ΟΒλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι ( 19 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου,1930) ήταν Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειάς του που γεννήθηκε στο Μπαγκντάτι, στη Γεωργία όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δασοφύλακας. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από Ουκρανούς Κοζάκους ενώ η μητέρα του ήταν επίσης oυκρανικής καταγωγής. Αν και ο Μαγιακόφσκι μιλούσε Γεωργιανά στο σχολείο και με τους φίλους του, η οικογένειά του μιλούσε κυρίως Ρωσικά στο σπίτι. Σε ηλικία 14 ετών πήρε μέρος σε διαδηλώσεις με τους σοσιαλιστές στην πόλη Κουταΐσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο τοπικό γυμνάσιο. Μετά τον ξαφνικό και πρώιμο θάνατο του πατέρα του το 1906, η οικογένειά του — ο ίδιος, η μητέρα του, και οι δύο αδελφές του — μετακόμισε στη Μόσχα, όπου συνέχισε τις μαθητικές του σπουδές.
Στη Μόσχα ο Μαγιακόφσκι ανέπτυξε το πάθος του για τη μαρξιστική λογοτεχνία, πήρε μέρος σε σειρά δραστηριοτήτων στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων και αργότερα στρατολογήθηκε ως μέλος των Μπολσεβίκων. Το 1908 αποπέμφθηκε από το σχολείο επειδή η μητέρα του δεν μπορούσε πλέον να πληρώνει τα δίδακτρα. Εκείνη την εποχή, ο Μαγιακόφσκι φυλακίστηκε σε τρεις περιπτώσεις για ανατρεπτική πολιτική δράση αλλά, όντας ανήλικος, απέφυγε τη μεταγωγή του. Στη διάρκεια της περιόδου της απομόνωσης στα κρατητήρια της φυλακής της Μπουτίρκα το 1909, άρχισε να γράφει ποίηση, αλλά τα ποιήματά του κατασχέθηκαν από τις αρχές. Με την αποφυλάκισή του, εξακολούθησε να εργάζεται για το σοσιαλιστικό κίνημα, και το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού φουτουριστικού κινήματος. Έγινε ο κύριος εκπρόσωπος τύπου για την ομάδα Γκιλέας, και στενός φίλος του ζωγράφου Νταβίντ Μπουρλιούκ, τον οποίο έβλεπε ως μέντορά του.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΖΩΗ
Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου (Пощёчина общественному вкусу) περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόφσκι: Νύχτα (Ночь), και Πρωί (Утро). Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Μπουρλιούκ και ο Μαγιακόφσκι αποβλήθηκαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.
Η εργασία του συνεχίστηκε, υπό την μανιέρα του Φουτουρισμού, έως το 1914. Η καλλιτεχνική του ανάπτυξη τότε άλλαξε δραματικά προς την κατεύθυνση της αφήγησης και ήταν αυτή του η δουλειά, που δημοσιεύτηκε αμέσως την περίοδο που προηγήθηκε της Ρωσικής Επανάστασης, η οποία επρόκειτο να καθιερώσει τη φήμη του ως ποιητή στη Ρωσία και στο εξωτερικό.
To Σύννεφο με παντελόνια (1915), ρωσ. «Облако в штанах» ήταν το πρώτο μεγάλο ποίημα του Μαγιακόφσκι και περιέγραφε τα καυτά θέματα του έρωτα, της επανάστασης, της θρησκείας, και της τέχνης γραμμένο υπό το πρίσμα του πληγωμένου εραστή. Η γλώσσα του έργου ήταν η γλώσσα των δρόμων, και ο Μαγιακόφσκι κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για να απομυθοποιήσει τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές έννοιες της ποίησης και των ποιητών.
Το καλοκαίρι του 1915, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα, τηΛίλια Μπρικ, και είναι σε εκείνη που αφιέρωσε το ποίημα Το σπονδυλωτό φλάουτο (1916), ρωσ. «Флейта-позвоночник». Δυστυχώς για τον Μαγιακόφσκι, αυτή ήταν η γυναίκα του εκδότη του, Όσιπ Μπρικ. Η ερωτική σχέση, αλλά και οι εντυπώσεις του από τον πόλεμο και την επανάσταση, επηρέασαν καθοριστικά τα έργα του αυτών των χρόνων. Το ποίημα Ο πόλεμος και ο κόσμος (1916) αναφέρεται στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και Ο Άνθρωπος (1917) είναι ένα ποίημα που ασχολείται με τη δυστυχία του έρωτα.
Η επιθυμία του, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να καταταγεί ως εθελοντής απορρίφθηκε. Ανάμεσα στα έτη 1915-1917 εργάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, στη Στρατιωτική Σχολή Αυτοκινήτου, ως επίσημος γραφέας. Κατά το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσκι βρίσκονταν στο Σμόλνι, στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί έζησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ξεκίνησε να απαγγέλλει ποιήματα όπως το Αριστερό Εμβατήριο! Για τους Κόκκινους Ναυτικούς: 1918(ρωσικά: Левый марш (Матросам), 1918) σε ναυτικά θέατρα, με ναύτες ως κοινό του.
Όταν ξαναγύρισε στη Μόσχα, ο Μαγιακόφσκι εργάστηκε στο Ρωσικό πρακτορείο τηλεγραφίας, δημιουργώντας —τόσο σε γραφικά όσο και σε κείμενο — σατυρικά πόστερ αγκιτπρόπ (συνδυασμός των λέξεων агитация και пропаганда). Το 1919 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλοΣυλλογή Έργων 1909-1919 (ρωσικά: Все сочиненное Владимиром Маяковским). Στο πολιτιστικό κλίμα της πρώιμης Σοβιετικής Ένωσης, η δημοτικότητά του αυξήθηκε πολύ γρήγορα. Στη διάρκεια των χρόνων 1922-1928, ο Μαγιακόφσκι ήταν εξέχον μέλος του Αριστερού Μετώπου για την Τέχνη και συνέχισε να προσδιορίζει το έργο του ως κομμουνιστικό φουτουρισμό . Εξέδιδε, μαζί με τον Σεργκέι Τρετιακόφ και τον Όσιπ Μπρικ, το περιοδικό «ΛΕΦ» (ρωσ. ЛЕФ, Левый Фронт, που σημαίνει αριστερό μέτωπο).
Ως ένας από τους ελάχιστους σοβιετικούς συγγραφείς που του επετράπη να ταξιδεύει ελεύθερα, τα ταξίδια του στην Λετονία, Βρετανία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό και Κούβα επηρέασαν έργα του όπως Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής (ρωσικά: Мое открытие Америки, 1925). Ταξίδεψε επίσης, από τη μια έως την άλλη άκρη, σε όλη τη Σοβιετική Ένωση.
Σε μια περιοδεία του για διαλέξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μαγιακόφσκι γνώρισε την Έλι Τζονς, η οποία γέννησε αργότερα την κόρη του, ένα γεγονός που ο ίδιος πληροφορήθηκε μόλις το 1929, όταν το ζευγάρι συναντήθηκε μυστικά στη νότιο Γαλλία, καθώς η σχέση τους είχε κρατηθεί κρυφή. Στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι ερωτεύθηκε την Τατιάνα Γιάκοβλεβα και σε αυτήν αφιέρωσε το ποίημα Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα (ρωσικά: Письмо Татьяне Яковлевой, 1928).
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετικήποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (ρωσικά: Клоп, 1929) και Το μπάνιο (ρωσικά: Баня, 1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.
From left to right: Tamiji Naito, Boris Pasternak, Sergei Eisenstein, Olga Tretyakova (actress, wife of the poet Sergei Tretyakov), Lili Brik, Vladimir Mayakovsky, Voznesensky (soviet diplomat) and the translator. Moscow, May 1924 -byAnatole Cemenka (Semenka) Πηγή
|
Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων:Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετικήποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (ρωσικά: Клоп, 1929) και Το μπάνιο (ρωσικά: Баня, 1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.
- Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.
Ο Μαγιακόφσκι ετάφη στη Μόσχα, στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι.
Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και η Λίλια Μπρικ |
Το 1930, ο τόπος γέννησής του στη Γεωργία – το Μπαγκντάτι- μετονομάστηκε, προς τιμήν του, σε Μαγιακόφσκι . Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ανέκυψαν διαδόσεις ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε αλλά στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε μετά από εντολή του πρώτου. Εντούτοις δεν υπάρχει κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν ανοίχτηκαν τα απόρρητα αρχεία της Κα-Γκε-Μπε, υπήρχε ελπίδα ότι νέα στοιχεία θα έλθουν στο φως σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά τίποτε τελικά δεν αποκαλύφθηκε και ο ισχυρισμός παραμένει αναπόδεικτος. Μετά θάνατον, ο Μαγιακόφσκι κατηγορήθηκε από τον σοβιετικό Τύπο ως φορμαλιστής και συνοδοιπόρος (ρωσικά: попутчик) (αντίθετα από τους επίσημα αναγνωρισμένους προλετάριους ποιητές", όπως ο Ντεμιάν Μπέντνι). Όταν το 1935, η Λίλια Μπρικ έγραψε στον Στάλιν σχετικά με αυτές τις επιθέσεις κατά του ποιητή, ο δεύτερος έγραψε το εξής σχόλιο στο γράμμα της Μπρικ:
"Σύντροφε Νικολάι Γιεζόφ, παρακαλώ να αναλάβεις να ενεργήσεις τα δέοντα σχετικά με την επιστολή της Μπρικ. Ο Μαγιακόφσκι παραμένει ο καλύτερος και ο πιο ταλαντούχος ποιητής της Σοβιετικής περιόδου. Η αδιαφορία για την καλλιτεχνική του κληρονομιά είναι έγκλημα. Τα παράπονα της Μπρικ είναι, κατά την γνώμη μου, δικαιολογημένα..."
Τα λόγια αυτά έγιναν στερεότυπο που επίσημα αποκατέστησε τον Μαγιακόφσκι αλλά, όπως σημείωσε και ο Μπορίς Παστερνάκ,από ορισμένους κύκλους ουσιαστικά εξελήφθησαν ως δεύτερη θανάτωση του ποιητή.
Τα θεατρικά έργα του Μαγιακόφσκι : Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, Μυστήριο-μπούφφα, Ο κοριός, Το μπάνιο μεταφράστηκαν στα Ελληνικά από τον Άρη Αλεξάνδρου ( Εκδόσεις Γκοβόστης). Το τελευταίο, με τον τίτλο Χαμάμ, και από τον Αλέξη Πάρνη (Νέα Εστία 1975 Α΄). Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί από τον Πέτρο Ανταίο (Εκδόσεις Οδυσσέας, 1998).
Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι έγραφε:
Σε όλους
Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλωτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλωτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ
Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
«Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν» καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
«Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν» καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.
Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια – δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Επίκαιροι αμίλητοι
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.
*****
Ξελασπώστε το μέλλον
Το μέλλον δε θα 'ρθει
από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξε το!
Απ' την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα
δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λές,
για να την ονειρεύεσαι
τις νυχτιές.
Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε –
και τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον
ο κομμουνισμός
στη γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μέσ' στο σπίτι,
στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος κει,
που ολημερίς
τριζοβολάει βλαστήμιες
σαν κάρο κακογρασωμένο
εκείνος που,
σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
χλωμιάζει ευθύς,
αυτός
το μπόι του μέλλοντος
δεν το 'χει φτασμένο.
Πόλεμος
δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
στα μέτωπα
με βολές πολυβόλου.
Της φαμίλιας,
του σπιτικού,
η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε
στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
μέσ' στη μακαριότητα
ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, -
αυτός δεν έφτασε το μπόι
της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
που θα 'ρτει.
Σαν τη φλοκάτα
και το χρόνο επίσης,
ο σκόρος της καθημερινότητας
τον κατατρώει στιγμή στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο
των ημερών μας για ν' αερίσεις,
ε, κομσομόλε, τίναξε το εσύ.
μτφρ. Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
|
κομσομόλος: μέλος της κομσομόλ, δηλαδή της κομμουνιστικής νεολαίας,
πιονέρος-ισσα: αυτός που ανοίγει νέους δρόμους, ο πρωτοπόρος,
κομμούνα: εδώ: η κομμουνιστική κοινότητα,
μπαλαλάικα: έγχορδο μουσικό όργανο των Ρώσων,
μεινεσμένος: αυτός που έχει μείνει πολύ καιρό αχρησιμοποίητος.
Σχόλιο
Μέλος της κυβοφουτουριστικής ποιητικής ομάδας που δημιουργήθηκε στη Ρωσία μετά τη δημοσίευση του φουτουριστικού μανιφέστου του Μαρινέττι, ο Μαγιακόφσκι έβλεπε στην τσαρική ανατροπή του 1917 την πραγματοποίηση των προϋποθέσεων για την καλλιτεχνική αναγέννηση την οποία οραματιζόταν. Αναδείχτηκε αμέσως ο σημαντικότερος -και ο επίσημος- ποιητής της Σοβιετικής Επανάστασης, την οποία εξύμνησε με το έργο του και υπηρέτησε με ποιήματα όπως το «Ξελασπώστε το μέλλον». Η επικολυρική διάθεση που χαρακτηρίζει γενικά την ποίηση του Μαγιακόφσκι παρουσιάζεται διαποτισμένη στα ποιήματα αυτά από μια διδακτική πρόθεση, η αντιποιητικότητα της οποίας αντισταθμίζεται από την ένταση και τη γνησιότητα του συναισθήματος.
Η ματαίωση των προσδοκιών της κομμουνιστικής επανάστασης δεν μειώνει την καλλιτεχνική αξία του παραπάνω ποιήματος. Απεναντίας, το ουμανιστικό του όραμα (που αποκτά μια τραγικότητα με την ουτοπική διάσταση που του προσδίδει σήμερα η διάψευση των επαναστατικών ελπίδων), και η ρωμαλέα και πρωτοποριακή στιχουργία του το καθιστούν σημαντικό επίτευγμα της στρατευμένης λογοτεχνίας.
Ελευθερία έκφρασης
«Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα….
«Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα….
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα»
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα»
*****
Καλώ στην απολογία
Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα
αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων
σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα
ανελέητα, μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα
αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων
σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα
ανελέητα, μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου
τ’ ανάστημα εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
τ’ ανάστημα εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την
ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!
ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!
*****
Σύννεφο με παντελόνια
Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί !..
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Ομως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα ;
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα ;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ’ εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα – ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ’ εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα – ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.
Θέλετε-
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θάμαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ι
Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Εγινε.
Εγινε στην Οντέσσα.
«Θάρθω στις τέσσερις», είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θάμαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ι
Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Εγινε.
Εγινε στην Οντέσσα.
«Θάρθω στις τέσσερις», είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα
Να και το βράδυ
έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
δεκεμβριανό.
Πίσω απ’ την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παυλασμών της πολιτείας.
Πίσω απ’ την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παυλασμών της πολιτείας.
Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.
Επεσε κ’ η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα «πάρ’ το»
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
» Ξέρετε-
παντρεύομαι».
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε – τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Και σ’ ένα σπίτι καμμένο
ζούνε καμμιά φορά άστεγοι αλήτες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αλό, αλό!
Ποιος εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιος σας είναι εξαίσια άρρωστος
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Ολια,
δεν έχει πια που ν’ απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κ’ ένα αστείο
που φτύνει απ’ το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται έξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ’ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό – μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στερνή κραυγή-
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ΄ τη φλόγα που σε καίει,
ν’ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!
ΙΙ
Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει
βάζω «μηδέν»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους,
βράζουν έρωτες κι αηδόνια
για να βγάλουν δυο δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει μα τι να μιλήσει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
Η πολιτεία αμπάρωσε τον δρόμο με σκοτάδι.
απότομα σαν ένα «πάρ’ το»
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
» Ξέρετε-
παντρεύομαι».
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε – τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Και σ’ ένα σπίτι καμμένο
ζούνε καμμιά φορά άστεγοι αλήτες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αλό, αλό!
Ποιος εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιος σας είναι εξαίσια άρρωστος
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Ολια,
δεν έχει πια που ν’ απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κ’ ένα αστείο
που φτύνει απ’ το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται έξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ’ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό – μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στερνή κραυγή-
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ΄ τη φλόγα που σε καίει,
ν’ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!
ΙΙ
Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει
βάζω «μηδέν»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους,
βράζουν έρωτες κι αηδόνια
για να βγάλουν δυο δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει μα τι να μιλήσει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
Η πολιτεία αμπάρωσε τον δρόμο με σκοτάδι.
Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δύο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
«τσογλάνι»,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
«ψωμί».
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δύο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
«τσογλάνι»,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
«ψωμί».
Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά
λακήσαν απ’ το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.
που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά
λακήσαν απ’ το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.
«Πως με δυο τέτοιες λέξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;»
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;»
Και πίσω από τους ποιητές
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακούστε!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά και ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμεις
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα και ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακούστε!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά και ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμεις
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα και ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ’ οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Ομήρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας,
βλογιοκομμένοι απ’ την καπνιά.
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ’ οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Ομήρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας,
βλογιοκομμένοι απ’ την καπνιά.
Εμείς,
ο καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
Διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαγματιά του νέφους των δακρύων
χω σταυρωθεί.
ο καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
Διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαγματιά του νέφους των δακρύων
χω σταυρωθεί.
Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξεριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ’ έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.
ΙΙΙ
Σήμερα πρέπει
με τη βαριά
ν’ αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοια έχετε:
«είναι τάχα ο χορός μου κομψός;»
κοιτάχτε πως διασκεδάζω
εγώ –
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος
της πλατείας.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξεριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ’ έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.
ΙΙΙ
Σήμερα πρέπει
με τη βαριά
ν’ αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοια έχετε:
«είναι τάχα ο χορός μου κομψός;»
κοιτάχτε πως διασκεδάζω
εγώ –
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος
της πλατείας.
Από σας
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ’ ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ’ απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γης
και μπροστά μου δεμένον μ’ αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εϊ, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια
ναρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ’ ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ’ απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γης
και μπροστά μου δεμένον μ’ αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εϊ, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια
ναρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Ολα πια είναι μιά τρέλλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Ασε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις –
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
– πάλι –
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Ολα πια είναι μιά τρέλλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Ασε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις –
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
– πάλι –
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.
Μαρία. Ανοιξε. Πονάω.
Βλέπεις –
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.
Βλέπεις –
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.
Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;
Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.
Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ’ εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ’ εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.
Κοιτάχτε –
αποκεφάλισαν ξανά τ’ αστέρια –
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.
αποκεφάλισαν ξανά τ’ αστέρια –
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.
Ησυχία !
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.https://astrofuteutis.wordpress.com/
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.https://astrofuteutis.wordpress.com/
*****
Την σκέψη
στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται,
σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο
με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω˙
χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός.
Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ' όμορφος,
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά.
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε -
απ' το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε -
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
-κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός-
Πηγαίνετε -
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!
Πώς η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω!
Και πάλι θα υμνήσω
τους αραχτούς σα νοσοκομεία άντρες
και τις παλιές σαν παροιμίες γυναίκες.
(μετάφραση: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης)
ΠΗΓΕΣ
http://el.wikipedia.org/
http://users.sch.gr/
http://stithaghi.blogspot.gr/
https://astrofuteutis.wordpress.com/
https://tokoskino.files.wordpress.com/
῎.γιατί άραγε αυτοκτονούν οι Ποιητές ...... ;; "
ΑπάντησηΔιαγραφή