Τι λάθεψε δεν ξέρω κι ο δρόμος
κόπηκε στη μέση, χωρίς προειδοποίηση,
δίχως μια σήμανση, δίχως έναν σπαραγμό.
Το βήμα μετέωρο έμεινε κι άνοιξη που έφυγε
δε θα κατοικήσει ποτέ ξανά εδώ.
Ένα τούνελ με χέρια έσκαψα,
φανάρια μπλε του έβαλα να φέρνει σ’ ουρανό.
Το μαράζι πήγε κρύφτηκε σε ευαίσθητο υλικό.
Οι μοίρες που με βλέπανε, από πάνω ιστό υφαίνανε
Άκοπο, γερό.
Να ξέρεις δε φοβήθηκα, χωρίς να ξέρω έπεσα σε δίχτυ μαλακό.
Τότε τις χαμογέλασα, δώρα αγάπης έταξα
να με αφήσουν να τελειώσω το έργο μου αυτό.
Κι εκείνες με μιας πειστήκανε, σαν όνειρο φανήκανε,
μου χτύπησαν την πλάτη και μου 'παν πως δεν ήρθανε
για τον κακό σκοπό.
Ο αποχωρισμός παράπονο απ’ το ιδεατό.
Σιγά κι αργά το έφτιαξα τον δρόμο μου εγώ.
Κι όσοι μ’ αγάπη ήρθανε, αντάμα τους με είχανε
και φτάσαμε σε τόπο ευωδιαστό.
Λουλούδια πως ανθίζουνε, χαμόγελα φωτίζουνε
τ’ ονόμασα, να ξέρεις, συγκέρασμα ψυχών...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου