«Άραγε να ’μαι κάποιος άλλος
που προσπαθεί να ονειρευτεί»
Δημ. Ζερβουδάκης
Θυμήσου! Ήμασταν άοπλοι και δεν φορούσαμε κουκούλα. |
Ίσως ανηφορίσω και φέτος προς το Πολυτεχνείο, εκεί που κάποτε ονειρευτήκαμε το αδύνατο. Με βαριά καρδιά, δεν τα μπορώ τα μνημόσυνα. Ξέρω, δεν θα βρω το Διομήδη, ούτε το Σωκράτη, ούτε το Βασίλη, ούτε τη Σταματίνα, ούτε τον Ιάκωβο. Αυτοί ξέμειναν εκεί, ίσως γελάνε κρυμμένοι πίσω από το ματωμένο κεφάλι. Δεν θα βρω ούτε τη Μαρία, ούτε το Στέφανο, ούτε τον Χρύσανθο. Θα λείπουν, έγινε δύσκολη γι’ αυτούς η ανηφόρα προς το Πολυτεχνείο. Άραγε θα θυμηθούν, τουλάχιστον, το ά-λογο σκίρτημα της καρδιάς που νιώσαμε όλοι εκείνο τον μακρινό Νοέμβρη;
-ο-ο-ο-
Ομόνοια 2017. Ανέβηκα τις κυλιόμενες και βρέθηκα στο πολυεθνικό βασίλειο της πλατείας. Γελαστοί Αφρικανοί, με ντιβιντί αραδιασμένα σε σεντόνια πάνω στο πεζοδρόμιο, έτοιμοι να τα μαζέψουν μόλις πέσει σύρμα. Απελπισμένοι Ασιάτες, με απορημένο βλέμμα: «πώς βρέθηκα εγώ εδώ;». Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, με όρθιες ταβανόβουρτσες, ατρόμητοι φύλακες, περιμένουν το σύνθημα.
Καφενείον «εν Ομονοία», κυρίες με μαλλί κομμωτηρίου περιφέρουν την ανία τους. Κατράντζος σπορ, τι θυμάσαι τώρα; Λουμίδης, αγαπημένες μυρωδιές. Το βλέμμα πέφτει απέναντι, στου Μπακάκου, και η σπαραχτική φωνή του Δημήτρη μού τρυπάει το αυτί: «Έχουμε ανάγκη από φάρμακα, από ιατρικό υλικό, από επιδέσμους…».
«Η πλατεία ήταν γεμάτη…», αχ βρε Διονύση.
Σινέ Αλάσκα, σεξ και καράτε, με ένα εισιτήριο δύο ταινίες. Πλατεία Λαυρίου, κλαρίνα ο Έλατος, «επαρχιώτης στην Ομόνοια», πάλι ο Διονύσης. Ξενοδοχείο Ελικών στη Δώρου, έρωτες της μιας βραδιάς, ίσως και της πρώτης φοράς.
Η στοά με τα σουβλατζίδικα με βγάζει στην Πατησίων. Αριστερά το ερείπιο του Μινιόν, «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80», διάχυτη μυρωδιά κατρουλιού. Σιγά την επανάσταση!
Ανηφορίζω προς το Πολυτεχνείο. Με βαριά καρδιά. Δύσκολη η ανηφόρα προς το αδύνατο. Δεν φτάνει μια ζωή για να την ανέβεις... αν την ανέβεις. Ίσως και να μη θέλεις.
«Ελευθερία, Ψωμί, Παιδεία».
Μοιάζει παραμύθι αλλά δεν είναι. Συνέβη!
Στουρνάρη. Κόσμος στο Μετσόβιο, κάθε ηλικίας, ο καθένας με τη δική του καραμέλα. Στα μεγάφωνα τα γνωστά θούρια: Παπακωνσταντίνου, Θεοδωράκης, Σαββόπουλος. Από ένα ταξί, στο φανάρι, Ζερβουδάκης. Ψαγμένος ο ταξιτζής. Σκύβω ν’ ακούσω καλύτερα:
Μέσα μου υπάρχει το ταξίδι,
βαθιά φωλιάζει στην καρδιά.
Το ταξίδι που ξεκίνησε ένα μακρινό Νοέμβρη. Το ταξίδι που δεν έχει τέλος.
Νεολαίοι μέσα κι έξω από τα κάγκελα. Προς τα Εξάρχεια μαυροκόκκινες σημαίες. Απέναντι το λεωφορείο των ΜΑΤ, δια παν ενδεχόμενον.
«Αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι…», πάλι η φωνή του Δημήτρη.
Μέσα από την είσοδο η σπασμένη καγκελόπορτα που τσάκισε τα πόδια της Πέπης. «Ήμασταν άοπλοι!», δάκρυσα. Μόνο εκεί δακρύζω. [1]
Έξω από την είσοδο οι lictores της ΚΝΕ, αναμένουν το γενικό γραμματέα να καταθέσει στεφάνι. Αχ βρε Δημήτρη [2], στο Μούδρο το ’85 κατέβασες το μισό στρατόπεδο στη γιορτή και στην πορεία και απάγγελνες Μαγιακόφσκι. Τώρα καταθέτεις στεφάνι με συνοδεία των ΚΝΑΤ. Πού χάθηκε το όνειρο άραγε;
Θυμήσου! Ήμασταν πολλοί.
|
Το ματωμένο κεφάλι του Μέμου Μακρή, σκεπασμένο με γαρίφαλα. Τα υπόλοιπα ματωμένα κεφάλια; Τα αληθινά. Τι απέγιναν;
Να σου πω εγώ, πετάγεται ο άκαπνος ξερόλας, ο κακός εαυτός μου: ο Μίμης γυρολόγος περιφέρει τη σκέψη του ένθεν κακείθεν, η Μαρία επίτροπος της Ευρώπης των μονοπωλίων, ο Κώστας θείο βρέφος της εξουσίας, η Τόνια αντιπρύτανης, ο Στέφανος υπουργός της Αλλαγής, ο Νίκος γεν. γραμματέας, ο Χρύσανθος εξ απορρήτων του Αντώνη Σαμαρά, ο Στέλιος δήμαρχος, ο Δημήτρης πολιτευτής, η Νάντια υπουργός έστω για λίγο, ο Νίκος ένθερμος εκσυγχρονιστής, η τάδε εδώ, ο δείνα αλλού... και πάει λέγοντας. [3]
Μα εγώ δεν μιλώ γι’ αυτά τα κεφάλια. Αλλά και αυτά ακόμα, δεν μπορεί, κάτι ένιωσαν τότε. Αυτό το κάτι που δεν φεύγει ποτέ, όσο και να θέλεις να το αποδιώξεις. Γι’ αυτό το ά-λογο κάτι, το πέραν της λογικής σκίρτημα, συνεχίζουμε να ζούμε. Αν δεν υπήρχε, δεν θα είχε νόημα η ανηφόρα.
Αλλά, όπως είπα, δεν μιλώ γι’ αυτά τα κεφάλια. Ούτε για τον Αλέξανδρο, το Μήτσο, το Χριστόδουλο, το Σάββα [4] και τους άλλους, που νόμισαν πως το λάβαρο του αγώνα ήταν ιδιοκτησία τους και το έκαναν σημαία εξ ονόματός μας, χωρίς να μας ρωτήσουν. Ξέχασαν πως οι αποφάσεις, τότε, ήταν συλλογικές, πως παλεύαμε για δημοκρατία όχι για εκδίκηση. Αυτούς δεν μπορώ να τους συγχωρήσω. Όχι μόνο γιατί πήραν ανθρώπινες ζωές αλλά, κυρίως, γιατί σκότωσαν το σύμβολο. Ούτε μπορώ να καταλάβω όσους τους θαυμάζουν. Δεν γίνεται τη μια μέρα να παλεύεις για να καταργηθεί η θανατική ποινή και την επόμενη να υπερασπίζεσαι αυτόν που σκότωσε στο όνομα κάποιας ιδεολογίας. Απλά δεν γίνεται! Ναι, η γενιά του Πολυτεχνείου είμαστε, αλλά όχι της 17 Νοέμβρη. Θυμήσου: «Ήμασταν άοπλοι και δεν φορούσαμε κουκούλα»!
Δεν μιλώ, λοιπόν, γι’ αυτά τα κεφάλια. Ή, τέλος πάντων, όχι μόνο γι’ αυτά. Μιλώ για τα φαντάσματα που είναι κρυμμένα κάτω από την ποδοπατημένη σημαία-βρικόλακα, αυτήν που κάθε χρόνο την ανασταίνουν και την περιφέρουν ως λάφυρο ανάξιοι επίγονοι, κομματικοί αυλοκόλακες, νεολαίοι δυστυχώς.
Μιλώ για τα φαντάσματα που χάθηκαν στη σκόνη του χρόνου. Για τα ξεχασμένα θύματα, το Διομήδη, το Σπύρο, το Σωκράτη, την Toril, το Βασίλη [5] και τόσους άλλους που μόνο κάποια μάνα τους θυμάται ακόμα, αν ζει κι αυτή. Και έχεις και τους νοσταλγούς να διαλαλούν από τα μπαλκόνια «Κανείς δεν σκοτώθηκε στο Πολυτεχνείο», χωρίς να βρίσκεται κάποιος να τους ρίξει μια πατσαβούρα. Κι ακόμα τον Ιάκωβο και τη Σταματίνα που έφυγαν γιατί θέλησαν να κρατήσουν τη φλόγα ζωντανή.[6]
Μιλώ για το Νίκο που ζει σακάτης με ηρεμιστικά. Μιλώ για το Γιώργο που μετά τη «συνέντευξη» στο Μαστοράκη χάθηκε κι έφυγε μικρός από τη ζωή. Για την Ιωάννα που μοιράζει απλόχερα όνειρα μέσα από τα βιβλία της. Για το Γιώργο, το γιατρό, που συνεχίζει να παλεύει με τους ιούς.[7]
Μιλώ για τον άγνωστο υπάλληλο, το δάσκαλο, το μηχανικό, το βιοτέχνη, την άγνωστη δικηγόρο, γιατρό, αρχιτέκτονα, εργάτρια, μάνα και ίσως γιαγιά σήμερα. Για όσους δεν εξαργύρωσαν το σκίρτημα του μακρινού Νοέμβρη. Γι’ αυτούς που κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, θυμούνται, κι ας μην τους θυμάται κανείς. Κι ας μην τους ξέρει κανείς. Που δεν θέλησαν να τους ξέρει κανείς. Τους αρκεί που γνωρίζουν οι ίδιοι ότι βρέθηκαν εκεί. Τους αρκεί που κράτησαν αναμμένη τη φλόγα που τους φώτισε τότε. Τους αρκεί που συνεχίζουν το ατελεύτητο ταξίδι.
Ξέρουν καλά πως αυτοί ήταν το «Πολυτεχνείο». Ξέρουν καλά πως χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε ούτε η τσακισμένη καγκελόπορτα ούτε η ποδοπατημένη σημαία. Και σαρκάζουν, όταν αγορεύουν οι ρήτορες του εφήμερου, οι θεατρίνοι της εξουσίας.
Χωρίς τη φοιτητριούλα δεν θα είχες εξαργυρώσει τίποτε, φιλόδοξε πολιτευτάκια!
Νάτος πάλι ο παλιός Διονύσης.
-ο-ο-ο-
Ίσως ανηφορίσω και φέτος προς το Πολυτεχνείο, εκεί που κάποτε ονειρευτήκαμε το αδύνατο. Εκεί που νιώσαμε για πρώτη φορά το ά-λογο σκίρτημα που μας σφράγισε. Με βαριά καρδιά, δεν τα μπορώ τα μνημόσυνα. Τώρα ξέρω, είναι δύσκολη η ανηφόρα. Δεν φτάνει μια ζωή για να την ανέβεις... αν την ανέβεις. Κι ας πούμε ότι φτάνεις στην κορυφή, μετά; Ίσως και να μην θέλεις να φτάσεις.
Άλλωστε η διαδρομή είναι που αξίζει, όπως έγραψε με δικά του λόγια, πριν από δεκαετίες, ο σπουδαίος Αλεξανδρινός.
Θοδωρής Μπελίτσος
Νοέμβρης 2017
-ο-ο-ο-
ΥΓ. Τα ονόματα δεν είναι φανταστικών προσώπων. Ίσως κάποια τα έχεις ήδη αναγνωρίσει.
[1] Δημήτρης Παπαχρήστος (ο εκφωνητής), Πέπη Ρηγοπούλου.
[2] Δημήτρης Κουτσούμπας, γεν. γραμματέας του ΚΚΕ.
[3] Μίμης Ανδρουλάκης, Μαρία Δαμανάκη, Κώστας Λαλιώτης, Τόνια Μοροπούλου, Στέφανος Τζουμάκας, Νίκος Αντώνογλου, Χρύσανθος Λαζαρίδης, Στέλιος Λογοθέτης, Δημήτρης Χατζησωκράτης, Νάντια Βαλαβάνη, Νίκος Χριστοδουλάκης.
[4] Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, Μήτσος Κουφοντίνας, Χριστόδουλος Ξηρός, Σάββας Ξηρός.
[5] Διομήδης Κομνηνός, Σπύρος Κοντομάρης, Σωκράτης Μιχαήλ, Toril Engeland, Βασίλης Φάμελλος.
[6] Ιάκωβος Κουμής, Σταματίνα Κανελλοπούλου.
[7] Νίκος Ρεβελάκης, Γιώργος Δρογγάρης, Ιωάννα Καρυστιάνη, Γιώργος Παυλάκης (ο γιατρός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου