Κι έπειτα μεσάνυχτα.
Σηκώθηκες γυμνός
να πάρεις μια μπύρα από το ψυγείο.
Δεν άναψες φώτα.
Κι ήταν σαν να σου άνοιγε δρόμο
το φεγγάρι
μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια
της νύχτας.
Επέστρεψες με άδεια χέρια.
Ξάπλωσες μαλακά δίπλα μου.
Τα χείλια σου ιδρωμένα
πλησίασαν το στέρνο μου
αλλά λίγο πριν ακουμπήσουν
στήθος
άλλαξαν πορεία.
Βυθίστηκες μέσα στα κατάμαυρα
νερά των σεντονιών
με μια μόνη ανάσα.
Αργά...
στον ωκεανό του ύπνου μου
ήρθες κολυμπώντας
με κινήσεις ασταμάτητου έρωτα.
Κι εγώ σε ποθούσα τόσο.
Να λάμπεις στο ασημί
σαν Χριστός
σαν αστρικός μεσσίας
να γιατροπορεύεις τις πληγές
και μέσα στην τόσην ηδονή
να μου υπόσχεσαι φλεγόμενους
Παραδείσους.
Επειδή -όμως- σε αγαπούσα
όφειλα
σύμφωνα με τους άγραφους
νόμους σου
να σε σκοτώσω μέσα μου.
Πιστός λοιπόν
παίρνω ετούτο το μαχαίρι
μπροστά στον καθρέφτη
να λαξεύσω όρκο
απαράβατο
με το κόκκινο της υπόσχεσης
και την χαρακιά
υπογραφή-
Έλα...
τώρα μπορώ
είμαι έτοιμος.
Μετάλαβέ με.
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε το 1989 στο Καρπενήσι. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία και την κριτική λογοτεχνίας.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ https://www.flickr.com/
Απλά υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή