Α. Τάσσος, 17 Νοέμβρη 1973 (λεπτομέρεια), 1974, |
Δεν βρέθηκαν τα κομμάτια που χάθηκαν τραγουδώντας
τότε που το φεγγάρι άγγιζε το χιλιοστό του,
και ένας ύμνος ακουγόταν σαν χαμένο όνειρο
όχι από τα ματωμένα χείλη, μόνο από της ψυχής τον
λαβύρινθο.
Είχαν αφήσει στη γη τους κόκκινους σπόρους που σαν
καμπάνες χρωμάτιζαν το καφετί του θανάτου, μα χάθηκε και
το χώμα, ήταν τότε που έκλαιγαν τα βουνά και λίμνιαζαν τον
αιώνα μας, που σε κάθε απόπειρα αυτοκτονίας του καλούσε
τα κεριά που έκαψε, να φέρουν πίσω τα κομμάτια, μια μάζα
γερμένη αρκούσε να απλωθεί, νικημένη ή όχι δεν τους ένοιαζε.
Σα να εθελοτυφλούσε ο ήλιος και είχε ξεμείνει από
προστάγματα η εποχή, το νεογέννητο της κρυμμένης άνοιξης
που μιλούσε για παραδείσους πριν πάρει την μυρωδιά της
εφηβείας ήταν το άδυτο που έψαχνε το μαχαίρι γιατί όφειλε
πολλά στον καρπό που το έθρεφε.
Τα νερά περίμεναν το χαμένο λουλούδι του καλοκαιριού να
΄ρθει μες στη μέση του χειμώνα να μοιράσει παλιούς καιρούς
με άγρια μέντα από του Παρνασσού το γλυκοχάραμα που
έμεινε πάνω στο χιόνι του η ανάσταση και σώθηκε ωραιότατη,
ψυγμένη φωτιά.
Πατρίδα λιωμένη, σε μιας καγκελόπορτας την όση
δύναμη, εναποθετημένες οι ουτοπικές στιγμές της εφηβείας
μου.
Άδειαζε, άδειαζε ο κόσμος, δεν είχε χείλη πια να τραγουδήσει
πως χτυπάει η καρδιά για τ΄ αζήτητα, στην άκρη του δρόμου
με τα χέρια στις τσέπες και τα πελώρια μάτια να κρατούν την
νύχτα στο τραπέζι τους ανάμεσα σε αναζητήσεις, σε
οργασμούς, σε ευκαιρίες της λιποθυμίας μας, όλα τα μάταια
έρχονται με παρατεταμένα χέρια και βρίσκουν τα παράθυρά
μας μέσα από χιλιάδες άλλα και μας μιλάνε για εξιλέωση και
άλλες τέτοιες σοφές ενέργειες, την ώρα που τα χαμένα
κομμάτια είχαν καταφέρει να σηκώσουν το χέρι μέσα από την
λάσπη της λίμνης και να στέκονται αγαλμάτινα σαν στύλοι για
να δένουν τα ταχύπλοά τους οι κυρίες των πρώην
αδερφοαγωνιστών τους με σχοινιά τα επισφαλή τους
αισθήματα.
Δεν θυμούνται πια ολόκληρους τους νεκρούς που έκαναν
έρωτα με τις σφαίρες λίγο πριν πεθάνουν, το πολύ να
θυμούνται κάποιο πόδι φαγωμένο, ίσως μια μητέρα στα
μαύρα να δαγκώνει όλον τον αέρα της πόλης, ίσως να
θαυμάζουν κρυφά την αιτία, σήμερα, που η αιτία έχει πάρει
την θέση του ηνίοχου και ο οίστρος του εμπόρου.
Πλάγιασαν οι οιωνοί στο αιώνιο παραλήρημά τους μέσα στα
νεόκτιστα σπίτια, στην άκρη που πιάνει ο ήλιος τα πατζούρια
να έχουν επαφή με την λάμψη που τόσο εύκολα τους
προσφέρονταν. Η ευκολία είχε γίνει ο παράδεισός τους, είχαν
κι αυτοί τώρα κάποιον παράδεισο στον παραλληλισμό της
νοσταλγίας των νεκρών αδερφών τους, κάτι σαν νήπια
δικαιολογία για την τόλμη που έχασαν στον χρόνο.
Περιμέναμε τις λύπες μας από τα παιδικά μάτια να παίξουμε
με το άγνωστο που έφτανε με ολογυαλισμένα παπούτσια
νυχτερινής περιπολίας και θέλαμε να φορέσουμε τα
ανοιξιάτικα πουκάμισα που είχαν στόματα που ανέπνεαν
ακόμη, θέλαμε και φωνάζαμε, εκείνα τα κλάματα που
ζητοκραύγαζαν το αίτιο που έντυνε το όνειρο, ξεχασμένο πια
σε ένα χθες κάπου ανάμεσα μέρας και νύχτας που αρνείται να
σωπάσει. Ξεχασμένη η εποχή δεν είχε πόμολο να ανοίξει την
πόρτα στης ανοιχτής θάλασσας το πλατύ, ακόμη και στον βυθό
που τα πλοκάμια έκρυβαν τις ηλιαχτίδες για τους
μεταθανάτιους αγώνες της ύπαρξής τους.
Μας πήρε η αφθονία, από το χέρι που είχαμε χάσει και
οργάνωνε όνειρα μέσα στις καρδιές που είχαν αρχίσει να
κρυώνουν από καιρό, μια δυο, το πολύ τρεις σκονισμένους
εφιάλτες να έδιωχνε, έφτανε να πάρει το αίμα μας την
γλυκύτητα του θανάτου του.
Τα κομμάτια είχαν τόσο φιλικά δεσμά με το χώμα που ήταν
αδύνατο να πεθάνουν ή έτσι πίστευαν τουλάχιστον, ακόμη κι
εκεί αναζητούσαν μερικοί κάποιο μέσον να μην εισέλθουν
στην πρόωρη αθανασία.
Και πήρα τον εαυτό μου και περπάτησα χωρίς ταξίδι στο νου,
να τον γνωρίσω, να προσπαθήσω τουλάχιστον, να βρω που
κρύβω τα μυστικά μου, που κρύβω την ανίατη χαρά μου, να
μιλήσω στο κρεβάτι μου στα ίσια και να το πετάξω από το
παράθυρο στο ύπαιθρο να ιαθεί αυτό τουλάχιστον και, χα, να
με κάνει ίνδαλμα και να περιμένει πάλι το κορμί μου
χαρούμενο να σαπίσει πάνω του. Η βιασύνη μου μαρτυρά
πόσες εικόνες πούλησα ανάμεσα σε πεθαμένους που τους
άνηκαν ακόμη και τα χρώματα αλλά και τα πινέλα ακόμη,
ακόμη ακόμη και τα χέρια μου που σήμερα προσπαθούν να
δικαιολογήσουν το άσπρισμά τους καταχωνιασμένα στο
γραφείο της ανεπίδεκτης ευκαιρίας της άνοιξης.
Για ποιο παρόν μου μιλάς εαυτέ μου; Δεν υπήρξε ποτέ γιατί το
μέλλον έβαζε σφραγίδες στα καβούκια μας κι αναζητούσε την
έρημο της μνήμης, ζητούσε ενοίκια από τους δαίμονες της
ελευθερίας μας. Οι συσπάσεις είχαν όρια μόλις το κενό έφευγε
από το νου κι άρχιζα πάλι και συλλάβιζα τις δικαιολογίες και
τις επιθυμίες με μια ερμηνεία ανερμήνευτη και ένα
πρωτόγνωρο ξάφνιασμα, τα πένθη εγκαταλειμμένα μέσα στο
δάσος να κρύβονται από μόνα τους, δεν είχαν κι αυτά
κουράγιο να επενδύσουν σε νέα εγώ της ορκισμένης μου
μνήμης που αφήνει τις διαφορές των χρωμάτων να χάνονται.
Ψιθυρίζω, κάποιες αβάσταχτες νότες, απλήρωτες από τα
εκκωφαντικά μου θέλω, πως αποφάσισα σήμερα να πενθήσω
που το σκάνδαλο έχει αλλοιωμένη την εικόνα του; Νιώθω μια
ζήλια για τον θάνατο ή κάνω λάθος; Μήπως την φήμη των
σκοτωμένων αναζητώ και την φαντάζομαι στην μαρκίζα του
μαρτυρίου μου; Η μοναχικότερη ώρα μου είναι αυτή που
βαθιά πίστεψα πως ήρθα έστω και στο ελάχιστο κοντά με την
γαλήνια ομιλία της αιωνιότητας, πως η αμηχανία της στιγμής
έβρεξε επιθυμίες που σέβονται το μεγαλείο της ηρεμίας, την
ώρα που το μηδέν πολλαπλασιάζεται και δέχεται αιτήσεις που
γειτνιάζουν με το αύριο που δεν έθρεψε η σκέψη μας ακόμη.
Σωπάστε, σωπάστε, φωνές των αγνοημένων κομματιών δεν
θέλω πια στους ζωντανούς σας να ανήκω.
ΗΛΙΑΣ Δ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Χαρακτικό Βάσω Κατράκη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου