El Greco - Christ on the Cross |
Στεκόταν με τα χέρια απλωμένα
Σαν αγέρωχος αητός
Από κάθε κύτταρο του κορμιού του
Εκτινάσσονταν σπίθες αγάπης
Εκπυρσοκροτούσες ,απαστράπτουσες
Και διασκορπίζονταν ολόφωτες
Σαν αγέρωχος αητός
Από κάθε κύτταρο του κορμιού του
Εκτινάσσονταν σπίθες αγάπης
Εκπυρσοκροτούσες ,απαστράπτουσες
Και διασκορπίζονταν ολόφωτες
Από το μέρος της καρδιάς
Έρεε το πορφυρό νέκταρ
Που διέτρεχε το σώμα του και κατευθύνονταν στη γη
Εκεί σχημάτιζε πύρινο ποτάμι
Απ’ όπου ξεφύτρωναν πολύχρωμες ανεμώνες
Στιλπνές , γεμάτες ευωδία
Έρεε το πορφυρό νέκταρ
Που διέτρεχε το σώμα του και κατευθύνονταν στη γη
Εκεί σχημάτιζε πύρινο ποτάμι
Απ’ όπου ξεφύτρωναν πολύχρωμες ανεμώνες
Στιλπνές , γεμάτες ευωδία
Ένιωθε μακάριος
Καθώς αδιάκοπα κυοφορούσε και έτικτε
Χωρίς να αποσώνονται τα αποθέματα της προσφοράς του
Ήρεμος ,ένιωθε το σώμα του να στρογγυλεύει και να γεννά .
Χωρίς αγωνία για τον πόνο των αδιάκοπων τοκετών
Καθώς αδιάκοπα κυοφορούσε και έτικτε
Χωρίς να αποσώνονται τα αποθέματα της προσφοράς του
Ήρεμος ,ένιωθε το σώμα του να στρογγυλεύει και να γεννά .
Χωρίς αγωνία για τον πόνο των αδιάκοπων τοκετών
Άφηνε τη στοργή , το νιάσιμο και τη χαρά
Να πηγάζουν από τα σωθικά του
Και δε λυπόταν που όλο και στένευε
Που όλο και πιο λιπόσαρκος γινόταν
Να πηγάζουν από τα σωθικά του
Και δε λυπόταν που όλο και στένευε
Που όλο και πιο λιπόσαρκος γινόταν
Και τότε είδε το πλήθος να καταφθάνει
Σα κοπάδι ζώων μανιασμένο
Να ποδοπατά τα γεννήματά του
Ζωώδης πομπή
Που στο πέρασμά της άφηνε μάνητα και χαλασμό
Σα κοπάδι ζώων μανιασμένο
Να ποδοπατά τα γεννήματά του
Ζωώδης πομπή
Που στο πέρασμά της άφηνε μάνητα και χαλασμό
Το καθάριο πορφυρό ποτάμι
Λάσπη και οχετός έγινε
Η λουλουδάτη πανδαισία
Κατακρεουργημένη μάζα
Λάσπη και οχετός έγινε
Η λουλουδάτη πανδαισία
Κατακρεουργημένη μάζα
Έβλεπε και τα δάκρυα έτρεχαν παγωμένα πάνω στο αποστεωμένο κορμί του
Έσκιζε η θέα τα μάτια
Και το μυαλό κουβάρι βραχυκυκλωμένων συρμάτων έγινε,
Που τρυπούσαν το κρανίο προσπαθώντας να κατανοήσουν,
Παλεύοντας απάντηση να βρουν για τον όλεθρο που τεκταίνονταν
Έσκιζε η θέα τα μάτια
Και το μυαλό κουβάρι βραχυκυκλωμένων συρμάτων έγινε,
Που τρυπούσαν το κρανίο προσπαθώντας να κατανοήσουν,
Παλεύοντας απάντηση να βρουν για τον όλεθρο που τεκταίνονταν
Πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε
Και αναρωτήθηκε
Γι ’αυτούς λοιπόν τη ψυχή μου τεμαχίζω;
Σε λυσσασμένα σκυλιά τη πετάω;
Γι’ αυτούς τη δύναμή μου ταπεινώνω;
Σ’ αυτούς την ύπαρξή μου αφιερώνω;
Στα άλογα τέρατα;
Στα αχάριστα κτήνη;
Στα αδηφάγα αρπαχτικά ;
Και έγειρε το κεφάλι βαριά
Και ακούμπησε στο στέρνο
Να αγκαλιάσει θαρρείς τον πόνο και να τον ζεστάνει
Και δεν είχε κουράγιο ούτε να νιώσει
Απέμεινε εκεί ,
Μαραμένο λουλούδι σε βάζο
Ξέπνοος και άδειος
Και αναρωτήθηκε
Γι ’αυτούς λοιπόν τη ψυχή μου τεμαχίζω;
Σε λυσσασμένα σκυλιά τη πετάω;
Γι’ αυτούς τη δύναμή μου ταπεινώνω;
Σ’ αυτούς την ύπαρξή μου αφιερώνω;
Στα άλογα τέρατα;
Στα αχάριστα κτήνη;
Στα αδηφάγα αρπαχτικά ;
Και έγειρε το κεφάλι βαριά
Και ακούμπησε στο στέρνο
Να αγκαλιάσει θαρρείς τον πόνο και να τον ζεστάνει
Και δεν είχε κουράγιο ούτε να νιώσει
Απέμεινε εκεί ,
Μαραμένο λουλούδι σε βάζο
Ξέπνοος και άδειος
Και τότε άκουσε το χορευτικό στριφογύρισμα
Μιας χιονονιφάδας
Γλυκά και μελωδικά ήρθε και ακούμπησε
Στη ράχη του λαιμού του
‘Άπλωσε το υγρό της χάδι
Και αυτός ξεδίψασε και ζωντάνεψε
Έφυγε η σκαιά θλίψη
Και τη θέση της πήρε η λευκοντυμένη ευδαιμονία
Μιας χιονονιφάδας
Γλυκά και μελωδικά ήρθε και ακούμπησε
Στη ράχη του λαιμού του
‘Άπλωσε το υγρό της χάδι
Και αυτός ξεδίψασε και ζωντάνεψε
Έφυγε η σκαιά θλίψη
Και τη θέση της πήρε η λευκοντυμένη ευδαιμονία
Και κατάλαβε
Ναι αυτοί ‘οίδασι τι ποιούσι’
Και ευχαριστιούνται και πληρούνται
Σταχωμαζώχνουν σπέρματα αγάπης
Ανίκανοι όμως να τα σπείρουν
Στέρφοι απομένουν και άκληροι πεθαίνουν
Ναι αυτοί ‘οίδασι τι ποιούσι’
Και ευχαριστιούνται και πληρούνται
Σταχωμαζώχνουν σπέρματα αγάπης
Ανίκανοι όμως να τα σπείρουν
Στέρφοι απομένουν και άκληροι πεθαίνουν
και με τη συνείδηση έλαμψε ολάκερος
στρογγύλεψε ,γέμισε χυμούς
Και είπε αποφασιστικά
‘πηγή είμαι ,αφήνω τους διψασμένους να ξεδιψάσουν
Και αυτό είναι η ανταμοιβή μου
Γιατί όσο αυτοί με αδειάζουν , τόσο εγώ γεμίζω’
στρογγύλεψε ,γέμισε χυμούς
Και είπε αποφασιστικά
‘πηγή είμαι ,αφήνω τους διψασμένους να ξεδιψάσουν
Και αυτό είναι η ανταμοιβή μου
Γιατί όσο αυτοί με αδειάζουν , τόσο εγώ γεμίζω’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου