Φωτογραφία - Κώστας Μπαλάφας |
1
Μάνα μου που σε πόθησα στο πρώτο μου το γάλα,
γιορτή μου στην ανηφοριά σοκάκι της ζωής μου,
αλάργεμά μου γκριζωπό φυγή που φοβερίζει,
μάνα μου συ ολότρεμη ανάσα και πνοή μου
άργιλε της απλότης μου βουνό στην εκροή μου,
έλα μια νύχτα στο στρατί κοντά στο μετερίζι
κοντά στο σπίτι τ' ορφανό που είναι της κραυγής μου,
απάνθισμα της λύπης μου στα μάτια τα μεγάλα.
2
Έλα μια νύχτα να σε δω που λείπεις χρόνους δέκα,
τα χείλη μου κουράστηκαν να σε λυγμολαλάω
τα πόδια μου αρκούδισαν μες στ' αναφιλητό μου,
η δόλια μαύρη μου καρδιά ρουμάνι που λυγάει
πελέκι ζέρβο σβήνεται στο σκότος κυνηγάει,
το πόθιασμα των στεναγμών κρυφά στο μιλητό μου
ωσάν πουλάρι ξέφρενο μες στ' αλωνιού χαλάω,
κείνη τη κόμη τη χλωμή ασήμι 'πο γυναίκα.
3
Σε καρτερώ δεν φαίνεσαι στων δρολαπιών τα νέφη
στις άκρες των γκρεμοσταθμών στ' ακρόβουνα γερμένος,
τον ίσκιο σου μήπως ιδώ βοστρύχο σε ανέμη
να κλώθει σ' άγρια νερά όπου πετούν γεράκια,
να κατεβαίνει μούσκεμα χορός μες στα 'λατάκια
μυρτιά που γίνηκε μουχρή θανατικού μελτέμι,
ανάσασμα τρεμουλιαστό θωριά σαν πεθαμένος
απόμεινα μονάχος μου το κρύο να μου γνέφει.
4
Μάνα μου συ που λούστηκες των αστεριών το χρώμα,
και πήρες απ' τα χνώτα τους την αυγινή ανάσα
πάνω στα γκρίζα σου μαλλιά τ' ασημωπό μεράκι,
αλάφρωσες το πόνο σου και το ξεριζωμό σου
αντάρτεψες ξεψύχησες στο βλέμμα το χλωμό σου,
πουλιά τραγούδια γίνανε οι έννοιες σου νεράκι
αέρας που τραγούδησε πάνω σου στη κάσα,
ωσάν μαντάτο θλιβερό π' απλώθηκε στο χώμα.
5
Χορέψανε απάνω σου οι πρωινές οι αύρες
σαν τα κοράκια του γιαλού που είναι τα γλαρόνια,
στο κάμπο των αστερισμών των άλλων βοσκοτόπων
που έχουν για μειδίαμα κρυφές φωτοσκιάσεις,
ανέραστες γλυφές αφές του χρόνου τις οάσεις
όπου η θλίψη έρχεται στο θαλερό των τόπων,
σαν τις κορφές κυπαρισσιών που σκύβουν πια αιώνια
στα μνήματα τα λιόθωρα τις ώρες που 'ναι μαύρες.
6
Τους έρημους τους στίχους σου τραγούδια βλογημένα,
τους έκανες γλυκόλογα καθώς ήμουν παιδάκι
στη σαρμανίτσα βλάμισσα με είχες σαν αυγούλα
ερωτικό απάνθισμα σκιά του πρώτου πόθου,
κλεφτρόνι μες στο ξύπνιο σου αχός αυτού του μόχθου
μονάχη με ανάθρεψες μονάκριβη ψυχούλα,
στο πόνο της ανυπαντρειάς δεντρί χωρίς κλαδάκι
ριγούσανε οι νότες σου που έλεγες για μένα.
7
Στο μουγκρητό του άνεμου μες στης ζωής τη μάχη,
ολάνθιστο χαμόγελο στα χείλη σου φορούσες,
το είχες για παρηγοριά του κόσμου πανωφόρι
στης λαγκαδιάς τ' απόριζα βαστούσες το τσεκούρι,
τις νύχτες των καλοκαιριών με δροσερό παγούρι
επότιζες το κάμα σου στου λόγγου τ' ανηφόρι,
φορτώνοντας στη σιγαλιά κορμούς κι ανθοφορούσσες
μυρτιές και κλαδοστέφανα το τζάκι μας για να 'χει.
8
Καθρέφτισμα λογχόμορφο στου ποταμιού το δάκρυ,
η μελιχρή σου η θωριά του κόσμου το φιντάνι,
ανάβρυσμα των λόγων σου μες στης ψυχής το τάμα
αντάμωμα της λευτεριάς σε πανηγύρια σκέψης,
ολόστροφες πικρές βραδιές που είχες να μαγέψεις
πάνω στ' ακρόθυρα χειλιών σαν παγωμένο νάμα
που έσταζε λιμνάζοντας στου πόθου το γαϊτάνι
σε σιδεριές ανέραστες στου κόρφου σου την άκρη.
9
Λυτρώθηκες κι απόκαμες στου στοχασμού το δείλι,
ανάμεσα σε φαμελιές που σ' είχαν πεταμένη
σαν λυγαριά στον αργαλειό π' αράχνες τριγυρίζουν,
στις στημονιές τ' ακρόκλωνα πικρόθολη κοιτούσες
οι έννοιες που 'χες μέσα σου και κάποτε πετούσες
ωσάν κεντίδι ζηλευτό να σε κλωθογυρίζουν,
ο πόνος της ανημποριάς απάνω ν' απομένει
και πλάνταζες μανούλα μου φαρμάκι στ' ακροχείλη.
10
Τα μάτια σου δυό λιόθαμπα φανάρια στο σκοτάδι
τα βράδια μες στη κάμαρα φεγγίζαν βλογημένα,
στα γράμματα που διάβαζα με τον αποσπερίτη
παρέα σ' είχα μάνα μου δασκάλα στη γραφή μου,
μες στη ματιά μου Παναγιά κρινάκι στην αφή μου
ο λόγος σου μες στη καρδιά το πέταγμα πετρίτη,
το βλέμμα σου στο βλέμμα μου ανθιά στεφανωμένα
κι αγάπη τόσο περισσή σκορπούσες με το χάδι.
11
Κάθε αυγή ποθόσταλτη ριγούσα στα φιλιά σου,
μες στ' απαλό το ξύπνημα ένοιωθα τη πνοή σου
νεράκι γλυκοπέραστο σε ορεινά ρυάκια,
νανούρισμα πρωτόγνωρο, θαλασσινός αγέρας
αρώματα στη όψη σου γλυκολαλιά φλογέρας,
μες στη ψυχή μου έμεναν ανθοί από κλαδάκια
φτερούγισμα γοργόφτερο ήτανε το πρωί σου,
που μου 'φερνες απλόχερα μέσα στην αγκαλιά σου.
12
Κι ανάμεσα στη λησμονιά των γιορτινών ασμάτων,
στις γκρίζες μέρες των καιρών που μείνανε σιμά μου
κλαγγές ακούγονται θαρρώ, ροβολιές από κοπάδια,
στ' ακρόβραχα της ορφανιάς φαντάζουν στο σκοτάδι
σα νύμφες που ακροπατούν στο ποταμό του Άδη,
κρατώντας στα χεράκια τους του χάρου τα σημάδια
κορμιά που μείναν στο χορό του τελευταίου γάμου,
να γνέθουν με τη ρόκα τους τη προίκα των θαυμάτων.
13
Μην είναι μάνα μου γλυκιά οι θύμησες των χνότων;
κείνων που αποθύμησα να 'χω στη κάμαρά μου
τις κρύες νύχτες συντροφιά να με γλυκοζεσταίνουν,
ν' ακούω τον απόηχο να βγαίνει απ' το στόμα
σαν πίνακας ζωγραφικής με βλογημένο χρώμα,
στα μάτια μου να στέκεται, γαλιάντρες να υφαίνουν
στα στήθια μου τραγουδιστά τα κρύα όνειρά μου,
που έκανα μικρό παιδί στη σιγαλιά των φώτων;
14
Μην είναι τ' αγιοκέρι σου προσκέφαλο θλιμμένο,
τις νύχτες στ' άσπρο μνήμα σου ολόφωτο αστέρι
ανάσα του κυπαρισσιού τριγύρω να βλογάει,
μες στην απόλυτη σιωπή πνιγούρα φαντασμένη
να ξενυχτάει πάνω σου φλογίτσα και να μένει,
σκιές να ρίχνει γύρω σου το πόνο να τρυγάει,
χορεύοντας στη σκοτεινιά πιασμένες χέρι χέρι
έναν αλλόκοτο χορό στο φως του απλωμένο;
15
Θαρρώ πως είναι μάνα μου στη νύχτα το φευγιό σου,
κι οι θύμησες μανούλα μου που μείναν στο κατόπι
στις κάμαρες τις αδειανές στις αραχνιές των τοίχων,
στα δάκρυα των οματιών που στέκουν βουρκωμένα,
στη θλίψη που καρφώθηκε στα στήθια τα καμμένα
θαρρώ πως είναι μάνα μου το θρόισμα των ήχων,
του στόματος γλυκολαλιές, μέσα σε ανθοτόπι
που 'χεις αφήσει πίσω σου παρέα για το γιο σου.
16
Μια παράξενη ομορφιά στον ύπνο μου γυρίζει
σαν πέλαο απέραντο φαντάζει στ' όνειρό μου,
πετάω μέσα στο βαθύ στο γαλανό μεθύσι,
μονάχος μου στην ομορφιά του παραδείσου στέμμα
φορώ στα γκρίζα μου μαλλιά και σ' έχω μες στο βλέμμα,
ανείπωτη λυγμολαλιά στων ουρανών τη ζήση
σ' αγγέλων μοιάζεις τη θωριά γαλήνεμα του δρόμου,
αμόλυντη ανασαιμιά που τη ψυχή δροσίζει.
17
Είναι σημάδι του Θεού πως είσαι πια Κοντά του,
πως σ' έχει μες στην αγκαλιά των αρχαγγέλων ρούχο,
προμάντεμα της ξεγνοιασιάς, ψυχή μου μυρωμένη
ο πόνος που 'χω στη καρδιά λιγάκι ν' απαλύνει,
στα σύννεφα εκεί ψηλά, των αστεριών να δίνει
τ' ασημωπό τους το φιλί σε μένα ν' απομένει,
απαύγασμα της τέρψης σου η αγάπη που σου 'χω
αμέρωτο ανάσασμα βαθιά μες στον οντά Του.
18
Μάνα μου πως στερέψανε τα παιδικά μου χρόνια,
μες στους λυγμούς της μοναξιάς αντάρτικο μαχαίρι
γινήκανε τα μάτια μου ρωγμές που δεν θα κλείσουν
τρυγιές που απομείνανε 'πο κόκκινο σταφύλι
να μου κρατάνε συντροφιά σα να 'μαστε δυο φίλοι,
τα βράδια των εσπερινών στο κλάμα που θα σβήσουν
όταν θα 'ρθει μια ροδαυγή και στήσουν το καρτέρι
στ' Αχέροντα τ' ακρόχειλα, καταραμένα χθόνια.
19
Θα είναι τότες άνοιξη η γη θα 'χει ανθίσει,
τα παλικάρια θα φορούν της νιότης τ' ανθοκλάδι,
θα έρχονται κι οι όμορφες στο γιορτασμό της ζήσης,
να το καρφώσουν στα μαλλιά, στεφάνι να το κάνουν
τις μυρουδιές του να σκορπούν τριγύρω να τις βγάνουν,
να τρέμουνε οι λιόχαρες στον οργασμό της φύσης
κι ο έρωτας ανάγλυφος, κραυγή στο ματοκλάδι,
να γίνει μέσα στη καρδιά πουλί να κελαηδήσει.
20
Μάνα μου που σε πόθησα στο πρώτο μου το γάλα,
γιορτή μου στην ανηφοριά σοκάκι της ζωής μου,
αλάργεμά μου γκριζωπό φυγή που φοβερίζει,
μάνα μου συ ολότρεμη ανάσα και πνοή μου
άργιλε της απλότης μου βουνό στην εκροή μου,
έλα μια νύχτα στο στρατί κοντά στο μετερίζι
κοντά στο σπίτι τ' ορφανό που είναι της κραυγής μου,
απάνθισμα της λύπης μου στα μάτια τα μεγάλα.
21
Κι έτσι θα έρθω πλάι σου ελεύθερο πουλάκι,
σαν αετός πια θα πετώ μες στο γαλάζιο λάμπος,
ανάμεσα στις σερμαγιές των περασμένων χρόνων
να είμαι στη βεράντα σου λουλούδι ανθισμένο,
γιρλάντα δαφνοστέφανη δίπλα σου ν' απομένω
να λούζω τ' αυτάκια σου με στάγμα των αηδόνων,
κάθε πρωί στη σιγαλιά και μέσα απ' το θάμπος
στου παραδείσου τη θωριά γλυκόφερτο ρυάκι.
22
Μάνα καρπέ μου της αυγής, χρυσάχτινο αστέρι
απόρθητη στο πόνο μου κι απάνεμο λιμάνι,
μάνα των χίλιων ταξιδιών του κόσμου ταξιδεύτρα,
τ' αποσπερίτη φέγγισμα κι αφέντρα παινεμένη,
κόρη του πρωτομάστορα, του ήλιου βλογημένη
μοσχοβολιά τ' απόβροχου του Απριλιού πλανεύτρα
μάνα ας ήταν μια στιγμή ο πόνος να γλυκάνει,
ας ήταν να ερχόσουνα να μου 'φερνες χαμπέρι.
23
Να μου 'φερνες πρωτόλαλο μαντάτο για τα σένα,
έστω για λίγο να σταθείς μπρος στο παράθυρό μου
να δω τα μάτια τα μελιά και το χαμόγελό σου,
να δω τα πετροκέρασα στο στόμα σου να κρέμουν,
τους άσπρους κρίνους στα μαλλιά αγγελικά να τρέμουν,
να δω το ρούχο το στερνό που ήταν το καλό σου
ν' ακούσω την ανθόστολη φωνή μες στ' όνειρό μου,
να κρένει μάνα μου γλυκιά να κρένει για τα μένα.
24
Έτσι ν' απλώσω μια στιγμή τα χέρια στα μαλλιά σου,
να νιώσω την αχνόφεγγη κραυγή των οματιών σου,
τη λάμψη σου μανούλα μου στεφάνι απλωμένο
να το κοιτώ να νίβομαι στο φως που θα προβάλει,
πάνω στους τοίχους της ψυχής, λιποθυμιά σαν ζάλη
αγάπης χρώμα μαγικό μέσα μου βλογημένο,
να πάρω απ' τα μάτια σου δροσιά των γηρατειών σου
να κρύψω μέσα μου βαθιά ν' ακούω τη λαλιά σου.
25
Μανούλα μου γλυκόθωρη των γιασεμιών στολίδι,
λάμψη κρυφή μυριόχαρη, στερνό μου μονοπάτι
αρχόντισσα των αστεριών και των αγγέλων ταίρι,
απόστασα να καρτερώ τους δέκα τούτους χρόνους,
να δω την λάμψη του λυγμού μέσα σε τόσους πόνους
σαν το αγρίμι να γρικώ ν' ακούσω το χαμπέρι,
στου φεγγαριού τ' ολόγιομο τ' ασημωπό του μάτι,
να πω τον πόνο μου σ' αυτό, ανθόστολο πλουμίδι.
26
Τόσες νυχτιές τραγούδησα του κόσμου τα σημάδια,
σαν μελωδός στη σκοτεινιά σαν έρημος ξωμάχος
κρατούσα πάντα στη ματιά και μέσα στη καρδιά μου,
το ίσον της ανασαιμιάς που έβγαζες μανούλα
στη στράτα της ανηφοριάς την κάθε σου αυγούλα,
σαν ροβολούσες στα δασιά του λόγγου ευωδιά μου
να θρέψεις τη φαμίλια σου γλυκός αετομάχος,
μονάχη σου παντέρημη και γύριζες τα βράδια.
27
Μες στον βαθύ μου ρεμβασμό κρυφή ανατριχίλα,
στις άκρες των ονείρων μου το φως είναι κλεισμένο
στα μύχια της απρόσμενης της υπνοφαντασιάς μου
ακούω μες στις ρεματιές τις νύμφες να χορεύουν,
μ' έναν παράξενο σκοπό και τον καημό 'μερεύουν
μπροστά μου σέρνει το χορό αχός της πατησιάς μου,
κρατώντας νυμφομάντηλο δαχτυλοκεντημένο
που 'χει κεντίδια όμορφα της όψης σου τα φύλλα.
28
Κι όπως χορεύουν στην αχλή, τα μάτια μου κοιτάνε
μ' ένα στερνό παράπονο την ασημένια κόρη,
που 'χει φλαμούρια στη θωριά και δυόσμο μες στα στήθια,
ρίγανες και μυρτόκλαδα επάνω στα μαλλιά της
κι έχει τα ροδοπέταλα μέσα στην αγκαλιά της,
ακίνητο το βλέμμα της σα να ζητά βοήθεια
μπροστά τραβά ολότρεμη ωχρή στο ξεροβόρι,
και πίσω της οι λυγερές χορεύουνε και πάνε.
29
Μετά οι νύμφες χάνονται στου δάσους τα σκοτάδια,
σαν όραμα που τέλειωσε προτού καλά ν' αρχίσει,
κι έμεινα μόνος να κοιτώ την άδεια καμαρά μου
μανούλα μου γλυκόθωρη των γιασεμιών στολίδι,
την τελευταία σου στιγμή, κρυμμένο δαχτυλίδι,
αγράμπελή μου ζηλευτή μου πήρες τη χαρά μου
εκεί ψηλά στον ουρανό ανθάκι θα δακρύσει
σαν έφυγες και μ' άφησες μονάχο δίχως χάδια.
30
Θυμάμαι αχ τις Κυριακές σαν ήμουνα παιδάκι,
μ' έλουζες και με χτένιζες για να προσευχηθούμε
στην εκκλησιά με πήγαινες κι άναβες τα καντήλια,
της Παναγιάς και του Χριστού και τους παρακαλούσες,
πρωί πρωί με την αυγή κι ύστερα ροβολούσες,
στις ράχες τις δρυόφυτες στις ρουμανιές στ' ανήλια
να κόψεις ξύλα μάνα μου, φωτιά να ζεσταθούμε,
ν' ανάψεις τη σομπίτσα μας, μες στο μικρό τσαρδάκι.
31
Απόκαμες η έρημη μονάχη να παλεύεις,
μες στης ζωής την απονιά, στης φτώχειας τα σοκάκια,
κι έτσι ακόμα που 'σουν νιά, χήρα και πονεμένη
αρρώστησες μανούλα μου κι είπες να ξαποστάσεις,
στων αρχαγγέλων τα φτερά έφυγες να γιορτάσεις
κι η ακριβή σου τη ψυχή για πάντα ν' απομένει,
στου παραδείσου τα σκαλιά και μέσα στα πευκάκια
για πάντα να 'σαι μάνα μου εκεί να βασιλεύεις.
32
Και τώρα μόνος κι ορφανός στου κόσμου το περβόλι,
γυρίζω σαν μικρό πουλί στο χιόνι παγωμένο,
τις μέρες κλαίω και θρηνώ, μοιρολογώ στη φέξη
κοντά στα ξημερώματα σε βλέπω στ' όνειρό μου,
στεφανωμένη να 'ρχεσαι στο βλέμμα το γλαρό μου,
ξυπνώ δεν είσαι πουθενά, φωνάζω ούτε λέξη
μάνα μου περδικόθωρη ακόμα περιμένω,
να 'ρθεις ξανά στο σπίτι μας του αίματός μου μπόλι.
33
Γύρω τ' ακρόγεισα κοιτώ των σκονισμένων τοίχων,
που 'χουν φωλιάσει στις γωνιές οι σκέψεις μου μονάχες,
τη λάμψη της αποθυμιάς των περασμένων χρόνων
τα γέλια μας ακούγονται ακόμα στο κατώφλι,
και πιο ψηλά να ο σταυρός της Πασχαλιάς στ' ανώφλι,
σημάδι έμεινε εκεί των ζηλεμένων κλώνων
που 'χες βοστρύχους τα μαλλιά κρυφές αετοράχες,
μανούλα μου μ' απόμειναν τ' απόνερα των ήχων.
34
Κι ως σε θωρώ στη σκέψη μου ακόμα να φεγγίζεις,
αχνθόκλωνή μου μυγδαλιά του Μάρτη σοροκάδα,
αγέραστη μοσχοβολιά της ροδωνιάς φλογάτη
ήρθα κι απόψε να σου πω και να σου τραγουδήσω,
τα λόγια που 'χω στην καρδιά στο μνήμα σου ν' αφήσω
παρέα να 'χεις τις νυχτιές στο κρύο σου κρεβάτι,
να σου ζεσταίνουν μάνα μου την τόση σου χλωμάδα
και μες στα φυλλοκάρδια μου ροδόχρωμη ν' ανθίζεις.
35
Κουράστηκαν κι οι στεναγμοί 'ποκάμαν και τα λόγια,
κι οι σκέψεις κιότεψαν μπροστά στων σπαραγμών το γρέκι,
το ξέρω μες στη χαλασιά της υστερνής πνοής σου,
το ξέρω δεν θα 'ρθεις ξανά τα χέρια σου ν' απλώσεις
να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, τους πόνους να μελώσεις,
ο τελευταίος σου χορός αχ ήταν της θανής σου
του χάροντα ο αρπαγμός φωτιά κι αστροπελέκι,
που πίσω του απόμειναν τα μαύρα μοιρολόγια.
36
Κι όμως εγώ θα σε θωρώ κοντά μου στο πλευρό μου,
σκιά θα είμαι στις σκιές που ρίχνουν οι πευκώνες
κι απάνω στ' άσπρο μνήμα σου αμέρωτη λιακάδα,
να σου το πλένω μάνα μου μ' ανθόνερο της δράνας,
να λάμπει μέσα στις σκιές λευκό της μαντζουράνας
π' αμόμεινε στη ρούγα μας μονάχη στην πηγάδα,
σαν έφυγες μανούλα μου και γίνανε χειμώνες
οι δέκα χρόνοι μάνα μου, λυγμοί μες στ' όνειρό μου.
37
Παντέχω στο παράθυρο μες στο συλλογισμό μου,
να 'ρθει μια μέρα ξαφνικά ένα μικρό πουλάκι
και να σταθεί αντικριστά στο τζάμι με τα μένα,
να κελαηδίσει χαρωπά, μαντάτο να μου φέρει
μια καλημέρα να μου πει, πρωτόλαλο χαμπέρι
ν' ακούσω στη φωνούλα του, φωνή από τα σένα
κελαηδισμό κι απάνθισμα γλυκό μου αγγελάκι,
μάνα κυρά κι αρχόντισσα, πνοή στο λογισμό μου.
38
Κι εγώ θ' ανοίξω για να μπει, μέσα στη κάμαρά σου,
να κάτσει στα λευκόπανα στ' άσπρα σου τα σεντόνια,
να το φιλέψω βάλσαμο για να μου τραγουδήσει
κείνον τον όμορφο σκοπό που μου 'λεγες στη κούνια,
νανούρισμα της άνοιξης, κι ανάσα στα ρουθούνια
να γείρω έτσι μάνα μου στο πλάι να ροδίσει,
το βλέμμα μου το σκυθρωπό, ν' ανθίσουνε τα κλώνια
να κοιμηθώ παντοτινά μέσα στα βλέφαρά σου.
39
Κι έτσι μαζί σου να βρεθώ να 'μαι στην αγκαλιά σου,
να στέργω μες στα κάλλη σου και μέσα στην αγάπη,
μικρό παιδάκι χαρωπό, τρεμουλιαστό βλαστάρι
να πίνω απ' τα στήθια σου τ' ολόγλυκό σου γάλα,
ν' ακούω την καρδούλα σου μελιά μου δροσοστάλα,
να σ' έχω πάντα οδηγό της νιότης μου μπροστάρη,
ν' αντέχω στις ανηφοριές στο ξαφνικό δρολάπι
κι έτσι να μείνω πάντοτε κλεισμένος στη φωλιά σου.
40
Μάνα μου που σε πόθησα στο πρώτο μου το γάλα,
γιορτή μου στην ανηφοριά σοκάκι της ζωής μου,
αλάργεμά μου γκριζωπό φυγή που φοβερίζει,
μάνα μου συ ολότρεμη ανάσα και πνοή μου
άργιλε της απλότης μου βουνό στην εκροή μου,
έλα μια νύχτα στο στρατί κοντά στο μετερίζι
κοντά στο σπίτι τ' ορφανό που είναι της κραυγής μου,
απάνθισμα της λύπης μου στα μάτια τα μεγάλα.Το ποίημα είναι γραμμένο για τη μάνα τη δική μου, τη δική σας για όλες τις μάνες του κόσμου.!
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης
απ' το βιβλίο μου "υποσχέσεις"
—Μάνα μου που σε πόθησα στο πρώτο μου το γάλα,
γιορτή μου στην ανηφοριά σοκάκι της ζωής μου,
αλάργεμά μου γκριζωπό φυγή που φοβερίζει,
μάνα μου συ ολότρεμη ανάσα και πνοή μου
άργιλε της απλότης μου βουνό στην εκροή μου,
έλα μια νύχτα στο στρατί κοντά στο μετερίζι
κοντά στο σπίτι τ' ορφανό που είναι της κραυγής μου,
απάνθισμα της λύπης μου στα μάτια τα μεγάλα.
2
Έλα μια νύχτα να σε δω που λείπεις χρόνους δέκα,
τα χείλη μου κουράστηκαν να σε λυγμολαλάω
τα πόδια μου αρκούδισαν μες στ' αναφιλητό μου,
η δόλια μαύρη μου καρδιά ρουμάνι που λυγάει
πελέκι ζέρβο σβήνεται στο σκότος κυνηγάει,
το πόθιασμα των στεναγμών κρυφά στο μιλητό μου
ωσάν πουλάρι ξέφρενο μες στ' αλωνιού χαλάω,
κείνη τη κόμη τη χλωμή ασήμι 'πο γυναίκα.
3
Σε καρτερώ δεν φαίνεσαι στων δρολαπιών τα νέφη
στις άκρες των γκρεμοσταθμών στ' ακρόβουνα γερμένος,
τον ίσκιο σου μήπως ιδώ βοστρύχο σε ανέμη
να κλώθει σ' άγρια νερά όπου πετούν γεράκια,
να κατεβαίνει μούσκεμα χορός μες στα 'λατάκια
μυρτιά που γίνηκε μουχρή θανατικού μελτέμι,
ανάσασμα τρεμουλιαστό θωριά σαν πεθαμένος
απόμεινα μονάχος μου το κρύο να μου γνέφει.
4
Μάνα μου συ που λούστηκες των αστεριών το χρώμα,
και πήρες απ' τα χνώτα τους την αυγινή ανάσα
πάνω στα γκρίζα σου μαλλιά τ' ασημωπό μεράκι,
αλάφρωσες το πόνο σου και το ξεριζωμό σου
αντάρτεψες ξεψύχησες στο βλέμμα το χλωμό σου,
πουλιά τραγούδια γίνανε οι έννοιες σου νεράκι
αέρας που τραγούδησε πάνω σου στη κάσα,
ωσάν μαντάτο θλιβερό π' απλώθηκε στο χώμα.
5
Χορέψανε απάνω σου οι πρωινές οι αύρες
σαν τα κοράκια του γιαλού που είναι τα γλαρόνια,
στο κάμπο των αστερισμών των άλλων βοσκοτόπων
που έχουν για μειδίαμα κρυφές φωτοσκιάσεις,
ανέραστες γλυφές αφές του χρόνου τις οάσεις
όπου η θλίψη έρχεται στο θαλερό των τόπων,
σαν τις κορφές κυπαρισσιών που σκύβουν πια αιώνια
στα μνήματα τα λιόθωρα τις ώρες που 'ναι μαύρες.
6
Τους έρημους τους στίχους σου τραγούδια βλογημένα,
τους έκανες γλυκόλογα καθώς ήμουν παιδάκι
στη σαρμανίτσα βλάμισσα με είχες σαν αυγούλα
ερωτικό απάνθισμα σκιά του πρώτου πόθου,
κλεφτρόνι μες στο ξύπνιο σου αχός αυτού του μόχθου
μονάχη με ανάθρεψες μονάκριβη ψυχούλα,
στο πόνο της ανυπαντρειάς δεντρί χωρίς κλαδάκι
ριγούσανε οι νότες σου που έλεγες για μένα.
7
Στο μουγκρητό του άνεμου μες στης ζωής τη μάχη,
ολάνθιστο χαμόγελο στα χείλη σου φορούσες,
το είχες για παρηγοριά του κόσμου πανωφόρι
στης λαγκαδιάς τ' απόριζα βαστούσες το τσεκούρι,
τις νύχτες των καλοκαιριών με δροσερό παγούρι
επότιζες το κάμα σου στου λόγγου τ' ανηφόρι,
φορτώνοντας στη σιγαλιά κορμούς κι ανθοφορούσσες
μυρτιές και κλαδοστέφανα το τζάκι μας για να 'χει.
8
Καθρέφτισμα λογχόμορφο στου ποταμιού το δάκρυ,
η μελιχρή σου η θωριά του κόσμου το φιντάνι,
ανάβρυσμα των λόγων σου μες στης ψυχής το τάμα
αντάμωμα της λευτεριάς σε πανηγύρια σκέψης,
ολόστροφες πικρές βραδιές που είχες να μαγέψεις
πάνω στ' ακρόθυρα χειλιών σαν παγωμένο νάμα
που έσταζε λιμνάζοντας στου πόθου το γαϊτάνι
σε σιδεριές ανέραστες στου κόρφου σου την άκρη.
9
Λυτρώθηκες κι απόκαμες στου στοχασμού το δείλι,
ανάμεσα σε φαμελιές που σ' είχαν πεταμένη
σαν λυγαριά στον αργαλειό π' αράχνες τριγυρίζουν,
στις στημονιές τ' ακρόκλωνα πικρόθολη κοιτούσες
οι έννοιες που 'χες μέσα σου και κάποτε πετούσες
ωσάν κεντίδι ζηλευτό να σε κλωθογυρίζουν,
ο πόνος της ανημποριάς απάνω ν' απομένει
και πλάνταζες μανούλα μου φαρμάκι στ' ακροχείλη.
10
Τα μάτια σου δυό λιόθαμπα φανάρια στο σκοτάδι
τα βράδια μες στη κάμαρα φεγγίζαν βλογημένα,
στα γράμματα που διάβαζα με τον αποσπερίτη
παρέα σ' είχα μάνα μου δασκάλα στη γραφή μου,
μες στη ματιά μου Παναγιά κρινάκι στην αφή μου
ο λόγος σου μες στη καρδιά το πέταγμα πετρίτη,
το βλέμμα σου στο βλέμμα μου ανθιά στεφανωμένα
κι αγάπη τόσο περισσή σκορπούσες με το χάδι.
11
Κάθε αυγή ποθόσταλτη ριγούσα στα φιλιά σου,
μες στ' απαλό το ξύπνημα ένοιωθα τη πνοή σου
νεράκι γλυκοπέραστο σε ορεινά ρυάκια,
νανούρισμα πρωτόγνωρο, θαλασσινός αγέρας
αρώματα στη όψη σου γλυκολαλιά φλογέρας,
μες στη ψυχή μου έμεναν ανθοί από κλαδάκια
φτερούγισμα γοργόφτερο ήτανε το πρωί σου,
που μου 'φερνες απλόχερα μέσα στην αγκαλιά σου.
12
Κι ανάμεσα στη λησμονιά των γιορτινών ασμάτων,
στις γκρίζες μέρες των καιρών που μείνανε σιμά μου
κλαγγές ακούγονται θαρρώ, ροβολιές από κοπάδια,
στ' ακρόβραχα της ορφανιάς φαντάζουν στο σκοτάδι
σα νύμφες που ακροπατούν στο ποταμό του Άδη,
κρατώντας στα χεράκια τους του χάρου τα σημάδια
κορμιά που μείναν στο χορό του τελευταίου γάμου,
να γνέθουν με τη ρόκα τους τη προίκα των θαυμάτων.
13
Μην είναι μάνα μου γλυκιά οι θύμησες των χνότων;
κείνων που αποθύμησα να 'χω στη κάμαρά μου
τις κρύες νύχτες συντροφιά να με γλυκοζεσταίνουν,
ν' ακούω τον απόηχο να βγαίνει απ' το στόμα
σαν πίνακας ζωγραφικής με βλογημένο χρώμα,
στα μάτια μου να στέκεται, γαλιάντρες να υφαίνουν
στα στήθια μου τραγουδιστά τα κρύα όνειρά μου,
που έκανα μικρό παιδί στη σιγαλιά των φώτων;
14
Μην είναι τ' αγιοκέρι σου προσκέφαλο θλιμμένο,
τις νύχτες στ' άσπρο μνήμα σου ολόφωτο αστέρι
ανάσα του κυπαρισσιού τριγύρω να βλογάει,
μες στην απόλυτη σιωπή πνιγούρα φαντασμένη
να ξενυχτάει πάνω σου φλογίτσα και να μένει,
σκιές να ρίχνει γύρω σου το πόνο να τρυγάει,
χορεύοντας στη σκοτεινιά πιασμένες χέρι χέρι
έναν αλλόκοτο χορό στο φως του απλωμένο;
15
Θαρρώ πως είναι μάνα μου στη νύχτα το φευγιό σου,
κι οι θύμησες μανούλα μου που μείναν στο κατόπι
στις κάμαρες τις αδειανές στις αραχνιές των τοίχων,
στα δάκρυα των οματιών που στέκουν βουρκωμένα,
στη θλίψη που καρφώθηκε στα στήθια τα καμμένα
θαρρώ πως είναι μάνα μου το θρόισμα των ήχων,
του στόματος γλυκολαλιές, μέσα σε ανθοτόπι
που 'χεις αφήσει πίσω σου παρέα για το γιο σου.
16
Μια παράξενη ομορφιά στον ύπνο μου γυρίζει
σαν πέλαο απέραντο φαντάζει στ' όνειρό μου,
πετάω μέσα στο βαθύ στο γαλανό μεθύσι,
μονάχος μου στην ομορφιά του παραδείσου στέμμα
φορώ στα γκρίζα μου μαλλιά και σ' έχω μες στο βλέμμα,
ανείπωτη λυγμολαλιά στων ουρανών τη ζήση
σ' αγγέλων μοιάζεις τη θωριά γαλήνεμα του δρόμου,
αμόλυντη ανασαιμιά που τη ψυχή δροσίζει.
17
Είναι σημάδι του Θεού πως είσαι πια Κοντά του,
πως σ' έχει μες στην αγκαλιά των αρχαγγέλων ρούχο,
προμάντεμα της ξεγνοιασιάς, ψυχή μου μυρωμένη
ο πόνος που 'χω στη καρδιά λιγάκι ν' απαλύνει,
στα σύννεφα εκεί ψηλά, των αστεριών να δίνει
τ' ασημωπό τους το φιλί σε μένα ν' απομένει,
απαύγασμα της τέρψης σου η αγάπη που σου 'χω
αμέρωτο ανάσασμα βαθιά μες στον οντά Του.
18
Μάνα μου πως στερέψανε τα παιδικά μου χρόνια,
μες στους λυγμούς της μοναξιάς αντάρτικο μαχαίρι
γινήκανε τα μάτια μου ρωγμές που δεν θα κλείσουν
τρυγιές που απομείνανε 'πο κόκκινο σταφύλι
να μου κρατάνε συντροφιά σα να 'μαστε δυο φίλοι,
τα βράδια των εσπερινών στο κλάμα που θα σβήσουν
όταν θα 'ρθει μια ροδαυγή και στήσουν το καρτέρι
στ' Αχέροντα τ' ακρόχειλα, καταραμένα χθόνια.
19
Θα είναι τότες άνοιξη η γη θα 'χει ανθίσει,
τα παλικάρια θα φορούν της νιότης τ' ανθοκλάδι,
θα έρχονται κι οι όμορφες στο γιορτασμό της ζήσης,
να το καρφώσουν στα μαλλιά, στεφάνι να το κάνουν
τις μυρουδιές του να σκορπούν τριγύρω να τις βγάνουν,
να τρέμουνε οι λιόχαρες στον οργασμό της φύσης
κι ο έρωτας ανάγλυφος, κραυγή στο ματοκλάδι,
να γίνει μέσα στη καρδιά πουλί να κελαηδήσει.
20
Μάνα μου που σε πόθησα στο πρώτο μου το γάλα,
γιορτή μου στην ανηφοριά σοκάκι της ζωής μου,
αλάργεμά μου γκριζωπό φυγή που φοβερίζει,
μάνα μου συ ολότρεμη ανάσα και πνοή μου
άργιλε της απλότης μου βουνό στην εκροή μου,
έλα μια νύχτα στο στρατί κοντά στο μετερίζι
κοντά στο σπίτι τ' ορφανό που είναι της κραυγής μου,
απάνθισμα της λύπης μου στα μάτια τα μεγάλα.
21
Κι έτσι θα έρθω πλάι σου ελεύθερο πουλάκι,
σαν αετός πια θα πετώ μες στο γαλάζιο λάμπος,
ανάμεσα στις σερμαγιές των περασμένων χρόνων
να είμαι στη βεράντα σου λουλούδι ανθισμένο,
γιρλάντα δαφνοστέφανη δίπλα σου ν' απομένω
να λούζω τ' αυτάκια σου με στάγμα των αηδόνων,
κάθε πρωί στη σιγαλιά και μέσα απ' το θάμπος
στου παραδείσου τη θωριά γλυκόφερτο ρυάκι.
22
Μάνα καρπέ μου της αυγής, χρυσάχτινο αστέρι
απόρθητη στο πόνο μου κι απάνεμο λιμάνι,
μάνα των χίλιων ταξιδιών του κόσμου ταξιδεύτρα,
τ' αποσπερίτη φέγγισμα κι αφέντρα παινεμένη,
κόρη του πρωτομάστορα, του ήλιου βλογημένη
μοσχοβολιά τ' απόβροχου του Απριλιού πλανεύτρα
μάνα ας ήταν μια στιγμή ο πόνος να γλυκάνει,
ας ήταν να ερχόσουνα να μου 'φερνες χαμπέρι.
23
Να μου 'φερνες πρωτόλαλο μαντάτο για τα σένα,
έστω για λίγο να σταθείς μπρος στο παράθυρό μου
να δω τα μάτια τα μελιά και το χαμόγελό σου,
να δω τα πετροκέρασα στο στόμα σου να κρέμουν,
τους άσπρους κρίνους στα μαλλιά αγγελικά να τρέμουν,
να δω το ρούχο το στερνό που ήταν το καλό σου
ν' ακούσω την ανθόστολη φωνή μες στ' όνειρό μου,
να κρένει μάνα μου γλυκιά να κρένει για τα μένα.
24
Έτσι ν' απλώσω μια στιγμή τα χέρια στα μαλλιά σου,
να νιώσω την αχνόφεγγη κραυγή των οματιών σου,
τη λάμψη σου μανούλα μου στεφάνι απλωμένο
να το κοιτώ να νίβομαι στο φως που θα προβάλει,
πάνω στους τοίχους της ψυχής, λιποθυμιά σαν ζάλη
αγάπης χρώμα μαγικό μέσα μου βλογημένο,
να πάρω απ' τα μάτια σου δροσιά των γηρατειών σου
να κρύψω μέσα μου βαθιά ν' ακούω τη λαλιά σου.
25
Μανούλα μου γλυκόθωρη των γιασεμιών στολίδι,
λάμψη κρυφή μυριόχαρη, στερνό μου μονοπάτι
αρχόντισσα των αστεριών και των αγγέλων ταίρι,
απόστασα να καρτερώ τους δέκα τούτους χρόνους,
να δω την λάμψη του λυγμού μέσα σε τόσους πόνους
σαν το αγρίμι να γρικώ ν' ακούσω το χαμπέρι,
στου φεγγαριού τ' ολόγιομο τ' ασημωπό του μάτι,
να πω τον πόνο μου σ' αυτό, ανθόστολο πλουμίδι.
26
Τόσες νυχτιές τραγούδησα του κόσμου τα σημάδια,
σαν μελωδός στη σκοτεινιά σαν έρημος ξωμάχος
κρατούσα πάντα στη ματιά και μέσα στη καρδιά μου,
το ίσον της ανασαιμιάς που έβγαζες μανούλα
στη στράτα της ανηφοριάς την κάθε σου αυγούλα,
σαν ροβολούσες στα δασιά του λόγγου ευωδιά μου
να θρέψεις τη φαμίλια σου γλυκός αετομάχος,
μονάχη σου παντέρημη και γύριζες τα βράδια.
27
Μες στον βαθύ μου ρεμβασμό κρυφή ανατριχίλα,
στις άκρες των ονείρων μου το φως είναι κλεισμένο
στα μύχια της απρόσμενης της υπνοφαντασιάς μου
ακούω μες στις ρεματιές τις νύμφες να χορεύουν,
μ' έναν παράξενο σκοπό και τον καημό 'μερεύουν
μπροστά μου σέρνει το χορό αχός της πατησιάς μου,
κρατώντας νυμφομάντηλο δαχτυλοκεντημένο
που 'χει κεντίδια όμορφα της όψης σου τα φύλλα.
28
Κι όπως χορεύουν στην αχλή, τα μάτια μου κοιτάνε
μ' ένα στερνό παράπονο την ασημένια κόρη,
που 'χει φλαμούρια στη θωριά και δυόσμο μες στα στήθια,
ρίγανες και μυρτόκλαδα επάνω στα μαλλιά της
κι έχει τα ροδοπέταλα μέσα στην αγκαλιά της,
ακίνητο το βλέμμα της σα να ζητά βοήθεια
μπροστά τραβά ολότρεμη ωχρή στο ξεροβόρι,
και πίσω της οι λυγερές χορεύουνε και πάνε.
29
Μετά οι νύμφες χάνονται στου δάσους τα σκοτάδια,
σαν όραμα που τέλειωσε προτού καλά ν' αρχίσει,
κι έμεινα μόνος να κοιτώ την άδεια καμαρά μου
μανούλα μου γλυκόθωρη των γιασεμιών στολίδι,
την τελευταία σου στιγμή, κρυμμένο δαχτυλίδι,
αγράμπελή μου ζηλευτή μου πήρες τη χαρά μου
εκεί ψηλά στον ουρανό ανθάκι θα δακρύσει
σαν έφυγες και μ' άφησες μονάχο δίχως χάδια.
30
Θυμάμαι αχ τις Κυριακές σαν ήμουνα παιδάκι,
μ' έλουζες και με χτένιζες για να προσευχηθούμε
στην εκκλησιά με πήγαινες κι άναβες τα καντήλια,
της Παναγιάς και του Χριστού και τους παρακαλούσες,
πρωί πρωί με την αυγή κι ύστερα ροβολούσες,
στις ράχες τις δρυόφυτες στις ρουμανιές στ' ανήλια
να κόψεις ξύλα μάνα μου, φωτιά να ζεσταθούμε,
ν' ανάψεις τη σομπίτσα μας, μες στο μικρό τσαρδάκι.
31
Απόκαμες η έρημη μονάχη να παλεύεις,
μες στης ζωής την απονιά, στης φτώχειας τα σοκάκια,
κι έτσι ακόμα που 'σουν νιά, χήρα και πονεμένη
αρρώστησες μανούλα μου κι είπες να ξαποστάσεις,
στων αρχαγγέλων τα φτερά έφυγες να γιορτάσεις
κι η ακριβή σου τη ψυχή για πάντα ν' απομένει,
στου παραδείσου τα σκαλιά και μέσα στα πευκάκια
για πάντα να 'σαι μάνα μου εκεί να βασιλεύεις.
32
Και τώρα μόνος κι ορφανός στου κόσμου το περβόλι,
γυρίζω σαν μικρό πουλί στο χιόνι παγωμένο,
τις μέρες κλαίω και θρηνώ, μοιρολογώ στη φέξη
κοντά στα ξημερώματα σε βλέπω στ' όνειρό μου,
στεφανωμένη να 'ρχεσαι στο βλέμμα το γλαρό μου,
ξυπνώ δεν είσαι πουθενά, φωνάζω ούτε λέξη
μάνα μου περδικόθωρη ακόμα περιμένω,
να 'ρθεις ξανά στο σπίτι μας του αίματός μου μπόλι.
33
Γύρω τ' ακρόγεισα κοιτώ των σκονισμένων τοίχων,
που 'χουν φωλιάσει στις γωνιές οι σκέψεις μου μονάχες,
τη λάμψη της αποθυμιάς των περασμένων χρόνων
τα γέλια μας ακούγονται ακόμα στο κατώφλι,
και πιο ψηλά να ο σταυρός της Πασχαλιάς στ' ανώφλι,
σημάδι έμεινε εκεί των ζηλεμένων κλώνων
που 'χες βοστρύχους τα μαλλιά κρυφές αετοράχες,
μανούλα μου μ' απόμειναν τ' απόνερα των ήχων.
34
Κι ως σε θωρώ στη σκέψη μου ακόμα να φεγγίζεις,
αχνθόκλωνή μου μυγδαλιά του Μάρτη σοροκάδα,
αγέραστη μοσχοβολιά της ροδωνιάς φλογάτη
ήρθα κι απόψε να σου πω και να σου τραγουδήσω,
τα λόγια που 'χω στην καρδιά στο μνήμα σου ν' αφήσω
παρέα να 'χεις τις νυχτιές στο κρύο σου κρεβάτι,
να σου ζεσταίνουν μάνα μου την τόση σου χλωμάδα
και μες στα φυλλοκάρδια μου ροδόχρωμη ν' ανθίζεις.
35
Κουράστηκαν κι οι στεναγμοί 'ποκάμαν και τα λόγια,
κι οι σκέψεις κιότεψαν μπροστά στων σπαραγμών το γρέκι,
το ξέρω μες στη χαλασιά της υστερνής πνοής σου,
το ξέρω δεν θα 'ρθεις ξανά τα χέρια σου ν' απλώσεις
να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, τους πόνους να μελώσεις,
ο τελευταίος σου χορός αχ ήταν της θανής σου
του χάροντα ο αρπαγμός φωτιά κι αστροπελέκι,
που πίσω του απόμειναν τα μαύρα μοιρολόγια.
36
Κι όμως εγώ θα σε θωρώ κοντά μου στο πλευρό μου,
σκιά θα είμαι στις σκιές που ρίχνουν οι πευκώνες
κι απάνω στ' άσπρο μνήμα σου αμέρωτη λιακάδα,
να σου το πλένω μάνα μου μ' ανθόνερο της δράνας,
να λάμπει μέσα στις σκιές λευκό της μαντζουράνας
π' αμόμεινε στη ρούγα μας μονάχη στην πηγάδα,
σαν έφυγες μανούλα μου και γίνανε χειμώνες
οι δέκα χρόνοι μάνα μου, λυγμοί μες στ' όνειρό μου.
37
Παντέχω στο παράθυρο μες στο συλλογισμό μου,
να 'ρθει μια μέρα ξαφνικά ένα μικρό πουλάκι
και να σταθεί αντικριστά στο τζάμι με τα μένα,
να κελαηδίσει χαρωπά, μαντάτο να μου φέρει
μια καλημέρα να μου πει, πρωτόλαλο χαμπέρι
ν' ακούσω στη φωνούλα του, φωνή από τα σένα
κελαηδισμό κι απάνθισμα γλυκό μου αγγελάκι,
μάνα κυρά κι αρχόντισσα, πνοή στο λογισμό μου.
38
Κι εγώ θ' ανοίξω για να μπει, μέσα στη κάμαρά σου,
να κάτσει στα λευκόπανα στ' άσπρα σου τα σεντόνια,
να το φιλέψω βάλσαμο για να μου τραγουδήσει
κείνον τον όμορφο σκοπό που μου 'λεγες στη κούνια,
νανούρισμα της άνοιξης, κι ανάσα στα ρουθούνια
να γείρω έτσι μάνα μου στο πλάι να ροδίσει,
το βλέμμα μου το σκυθρωπό, ν' ανθίσουνε τα κλώνια
να κοιμηθώ παντοτινά μέσα στα βλέφαρά σου.
39
Κι έτσι μαζί σου να βρεθώ να 'μαι στην αγκαλιά σου,
να στέργω μες στα κάλλη σου και μέσα στην αγάπη,
μικρό παιδάκι χαρωπό, τρεμουλιαστό βλαστάρι
να πίνω απ' τα στήθια σου τ' ολόγλυκό σου γάλα,
ν' ακούω την καρδούλα σου μελιά μου δροσοστάλα,
να σ' έχω πάντα οδηγό της νιότης μου μπροστάρη,
ν' αντέχω στις ανηφοριές στο ξαφνικό δρολάπι
κι έτσι να μείνω πάντοτε κλεισμένος στη φωλιά σου.
40
Μάνα μου που σε πόθησα στο πρώτο μου το γάλα,
γιορτή μου στην ανηφοριά σοκάκι της ζωής μου,
αλάργεμά μου γκριζωπό φυγή που φοβερίζει,
μάνα μου συ ολότρεμη ανάσα και πνοή μου
άργιλε της απλότης μου βουνό στην εκροή μου,
έλα μια νύχτα στο στρατί κοντά στο μετερίζι
κοντά στο σπίτι τ' ορφανό που είναι της κραυγής μου,
απάνθισμα της λύπης μου στα μάτια τα μεγάλα.Το ποίημα είναι γραμμένο για τη μάνα τη δική μου, τη δική σας για όλες τις μάνες του κόσμου.!
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης
απ' το βιβλίο μου "υποσχέσεις"
Τέλειο ποίημα από κάθε άποψη!!! Χίλια μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τα καλύτερα ποιήματα που έχω διαβάσει!!! Απίστευτη συγκίνηση με διακατέχει και το διαβάζω συνέχεια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή