Τσουχτερό το κρύο έξω. Το χιόνι ξετρύπωσε από τον ουρανό και άρχισε μα μανία να πέφτει σε χοντρές τούφες παντού. Μέσα σε λίγη ώρα είχε σκεπάσει τα πάντα με το πάλλευκο σεντόνι του και έβαλε και τα καπελάκια στα κλαδιά των φυλλοβόλων δέντρων. Δύσκολο να βγει κανείς έξω. Και όμως εκείνη βγήκε! Φόρεσε το γούνινο παλτό της, μια γούνα ρενάρ, σκέπασε και το κεφάλι της με ένα παρόμοιο καπέλο και βγήκε.Tώρα μπορούσε να φοράει ό,τι ήθελε. Άλλος πλήρωνε . Εκείνη άλλη δουλειά έκανε...«Στάσου! Μην βγαίνεις τώρα, θα κρυώσεις» της είπε με τη βραχνή φωνή η μάνα της. Δεν την άκουσε! Δεν της έδωσε σημασία. Άνοιξε βιαστικά την πόρτα και χάθηκε γρήγορα στη στροφή του δρόμου με τους τροχούς του πολυτελούς αυτοκινήτου της να τσιρίζουν. Και έμεινε μόνη η μάνα σαστισμένη να κοιτά την πόρτα που είχε κλείσει. Κούρνιασε ακουμπώντας τα μάγουλά της στα λεπτά της γόνατα και άρχισε να κλαίει, σα να μοιρολογούσε. Βαθύς ο πόνος της. Μεγάλος ο καημός της.
«Έφυγε! Έφυγε και δεν μου είπε τίποτε. Έφυγε και ούτε και ξέρω πού μπορεί να έχει πάει...» Τράβηξε με πείσμα μια κορδέλα που συγκρατούσε τα μακριά της μαλλιά. Νόμισε πως έτσι το κεφάλι της θα ξαλάφρωνε! Νόμισε πως η καρδιά της θα ηρεμούσε. Γελάστηκε! Η ψυχή της πονούσε. Μέσα της, σαν μαχαιριές που σκίζουν τη σάρκα, ένιωθε τον πόνο για τη μονάκριβη κόρη της. Και την αγαπούσε! Την αγαπούσε πολύ, έστω και αν κάθε λίγο και λιγάκι τη γέμιζε με πίκρα. Παιδί της ήταν! Παιδί που χωρίς πατέρα μεγάλωσε. Παιδί που στο σχολείο δεχόταν τα ειρωνικά σχόλια των παιδιών για τον πατέρα της. Παιδί που δεν ένιωσε ποτέ τη στοργή του πατέρα. Παιδί που ήθελε πατέρα και δεν είχε! Και η μάνα ανίσχυρη! Και εκεί παραστράτησε. Όλο το μαρτύριο που περνούσε στο σχολείο, στη γειτονιά, στις παρέες, όταν κάπως μεγάλωσε, το έβγαλε σαν απωθημένο με μια ανεπίτρεπτη συμπεριφορά.
Τώρα η μάνα, κουλουριασμένη στην ίδια θέση που βρέθηκε, όταν η κόρη της έφυγε, φέρνει με φαρμάκι στο νου της όλα τα γεγονότα που μεσολάβησαν, μέχρι η κόρη της να φτάσει στο σημείο αυτό. Σε μια φτωχική γειτονιά μεγάλωσε η ίδια, με δυσκολίες και πολλές δουλειές σε σπίτια ξένων. Ήταν όμως όμορφη πολύ και άξια. Και εκεί έγινε το κακό. Ο γιος του επιχειρηματία την ερωτεύτηκε τρελά. Της το είπε και εκείνη αντέδρασε. Ήξερε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να σηκώσει τα μάτια της και να κοιτάξει το μοναχογιό με τα πλούτη τα πολλά. Την κυνήγησε, της ψιθύρισε λόγια γλυκά, της υποσχέθηκε πως θα την πάρει όσο και αν αντιδράσουν οι γονείς του, πως χωρίς εκείνη δεν θα μπορέσει να ζήσει και ποτέ δεν θα είναι ευτυχισμένος. Της είπε πολλά. Ίσως και να τα πίστευε. Ποιος όμως είπε ότι ο φτωχός έχει δικαίωμα να κοιτάξει τον ανώτερό του; Ποιος είπε ότι η αγάπη είναι τόσο δυνατή που μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο; Και η Κατερίνα με τα γαλαζωπά μάτια και το φωτεινό πρόσωπο δεν τα σκέφτηκε αυτά και τον πίστεψε! Και ένα βράδυ που το φεγγάρι έπαιζε με τα αστέρια, που το νερό της πισίνας άφηνε γλυκείς παφλασμούς, που το αγέρι έκανε την καρδιά να χτυπά δυνατά...εκείνο το βράδυ η Κατερίνα γινόταν δική του. Δική του; Nαι! Γινόταν δική του και μέσα στην τρέλα της ώρας ούτε και που κατάλαβε σε τι δρόμο κακοτράχαλο έμπαινε. Στο αυτί της άκουγε μόνο τη γλυκιά μελωδία των λόγων εκείνου και να σκεφτεί κάτι κακό δεν της ήταν επιτρεπτό. Τουλάχιστον για την ώρα εκείνη. Στον ουρανό την ανέβαζε με τα λόγια του. Μπορεί και να τα πίστευε, γιατί η Κατερίνα μπορούσε με την απλότητά της και τη γλύκα της να τον κάνει ευτυχισμένο. Την είχε βαρεθεί και την ψευτοκουλτούρα, τις είχε βαρεθεί όλες τις δήθεν μορφωμένες και επίπλαστα όμορφες που τον πλησίαζαν μόνο για τη θέση του και τα πλούτη του. Ίσως και η καρδιά του κάτι άλλο να ζητούσε, κάτι άλλο να έψαχνε για να νιώσει την ουσιαστική ευτυχία. Έλα όμως που πίσω του βρισκόταν δυο γονείς που στόχο τους είχαν το πάντρεμα των περιουσιών τους και όχι την ευτυχία του γιου τους; Και πέρασε καιρός και πέρασαν δύο μήνες, όταν η δύστυχη η Κατερίνα διαπίστωσε ότι περιμένει μωρό. Της ήρθε τρέλα. Άναψε το κεφάλι της και το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να εξαφανιστεί. Δεν το έκανε όμως! Τον βρήκε ένα βράδυ στη βεράντα καθισμένο και διστάζοντας του το είπε. Η αλήθεια είναι ότι περίμενε να σηκωθεί και να την αγκαλιάσει από χαρά. Πόσο γελάστηκε. Έμεινε με τα χέρια σηκωμένα για να την αγκαλιάσει! Έμεινε έτσι σαν καρφωμένη στο ξύλο. Δεν καταλάβαινε τι της έλεγε! Το μόνο που άκουγε ήταν οι φωνές του και η τελευταία του λέξη που τη χτύπησε στην ψυχή σαν ένας κεραυνός... «Τι μου λες τώρα; Καταλαβαίνεις; Μωρό εγώ μαζί σου; Και τι θα πω στους γονείς μου και πώς θα ζήσω εγώ με μια δούλα δίπλα μου; Το σκέφτηκες αυτό; Να το ρίξεις το μωρό, να το ρίξεις! Ακούς τι σου λέω; Και τσιμουδιά σε όλους» Τα άκουσε η Κατερίνα και δεν μίλησε. Μόνο ύψωσε το ανάστημά της και του άστραψε ένα γερό χαστούκι και ύστερα το έβαλε στα πόδια μέσα στη νύχτα. Ούτε και κατάλαβε πόσο έτρεξε. Είχε όμως κουραστεί και σε ένα μικρό πεζουλάκι κάθισε και εκεί άφησε το κλάμα της να ξεχυθεί σαν ένας μανιασμένος απ’ τον αέρα ποταμός. Έκλαψε για ώρα, για ώρες; Δεν ήξερε. Σήκωσε με κόπο το σώμα της και θυμήθηκε μια μακρινή της ξαδέρφη. Εκεί θα πάω, σκέφτηκε. Είναι καλή και θα με καταλάβει. Βασανισμένη είναι και αυτή και χήρα τώρα και χωρίς παιδιά. Θα με θελήσει, το ξέρω, το καταλαβαίνω. Μακριά καθόταν η ξαδέρφη της. Φτωχική η γειτονιά με κάτι λασπόδρομους και πεζοδρόμια χαλασμένα. Γύρισε και κοίταξε το παλιό της σπίτι, το πλούσιο για τελευταία φορά. Έλαμπε ολόκληρο, καθώς τα φώτα ήταν μέσα και έξω αναμμένα. Ήταν όσο όμορφο και ήταν σαν να την προκαλούσε να γυρίσει πίσω. Να γυρίσει και να ρίξει το μωρό της. Στη σκέψη αυτή ανατρίχιασε! Της ήρθε τρέλα.’ «Κατερίνα; Πώς τόλμησες να σκεφτείς κάτι τέτοιο; Εγκληματίας και εσύ;» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε το δρόμο για την Ξαδέρφη της. Πόσο μακρινός ήταν ο δρόμος! όμως τον περπάτησε και σε δυο ώρες είχε φτάσει στο σπίτι της. Αντίκρισε το λιγοστό φως. Πόνεσε η καρδιά της. Χτύπησε το κουδούνι και μπήκε μέσα. Τη χάρηκε η Φωτεινή. φτωχοί άνθρωποι, πλούσιες καρδιές, σκέφτηκε και άρχισε να λέει τα δικά της βάσανα, «Μην ανησυχείς καρδιά μου. Εγώ θα σε φροντίσω, όσο μπορέσω. Βλέπεις δεν είμαι και καλά στην υγεία μου. Η καρδιά μου παλεύει. όμως, όπου εγώ και συ. Κάτσε κοριτσάκι μου και ηρέμησε. Αυτοί είναι οι πλούσιοι! Άκαρδοι και άσπλαχνοι. Τη βρομοδουλειά τους να κάνουν και ύστερα να σε πετάξουν σαν κουρελόχαρτο στο δρόμο. Σταλιά δεν τους νοιάζει για τους άλλους. Αλλά, μην φοβάσαι. Έχει ο Θεός και για μας. Η Κατερίνα ένιωσε πως ένα χέρι απαλό την άγγιξε, πως η ψυχή της έπαψε να κρυώνει, το κορμί της σταμάτησε να τρέμει. «Φωτεινή μου, πρέπει όμως να βρω μια δουλειά για όσο χρόνο θα είμαι ικανή να δουλεύω. Δεν γίνεται να σου είμαι τόσο βάρος και στην κατάσταση που και εσύ βρίσκεσαι!». Κοίταξε ένα γύρω στο δωματιάκι και η καρδιά της πόνεσε. Είδε και το σημαδεμένο από τον πόνο πρόσωπο της ξαδέρφης της και εκεί σταμάτησε. Τα δάκρυα δεν μπόρεσε να τα κρατήσει. «Κλάψε Κατερίνα, κλάψε! Ίσως έτσι και γίνει ο πόνος σου λιγότερος, Να ξέρεις όμως. Η ζωή θέλει αγωνιστές και όχι ανθρώπους που εύκολα το βάζουν κάτω. Ξέρω, πόσες δυσκολίες κουβαλάς. Όμως κάνε κουράγιο. Μέσα σου φέρνεις μια ζωούλα, αυτή πρέπει τώρα να προσέξεις για να αναπτυχτεί σωστά.
Γρήγορα βρήκε δουλειά η Κατερίνα. Έξυπνη ήταν, όμορφη ήταν, μικρή ήταν και όλα συνηγορούσαν ώστε εύκολα να βρει δουλειά. Ένας γιατρός χρειαζόταν μια κοπέλα για το σπίτι του και το Ιατρείο του. Την είδε, του άρεσε και την πήρε αμέσως στη δουλειά του. Καλός μισθός και η Κατερίνα ήταν γεμάτη χαρά. Βοηθούσε και την ξαδέρφη της, που όσο πήγαινε και χειροτέρευε και είχε ανάγκη από φάρμακα ακριβά και καλούς γιατρούς. Θυσία γινόταν η Κατερίνα. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε τον εαυτό της και το μωρό που περίμενε. Τα πάντα για την ξαδέρφη της, που της στάθηκε, όταν είχε και αυτή ανάγκη.
Έλα όμως που ο Θεός δοκιμάζει ποικιλότροπα τον άνθρωπο; Και ένα βράδυ που γύρισε από τη δουλειά της βρήκε την ξαδέρφη της πεσμένη κάτω και χωρίς σφυγμούς. Έβαλε τις φωνές. Στράγγισαν τα μάτια της από το κλάμα, πόνεσε η καρδιά της καθώς αντίκριζε τη Φωτεινή, χωρίς ζωή.
«Θεέ μου! Θεέ μου!» φώναξε σηκώνοντας τα χέρια της προς τον ουρανό. Τι κάνω τώρα; Πώς μένω έρημη και μόνη, χωρίς τη βοήθεια κανενός; Σκοτείνιασε περισσότερο ο ουρανός και τα αστράκια κρυφτήκανε, μην αντέχοντας να ακούνε το θρήνο της.
«Δεν μπορώ να έρθω στο ιατρείο σήμερα, είπε τηλεφωνώντας στο γιατρό. Η εξαδέρφη μου έφυγε. Συγκοπή έπαθε τη νύχτα και έφυγε! Τώρα μόνη πρέπει να φροντίσω για όλα. Με συγχωρείτε γιατρέ!» Δεν πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο και η φωνή του γιατρού, γλυκιά, λυτρωτική, απαλυντική ακούστηκε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.
«Κατερίνα, έρχομαι. Πες μου διεύθυνση και έφτασα. Μην ανησυχείς για τίποτε!»
Έγιναν όλα όπως έπρεπε. Η Φωτεινή θα ηρεμούσε πλέον. Και θα ηρεμούσε κυρίως γιατί η Κατερίνα της θα είχε αποκατασταθεί. Ο γιατρός τη συμπάθησε. Συμπάθησε την ευγένειά της, την καλοσύνη της, την αγαθότητά της και της πρότεινε να γίνει γυναίκα του. Οι ουρανοί άνοιξαν για την Κατερίνα, το φως έλαμψε πιο πολύ, η γη γέμισε από εύοσμα λουλουδάκια και η ομορφιά απλώθηκε χωρίς φειδώ παντού. Ήταν ευτυχισμένη!
«Ο Θεός φτωχά κάνει, άμοιρα δεν κάνει» σκέφτηκε με πόνο τα λόγια της δυστυχισμένης μάνας της, που χάθηκε και αυτή και άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Να κλάψει πολύ, μέχρι να μπορέσει να ξεπλύνει το παρελθόν που της είχε μαυρίσει τη ζωή...
Ο γιατρός την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα δάκρια και με όση γλύκα διέθετε της είπε.
«Κατερίνα, μην κλαις πια. Τώρα θα είσαι μαζί μου και το μωρό σου θα είναι και δικό μου μωρό. Για σένα τα βάσανα πλέον τελείωσαν! Τον κοίταξε στα μάτια με ευγνωμοσύνη και μια απέραντη χαρά. Πώς η ζωή της έτσι απότομα είχε αλλάξει; Πώς τα βάσανα και η καταφρόνια μετατράπηκαν σε ευτυχία και αγάπη για τον ταλαιπωρημένο εαυτό της; Ξανακοίταξε το γιατρό με λατρεία και του φώναξε...
«Σ’αγαπώ, σ’ αγαπώ Νίκο! Σ’ αγαπώ!!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου