Τι είναι η ψυχή
δυο κάρβουνα σε λάθος θέση
ένας χρησμός ξετελειωμένος
αδειασμένος
και μη ρωτήσεις τι είναι η αγάπη
δεν ξέρω
αρρώστησα απ’ την απορία
και δεν γιατρεύτηκα ποτέ.
Τα χρόνια ο χρόνος το λεπτό
αλκοολικά απ’ τη σκέψη της
κι εγώ ξενέρωτη ιστορία
με χυμούς και γρανίτες στο χέρι.
Μαθημένη έτσι απ’ το σπίτι
απ’ τους δικούς μου ανθρώπους
-παραδέχομαι όμως πάντα την έλλειψη της
την βλέπω
την ορίζω.
Ναι, και ζω έτσι.
Με σηκωμένα μανίκια
με απλωμένα χέρια
με βλέμμα αόριστο.
Θα ‘ρθει δεν θα ‘ρθει,
υπάρχει δεν υπάρχει
συνορεύω δεν συνορεύω
«Μα εγώ δεν μοιάζω με τη χίμαιρα κι ας έχω δυο φτερά πουλιού
στο μαξιλάρι κάθε βράδυ με μποδίζουνε (τα όποια όνειρα)
και το πρωί άπιαστη μένω στη γωνία.
Μα εγώ δεν μοιάζω με στοιχειό έχω καρδιά βαριά αιμάτινη
και κάθε τρεις και λίγο με μποδίζει σαν των θεριών τα νύχια τ’ ατσαλάκωτα»
Καμιά φορά ο οίκτος θα κοιμάται και η ανάγκη θα χορεύει παραπέρα
Και τότε θα ‘ρθω μοιραία-τελεσίδικα να κρίνω ζώντας και νεκρούς
κι ας παρθεί επιτέλους η απόφαση
(ο φόβος της άρνησης ο φόβος της απόρριψης ο φόβος της μοναξιάς ας μείνουν βουβοί παρακαλώ)
M’ αγάπησες ποτέ;
M’ αγάπησες ποτέ;
α.κ.
Υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή