Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ Πού πας παιδί μου να κρυφτείς, πού πας να βασιλέψεις… [Απόσπασμα από το βιβλίο: ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ].


Κ Παρθένης " Θρήνος"

(…) Όπως μιλάει, οι λυγμοί ταράζουν τις ανάσες της Μαρίας, γίνεται ένα με κάθε μάνα που πονάει. (…) Το βλέμμα της σα να ψάχνει την απούσα μάνα του Ιούδα. Τα λόγια συνεχίζονται σαν μοιρολόι.
Και πού θα βρεις το γιόκα σου, μανούλα του Ιούδα;
Πού θα ’ναι, Κυβορέα μου, το άψυχο κορμάκι
για σε φαράγγι, σε γκρεμό ή σε ποτάμι μέσα
ή μες στην πικροθάλασσα σκόρπισε τη ζωή του;
Και πού να πεις το ντέρτι σου, μονάχη πώς να κλάψεις,
πώς ν’ αντέξει σου η καρδιά τέτοιο αστροπελέκι;
Κι εμέ το γιο μου σταύρωσαν, όμως ληστής δεν είναι,
εσύ μανούλα δύστυχη που σου τον λεν προδότη;
Γιε μου, γλυκέ μου Ιησού, γι’ αυτήν παρακαλάω
Έρχομαι εγώ στη θέση της και βγάνω την κραυγή της:
Σώσε το γιο μου, Ιησού, σώσε τον τόν Ιούδα
σώσε αυτόν που ήξερε με λάθος ν’ αγαπάει.
Δείξε αγάπη θεϊκή, ανάπαψε την καρδιά της
σβήσε της μάνας τον καημό να μην τρομάζει αιώνια
γιατί δεν έχασε μονάχα γιο κι είναι φαρμακωμένη,
μα όλος ο κόσμος τη μισεί κι όλοι την καταριούνται.
Να κλάψει το δεν το μπορεί, μήτε και τη λυπούνται
νερό δε θα ’βρει για να πιει- και ποιος να της το δώσει!-
και ούτε πόρτα ανοιχτή θα βρει να ξαποστάσει.
Στρέφεται πάλι προς το σταυρό. Ως ‘‘μάνα του Ιούδα’’ αθωώνει το γιο της.
Μου είπαν πως κρεμάστηκε από ντροπή, αλλά για ποια ντροπή δεν ξέρω, γιε μου. Πέταξε τα αργύρια και σ’ ονομάτισε αθώο, ύστερα έβαλε θηλιά και πνίγηκε στις τύψεις. Δεν είχε το κουράγιο να σε δει, να σου ζητήσει να τον συγχωρέσεις, τέτοια η ντροπή του για την αθωότη σου. Όμως εσύ γιατί τον διάλεξες για μαθητή, αν όχι να τον σώσεις; Κι αν τρία χρόνια συντροφιά και τόσα θαύματα δεν βόηθησαν, όμως, παιδί μου, τώρα δεν άντεξε τον πόνο του σταυρού σου. Ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε να φανταστεί σε τι μαρτύριο σε οδηγούσε το φιλί του. Γιε μου, τον σκότωσε η αγάπη του για σένα, γι’ αυτό εσύ, κι ας μη το ζήτησε ποτέ, συγχώρεσέ τον.
Λείπει ο Ιούδας από το Γολγοθά αλλ’ όχι λιποτάχτης. Λείπει γιατί τρόμαξε που βρήκε τόση αγάπη μέσα του για σένα. Κι ήταν αργά, πολύ αργά γι’ αυτόν ν’ αλλάξει τη ζωή του, γι’ αυτό τον συμπονώ και σου ζητάω να τον σώσεις.
Η μητρική αλληλεγγύη συνεχίζεται.
Μ’ αφού τελέψω εγώ εδώ, κοντά της θε να πάω
και θα την πάρω αγκαλιά, κι οι δυο χαροκαμένες
μαζί να κλάψουμε κι οι δυο μαζί συχωρεμένες
Αν το παιδί μου είναι Θεός, όλους τους συγχωράει
και αν ο Ιούδας πρόδωσε, Κάποιος τον αγαπάει
Στρέφεται ελαφρά, μια φορά αριστερά και μια δεξιά, κοιτάζει ποιοι άλλοι είναι γύρω της. (…) Κουνάει αργά το κεφάλι της πάνω κάτω. Ύστερα με χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού δείχνει τους δυο ληστές.
Πρέπει να κλάψω και για τους δυο συντρόφους σου. Πού να το ξέρουν οι μανούλες πως δε θα ξαναδούνε τα παιδιά τους… Γιε μου, κανένας νιος δεν πρέπει να κατεβαίνει άκλαυτος στην πικρογή. Εσύ τον ένα τον συγχώρεσες κι είπες πως θα τον σώσεις. Τον άλλον; Θα σου τον στείλω εγώ κοντά σου καθαρό, πλυμένον με τα δάκρυά μου. Τώρα εγώ είμαι για ’κείνον μάνα και συγχωρώ τα λάθη του κι όσα εγκλήματα έκαμε με άσκεφτο μυαλό. Μη δε σε θεωρούν κι εσέ κακούργο οι άνομοι και οι σκληροί Ρωμαίοι;
Πώς να μη κλάψεις δύο νιους μαζί με το παιδί σου
που τρεις λεβέντες βλέπω εδώ, τρία τα παλικάρια.
Πού να ’ναι οι μανούλες τους, πού είν’ οι αδερφάδες
θρήνο ν’ αρχίσουμε οι τρεις, να τρέμει ο κάτω κόσμος
που άλλη φορά δε θ’ άκουσε βαριά τα μοιρολόγια;
Στρέφεται στον Ιησού, είναι πάλι η μάνα όλου του κόσμου.
Πάρε κοντά σου, Ιησού, κι αυτόν που έμεινε περήφανος ως τη στερνή στιγμή, άλλη προσευχή δε βγάνει μια μάνα απ’ την καρδιά της. Πάρε μαζί σου, γιε μου, κι ετούτα τα νέα μου παιδιά, δος μου αυτή τη χάρη να τη μοιράσω μυστικά στου κόσμου τις μανάδες…
Κοίτα, παιδί μου, μια φορά, κοίτα την αγκαλιά μου
να ιδείς πως μέσα κουβαλώ τον πόνο όλου του κόσμου
Να ιδείς πως κλαίω για τους τρεις, μάνα και των τριώνε
το πώς χωράτε μέσα της κι οι τρεις αντάμα-αντάμα.
Αν είναι για το θάνατο, άκλαυτοι να μη πάνε
κι αν είναι για παράδεισο, σας δίνω την ευχή μου:
Σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και στου Θεού τα χέρια
κι εμείς οι τρεις μανούλες σας το ίδιο σας πονάμε
κι αν βρω και του Ιούδα μας, τέσσερις θα γενούμε
ν’ αγκαλιαστούμε όλες μαζί, να φοβηθεί ο χάρος
Να λάμψει ο ήλιος στα βουνά και στις καρδιές ν’ αστράψει
ν’ αφανιστεί ο θάνατος, οι φυλακές ν’ ανοίξουν
κι όλες να στήσουμε χορό για χάρη του παιδιού μου.
(…) Οι αστραπές πυκνώνουν, οι βροντές δημιουργούν ένταση και φόβο. Η Μαρία στρέφεται τώρα στον ουρανό οργισμένη.
Τι μου αστράφτεις, ουρανέ και τι με φοβερίζεις
τι σκοτεινιάζεις το ντουνιά και σκιάζονται τ’ αγρίμια;
Σαν χάσει η μάνα τον υγιό, χάνετ’ ο κόσμος όλος
κι αν σου σταυρώσουν το βλαστό, σταυρώνεσαι αιώνια.
Ρίξε αστραπές, ρίξε βροντές, ρίξε κανόνια αράδα,
εμένα με γέλα ο χάροντας, που ’χε φτερά αγγέλου,
και μου ’πε πως ο θάνατος στο σπίτι μου δε θα ’ρθει.
Μον’ ήρθ’ εδώ στο Γολγοθά, κι εγώ χαροκαμένη
τη μια κοιτάζω το Θεό, την άλλη τις βροντές του
κι ύστερα κλαίω τον Ιησού, σαν κάθε μαυρομάνα.
Τι μου αστράφτεις, ουρανέ, και τι με φοβερίζεις
σαν χάσει η μάνα της το γιο, δεν έχει να φοβάται
μόνο το μνήμα λείπεται, να μπούμε οι δυο μας μέσα.
(…) Όλα σκοτεινιάζουν. Δε βλέπει το μαύρο σύννεφο που έχει σκεπάσει το λόφο του Γολγοθά. Απορημένη κοιτάζει το σταυρό, κι εκεί πιο μαύρο το σκοτάδι.
Ωιμέ, πού είμαι τώρα εγώ, πού βρίσκεται ο γιος μου
Ποιος μου τον άρπαξε νεκρό, πού να ’ναι ο θησαυρός μου;
Βλαστάρι, παλικάρι μου, πού χάθηκες, καλέ μου
Ποιος μου σε πήρε, μάτια μου, αϊτέ μονάκριβέ μου;
Τι θα στολίσω η μαύρη εγώ, τι θα θρηνήσω τώρα
για ποιον λουλούδια θα βαστώ, για ποιον τα μαύρα δώρα
αφού είμαι μάνα δίχως γιο και μνήμα δίχως σώμα…
=======================================
[Απόσπασμα από τον δραματικό μονόλογο ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013]






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου