Ήρθα να οπλίσω και να φύγω,
ένα τσιγάρο μονάχα ενθύμιο
σου αφήνω,
στις λέξεις τις βαριές να με θυμάσαι,
σαν γιατρικό ανίατο με πένθος να κοιμάσαι.
Στης σκοτοδίνης τους παραδρόμους να πατάς,
μέσ’ στην ασάφεια περνιέσαι βασιλιάς,
στα μάτια σου βλέπω την πρώην πλάνη μου
δεν με γελάς,
η Αλήθεια είναι ο δρόμος μου,
γι’ αυτό με τυραννάς.
Θα επιμένω όμως να μιλάω
για καταστάσεις μακρινές (που πάνω απ’ όλα )
αγαπάω, αυτό είναι το αντίβαρο
στης επιβίωσης τα άχρεια τα ξερά,
καμένα όνειρα, κυνηγητά…
Ήρθα να οπλίσω και να φύγω,
ένα δηλητήριο στο στόμα σου αφήνω,
όταν καπνίζεις στην φωτιά να με θυμάσαι,
σαν τον απαγορευτικό γιατρό
που αποφεύγεις και φοβάσαι…
μα όταν κάποια μέρα ώριμος πια
στα ίδια λημέρια θα ξινίζεις,
η αίσθησή μου, ανακούφιση θα ξεχειλίζει,
απ’ τις ακάθαρτες βρωμιές
»που την Ψυχή σου θα έχω '' σώσει ''
και ως Αντήχηση η πρόοδός σου
τότε και εμένα θα λυτρώσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου