Ο Στρατής Δούκας ζωγραφισμένος από τον Φώτη Κόντογλου
Ο Στρατής Δούκας (Μοσχονήσια Μικράς Ασίας, ήταν Έλληνας συγγραφέας, κριτικός τέχνης και ζωγράφος.
Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Αιολικής Σχολής, όπως αυτή προσδιορίζεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Γενιάς του 1930.
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί.
Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με το Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά από τα γυμνασιακά χρόνια. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Το 1913 οργάνωσε λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη από κοινού με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τρία χρόνια αργότερα κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία και τραυματίστηκε.
Αποστρατεύτηκε το 1923 και στράφηκε στην προσπάθεια διάδοσης της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης και βιοτεχνίας (αγγειοπλαστική και ταπητουργία) στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής με έργα των Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά. Με τους δυο τελευταίους υπήρξε επίσης συνιδρυτής του Συλλόγου Μουσικών Τεχνών της Μυτιλήνης (μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη) και της Εταιρείας Διακοσμητικής Τέχνης της Αθήνας. Υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιρεία και Φραγγέλιο και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Μακεδονία και Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκης) και Ελεύθερος Λόγος (Μυτιλήνης).
Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 και ανάρρωσή του στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και περιόδευσε δύο φορές ανά τη μακεδονική επαρχία, εμπειρία που του έδωσε υλικό για δημοσιογραφική έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Πρωία (σειρά ανταποκρίσεων με τον γενικό τίτλο «Η ορεινή Ελλάδα»), για κάποια εικαστικά έργα του, καθώς επίσης για το αφήγημα Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Από το 1929 άρχισε να συνεργάζεται με τις αθηναϊκές εφημερίδες Πρωία, Πολιτεία και Νέος Κόσμος ως δημοσιογράφος και παράλληλα δημοσίευσε λυρικά κείμενα στο περιοδικό Κύκλος.
Το 1931 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίστηκε με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνεργάστηκε επίσης στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό 1935-1937) και το περιοδικό Νεολαία (1939-1940). Από το 1937 ως το 1939 εργάστηκε ως γραμματέας της Τουριστικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης και κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940-41 υπηρέτησε ως αξιωματικός.
Το 1942 επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μαγγανά που ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Κακοποιήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές για τη δράση του. Μετά την απελευθέρωση, υπηρέτησε στα ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα(1949-1950 διευθυντής), Ο Αιώνας μας, Ποιητική Τέχνη και Ζυγός. Υπήρξε σύμβουλος (1949-1953) και γενικός γραμματέας (1953-1960) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το 1962 έφυγε για να υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη στη Μόσχα. Η εγχείρηση δεν έγινε τελικά και ο Δούκας πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος στο σπίτι του στην Αθήνα. Συνεργάστηκε τότε με το περιοδικό Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε τα λογοτεχνικά του έργα Οδοιπόρος και Ενώτια, καθώς και τα κείμενά του για τον Χαλεπά. Διώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλουκαι πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομεία. Τη χρονιά του θανάτου του πρόλαβε να αναγορευτεί επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμο μέλος του Pen Club και επίτιμος δημότης Ζωγράφου. Ο Δήμος Ζωγράφου δημιούργησε ένα μικρό μουσείο με χειρόγραφα και σχέδια του Στρατή Δούκα στο πνευματικό του κέντρο.
Το συγγραφικό έργο του Στρατή Δούκα τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία του Μεσοπολέμου και εκτείνεται χρονικά ως τη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλληλη στήριξή του τόσο στην παράδοση, όσο και στα ανανεωτικά ρεύματα του καιρού του, η αξιοποίηση της λαϊκής γλώσσας και το βιωματικό στοιχείο.
Ο αδελφός του Αλέκος μετανάστευσε από το 1927 στην Αυστραλία όπου αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων και του εκεί εργατικού κινήματος. Σκοτώθηκε επιστρέφοντας από διαδήλωση υπέρ της ειρήνης.
Στην Αυστραλία εγκαταστάθηκε τουλάχιστον από το 1938 και η αδελφή του Ελένη Δούκα-Ανδρονίκου με την οικογένειά της.
Όρθιοι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και ο Στρατής Δούκας
|
Έργο
Έργα του Στρατή Δούκα:
Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929),
Εις εαυτόν (1930),
Το εικονογραφικό έπος της Ανατολικής Εκκλησίας (1948),
Γιαννούλης Χαλεπάς, νέα βιογραφικά (1952),
Γιαννούλης Χαλεπάς, κατάλογος των έργων του (1962),
Γράμματα και συνομιλίες (1965),
Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966),
Ο βίος ενός αγίου, Γιαννούλης Χαλεπάς (1967)
Οδοιπόρος (1968),
Υποθέσεις και λύσεις (1970),
Δεσμός (1970),
Ο μικρός αδελφός (1972),
Μαρτυρίες και κρίσεις (1972),
Ενώτια (1974),
Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976),
Γιαννούλης Χαλεπάς (1978),
Οι δώδεκα μήνες (1982),
Θερμοκήπιο (1982).
Σχέδιο του Δημήτρη Μυταρά για την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου», Κέδρος 1977 |
ΚΕΙΜΕΝΑ
Ιστορία ενός Αιχμαλώτου
Ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της πεζογραφίας μας είναι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Το βιβλίο αμέσως με τη δημοσίευσή του (1929 - Κέδρος, 29η έκδοση, 1998) απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για τις αρετές που το διακρίνουν —τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και μορφής— και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς, στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας στο «Ιστορικό της» —ένα είδος παραρτήματος του κύριου έργου—, το περιστατικό το πληροφορήθηκε ο ίδιος από κάποιον πρόσφυγα σ' ένα χωριό της Πιερίας, γι' αυτό και η αφήγηση τελειώνει με το όνομα του αληθινού πρωταγωνιστή και αφηγητή, του Νικόλα Κοζάκογλου.
Έργο φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου αντιμετωπίζει —σχεδόν ταυτόχρονα με τηΖωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη και Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη— τον πόλεμο όχι στην επική, ηρωική του διάσταση, αλλά ως βασικό υπεύθυνο της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Παράλληλα, αναδεικνύει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, την παγκόσμια συναδέλφωση, πρόθεση την οποία άλλωστε ο συγγραφέας δηλώνει στην προμετωπίδα: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».
Το χαρακτηριστικότερο ωστόσο γνώρισμα του βιβλίου, που το έχει καταξιώσει διαχρονικά στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και το τοποθετεί ανάμεσα στα κλασικά έργα της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας, είναι το ύφος του. Η λιτότητα και η εκφραστική καθαρότητα, ο δωρικός χαρακτήρας της αφήγησης και η παντελής απουσία σχημάτων λόγου ή ωραιοποιημένων εκφράσεων, ο περιεκτικός και εν πολλοίς αφαιρετικός λόγος, είναι μερικά από τα στοιχεία που καταδεικνύουν τη λαϊκή καταγωγή του έργου και τη γνησιότητά του. Η γλώσσα διανθίζεται με πολλές ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, ο μακροπερίοδος λόγος αποφεύγεται και προτιμάται η φυσική ροή της ομιλίας — βασικά γνωρίσματα που συντελούν στο να διατηρηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του αφηγηματικού προφορικού λόγου. Στο τελευταίο συμβάλλουν η παρατακτική σύνδεση, καθώς και η λειτουργική θέση του διαλόγου, ο οποίος με τη διαβάθμιση των ερωτοαπαντήσεων προσδίδει δραματικότητα, επαυξάνει τη ζωντάνια των περιγραφικών μερών, εμπλουτίζει τη δράση και συνεργεί στη γενικότερη συνοχή του κειμένου.
Η αφήγηση γίνεται πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο (ενικού ή πληθυντικού), με τρόπο αβίαστο και πειστικό, από έναν αφηγητή που όχι μόνο συμμετέχει στα δρώμενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό τους άξονα (ομοδιηγητικός αφηγητής). Ελάχιστα είναι τα περιγραφικά μέρη του κειμένου, ενώ παράλληλα η αφήγηση πολλές φορές επιταχύνεται και αρκετά συμβάντα παραλείπονται όταν δεν θεωρούνται αναγκαία για τη γενικότερη οικονομία. Χάρη σε αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές το έργο αποκτά έντονη δραματικότητα και έξοχη πλοκή. Η αλυσιδωτή κειμενική δράση και η ισορροπία των αφηγηματικών μερών με τα αντίστοιχα διαλογικά, είναι επίσης μερικά από τα χαρακτηριστικά που προκαλούν στον αναγνώστη περιέργεια, αγωνία και, εντέλει, το λυτρωτικό αίσθημα της αριστοτελικής κάθαρσης.
Σε γενικές γραμμές, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου πληροί απόλυτα τις ανάγκες μιας ουσιαστικής αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς πετυχαίνει να προβιβάσει τον φιλοπερίεργο αναγνώστη σε κριτικό μελετητή, εξισορροπώντας την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου με την ορθά δομημένη αφήγηση και την προσωπική μαρτυρία με τη μέθεξη στον πόνο του Άλλου.
✿ ✿ ✿ ✿
Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι το κορυφαίο δημιούργημα του μικρασιάτη συγγραφέα Στρατή Δούκα (Μοσχονήσια 1895 - Αθήνα 1983). Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργός με ποικίλα ενδιαφέροντα, ο Στρατής Δούκας διέκοψε τις νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις του Α' παγκόσμιου πολέμου και αργότερα του μικρασιατικού μετώπου, όπου και τραυματίστηκε. Η φιλία του με πολλούς ζωγράφους και συγγραφείς της εποχής (Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς κ.ά.), του έδωσε τη δυνατότητα να επεκτείνει τις αναζητήσεις του σε τομείς της λαϊκής τέχνης (μελέτη της τέχνης του Αγίου Όρους, διοργάνωση εκθέσεων με έργα ανατολίτικων βιοτεχνιών), να προχωρήσει στην έκδοση πρωτοποριακών περιοδικών (Το τρίτο μάτι) και, γενικά, να αναζητήσει τις πηγές έμπνευσής του σε κάθε στοιχείο, χώρο ή πρόσωπο που διακρινόταν από το χαρακτηριστικό της απλότητας και της γνησιότητας. Υπηρέτησε ως αξιωματικός κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) και στην Κατοχή οργανώθηκε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) διώχθηκε για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του. Έζησε σεμνός και ενάρετος, μακριά από κάθε δημοσιότητα και έξω από το φιλολογικό κατεστημένο της εποχής του. Οι έννοιες της απλότητας και της βαθύτερης φιλανθρωπίας είναι ίσως οι δύο κυριότεροι άξονες της προσωπικότητας και του συνολικού του έργου.
Απόσπασμα
Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα.Μέσ' ἀπ' τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».
Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες· τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης. Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ. Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι» μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι15 δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα.
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ
[ Οι δώδεκα μήνες ]
Το πρωί τράβηξα μόνος μου στο μοναστήρι, που βρίσκονταν πάνω στο βουνό, καμιά μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Ήταν κι αυτό ρειπωμένο. Μονάχα το μπροστινό και λίγο απ’ το πλάγι του στέκονταν ακόμα, έτοιμο κι αυτό να πέσει. Από τη μισογκρεμισμένη πόρτα του μπήκα μέσα. Οι καλόγεροί του σα να κοιμούνταν. Τα κελάρια του γεμάτα, τα μιντέρια του στρωμένα. Απ’ τα μικροπαραθυράκια του έβλεπα πέρα τα μαύρα βουνά, σαν κύματα που με κύκλωναν. Πατήματα δεν ακούονταν στις πλάκες της αυλής που ’ταν σκεπασμένες από αγριόχορτα και φύλλα. Η νύχτα έφτανε βουβή. Μονάχα ο ρύακας μουρμούριζε. Όταν το νυχτοπούλι άρχιζε τα ρυαχτά του, αποτραβιόμουνα στη φωτιά του τζακιού μου, συντροφευμένος από σκιές…
Το μοναστήρι είχε πολλά παλιά πράγματα. Το πιο πολύτιμο ήταν ένα βημόθυρο, από το τέμπλο της εκκλησιάς. Απάνω στα δυο βαριά βουνίσια ξύλα του ήταν ζωγραφισμένος ο «Ευαγγελισμός» και σειρά, από πάνω προς τα κάτω, στη μεριά που θηλύκωναν, οι «δώδεκα μήνες» που παράσταιναν τη ζωή του τόπου, τον καιρό που ζωγραφίστηκαν. Μιλούν για το λαό, όπως ήταν τότε, με τους αρχόντους του, τις δουλειές και τα συνήθεια τους, επάνω κάτω έτσι όπως τα ’νιωθα καθώς τους ξεσήκωνα.
Ιανουάριος: Είναι νύχτα ακόμα. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι, η παλιά αρχόντισσα με τα νυχτικά της, τα σγουρά μαλλιά της αχτένιστα χυμένα στους ώμους της, κάθεται στην πολυθρόνα συρμένη δίπλα στο τζάκι. Δυο υπηρέτριες όρθιες την υπηρετούνε. Η μια μόλις μπαίνει κουβαλώντας ένα χοντρό κούτσουρο. Η άλλη φεύγει από μπροστά της σαστισμένη. Η κυρά της ανασηκωμένη στο κάθισμα, της φωνάζει θυμωμένα. Βιάζεται να ετοιμαστεί για την εκκλησία της.
Φεβρουάριος: Παραμονή απόκριας. Ο χωρικός κατεβάζει τα βόδια του με το βοδαμάξι του να τα πουλήσει. Κάποιος τα χτυπά από πίσω να προχωρήσουν. Το μεγάλο κολώνει μουγκρίζοντας. Το μικρό ακολουθεί φοβισμένο. Ο ζωέμπορας, ριγμένος βαριά πάνω στο ραβδί του, τα κοιτάζει λοξά σα να τα ζυγιάζει. Τα κοιτάζει κι ο χωρικός, όπως τα σέρνει μπροστά του, σα για μια τελευταία φορά, λυπημένα…
Μάρτιος: Μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στην αστέναχτη φύση, τ’ όρνιο περνά ψηλά κρώζοντας. Έπειτα, μες στη σιγαλιά, ακούγεται το χτύπημα του ξυλοκόπου. Δυο άντρες κόβουνε ξύλα. Η γυναίκα τα σηκώνει από χάμω με κόπο. Εδώ απάνω στα βουνά, που η ζωή είναι φτωχή με πολλά βάσανα, μονάχα τα νερά είναι μπόλικα και τα ξύλα…
Απρίλιος: Λιώσανε πια τα χιόνια. Τα κουδούνια λαλούν γλυκά, τα ποτάμια κατηφορίζουν. Στις πολιτείες, σε κιόσκια χωμένα μέσα σε πρασινάδες, οι κοπέλες κόβουν τα πρώτα λουλούδια. Τ’ αυλάκια, οι φράχτες κελαηδούν. Τ’ αυτιά γεμίζουν από ήχους. Στο σπίτι, μέσα στην αυλή, η τριανταφυλλιά μεγάλωσε και σκάλωσε ώς το παράθυρο. Από κει απλώνει η κοπέλα το χέρι και κόβει το πρώτο τριαντάφυλλο, για να στολίσει το κεφάλι…
Μάιος: Αυγή ακόμα, όλα είναι σκούρα και τ’ ανήλια μέρη είναι σκοτεινά σα νύχτα. Το χορτάρι μόλις χρυσίζει στην πρώτη αχτίδα. Τ’ αρχοντόπουλο με τον υποταχτικό του πάει καβάλα για κυνήγι. Το πρωινό αγέρι που φυσά, του παίρνει τη σάρπα. Το σκυλί τρέχει μπροστά μυρίζοντας. Μες απ’ τη φτέρη πετιέται ο λαγός… Μόλις προφταίνει να γυρίσει το κεφάλι…
Ιούνιος: Έφτασε το θέρος. Ο κόσμος είναι χυμένος έξω στα χωράφια και δουλεύει. Όλη τη μέρα θερίζουν, δεματίζουν. Τα βράδια φτάνουνε κουρασμένα. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια φεύγουν μονάχες για το χωριό. Οι άντρες κάθονται να φαν κι ύστερα ξαπλώνουν δίπλα στα δεμάτια. Περνούν μεσάνυχτα κι ακόμα ακούς κουβέντες. Τα γκρεμνά είναι γεμάτα από μια χρυσαφένια ημεράδα. Όλα, θαρρείς, μαζί τους αγρυπνούν και ξαποσταίνουνε…
Ιούλιος: Ο άρχοντας, κρατώντας μπράτσο τη γυναίκα του, που δεν ξέχασε να πάρει μαζί της και το κανατάκι της, βγαίνει να δει τα υποστατικά του. Οι δούλοι του δουλεύουν. Κουρασμένοι, δεν έχουν τον καιρό ούτε να τον κοιτάξουν. Παίρνει τότε κι αυτός κάτι απ’ τα χέρια τους, τάχα να τους βοηθήσει…
Αύγουστος: Απ’ το πρωί, οι κοπέλες βγήκαν στ’ αμπέλια. Στις πλαγιές τώρα ακούονται τα γέλια τους και τα χάχανά τους. Μέσα στην πόλη ακούονται, πάλι, άλλοι χαρούμενοι κρότοι. Οι βαγενάδες που φτιάχνουν τα βαγένια τους…
Σεπτέμβριος: Τα σταφύλια κουβαλήθηκαν στα σπίτια και πέφτουν με κοφίνια και με κάδους μες στα πατητήρια. Τ’ ανοιχτά κατώγια των σπιτιών μυρίζουν. Βγαίνουν τα καινούργια τσίπουρα και τα πετιμέζια…
Οκτώβριος: Πέρασαν και τα πρωτοβρόχια. Η παλιά καλαμιά έχει μαυρίσει και σαπίσει. Τα βόδια ανασηκώνουνε παντού τ’ αφράτα χώματα, που χύνονται μαλακά γύρω από τ’ αλέτρι. Τα χωράφια απλώνονται σαν βελούδο, ανεβαίνοντας ώς το δάσος, σιμά στ’ αγριοβαλάνια. Από κει πάλι ακούεται το πελέκι που κόβει κλαδί για το χειμώνα. Δεμένο περιμένει τ’ άλογο στη ρίζα του χαμόπρινου, Όταν φορτώνεται να φύγει, ο τόπος γεμίζει από ερημιά. Πέρα, βαθιά, ακούονται φωνές και μακρινά γαβγίσματα.
Νοέμβριος: Έχει πλακώσει πια ο χειμώνας. Έξω φυσά ο αγέρας σε μια πλάση πεθαμένη και σαβανωμένη. Τα γυμνά κλαριά της λεύκας δέρνονται. Τα χλωμά φυλλαράκια σιγοτρέμουν. Οι αχοί σβήνουν μέσα στην ερημιά. Άξαφνα ακούγεται μια τουφεκιά στα πλάγια…
Δεκέμβριος: Παραμονή Χριστούγεννα. Σφάζονται τα γουρούνια. Μέσα στην αυλή κρέμονται, μ’ ανοιγμένη την κοιλιά, ανάποδα. Ο νοικοκύρης όρθιος σιάζει το κρέας τους. Η νοικοκυρά καθισμένη πιο πέρα, πλένει μέσα στο λεβέτι τ’ άντερα, μαλώνοντας τη γάτα. Έξω ακούονται οι γκάιντες, τα κάλαντα…
Ώς να ξεσηκώσω και τους δώδεκα μήνες, είχε περάσει η άνοιξη. Μες στ’ αυγινό αγέρι, τα τριαντάφυλλα της αυλής άνοιγαν κι η μοσκοβολιά τους με μέθαγε. Έξω απ’ τα παράθυρά μου τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ήλιος έλαμπε. Όταν βγήκα ν’ αποχαιρετήσω, διχαλωτά πέφταν τα ποτάμια, σμίγοντας βοερά, σα να διπλοχαιρετιούνταν. Έσκυψα κι ήπια. Ψιλές ψιχάλες μου ράντισαν το πρόσωπο. Ξαναγύρισα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τη «Δέξα Παναγία» και να ετοιμάσω τα πράγματά μου.
(από το βιβλίο: Στρατής Δούκας, Οδοιπόρος, Aθήνα 1975)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου