Ο Εμίλ Νελλιγκάν ή Νελιγκάν (Émile Nelligan: Μόντρεαλ, Καναδάς, 24 Δεκεμβρίου 1879 – Μόντρεαλ, Καναδάς, 18 Νοεμβρίου 1941) ήταν γαλλόφωνος Καναδόςποιητής.
Ο πατέρας του, υπάλληλος των καναδικών ταχυδρομείων, ήταν αγγλόφωνος ιρλανδικής καταγωγής και η μητέρα του γαλλόφωνη Κεμπεκιώτισσα.
Ο Νελλιγκάν έδειξε το ποιητικό ταλέντο από πολύ νέος και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα μόλις σε ηλικία 16 ετών. Οπαδός του συμβολισμού, επηρεάστηκε κυρίως από ποιητές της εποχής του όπως οι Γάλλοι Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν και Μωρίς Ρολλινά, ο Βέλγος Ζωρζ Ροντενμπάχ, και ο Αμερικανός Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Το 1897, ο Νελλιγκάν αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση. Μπήκε σε λογοτεχνικούς κύκλους του Μόντρεαλ και εγκατέλειψε τις σπουδές του. Ο πατέρας του δεν συμμερίστηκε αυτή την απόφαση του νεαρού Εμίλ και τον επόμενο χρόνο τον έστειλε μετά βίας στην Αγγλία, για να μάθει να εργάζεται. Ο Εμίλ επέστρεψε στο Μόντρεαλ μόνον λίγες εβδομάδες αργότερα και ο πατέρας του τού βρήκε μία θέση λογιστή, εργασία που ο Εμίλ εγκατέλειψε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1899, ο Νελλιγκάν έπαθε νευρικό κλονισμό, από τον οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Τον Αύγουστο του 1899, οι γονείς του τον έκλεισαν σε ψυχιατρικό άσυλο, όπου και πέθανε σαράντα δύο χρόνια αργότερα.
Ο Νελλιγκάν ποτέ δεν ολοκλήρωσε το ποιητικό του έργο. Τα σκόρπια ποιήματά του, τα οποία τα είχε απαγγείλει σε διάφορες κοινωνικές και λογοτεχνικές συγκεντρώσεις, δημοσιεύθηκαν το 1904 χάρη στην φροντίδα ενός φίλου του. Ο ίδιος ο Νελλιγκάν δεν έμαθε ποτέ την επιτυχία που είχαν τα ποιήματά του.
Μετά τον θάνατό του, η ποίησή του έγινε εξαιρετικά δημοφιλής — κυρίως στο Κεμπέκ. Η ζωή του έλαβε διαστάσεις λαϊκού θρύλου και έγινε αντικείμενο μουσικής όπερας. Το 1979 καθιερώθηκε το Βραβείο Εμίλ Νελλιγκάν που δίνεται κάθε χρόνο σε έναν ταλαντούχο νεαρό γαλλόφωνο ποιητή της Βορείου Αμερικής.
Τα ποιήματα του Νελλιγκάν έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, αλλά όχι στα ελληνικά. Tα πιο γνωστά ποιήματά του είναι Το χρυσό καράβι (Le Vaisseau d'or), και ο Έρωτας του κρασιού (Romance du vin).
Καλοκαιρινό σκίτσο
Αληθινά, είναι κομψός στο καινούριο του ράσο,
αυτός ο αγαπημένος μικρός φουσκομάγουλος ηγούμενος
για τον οποίο το καλό τραπέζι ασκεί αθώες έλξεις...
Το ονειρεύεται καλυμμένος κάτω απ' τον σκιερό πλάτανο.
Σήμανε μεσημέρι. Καταμεσής τ' ουρανού καμαρώνει ο ήλιος,
και ο κύριος βικάριος, τι σκανδαλώδες πορτραίτο!
Αποκοιμήθηκε, ολοστρόγγυλος, στην πρασινάδα, αφηρημένος,
σκεπτόμενος τις μεγάλες αμαρτίες κάποιας ερωμένης.
Έρχονται απ' την κουζίνα...και, κάτω απ' την άσπρη κουρτίνα,
η Μπλανς σπρώχνει τον Μισέλ, την Λουίζ, τον εκκλησάρη,
κι όλοι τους να τα κοπανάνε ξεσπάζοντας σε γέλια.
Όμως, ο ηγούμενος, χωρίς καθόλου να μέμφεται τον εαυτό του,
τεντώνεται και μουρμουρίζει μ' ένα θεϊκό χαμόγελο
πως, παρ' όλα αυτά, ο Διόνυσος ήταν καλός χριστιανός.
*
Χειμερινή βραδιά
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Το τζάμι μου είναι ένα περιβόλι πάχνης.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Τι είναι ο σπασμός του να ζεις
μπροστά στον πόνο που έχω, που έχω.
Όλες οι λιμνούλες κείτονται παγωμένες.
Η ψυχή μου είναι μαύρη! Πώς ζω; Πού πηγαίνω;
Όλες οι ελπίδες κείτονται παγωμένες.
Είμαι η καινούρια Νορβηγία
απ' όπου οι ξανθοί ουρανοί φύγανε.
Κλάψτε, πουλιά του Φλεβάρη,
στην απαίσια ανατριχίλα των πραγμάτων,
κλάψτε, πουλιά του Φλεβάρη,
κλάψτε τα δάκρυά μου, κλάψτε τα τριαντάφυλλά μου,
στα κλαριά της κουμαριάς.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Το τζάμι μου είναι ένα περιβόλι πάχνης.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Τι είναι ο σπασμός του να ζεις
μπροστά στην ανία που έχω, που έχω...
http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου