε τη θητεία του έξω απ' την Κοζάνη, μέσα στη φωτιά. «Αλίμονο στα δικά μας τα παιδιά», μου λέει, κι έβαλε τα κλάματα. Σε λίγο ήρθ' ο Άκης γυρεύοντας τη γιαγιά του. «Ήρθε κι έφυγε», του λέω. «Καλώς το στρατηγό!» του λέει ο Αντώνης μόλις τον είδε. Φορούσε τη στολή της ΕOΝ*. «Άντε να δούμε», του λέει, «πόσους Ιταλούς θα καθαρίσεις. Σας δώσανε τουφέκια ή ακόμα;» Το πρωί είχε πάει στο σχολείο και τους έδιωξαν. Τα μαθήματα διεκόπτοντο μέχρι νεοτέρας διαταγής. «Για του Μπούφου έφεξε!»* μου λέει η Μαριέττα. Γύρισε λοιπόν στο σπίτι, φόρεσε τη στολή του και πήγε στον υποτομέα του. Τους έβαλαν στη γραμμή και τους έβγαλε ο τομεάρχης τους λόγο. Κακόμοιρα παιδιά! έλεγα με το νου μου, ακούγοντάς τον να μας περιγράφει με παιδικό ενθουσιασμό πώς είχαν στολίσει τον υποτομέα με χάρτινες σημαίες κι εικόνες των ηρώων του '21. Τι έχουν να δουν τα μάτια σας, σε τι ανάποδα χρόνια γεννηθήκατε και σεις… «Καλά που είναι κι η σημαία μας στο κοντάρι», λέω της Μαριέττας. Την είχαμε κρεμάσει για του Αγίου Δημητρίου και δεν την είχαμε κατεβάσει ακόμα. «Τουλάχιστον», της λέω, «δε χρειάζεται ν' ανεβαίνεις να κρεμάς σημαίες, ουδέν κακόν αμιγές καλού». Και ξαφνικά είδα έκπληκτη κι εγώ η ίδια, πως είχα ξαναβρεί την ψυχραιμία μου και το συνηθισμένο μου χιούμορ. Ωχ, αδερφέ! σκέφτηκα. Όπου όλος ο κόσμος, και μεις. Αφού το πήρε τόσο καλά ο Αντώνης, δε με νοιάζει για τίποτα.

Κ. Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, Εξάντας

http://ebooks.edu.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑΝ

Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δεν θα σε δω να φεύγεις
ή να ΄ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς

αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό

Τασία – έναν καφέ παρακαλώ

αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν

η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών

Τασία – παρακαλώ έναν καφέ

Θ’ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται η φράση σ’ α γ α π ώ
αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή

λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου

εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου

ο καφές σας κύριε

η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι

και είναι λ έ ε ι ποιητής

μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά

η ποίηση φίλε πέθανε

η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μ’ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής
ναι είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο

η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών

βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφ’ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΖΩΗ!

σου ΄λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σ’ ένα καλάμι θα ΄δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου

για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό
δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών

οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μ’ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα

πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT

φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
σιωπητήριο

ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει

φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας

μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α

ο κύριος είναι κίναιδος

αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ

Άνθρωπος

ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο

στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός

ο κύριος είναι κίναιδος

ά ν θ ρ ω π ο ς

χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τ’ αρνιέμαι

μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών

μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες
σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο
δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω

αντίο σας

φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τ’ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απ’ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές

δεν έχεις πια καμιά ελπίδα

δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απ’ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απ’ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απ’ τη ζωή
είμ’ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος
θ’ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες

κάτω απ’ τις ρόδες είν’ ο θάνατος
πάψε
δεν θέλω να σ’ ακούω
θα σ’ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στ’ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω

έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας

μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί

τι ωραία που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απ’ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο

μα ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θ’ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!


ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

«Λοιπόν γελώ πολλές φορές κλαμώντα
τους με μισούσι να γελούν θωρώντα…»

(Κυπριακό δημοτικό τραγούδι)

Δεν με σκοτίζει τι θα πουν πια ή τι θα πω
κι αν επιστρέψεις σύντομα απ’ το ταξίδι αυτό
που τόσο ακόμα θα κρατήσει
θα βρεις έναν Ταχτσή
ελαττωμένον κατά το ήμισυ

εσού απόντος
ήρθαν δίσεκτες χρονιές
δριμύτερους χειμώνες κανένας δεν θυμήθηκε – και όχι
απ’ την συνήθη εξιδανίκευση του παρελθόντος

τα μάτια μου τα χάρισα για να μπολιάσουν καστανιές

«Θυμάμ’ εκείνη τη βραδιά
που βγήκαμ’ απ’ το σινεμά…»

στάθηκες και μ’ αγόρασες ένα χωνάκι κάστανα…
εκείνοι που μ’ αγάπησαν δεν τραγουδάνε πια
τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι

δεν ξέρω αύριο τι μας περιμένει

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΙΓΩΤΕΡΑ, ΕΙΝ’ Η ΩΡΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ

συγγνώμη σας ζητώ, ω συγγνώμην
μα σ’ έναν τόπον σαν κι αυτόν! Καταλαβαίνετε…
είν’ το βραδάκι έτσι γλυκό!
σφύριζα κάποιο τραγουδάκι, και σκεπτόμουν –
πως όλα πια τα βάλαμε στο υποκοριστικό

μα έχουν κι οι νεκροί κάποιο σκοπό!

ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΚΥΡΙΕ – ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ!

συγγνώμην – ήθελα να πω – αυτός ο λόφος πέρα
και το κίτρινο φεγγάρι από πάνω του –

στις στέγες των σπιτιών παραμονεύουνε
ώρα την ώρα οι Σειρήνες να περάσει
ο Οδυσσέας στο αεροπλάνο του –

κι αυτό σωστό. Κι αυτό πολύ σωστό
το είχα προς στιγμήν ξεχάσει
μα σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν!
σας καληνύχτισα λοιπόν
εγώ
πηγαίνω τώρα στο «Βυζάντιο» να σιωπήσω
σας το υπόσχομαι: ποτέ, ποτέ πια δεν θα τραγουδήσω
θα κάτσω σ’ ένα τραπεζάκι
και θα ζητήσω από το Μπάμπη ένα νεράκι

τώρα
το τάβλι και τα πούλια
ο Αυγερινός, ο Θόδωρος κι ο Χρήστος

γεια σας!

α, τέρατα!

τα χείλια σας και τα κατάμαυρα μαλλιά σας!
δεν θέλω πια να μου μιλάτε
το βλέπω μ’ αγαπάτε, μ’ εκτιμάτε,
προωθείτε τα συμφέροντά σας

α, πουλημένοι!
έναν καφέ – ένα πουκάμισο – ευχαρίστως!
μα είν’ η καρδιά μου αλλού δοσμένη
κι όμως το ξέρεις
ότι σε λίγο θα κυλήσεις
σαν τη μπαλίτσα του μπιλιάρδου

το ξέρω
θα ρίξω πάλι ζάρια και θα φέρω –

ΣΙΩΠΗ

την ημέρα των νεκρών –

καλά – θα πάψω
τώρα το βλέπω καθαρά: ό,τι κι αν γράψω
δεν ωφελεί πια ό,τι κι αν κλάψω

τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι

μονάχα ο Ιωσήφ
απάνω - κάτω
αδημονεί

βρήκανε ψύλλους μες στη φάτνη

υπομονή
η ώρα του είναι: όπου να ΄ναι θα φανεί
ο μέγας σοφιστής μας: είναι ή όχι
απατεών
θα τον ρωτήσουμε, ο συντάκτης
του ωροσκοπίου στη «ΒΡΑΔΥΝΗ»…

τι ησυχία που ακολουθεί
τι ησυχία

και μόνο το «Βυζάντιο» ξαγρυπνεί
σαν ένοχη συνείδηση

αυτή η φοβερή μανία της αυτοκρατορικής –
θέλω να πω: AY – TO – KA – TA – ΣΤΡΟ – ΦΗΣ

θα βγάλω μια φωτογραφία της στιγμής

καρδιά!
ποτέ δεν είχες φωτογένεια

μα τώρα πια δεν έχει σημασία
λίγο νεράκι φέρε μου βρε Μπάμπη – όχι υγεία

μάθετε ν’ αποφεύγετε τους διανοούμενους

αυτός εδώ είν’ ανδροπρεπής και μουσικοσυνθέτης
του λόγου του πρώην ποιητής
νυν χαρτοκλέπτης

α, λεονταράκι μου, ήσουνα, λέει, κομμουνιστής
μα υπέγραψες τη δήλωση

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΥΣ

μ’ έπιασε πάλι εκείνη η ζάλη

κάτι στο χέρι δώστε μου, κάτι στο χέρι
να μην αρπάξω την καρέκλα απ’ το ποδάρι
και του τη φέρω στο κεφάλι

μη με κοιτάτε

ΣΑΣ ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ

τίποτα πια μη με ρωτάτε
δεν ξέρω αν θα ξαναβγεί το φεγγάρι

έχω κομάρα – κι είν’ αργά

θα φύγουν ένα ένα τα γκαρσόνια
ο ιδιοκτήτης έμεινε να κατεβάσει τα ρολά

τι ησυχία που ακολουθεί
τι ησυχία…κι αυτό το Σύνταγμα
σαν να νην είναι πια πλατεία








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου