Πίνακας - Άβλιχος Γεώργιος |
Τι μου λες; Από πότε η ανέραστη, έγινε έρωτας μεγάλος; Επειδή βαφτίσαμε την πλήξη μας, ''επιλογή'' θα λαδώσουμε τη μοναξιά στην κολυμπήθρα της ευδαιμονίας;
Εσύ ολοένα στους τοίχους κλαψουρίζεις, τη σκόνη σου διαβάζεις και το δάκρυ του απελπισμένου ονείρου, στον κουβά ενταφιάζεις.
Κι όσο την ώρα σου σκοτώνεις, τόσο αυτή η τιμωρός, στην ανία σε ματώνει.
Για πες μου λοιπόν, σ΄αυτήν τη μούχλα, τι απ΄όλα αγαπάς;
Αγαπώ, σημαίνει… χαρίζω εκείνο που δεν έχω, γιατί
‘’σαν αγαπώ, χρωστώ’’
Ενώ εσύ, εκείνο που δεν έχεις, είναι η δράση.
Αν ήσουν βέβαια της έμπνευσης μοναχοκόρη, της μουσικής ο λειτουργός, της παλέτας ο ζωγράφος και της ποίησης ο κυνηγός, η μοναχικότητα θα ήταν ευλογία!
Eσύ όμως…τι εσύ; Ποιος σου είπε, ότι δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με τον μισητό εχθρό του εαυτού σου, ώστε να γίνεις των χεριών σου ο πλάστης και της φαντασίας σου δημιουργός;
Ανέξοδα κι απλά. Αρκεί να ξεριζώσεις τα μαύρα της τεθλιμμένης σου συνήθειας και να φυτέψεις στην αυταπάρνησή σου, ηθικό!
Ολημερίς σε βλέπω. Γυαλάκια και βαζάκια, στον κάδο της λιποταξίας.
Έλα, σήκω απ΄την σεσημασμένη καρέκλα της ακινησίας, δώσε στα άψυχα ψυχή, να κατηφορήσει ντροπιασμένη η πλήξη, απ΄το μεράκι της προσωπικής σου ανατολής!
‘’Γοργά- γοργά τις αλλαγές, να μη μας φάει η μαρμάγκα’’
Να, κοίτα τι κάνω εγώ! Τα υιοθέτησα με το χρυσό της αστραπής και με μιας η βαρεμάρα, βρόντηξε αξία καλλιτεχνική!
Ύστερα, κόλλησα επάνω τους ανθάκια, μαζί με όλα τα χορτασμένα αυτοκόλλητα, που χασμουριούνται πάνω απ΄το νηστικό ψυγείο
και άκου με πόση ευγνωμοσύνη, μου λένε ευχαριστώ:
Aπό ζητιανάκι σκουπιδιών, φαντάζω, σαλονάτο αρχοντικό!
Δε λέω, σπουδαίο ήταν αυτό που είπε η Δημουλά!
‘’Στην αταξία, η τάξη πρέπει να σωπαίνει.
Μεγάλη πείρα ο χαμός’’
Όμως, μην κολυμπάς στου μυαλού την αφασία, η αδράνεια παραμονεύει, τη μνήμη σου να ναυαγήσει, στους ωκεανούς της αμνησίας.
Φόρα στο ηττημένο κέφι σου, της νίκης το μανδύα, και με την μαγεία της αναγέννησής σου, θα γίνει το σύμπαν σου ξεχωριστό!
Κι όταν την αυλαία του ληθαργημένου πάθους σου ανοίξεις, η ερωτεύσημη αύρα σου, θ΄αναστηθεί και θα σε χειροκροτήσει!
Απ΄ το μεσίστιο βλέμμα της ανυπαρξίας, με το σάλτο μορτάλε στην ματιά της αυτολύπησης,
πότε για της ζήσης σου τον στεναγμό
και πότε για της στοιχειωμένης σου ύπαρξης την τυραννία,
θα κυοφορήσεις το κίνητρο, για της ψυχής την απογείωση και του ετοιμόρροπου μυαλού την ευφορία.
Και τότε, με ανακούφιση θα τραγουδήσεις!
''Ξεφυλλίζοντας απόψε'' της ζωής μου την ανία,
μήτε τη βαρυγκωμούσα θλίψη δεν θυμήθηκα
‘’και προσπαθώντας κάτι για να θυμηθώ’’
με την συντροφικότητά μου αποκοιμήθηκα!
Μοναξιά μου, silver alert…
Αιωνία σου η λήθη, δε σ΄αναζητώ!
*** ***
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ - Της ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου