Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (Ηράκλειο Κρήτης, 8 Μαρτίου 1881 - Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1962) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και συγγραφέας.
Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Η μόρφωσή της προήλθε από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τη φοίτησή της σε γαλλικό σχολείο. Το 1911 παντρεύτηκε το Νίκο Καζαντζάκη, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το Μάρκο Αυγέρη. Ιδεολογικά εντάχτηκε από νεανική ηλικία (γύρω στο 1920) στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Πέθανε μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον που δημοσίευσε στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περιοδικού Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα Γυναίκες σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση της Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και στόχο την απομυθοποιητική (ομολογουμένως μονομερή) απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της.
ΚΕΙΜΕΝΑ
Το άσχημο βασιλόπουλο
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν.
Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
– Τί θα γίνει ο θρόνος μας σαν πεθάνομε; Ποιος θα κυβερνήσει το λαό μας; ποιος θα μας γεροκομήσει; Κανείς!
Και ήταν πάντα θλιμμένοι και απαρηγόρητοι.
Επειδή όμως ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, προσπαθούσαν να κρύβει ο ένας από τον άλλο τον καημό του.
Όταν η βασίλισσα έβλεπε θλιμμένο τον άντρα της, του έλεγε:
– Έχουν και τα παιδιά τα βάσανά τους, βασιλέα μου πολυχρονεμένε. Όποιος δεν έχει, τον παιδεύει ένας καημός, μα όποιος έχει, τον παιδεύουν πολλά. Λίγο το ’χεις να έχομε ένα παιδί, και όλο να μας κρατά ο φόβος μη μας αρρωστήσει και το χάσομε;
Και σα να λες ο βασιλιάς παρηγοριόταν.
Από μέσα της όμως αναστέναζε η βασίλισσα και συλλογιζόταν: «Άμα λείπει το παιδί από το σπίτι, όλα λείπουν. Το παιδί είναι το στολίδι του σπιτιού. Είναι ό,τι είναι το αηδόνι την άνοιξη, ό,τι είναι το λουλούδι στον κάμπο. Αν σωπάσει το αηδόνι και δεν ανθίσει το λουλούδι, τι θα είναι; Μια ερημιά θ’ απλωθεί στη γη. Έτσι είναι και το σπίτι δίχως το γέλιο του παιδιού».
Και πάλι, σαν έβλεπε ο βασιλιάς τη βασίλισσα κλαμένη και καταλάβαινε την αφορμή, της έλεγε:
– Αχ, βασίλισσά μου, καλά είναι τα παιδιά, μα να βγουν καλά και άξια· μα αν βγουν κακά και στραβοκέφαλα;
Και περνούσαν τα χρόνια.
Είχαν γεράσει πια οι βασιλιάδες, μα ο καημός τους δε γιατρευόταν. Αχ, να είχαμε ένα παιδί! Αχ, να είχαμε ένα παιδί! ήταν ο αναστεναγμός τους μέρα νύχτα.
Ώσπου, από τα πολλά τα παρακάλια, τους άκουσε κάποτε η Μοίρα τους και κίνησε να τους βρει.
Ήταν μια γριούλα καμπουριασμένη, με άσπρα μαλλιά, που ακουμπούσε στο ραβδάκι της και πήγαινε σιγά σιγά.
– Σας ακούω, τους είπε, χρόνια να παραπονιέστε, και είπα να σας κάμω τη χάρη. Έπειτα από ένα χρόνο θα έχετε ένα γιο.
Να το ακούσει αυτό το αντρόγυνο, πήγε να τρελαθεί από τη χαρά του.
– Θα σας δώσω ένα γιο, εξακολούθησε η Μοίρα, μα απομένει να μου πείτε ποια χαρίσματα θέλετε να έχει. Ό,τι μου ζητήσετε, θα γίνει.
– Ναι είναι χίλια τα χρόνια του, και πάλι να μη λιγοστεύουν! είπε η βασίλισσα.
– Αυτό δε γίνεται, αποκρίθηκε η Μοίρα, μα όσο για πολύχρονος, θα είναι.
– Να γίνει παλικάρι! ζήτησε ο βασιλιάς. Να μη φοβάται τον κίνδυνο και ν’ αγαπά τη χώρα και το λαό του.
– Θα γίνει! έκαμε η Μοίρα.
– Να είναι καλός! παρακάλεσε η βασίλισσα. Η καρδιά του να είναι ανοιχτή σε όλους τους πόνους και τα βάσανα. Ν’ αγαπά τους ταπεινούς και τους δυστυχισμένους.
– Όλα όσα ζητήσατε θα του δοθούν. Τώρα εγώ πάω, θέλετε άλλο τίποτα;
– Καλή μας Μοίρα, όχι, δε ζητούμε τίποτ’ άλλο. Σαν είναι ο γιος μας πολύχρονος και γενναίος, άξιος και δοξασμένος, και ακόμη έχει πονετική καρδιά, τι άλλο θέλει;
– Καλά, είπε η Μοίρα κι έφυγε.
Μα δεν ήταν καλά καλά βγαλμένη από το παλάτι, και η βασίλισσα σηκώθηκε βιαστική κι έστειλε τρεχάτο έναν υπηρέτη να γυρίσει τη Μοίρα πίσω.
– Βασιλιά μου! κάμαμε ένα μεγάλο λάθος. Όλα τα ζητήσαμε για το γιο μας, και ένα, μπορεί το πιο καλύτερο, το ξεχάσαμε.
– Τι ξεχάσαμε; ρώτησε ο βασιλιάς ανήσυχος.
– Ξεχάσαμε να ζητήσομε να γίνει πεντάμορφο το βασιλόπουλο, σαν όλα τα βασιλόπουλα.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε η Μοίρα σιγά σιγά, ακουμπώντας στο ραβδάκι της.
– Καλή μας Μοίρα, έλεος! Ξεχάσαμε να δώσεις και την ομορφιά στο βασιλόπουλο, είπε η βασίλισσα.
– Βασιλιά και βασίλισσα, αποκρίθηκε η Μοίρα, αυτό που ζητάτε δε γίνεται. Ό,τι έγινε, έγινε. Το ριζικό του κλείστηκε πια και δεν αλλάζει.
Η βασίλισσα στα λόγια τούτα έβαλε τα κλάματα και ο βασιλιάς, μόλο που δεν έδινε και πολλή σημασία στην ομορφιά του κορμιού, ήταν και αυτός καταστενοχωρεμένος.
– Ακούστε, είπε η Μοίρα. Να προσθέσω δεν μπορώ πια τίποτα. Μπορώ όμως ένα χάρισμα, όποιο μου πείτε, να το αλλάξω με την ομορφιά.
Η βασίλισσα ώσπου ν’ ακούσει πάλι τούτη την καλοσύνη της Μοίρας, έπεσε στα γόνατά της και την ευχαριστούσε.
– Καλή μου Μοίρα! Καλή μας Μοίρα, έλεγε.
– Μα κάνετε γρήγορα, ξαναείπε η Μοίρα· ό,τι γίνει, να γίνει, γιατί με περιμένουν και αλλού. Ν’ αλλάξω τα πολλά χρόνια που του έδωσα με τη ομορφιά; Να γίνει πεντάμορφο μα λιγόχρονο;
Η βασίλισσα ανατρίχιασε, και ο βασιλιάς το ίδιο.
– Ο Θεός φυλάξει! φώναξαν και οι δυο μαζί.
– Ν’ αλλάξω την παλικαριά του με την ομορφιά;
– Όχι ποτέ! φώναξε ο βασιλιάς. Να γίνει φοβιτσιάρης; Και τότε, τι τη θέλει την ομορφιά;
Και συμφώνησε η βασίλισσα μαζί του.
– Ν’ αλλάξω τότε την καλοσύνη του με την ομορφιά· να είναι όμορφος, μα σκληρόκαρδος και άπονος.
– Όχι! όχι! χίλιες φορές όχι, έκαμε η βασίλισσα και έβαλε τα κλάματα.
Και ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος.
Τότε η Μοίρα, άμα είδε πόσος ήταν ο πόνος τους, τους ψυχοπόνεσε και τους μίλησε έτσι:
– Τούτο μπορώ να κάμω μόνο: Το παιδί σας μια φορά θα γίνει άσχημο. Μα η ασχήμια του θα είναι μαγεμένη. Όποιος το αγαπήσει το βασιλόπουλο, θα το βλέπει πεντάμορφο. Θα το βλέπει να έχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος. Όποιος το αγαπήσει, έτσι θα το βλέπει.
– Και γίνεται αυτό; ρώτησε το βασιλικό αντρόγυνο.
– Γίνεται. Δέχεστε;
– Δεχόμαστε, καλή μας Μοίρα, και προσκυνούμε τα πόδια σου.
Κι έσκυψαν ίσαμε τη γη. Όταν σηκώθηκαν, δεν είδαν πια τη Μοίρα, είχε χαθεί από μπρος τους.
Και αλήθεια, κιόλας έπειτα από ένα χρόνο γεννήθηκε ένα παιδί πολύ άσχημο.
Αλλά ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα δεν το έβλεπαν πως ήταν άσχημο, γιατί ήταν παιδί τους και το αγαπούσαν. Έλεγε λοιπόν η βασίλισσα σκυμμένη απάνω από την κούνια του παιδιού:
– Είδες, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, η Μοίρα μάς χωράτεψε. Για να μας τρομάξει, μας είπε πως το παιδί μας θα γινόταν άσχημο.
– Αυτό βλέπω κι εγώ, απαντούσε ο βασιλιάς, και γελούσαν για το χωρατό της καλής Μοίρας.
Και το παιδί μεγάλωνε· και όσο μεγάλωνε, η ασχήμια του γινόταν πιο φανερή.
Αλλά κανείς δεν το έβλεπε. Γιατί όλος ο κόσμος το αγαπούσε το βασιλόπουλο. Και αυτό, γιατί το βασιλόπουλο ήταν καλό. Αγαπούσε όλο τον κόσμο, και όλο έκανε καλοσύνες.
Κανένας πια δεν πρόσεχε την ασχημιά του. Και όχι μόνον αυτό, παρά το έβρισκαν και όμορφο. Τόσο που η φήμη του δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα. Και η φήμη έλεγε πως είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος.
Όλοι το αγαπούσαν το βασιλόπουλο.
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης και Ελλη Αλεξίου, 1941
Πίσω από τη βιτρίνα (απόσπασμα)
[…]
Μόλις ο κυρ Θόδωρος έφτασε το μεσημέρι σπίτι του, φορτωμένος το δίχτυ με τα ψώνια, πήγε ίσια στο εργαστήρι της γυναίκας του και από την πόρτα τη ρώτησε σα ν’ ανυπομονούσε:
«Ε, το λοιπόν τι απόγινε, τέλειωσε, Ερασμία;»
Η Ερασμία, που έραβε στη μηχανή, τα κορίτσια είχαν φύγει, σταμάτησε το γάζωμα, σήκωσε το κεφάλι και τ’ αποκρίθηκε γελαστή:
«Εν τάξει, Θόδωρε, τέλειωσε».
«Μπράβο... Δόξα σοι ο Θεός».
«Ήρθε να μου το πει, και βγήκε. Όπου να ‘ναι έρχεται».
«Έφερα μπριτζόλες χοιρινές... αλλά μη σηκώνεσαι, θα τις φτιάξω εγώ... κάνε τη δουλειά σου...»
«Όχι, εγώ θα τις φτιάξω. Να ξεμουδιάσουν και τα πόδια μου. Από το πρωί κάθομαι».
Και τράβηξαν μαζί στην κουζίνα.
«Πώς φαινόταν; Ήτανε ευχαριστημένος;» εξακολούθησε να τη ρωτά ο κυρ Θόδωρος αδειάζοντας το δίχτυ, ενώ η Ερασμία έβαζε την ποδιά της κουζίνας κι ανασκούμπωσε τα μανίκια της.
«Ευχαριστημένος; Όχι. Αυτό, μου είπε, γένηκε για τον τύπο. Τίποτα άλλο».
«Σωστά». Σώπασαν κι ύστερα από λίγο ξαναρώτησε: «Ούτε είπε αν θα μας αφήκει να πάει με τον πατέρα του;»
«Να μας αφήκει;» Κι η Ερασμία ένοιωσε σαν διά μιας η καρδιά της να ‘παψε να δουλεύει, και κόπηκαν τα γόνατά της. Να τους αφήκει; Μα ναι, πώς δεν το συλλογίστηκε; Σωστά. Τώρα μπορούσε μια χαρά να τους αφήκει. Τώρα έχει τον πατέρα του, τον παντοδύναμο κομματάρχη, με το τρανό συγγενολόι και το μεγάλο όνομα... Να βρει κοντά του όσα στερήθηκε. Να προχωρέσει στην κοινωνία, με τα μέσα που διαθέτει η φαμελιά του πάππου προς πάππου...[...]
Και τότε άρχεψαν να κυλούν τα δάκρυά της εκεί καθώς έπλενε τα πιάτα. Γιατί στάθηκε τόσο άτυχη; Άτυχη; Άτυχη γιατί ο γιος της δε θα ‘ναι […], χωρίς όνομα, χωρίς θέση στην κοινωνία; Άτυχη, γιατί θα μπορέσει να προχωρέσει στη ζωή; Ώστε έτσι ήθελε; Να πληρώσει ο Γιωργάκης τις δικές της αμαρτίες; Γιατί πήγε ν’ αγαπήσει ένα αρχοντόπουλο, αυτή η μοδιστρούλα, το φτωχοκόριτσο; Έλπισε ποτέ να την κάμει γυναίκα του ο Σαρρής; Κι ό,τι γένηκε σήμερα δεν είναι από τις μεγαλύτερες χαρές απ’ όσες μπορούσε να περιμένει;
...Θυμάται τα περασμένα... Θυμάται την πίκρα της εγκατάλειψης... την απονιά του... τη σκληρότητά του... Όνειρα της νιότης... σκέδια για το μέλλον... όλα ήρθε σαν το ληστή και της τα ρήμαξε... Την αποζημίωσε ο Γιωργάκης... Θυμάται το μαιευτήριο, όταν για πρώτη φορά πήρε το μωρό στην αγκαλιά της... Ντροπή, μετανοιωμός, πίκρες, όλα διαλύθηκαν... Θυμάται όταν βγήκε από την πόρτα, και είδε το ανοιξιάτικο πρωινό, όλο φως, και την πλατειά λεωφόρο. Τι όμορφος της φάνηκε ο κόσμος και, πόσο πλούσια και γλυκειά η ζωή... Είχε τη δουλειά της... Δεν είχε κανένα ανάγκη... κι όταν ύστερα από λίγα χρόνια παρουσιάστηκε και τούτος ο άγιος άνθρωπος και τη ζήτησε. Ήθελε να φτιάξει σπιτικό, να νοικοκυρευτεί... δε μπορούσε πια να ζει μαγκούφης και μοναχός... κι αγάπησε το Γιωργάκη, και ο Γιωργάκης τον αγάπησε και ζούσανε ευτυχισμένοι κι οι τρεις...[…]
(Κρίσιμες στιγμές, Αθήνα, 1953)
«Άρρωστη Πολιτεία»
(2010), Αθήνα, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»
«Ποτέ δυστυχία δεν παρουσιάστηκε με τραγικότερη όψη. Ανθρώπους να μιλούν με όμοιο κυνισμό για τη δυστυχία τους δεν θα μπορούσε κανείς να συναντήσει πουθενά. Πόσο ήταν χαλασμένοι! Πόσο είχαν άρρωστη τη ψυχή!
Ποιος θα τους γιατρέψει, θε μου! Το σκοτάδι της ψυχής τους είναι άβυσσος. Και δεν έφταιξαν αυτοί καθόλου.
Κι όμως πάνω από την αθλιότητα του κόσμου κάποτε φάνηκε ένας γλυκός προφήτης, που έσυρε τα πλήθη γοητευμένα στη σωτηρία, που υποσχέθηκε την απολύτρωση. Που δρόσισε τις στερεμένες, τις κλεισμένες καρδιές. Που έγειρε πονετικός στις πληγωμένες ψυχές, που έπλυνε τις πληγές τους, έδεσε τις λαβωματιές τους, υποστήριξε τα κουρασμένα πόδια των αποσταμένων...
Αλλά από τότε πέρασαν ένα πλήθος αμέτρητα χρόνια και πια κανένας δεν παρηγορά και δεν οδηγεί σε κανένα φως.
Η πολιτεία είναι ένας βάλτος με σαπισμένα νερά, που την επιφάνειά του δεν ανθεί ούτε ένα λευκό λουλουδάκι...
.... Όλα τα πράγματα έχουν χιλιάδες όψεις. Όπως θέλεις τα παίρνεις».
Η αναζήτηση και το ταξίδι διαπερνούν το έργο της, μα και η πίστη στη δύναμη τ' ανθρώπου, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες να βρίσκει το δρόμο για μια νέα θέαση της ζωής, με ζήτα κεφαλαίο, τέτοια που να γιομίζει το βλέμμα από τα χρώματα της θάλασσας κι έτσι πάντα, ταξιδεύοντας κι αναζητώντας, να σε βρίσκει ο θάνατος, σαν μια βάρκα που αφήνει πίσω της γραμμή τεθλασμένη στα απόνερα, οδηγός για τους ναυαγούς και σημάδι πως η ρότα δείχνει πάντα κατά τη μεριά της ζωής. Γιατί θάνατος είναι όπου η ζωή έχει φύγει.
«Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι»
«Υπάρχουνε κακές αρρώστιες αγιάτρευτες, που μόνο να τις λογιάσεις, σαν είσαι γερός, και πως μπορεί να σου 'χε η μοίρα σου γραμμένο τέτοιο κακό, σε παίρνει φόβος και χαλά η καρδιά σου. Και να που 'ρχεται μια ώρα κι ότι φοβόσουνα γίνηκε. Και συ υπονομεύεις, κι ελπίζεις, κι είσαι σαν και τότε που 'σουνα γερός, κάθε που σου περνούν λιγάκι οι πόνοι».
«Όταν την κάθε θλίψη που μας έρχεται την καλοδεχόμαστε, τότε αυτός που τη φιλοξενεί κερδίζει»..
Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό...
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη...
Ο τόπος μου ποιός ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με!
Σπίτι, πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα...
'Ως κι οι αθώοι χρόνοι οι παιδικοί μου
θολές σβησμένες ζωγραφιές
κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου!
Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες
και τ' αύριο απ'το σήμερα θε να 'ναι...
Φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισές
κι οι πολισμάνοι να με τραβολογάνε...
Γλέντια, καβγάδες ως να φέξει,
αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού
κι ενέσεις 606.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού...
Μ' από την κόλασή μου στο φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.
http://users.sch.gr/
ΒΙΒΛΙΑ
ΕΝΩ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ
Περίληψη
Ένα πλοίο ταξιδεύει, ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους: από τη γέφυρα του καπετάνιου μέχρι το μηχανοστάσιο και την κάμαρα των θερμαστών, άνθρωποι από κάθε κοινωνική τάξη προσπαθούν να δραπετεύσουν από τους φόβους τους και να γαντζωθούν από τις ελπίδες τους. Η παράσταση εστιάζει στις εντυπωσιακές ομοιότητες του μεσοπολέμου με τη σύγχρονη κατάσταση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Επιδιώκει να δημιουργήσει ένα δοχείο όπου αναμιγνύονται ανόμοια ιστορικά και καλλιτεχνικά υλικά και να διαμορφώσει ένα χώρο όπου το παρελθόν συναντά το σήμερα και το μέλλον: ένα ανθρώπινο, χωρικό και λογοτεχνικό μωσαϊκό που να αποτελεί μέρος μίας σύγχρονης «αφήγησης». Η Ομάδα 7 παρουσιάζει -για πρώτη φορά μετά τη θρυλική παράσταση του Εθνικού, το 1932- το πρωτοποριακό θεατρικό έργο της εμβληματικής Γαλάτειας Καζαντζάκη, με στόχο να αναδείξει την διαχρονικότητα της γραφής της αλλά και το επίκαιρο του έργου της. Σε αναζήτηση μίας σύγχρονης θεατρικής αισθητικής, η Ομάδα 7 συνεχίζει την ερευνητική της διαδρομή ενσωματώνοντας video art, ηχητικά κολάζ, εικαστικές εγκαταστάσεις και θεατρολογική έρευνα σε ένα θέαμα με βασικό συντελεστή την ανθρώπινη φωνή και το σώμα του ηθοποιού. Η δουλειά της Ομάδας 7, βασισμένη στην έρευνα και τον πειραματισμό, στηρίζεται σε άξονες που ακουμπούν από τη μία στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της χώρας και από την άλλη στη χρήση και ανατροπή μεθόδων και τεχνικών του μεταμοντέρνου θεάτρου. Σχηματίστηκε το 2003 και από τότε διευρύνθηκε με τη συμμετοχή καλλιτεχνών από κάθε χώρο και πεδίο έκφρασης (ηθοποιοί, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, φωτιστές, video artists, μουσικοί, ζωγράφοι, χορευτές, θεατρολόγοι κ.λπ.). Μέσα σε αυτήν τη λογική, εντάσσεται η χρήση και διαχείριση του χώρου (δημόσιου ή ιδιωτικού), η αξιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού κάθε μορφής και η επεξεργασία των κειμένων ως μέρος ενός διαλόγου με τη σύγχρονη δραματουργία. Δεν διαθέτει μόνιμη θεατρική στέγη και δεν έχει επιχορηγηθεί ποτέ από το Υπουργείο Πολιτισμού.
ΓΕΛΑ ΠΑΛΙΑΤΣΟ
Περίληψη
Με την περίφημη νουβέλα Ridi, pagliaccio (Γέλα, παλιάτσο), που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Νουμάς το 1909, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, το γένος Αλεξίου, κυριολεκτικά ανανέωσε την ελληνική λογοτεχνία. Με κεντρική ηρωίδα μια απελπισμένη γυναίκα που ρίχνει τον εραστή της στην αγκαλιά άλλων γυναικών προκειμένου να «γελάσει με την αγωνία της», η πρωτοεμφανιζόμενη τότε συγγραφέας προκάλεσε τους αναγνώστες με το τολμηρό της θέμα, εγκωμιάστηκε από σημαντικές μορφές των Γραμμάτων, όπως ο Παλαμάς, ο Ψυχάρης και ο Νιρβάνας, ενώ ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε γι’ αυτήν: «Είναι ένα από τα ωραιότερα και σπαραχτικότερα θεάματα που είδα στη ζωή μου». Με την παρούσα επανέκδοση, το Ridi, pagliaccio επανακυκλοφορεί συμπληρωμένo με εκτενές επίμετρο που περιλαμβάνει: ένα εξομολογητικό, αυτοβιογραφικό σημείωμα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, την κριτική του Καζαντζάκη για τη συναρπαστική νουβέλα της, που έγινε απαρχή της πολύπλαγκτης σχέσης τους, καθώς και άλλα σημαντικά κείμενα για τη συγγραφέα, υπογεγραμμένα από τους Θέμο Κορνάρο, Βούλα Δαμιανάκου, Λιλή Ζωγράφου, Βικτωρία Θεοδώρου, Χρήστο Λεβάντα, Γιάννη Μαγκλή, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Βασίλη Μοσκόβη, Λιλίκα Νάκου, Ασημάκη Πανσέληνο, Διδώ Σωτηρίου, Δημήτρη Φωτιάδη, Άρη Δικταίο, Έλλη Αλεξίου και Θανάση Θ. Νιάρχο.https://www.ianos.gr/
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ
Περίληψη
Μια γυναίκα προσπαθεί να επιλέξει μεταξύ φυλακής και κινηματογράφου. Μια άλλη απλώς να διοριστεί. Ένας φυγόδικος εκτελεί τρεις αστυνομικούς, που δεν σέβονται το δικαίωμά του να ολοκληρώσει το γεύμα του. Η «Βίλα Βικτωρία», όπου οι γυναίκες χάνονται. Ο γάμος ως σωσίβια λέμβος που οδηγεί στην άβυσσο. Δυο ξαδέλφια που ερωτεύονται. Η Πρόνοια ως μια μορφή καταστολής. Οι άγριοι νόμοι του χωριού. Η αξιοπρέπεια και το τίμημά της. Ο κύριος ανακριτής και μια περίεργη υπόθεση αυτοκτονίας.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Περίληψη
Όταν, το Δεκέμβριο του 1957, εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο της Γαλάτειας Καζαντζάκη Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, διατάραξε εύλογα το λογοτεχνικό στερέωμα της εποχής. Η μυθιστορηματική μεταφορά της σχέσης της με το Νίκο Καζαντζάκη σε ένα βιβλίο που αποκάλυπτε μιαν «άλλη» διάσταση της προσωπικότητάς του και μια διαφορετική θέαση της κοσμοθεωρίας του, αποκαθήλωνε το πρόσωπο από το μύθο του, ενώ ταυτόχρονα απογύμνωνε το συγγραφέα από το πέπλο της εξιδανίκευσης, με την οποία είχε αποκρυσταλλωθεί στο πνευματικό και κοινωνικό τοπίο. Όμως, είτε πρόκειται για δημιούργημα της μυθοπλαστικής αυθαιρεσίας είτε για απείκασμα προσωπικών βιωμάτων, η αξία του μυθιστορήματος αυτού έγκειται πίσω από τα προσχήματα: στις βαθύτερες θέσεις της συγγραφέως και στον εγγενή προβληματισμό της για το ρόλο και το χρέος των διανοουμένων απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Άλλωστε, ο τίτλος Άνθρωποι και υπεράνθρωποι μπορεί να παραπέμπει κατ' αρχάς στα νιτσεϊκά αρχέτυπα που θεμελίωσαν την ιδεολογία του Κρητικού συγγραφέα, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο καταδεικνύει το χάσμα που χωρίζει ενίοτε τη διανόηση από τον έξω κόσμο και τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν το χαράκωμα αυτό υποστυλώνεται από άκαμπτα ιδεολογήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου