Αγνάντι στο ήρεμο λιόγερμα στέκομαι
Αειθαλές το βλέμμα
Γεύεται και δε χορταίνει
Δε κουράζεται να ρουφάει
Τα μυρωδάτα χρώματα
Και να τ’ αποστέλλει
Αγγέλους ωσαννά
Στα μύχια του σώματος και της ψυχής μου
Ο χρόνος, άθεος υλιστής
Κλέβει τις στιγμές μου
Και στα συρτάρια της λησμονιάς τις θάβει
Ταχύς δρομέας είναι
Ψηλός και μακροπόδαρος
Με δρασκελιές γαζέλας και άλματα απλωτά
Όλο προς τα εμπρός ορμάει
Πίσω ποτέ του δε κοιτάει
Αντίπαλο και αν ψάξει , δε θα βρει
Κοιτάζω το κενό
Καθώς τον βλέπω να ξεμακραίνει
Μαύρη τρύπα που χάσκει εμπρός μου
Και αναρωτιέμαι
Άραγε υπάρχω ή μάρτυρας ωτακουστής
Ιστοριών διηγημένων είμαι
Αλάλητος ο έρωτας
Μέσα στη σπαραχτική γαλήνη
Χύθηκε πάλι η μοναξιά
Σαν μελάνι πάνω στα δάχτυλα
Και ο φόβος της ερημιάς
Βρόγχος έγινε
Η απελπισία μ’ έσπρωξε
Σε πράξη αποκοτιάς να πέσω
Τα ήθη του συρμού να δοκιμάσω
Χάθηκε ο λόγος
Που την καρδιά μπορεί ν’ αγγίξει
Και η απόγνωση , κίνηση τον έκανε
Τον ήχο σε αφή μετουσίωσε
Στις ρόγες των δαχτύλων
Υπόσταση απόκτησε
Και δοκιμάζεται
Αγγίζω τα κρύα πλήκτρα
Να τα ζεστάνω λαχταράω
Με τη θέρμη των λέξεων
Στεγνές οι λέξεις
Να τις ζωντανέψω προσπαθώ
Με σημεία στίξης να τις ομορφύνω
Θαυμαστικά άπειρα
Στη θέση των αναστεναγμών
Ερωτηματικά στη θέση των ψιθύρων
Και αρχίζει η αναμονή
Που πάντα γλυκιά είναι
Ακόμη και στο κρύο γυαλί
Αποτυπωμένη μια λέξη
Συγκίνηση και ταραχή προκαλεί
Σήμα από ναυαγό
Στο νησί της μοναξιάς χαμένο
Ανεμόσκαλα το φωτεινό σημάδι γίνεται
Για μια στιγμή γυρίζω το κεφάλι
Στον ώμο μου σε νιώθω
Άστρο καλόβουλο, ασημουφασμένο
Ζεύξη των λογισμών
Και των νιωσμάτων
Ναι υπάρχεις και υπάρχω
Και ας μη με ξέρεις
Μου φτάνει που κοντά μου σε νιώθω
Και αν τη μορφή σου δε γνωρίζω
Τα χείλη σου να φιλήσω δε μπορώ
Ουτοπικά πιστεύω πως με θέλεις
Ανάμεσα στα αόρατα κύματα του ιστού
Φυλακισμένοι είμαστε
Το δίχτυ αυτό είναι η φυλακή μας
Με αστερόσκονη στα χρώματα της ίριδας δεν είναι υφασμένο.
Δεμένους μας κρατά
Και μέσα από το πλέγμα του ελεύθερα δε περνάμε
Μόνο έχουμε την ψευδαίσθηση
Πως χορεύουμε εκστατικά, ανάλαφροι
Σαν άυλοι αέναα μπαινοβγαίνουμε ο ένας μέσα στον άλλον.
Πίσω από το τζάμι αγγιζόμαστε και χαμογελάμε
Οι λέξεις που από στόματα αθώρητα κυλούν
Εξαίσια ηχούν στην αφωνία τους
Ανείδωτο το πρόσωπό σου
Μορφή αποκτά
Με της φαντασίας τα πινέλα
Αιθέρια ζωγραφιά σε πίνακα ρομαντικό
Παίρνει θέση
Του ψεύτικου η συνείδηση
Ωχριά μπροστά στου πόθου το ανεκπλήρωτο
Αυτό που το μυαλό κατασκευάζει
Πιότερο δυνατό απ’ το αληθινό
Έτσι κι’ αλλιώς
Ο έρωτας μια φαντασίωση δεν είναι;
Εικόνα καρδιοκλέφτρα που παίζει με την ανάγκη
Και νικήτρια πάντα βγαίνει
Ώσπου η αλήθεια τα ρόδινα πέπλα της να σχίσει
Και με την ασχήμια της να λάμψει
Φυλακισμένος βρίσκομαι
Πίσω από αόρατες σιδεριές
Καλπάζει η καρδιά μου σαν αφηνιασμένο άλογο
Που δε ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει
Λαχανιάζει και αγκομαχεί
Αγωνιά και σπαρταράει
Καθώς τη θύελλα που ο πόθος προκαλεί
Προσπαθεί να κατευνάσει
Δούλος αλυσοδεμένος έγινα
Μύστης θρησκείας άγνωστης
Με ευλάβεια καλούμαι να υπηρετήσω
Την παράδοση αιώνων να προσπεράσω
Και στη ψυχρή θεά της τεχνολογίας
Να δηλώσω υποταγή
Με φόβο πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού
Ακουμπώ τα πλήκτρα
Νιώθω πως βρίσκομαι πάνω σε μια απέραντη σκηνή
Και χιλιάδες μάτια είναι καρφωμένα πάνω μου
Ηδονοβλεψίες που τα μυστικά μου γεύονται
Διακορεύουν τα εσώψυχά μου
Και καγχάζουν τη γύμνια μου
Ο χτύπος της καρδιάς μου
Διαπερνά το αδιάφορο πλαστικό
Νομίζω πως ηχεί στα αυτιά σου
Και ντρέπομαι μα συνεχίζω
Απαλά αγγίζω τα μαύρα σημάδια
Όπως θα άγγιζα τα τρυφερά σου χείλη
Με μάτια κλειστά
Θα ένιωθα το σχήμα τους να πάλλεται ηδονικά
Θα δίσταζα να τα φιλήσω
Για να κάνει η αναμονή
Πιότερο ισχυρή την αίσθηση της προσμονής
Να γίνει η λαχτάρα φωτιά
Που θα με κάψει ολόκληρο
Φρένιασα από οργή
Έξω η φύση γιορτή έχει κάθε στιγμή
Και εγώ κρεμάστηκα από έναν αόρατο ιστό αράχνης
Ο έρωτας είναι θεός
Σε ανταριασμένες βουνοκορφές του αρμόζει να κατοικεί
Πάνω σε χρυσοποίκιλτα σύννεφα να ταξιδεύει
Αρχηγός ανταρσίας, στις αισθήσεις να κυριαρχεί
Τη κατοχή του όλου επιζητά
Και όχι σα λιποτάκτης να κρύβεται
Και με κινήσεις δειλές να ξεμυτά
Ποιος είμαι εγώ
Που αντί για πορφύρα
Κουρέλια αισχρά θα του φορέσω;
Οικοδεσπότης αφιλόξενος
Μίζερος , κακομοιριασμένος είμαι
Τον άρχοντα σε παγερό δάπεδο εναποθέτω
Σε χάλκινο τάσι νερό θολό του προσφέρω
Και επιθυμώ να ξαποστάσει και να ξεδιψάσει
Ο φόβος είναι αυτός
Που ανέγγιχτους μας κρατάει
Νιώσε το
Δειλία, κόρη ντροπαλή
Μακριά από το μέτωπο της μάχης μας κρατάει
Νικητές η λαβωμένοι αν υπάρξουμε
Τι σημασία έχει
Τη δύναμή μας ας αφουγκραστούμε
Το αίμα το ζεστό ας νιώσουμε
Μέσα μας να κοχλάζει από τη μεθυστική παραζάλη
Μαρτύριο το κάλεσμα
Των παγωμένων σεντονιών μου έχει γίνει
Δεν θέλω πια ν’ ακούω
Το πρόστυχα ατσαλάκωτο μαξιλάρι
Δίπλα μου να γελάει
Θέλω να νιώσω την ανάσα σου
Σαν σύριγμα ανέμου
Να δροσίζει τον διακαή μου πόθο
Σε αντάμωμα αγάπης σε καλώ
Σπάσε τη πόρτα της ανυπαρξίας και έλα κοντά μου
Σάρκα και ψυχή
Να κάνουμε το Χ χαμόγελο πραγματικό
Το Γ γαλήνη , νήματα που θα υφάνουν μαξιλάρι
Τον φόβο μας ν’ ακουμπήσουμε
Είναι οι τελευταίες άηχες λέξεις
Που βγαίνουν από τα χέρια μου
Με κεφαλαία γράμματα τις πελέκησα
Πάνω στο κρύο υλικό
Κρατώντας τη θέρμη μου
Κατακόκκινη μέσα στο ποτήρι
Μόλις τελείωσα
Έρανα τα πλήκτρα αργά, ιεροτελεστικά
Με ακήρατο οίνο
Και κραταιά πήρα απόφαση
Τον έρωτα με χέρια ανοιχτά να απολαύσω
Αληθινά , όχι προσομοιωτικά
Στα μάτια του να χαθώ
Και σε αλώνια ανθόσπαρτα
Μαζί του να κυλιστώ.
Τον πόνο σου τον ένιωσα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ένιωσα! Μιλάς με τη γλώσσα της σιωπής που τη μιλάνε οι μοναχοί!
Ο έρωτας είναι ένα μωρό που ζητάει την προσοχή, την αγκαλιά, τα χάδια, τα φιλιά!
Δεν έχει υπομονή, βιάζεται και υποφέρει! Δεν του αξίζουν τα κουρέλια και τ' αποφόρια κανενός.Μα όλα τα καλύτερα κι όσα η χάρη του ορίζει!
Η κραταιά σου απόφαση είθε να σε λυτρώσει!