Ο Γεώργιος Στρατήγης ( 1860 - 10 Νοεμβρίου 1938 ) ήταν Έλληνας δικηγόρος και σπουδαίος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια στο Βερολίνο και Παρίσι. Άσκησε το δικηγορικό του επάγγελμα στον Πειραιά και στην Αλεξάνδρεια. Η εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων σημειώθηκε πολύ νωρίς. Σε ηλικία μόλις 18 ετών εξέδωσε μελέτη "Περί της Θείας Κωμωδίας του Δάντη", ενώ από 16 ετών άρχισε να συγγράφει ποιήματα τα οποία δημοσιεύονταν στο "Μη χάνεσαι" του Γαβριηλίδη. Τα ποιήματά του αυτά αργότερα περιελήφθησαν στη ποιητική συλλογή με τον τίτλο "Ροδοδάφναι".
Το 1886 δημοσίευσε σε μετάφραση τον "Φάουστ" του Γκαίτε. Επίσης μετέφρασε το "Όνειρο Θερινής νυκτός" του Σαίξπηρ και τον "Συρανό ντε Μπερζεράκ" του Ροστάν, στη δημοτική, όπου και ανεβάστηκαν στην ελληνική θεατρική σκηνή. Πρωτότυπα επίσης έργα του (δράματα) είναι: "Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος" και "Αρχίλοχος". Το 1892 το έργο του "Έρως και Ψυχή", γραμμένο στη καθαρεύουσα, έλαβε το πρώτο βραβείο στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Το 1896 δημοσίευσε "Το βιβλίο της ψυχής" που αποτελεί συλλογή πρωτότυπων διηγημάτων, και αργότερα τις ποιητικές του συλλογές "Τραγούδια του σπιτιού" και "Τι λεν τα κύματα".
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ματρόζος
αφηγηματικό ποίημα
Ο Ματρόζος Σπετσιώτης αγωνιστής, που χάρισε αφειδώλευτα τα πάντα στην πατρίδα, τελείωνε τώρα την ζωή του φτωχός και αγνοημένος, ενώ οι πρώην ναύτες του είχαν γίνει καπεταναίοι στα βασιλικά καράβια και ο παλιός συμπολεμιστής του Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν υπουργός. Αυτόν, λοιπόν, τον Κανάρη -του οποίου την ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο- πηγαίνει να συνάντηση ο γέρο Ματρόζος στην Αθήνα.
Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν δεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου λέγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.
"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' εν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...
Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".
Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.
"Εδώ τι θέλεις, γέροντα?" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής?". "Ποιος Κωνσταντής?". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".
Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!".
Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.
Τον κοίταξε* τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή?" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
"Ποιος είσαι, καπετάνο μου? Και ποιο 'ναι το νησί σου?",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη?
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη?"
Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...
Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι? Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της* εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.
Σε καμαρωνώ από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε* τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε* επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.
Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε* η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο?"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".
Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε* θυμάσαι? Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανεβούν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".
"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.
Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880: Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής. Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919).
❀❀❀❀
Κλαίω−Γελώ
ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ Τῌ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΙ Φ…
Εἶναι ὁ νέος βίος μου διηνεκὴς τρυτάνη
Καὶ ἔχει ὡς ἀντίρροπον τὸ δάκρυ μου ὁ γέλως.
Ἐντεῦθεν νήπιον φαιδρὸν λικνίζεται μὲ μέλος,
Ἐκεῖθεν μελανὸς σταυρὸς ὑψιτενὴς βλαστάνει.
Ὑψόνονται μετὰ ρυθμοῦ, ἠρέμα κάτω πίπτουν,
Καὶ ρόδων πέταλα ὑγρὰ ἐκ τῶν δακρύων ρίπτουν.
…………………………………………
Πόσον μὲ θέλγ' ἡ παιδικὴ σκηνὴ, ὤ! πῶς μὲ θέλγει,
Ὁπόταν βλέπω εὔθυμος ὁμάδα συμπαικτόρων!
Γελῶν πρὸ βρέφους ἵσταμαι ὅπερ ζωὴν ἀμέλγει,
Καὶ ἐκμυζᾷ μετὰ τρυφῆς τοῦ οὐρανοῦ τὸ δῶρον.
Ὁ γνάθων! πῶς τὸ νέκταρ του ὅπως οἰνόφλυξ πίνει,
Καὶ δὲν λυπεῖται τὴν μαμμὰ ποῦ μειδιῶσα κλίνει.
Πολλάκις εἶναι δι' ἐμὲ γλυκὺ νἀνοηταίνω!
Ἕκφρων νὰ παίζω, νὰ γελῶ, νᾅδω, νὰ παίζω πάλιν.
Μὲ τοὺς μικρούς μου ἀδελφοὺς νὰ συγκροτοῦμεν πάλην,
Καὶ ἐννοεῖται πάντοτε ὁ ἡττηθεὶς νὰ μένω.
Νὰ ἵστανται ἐπάνω μου ὡς τρόπαια ἀλύπως
Καὶ νὰ τοὺς φέρω κεκυφὼς ὡς Δὸν Κισσώτου ἵππος.
Ἄλλοτε πάλιν γέλωτας, ὡς κεραυνούς μου ρίπτω,
Εἰς σοβαράν τινα μορφὴν καὶ φεύγω παραφόρως.
Καὶ ἄλλοτε λιπόθυμος ἐκ τῶν γελώτων πίπτω,
Πρὸ φίλου μου, πρὸ συγγενοῦς, πρὸ.. πρὸ .. ἀδιαφόρως!
Μάτην οἱ τάλανες ζητοῦν νὰ μάθουν τὴν αἰτίαν
− Βλέπω πετῶντα κώνωπα, βλέπω πετῶσαν μυῖαν! −
Ἄλλοτε χαίνω θεωρῶν ἱπτάμενον στρουθίον,
Καὶ εἰς τὸν δρόμον ἵσταμαι, Νιόβη πετρωθεῖσα.
Καὶ ἄλλοτε ὡς χρυσαλλὶς ἐκ μύρων μεθυσθεῖσα,
Ἔνθους πετῶ ἐδῶ − ἐκεῖ, εἰς διεθνὲς τοπίον
Καὶ μόνον ἡ καρδία μου ἀσπαίρει πρὸ τοῦ κάλλους,
Καὶ τότε… τότε θεωρῶ εὐδαίμονας τοὺς ἄλλους!
Τοὺς ἄλλους ὅσοι πρὸ ἐμοῦ εὐδαίμονες περῶσι,
Κρατοῦντες τὴν θεὰν αὐτῶν εἰς τὸν βραχίονά των.
Ἄ! τότε εἶναι δυνατὸν θνητοὶ νὰ λογισθῶσι,
Ἀφοῦ οἱ ἄγγελ' εἰς αὐτοὺς δανείζουν τὰ πτερά των;
Καὶ βλέπω, βλέπω φεύγοντα, καὶ δύοντα τὰ ζεύγη,
Ὡς ὅταν βλέπω ὄνειρον γελόεν νὰ μὲ φεύγῃ!
Ἑγείρομαι καὶ τὄνειρον ζητῶ ἀπὸ τὴν μνήμην,
Νὰ τὸ ἐνδύσω μἔνδυμα παιδίσκης νεφελώδους,
Πλὴν ἡ ἠχὼ μοὶ ἀπαντᾶ μὲ μουσικὴν πενθίμην,
Καὶ μάτην εἰς τὴν ὄασιν πετᾶ τοῦ ἰδεώδους!
Μάτην μὲ δάκρυα τὴν γῆν τῆς φαντασίας βρέχω!
Ὄνειρα μόνον φύονται πλὴν ἄνθος ζῶν δὲν ἔχω.
Ὤ! πῶς τὸ ἄνθος μου τὸ ζῶν ἐκεῖνο θὰ λατρεύω!
Εἰς τῆς φαντασιώσεως τὴν ἀτμοσφαίραν πλέων,
Μ' ἐκείνην εἰς ἓν πλαίσιον θὰ ζήσω ἐξ ἀνθέων,
Καὶ μὲ τὸ θεῖον μῦρον της τὸν βίον μου θ' ἀρδεύω.
Ὤ! ἐὰν πρός με ἤρχετο ὡς τὴν ἐφανταζόμην,
Μὲ ὄμμα δῦον, μελανὸν καὶ μ' ἐρεβώδη κόμην!
Μικρὰν ἱεροφάντιδα τὴν θέλω τῶν παιγνίων
Πετῶσαν ὅπως μ' ἀσπασθῆ, τὰς φίλας της πλαγγόνας
Εἰς τὸ ἁγνόν μας αἴσθημα, τὸ παιδικὸν, τὸ θεῖον,
Μόνον ἐκείνας ἔχουσαν ἐξ ἀπορρήτων μόνας.
Καὶ νὰ ταῖς λέγῃ: μετ' ἐμὲ θὰ ἀγαπᾷ ἐκείνας!
− Ὤ! ἂς κοιμῶνται ἥσυχοι εἰς τὰς μικράς των κλίνας! −
Ἐρατεινὸν ἀμφίβιον θέλω ἐγὼ τὴν φίλην.
Παιδίον εὔχαρι τῆς χθὲς, τῆς αὔριον παρθένον.
Μὲ πτέρυγας ὡς ἄγγελον νὰ τὴν λατρεύω θῆλυν,
Νὰ ἵπταται καὶ νὰ πετῶ κατόπιν της ἀσθμαίνων.
Νὰ πλέκῃ τοὺς χλιδίζοντας καὶ μελανοὺς βοστρύχους,
Ὅπως ὁ Βύρων ἔπλεκεν δύο πυρώδεις στίχους!
Τοιοῦτον ἔρωτα ἁγνὸν καὶ τὶς καὶ τὶς δὲν θέλει,
Ὁπόταν εἶναι ἔμβλημα αἰώνιον ὁ γέλως,
Καὶ συσταυροῦτ' ἐρωτικῶς ἡ μῦρτος μὲ τὸ βέλος,
Ἐν ᾧ πληροῦται ὁ ἀὴρ μὲ φιλημάτων μέλη;
Τοιοῦτον ἔρωτα ἐγὼ ἐπόθησα τοιοῦτον!
Γελώτων, μέθης, οὐρανοῦ, καὶ αἰσθημάτων πλοῦτον!
❀❀❀❀
Τί κοστίζει ἕνα τριαντάφυλλο
Μία μέρα εἰς τὸν κῆπο μπῆκα τὸ βασιλικὸ,
Καὶ ἠθέλησα ὀλίγο μὲ τὴν φύσιν νὰ ρεμβάσω.
Εἶχα πόνο καρδιακὸ,
Κι' ἤθελα νὰ τὸν περάσω.
Εἰς τοὺς ρεμβασμοὺς μ' ἐφάνη πῶς ὁ κῆπος εἶν' δικός μου!
− Ἔτσ' ὁ ποιητὴς πολλάκις γίνεται καὶ βασιλιᾶς! −
Νά! κι' ἀντίκρυσα ἐμπρός μου,
Ἄνθος τῆς τριανταφυλλιᾶς!
Κ' εἶπα: τἄνθη πρέπει μόνον νὰ κοσμοῦν τὴν παρθενιὰ
Καὶ ἐσκέφθηκα, τὸ ρόδον τὸ ἑσπέρας νὰ δωρήσω,
Στῆς καρδούλας μου τὴ νειὰ,
Καὶ μ' αὐτὸ νὰ τὴν φιλήσω.
Μόλις τὄκοψα γροικάω ἕνα φοβερὸ σκαμπίλι,
− Χωρὶς ἄλλο ἀπὸ χέρι θἄτανε βασιλικό! −
Πίφ! ὁ οὐρανὸς σφονδύλι!
Πάφ! Τί μπάτσος! τί κακό!
Στὴν βασίλισσά μου τὦπα, καὶ γελῶντας μὲ φιλεῖ.
− Ἐννοεῖτε δά· τὸ πῆρα τὸ τραντάφυλλο μαζύ μου! −
Ἄχ μ' ἐκόστιζε πολύ!
Πρῶτο μπάτσο στὴ ζωή μου!..
❀❀❀❀
Μετάφραση
Μεταφραστής: Γεώργιος Στρατήγης
Ἤμουνα μικρὸ παιδάκι καὶ μαζί του μιὰν ἡμέρα
ὁ πατέρας μου μὲ πῆρε στὰ μακριὰ πελάγη πέρα.
Μούμαθε εὔκολα κολύμπι μ’ ἕνα χέρι δυνατὸ
μὲς στὰ κύματα νὰ πέφτω κι ὡς τὴν ἄμμο νὰ βουτῶ.
Ἀσημόφραγκο πετοῦσε τρεῖς φορὲς μὲς στὸ νερὸ
καὶ γιὰ δῶρο μοῦ τ’ ἀφήνει, μόνο ἂν τρεῖς φορὲς τὸ βρῶ.
῞Υστερα κουπὶ μοῦ δίνει καὶ στὴ βάρκα του μὲ βάζει,
ἐνῶ ἀκούραστος κοντά μου στέκεται καὶ μὲ γυμνάζει.
Μούμαθε νὰ σπῶ τὸ κύμα μ’ ἕνα χτύπο κοφτερό,
τὰ μπουρίνια* ν’ ἀποφεύγω, τὰ κοτρώνια ν’ ἀψηφῶ.
Κι ἀπὸ τὴ μικρὴ βαρκούλα στὸ καράβι του μὲ παίρνει,
ποὺ στοὺς βράχους καὶ στὶς ξέρες ἄγρια τρικυμιὰ μᾶς σέρνει.
Πάνω στὸ ψηλὸ κατάρτι κοίταζα στὸ περιγιάλι,
νὰ περνοῦν βουνὰ καὶ κάστρα πίσω μας μὲ βιὰ μεγάλη.
Κάθε πέταμα μοῦ δείχνει τῶν πουλιῶν νὰ μελετῶ,
κάθε φύσημα τοῦ ἀγέρα, κάθε νέφος νὰ κοιτῶ.
Κι ἂν λιγοῦσε τὸ κατάρτι μέσα στὴν ἀνεμοζάλη
κι ἂν μὲ ράντιζε τὸ κύμα λούζοντάς με ὡς τὸ κεφάλι,203
ὁ πατέρας μου στὰ μάτια μ’ ἔβλεπε μὲ προσοχή·
στὸ καλάθι ἐγὼ καθόμουν δίχως φόβου ταραχή.
Τότε μ’ ὄψη φλογισμένη, λέει, καὶ μάτι ἀστραφτερό:
« Βλογημένο τὸ σπαθί σου, Ὑδραιόπουλο μικρό! »
Σήμερα σπαθὶ στὸ χέρι μούβαλε καὶ μ’ ἄγια ἐλπίδα
μ’ ὅρκισε νὰ πολεμήσω γιὰ Θεὸ καὶ τὴν Πατρίδα.
Μὲ τὸ βλέμμα του ἀπ’ τὰ πόδια μὲ μετροῦσε ὡς τὴν κορφὴ
καὶ τὸ βύθιζε, θαρροῦσες, στὴν καρδιά μου σὰν καρφί.
Ἀπ’ τὸ χέρι τὸ σπαθί μου ξάφνου μιὰ στιγμὴ τ’ ἀρπάζει
καὶ κρατώντας το σὰν ἄντρας, πρὸς τὸν οὐρανὸ κοιτάζει.
Κι εἶπε μ’ ὄψη φλογισμένη καὶ μὲ μάτι ἀστραφτερό:
« Βλογημένο τὸ σπαθί σου, ῾Υδραιόπουλο μικρό!
❀❀❀❀
Ἐπιγράμματα
Εις τον ΚολοκοτρώνηΚολοκοτρώνη, ξέχασε Νικήτα, Φλέσσα, Λόντον!
Σήμερα στην Ἑλλάδα σου λατρεύουν τον ... Τζιμ Λόντον!...
*****
Εις Βουλευτήν
Είσαι κωφός εις την Βουλήν· για σε τι ευτυχία!
Αλλ᾿ όχι και κωφάλαλος, γι᾿ αυτήν, τι δυστυχία!...
*****
Εις φιλάρεσκον
Αν θέλετε νάν᾿ ἐλαφρὸ τὸ χῶμα ποὺ κοιμᾶται,
στὴν πλάκα μὴ διαβάζετε τὰ χρόνια της, διαβᾶται!...
*****
Εἰς χαρτοπαίκτην
Γιὰ δέτε! Καὶ τὸ μνῆμα του, λὲς μοιάζει σὰν τραπέζι!
Τὴ νύχτα, σὰν βρυκόλακας, σηκώνεται καὶ παίζει!...
*****
Εἰς φθονερόν
Μοῦ λέν, πὼς φλυαρεῖς πολὺ γιὰ μὲ καὶ σοῦ προτείνω
νὰ γιάνεις μὲ τὸ σάλιο σου τοῦ κόσμου τὸν ... καρκίνο!...
*****
Εἰς δραματικὸν συγγραφέα
Ὅλο τὸν κόσμο πιάνουνε στὰ κλασικά σου δράματα
Στὶς τραγῳδίες, γέλωτες, στὶς κωμῳδίες... κλάματα!
*****
Εἰς φιλάρεσκον Κυρίαν
Βάφεσαι τόσο τεχνικά, ὥστε κανεὶς δὲν ξέρει
ἂν τοῦ Θεοῦ μας σ᾿ ἔπλασεν ἢ τοῦ ζωγράφου χέρι!...
*****
Εἰς λαίμαργον Ἐπίσκοπον
Ἀπὸ τὰ δυό, ποιὸ προτιμᾷς μὲ πόθον πιὸ μεγάλον,
τ᾿ ἀνθρώπινό σου ποίμνιον ἢ τῶν προβάτων μᾶλλον;
*****
Εἰς γλωσσολόγον
Ἂν καὶ μικρός, κατόρωσες νὰ φαίνεσαι μεγάλος,
εἰς τὴν Γαλλία, Ἕλληνας, εἰς τὴν Ἑλλάδα... Γάλλος!...
*****
Εἰς ἰατρὸν ποιητήν
Ἀπὸ ἀγρύπνιες ἔπασχα, μ᾿ ὅλες τὶς συνταγές σου,
καὶ μόνον μ᾿ ἀπεκοίμισαν εὐθύς... οἱ συλλογές σου!...
*****
Εἰς ἠθοποιόν
Γράφεις καὶ παίζεις, ποιητὴς καὶ ἠθοποιὸς συγχρόνως,
γιατὶ τὰ δράματά σου ἐσὺ καταλαβαίνεις μόνος!...
*****
Εἰς ποιήτριαν
Εἶσαι γυναῖκα πρὸ παντός, γι᾿ αὐτὸ θὰ προτιμοῦσα
τετάρτη χάρη νὰ σὲ εἰπῶ, κι ὄχι δεκάτη Μοῦσα!...
*****
Εἰς ... Μέγαιραν
Ἄγγελος ἤσουν κι ἔγινες στὸ γάμο σου σκουντοῦφλα,
καὶ στρίγγλα ποὺ τὸν ἄντρα σου χτυπᾷς μὲ τὴν... παντοῦφλα!...
*****
Εἰς Κυρίαν μεγαλόρρινον
Εἰς τὸ θέατρο δυὸ θέσεις σοῦ χρειάζονται κυρία:
Γιὰ τὸ σῶμα σου θεωρεῖο· γιὰ τὴ μύτη σου... πλατεῖα!...
*****
Εἰς Ἀμιφιτρύωνα
Ὅταν στὸ γεῦμα μὲ καλεῖς, ὦ φίλε Ἀμφιτρύων,
τρέχω νὰ μάθω τῆς νυκτὸς εὐθὺς τό... φαρμακεῖον!...
*****
Εἰς φιλάργυρον
Ὡσάν ἐσὲ δὲν εἶδα φιλαργυρίας τέρας,
μ᾿ ἕνα κουτάκι σπίρτα περνᾷς... ὀγδόντα ἡμέρας!...
*****
Εἰς φθονερόν
Χτὲς φίδι τὸν ἐδάγκωσε καὶ σήμερα μαθαίνω,
πὼς πέθανε... Ποιὸς ἀπ᾿ τοὺς δυό; Τὸ φίδι τὸ καημένο!...
*****
Εἰς φλύαρον
Δὲν τὴν τρομάζει ὁ θάνατος, οὔτε τὸ κρύο χῶμα,
ἀλλὰ τοῦ τάφου ἡ σιωπή, ποὺ θὰ τῆς κλεῖ τὸ στόμα!...
*****
Εἰς δημοκράτην
Τοῦ δημοκράτη δὲν ποθεῖ τὸ ρόλο πιὰ νὰ παίζει,
ἀφ᾿ ὅτου σὲ «βασιλικὸν» ἐδείπνησε τραπέζι!...
*****
Εἰς πατριώτην
Μελάνης χύνεις ποταμοὺς γιὰ τὴ φτωχὴ πατρίδα,
μ᾿ ἂν σοῦ ζητήσει τὸ αἷμα σου δὲν χύνεις μία... ῥανίδα!...
*****
Εἰς κακοπληρωτήν
Τὴν κάθε πρώτη τοῦ μηνὸς ἐξύπναγες μὲ φρίκη,
τώρα κοιμήσου ἀτάραχος, δὲ σοῦ ζητᾶνε... νοίκι!...
*****
Εἰς ἰατρὸν αἰωνόβιον
Τόσο καλὰ τοῦ Χάροντα τροχίζεις τὸ δρεπάνι,
πού, γιὰ νὰ ζεῖς αἰώνια, τὴν προσευχή του κάνει!...
*****
Εἰς πολυγράφον ποιητήν
Ἂν δὲν πατᾷς στὸν Παρνασσό, μὲ τὰ φτερὰ Πηγάσου,
κᾶνε σκαλάκια ν᾿ ἀνεβεῖς τὰς τόσας... συλλογάς σου!
http://users.uoa.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου