Πίνακας Εύα Πελεκίδου |
Στης ζήσης μου τα μονοπάτια, πολλές φορές αντάμωσα τη
Θλίψη χαρωπή και τη χαρά μαυροφορεμένη!
Μα απόψε, την απόγνωση αντίκρισα στην ελπίδα κρεμασμένη.
‘’Ψιτ, ψιτ’’, άκουσα μιαν ετοιμόρροπη φωνή, καθώς τον δρόμο μου διέσχιζα.
Γύρισα και κοίταξα. Μια γέρικη μορφή σ΄ένα πεζούλι ρημαγμένη, με καλούσε σε βοήθεια. ΄Ετρεξα κοντά του.
-Σε μένα μιλήσατε; Του είπα ευγενικά
.-Ναι, ναι κοπέλα μου, σε σένα. Θέλω να μου κάνεις μία χάρη, είπε, καθώς τα αποφλοιωμένα χέρια του ψαχούλευαν στις τσέπες του, σαν κάτι πολύτιμο να έψαχνε να βρει!
Κοίταζα απορημένη, όταν είδα να βγάζει δυο στραπατσαρισμένα κόκκινα αυγά και να τα σφίγγει με δέος στα ασθενικά του χέρια.
-Έλα κορίτσι μου, ψιθύρισε τρεμουλιαστά, ενώ μου έδινε το ένα. Σε λίγο ξημερώνει Πασχαλιά, έλα να τσουγγρίσουμε τ΄αυγά!
Καλή τύχη και χρόνια σου πολλά!
-Και σε σένα παππούλη μου, χρόνια σου καλά, μα τέτοια μέρα, γιατί είσαι μοναχός; Το σπίτι σου πού είναι;
-Το σπίτι μου; Δεν έχω σπίτι ψέλλισε, μέσα από ένα δάκρυ που είχε στεγνώσει σε μια βαθειά ρυτίδα από παλιά.
Να εδώ κοιμάμαι, είπε, μ΄ένα μειδίαμα που μαχαίρωνε το πουθενά.
Γύρισα και κοίταξα. Ένα ασέληνο φωτάκι, φέγγιζε μια ξεθωριασμένη πινακίδα. ΟΙΚΟΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ.
Να , εδώ μέσα μαραζώνω, όμως, μέρα που είναι δεν ήθελα να δω κανέναν.
Έφυγα κρυφά κι ήρθα εδώ στο πεζουλάκι να περιμένω τα παιδιά!
Αλλά δεν βαριέσαι! Αυτά φαίνεται πως ξέχασαν, ότι έχουν παρατημένο έναν πατέρα εδώ μέσα. Δεν έχω βλέπεις και λεφτά να πάρω ένα ταξί, να πάω να τους πω, πόσο πολύ τους επιθύμησα, πόσο πολύ τους αγαπώ!
Είχα μείνει εκεί, ασάλευτη στο ανθρώπινο δράμα, βουβή μπροστά.
Μια τρελή ιδέα ξεπρόβαλε επιτακτικά στην σκέψη μου, με μιας.
Έλα παππούλη μου του είπα, θα σε πάω εγώ. Πες μου μόνο πού μένουν τα παιδιά.
Τρελός από χαρά, απογειωμένος από της απόγνωσης το μνήμα, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό χαρτάκι.
Εκείνα τα δάκρυα που΄χαν πετρώσει στης αγνωμοσύνης τον καημό, ανάβλυσαν τώρα, στους καταρράκτες της ελπίδας!
Λίγα λεπτά αργότερα, χτυπούσα το κουδούνι.
Μια μεγάλη οικογένεια από μεγάλους και παιδιά, ξεπρόβαλε στην πόρτα με γέλια και ρούχα γιορτινα!
-Χρόνια σας πολλά ,τους είπα. Μέρα που είναι,
σας έφερα έναν μπουναμά!
Και τότε η Παναγιά, θαρρείς και έκανε το θαύμα της!
‘Ένα τσούρμο από εγγόνια, χουχούλιασε στην αγκαλιά του.
-Παππού, παππού, πες μας ότι δεν θα ξαναφύγεις πια!
-Ναι μπαμπά, είπαν η κόρη κι ο γυιος, σε μια συνειδησιακή απολογία. Αύριο θα ερχόμασταν να σου το πούμε, να σου δώσουμε χαρά!
Ήταν η στιγμή, που αιματοκυλούσε η συνείδηση, στα ντροπιασμένα αυγά!
Γνώρισα, λέει, την ευτυχία από τον κρότο που έκανε φεύγοντας!
Κι εγώ απόψε,
αφουγκράστηκα την Ευλογία,
από τον Αναστάσιμο κρότο της Καρδιάς!
Ναι παιδιά, αλήθεια είναι!
Τούτη την Ευλογημένη ώρα, μαζί με το ΧΡΙΣΤΟ!!!
Και η ΑΓΑΠΗ ΑΝΕΣΤΗ!!!
Χρόνια μας πολλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου