Να βρω μια στολή… Κάποτε ντυνόμουνα πουλί, μα τα φτερά μου είναι πιασμένα πια σε χρόνια αραχνιασμένα από ασώματα όνειρα. Κατά καιρούς ντύνομαι ποίημα. Αεροβαπτίζοντας βιώματα. Με λέξεις γυπαετούς να βρίσκουν στη νεκρική σιγή του κάμπου κορμιού μου τις λιανισμένες ιαχές που καθρεφτίζουνε το θαύμα σε λίμνη αίματος ονείρου. Ακόρεστα σπαράσσουν μέλανα σπλάχνα. Αγέρωχες γλιστρούν στα ύψη των φωλιών τους, στη χιονισμένη κορφή μιας σελίδας.
Τώρα δεν ξέρω σε ποια μεταμφίεση ζητώ ν’ ακουμπήσω. Πίσω από ποια μάσκα κρυμμένος θα βρω το κουράγιο να είμαι εγώ. Είναι ανάγκη όμως να βρω μια στολή. Να μαγέψω. Να μαγευτώ. Να πάρω πίσω τις κλεμμένες εντυπώσεις. Να γίνω ιππότης. Να χριστώ Δον Κιχώτης. Να λύσω γόρδιους κόμπους στα συρματοπλέγματα που μας κυκλώνουν και μας πληγώνουν, να τα απλώσω πεντάγραμμο, να ‘ρθουν άνθρωποι μουσικά κλειδιά να βαφτίσουν τις νότες της ανθρώπινης συμφωνίας, να εκτελέσουμε το σκοτάδι όλο. Να γίνω τα βήματα χορού στη σάλα τ’ ουρανού με το γαλάζιο που ‘χει πάνω του κεντημένη την αθωότητα χιλιάδων προσευχών. Να γίνω βυθός, να σε κεράσω ανάσες χιλιάδων δελφινιών. Ονειροδρόμιο να ντυθώ και να σε πάρω να τρέξουμε, να βρούμε κείνα τα παιδιά που παίζουν γελώντας, κλωτσώντας τα απομεσήμερα έναν ήλιο, λερώνοντας με γέλια το πρόσωπο της απογύμνωσης. Να σε λούσω στο φως των ονείρων που ανεβαίνει μονοπάτι ψηλά στα αστέρια. Να σε μεθύσω στις λάμψεις τους, σπέρμα τιναγμένο στη νύχτα. Στη μαρμαρυγή από τις περιπόλους της αγρύπνιας. Να σου χαρίσω το κάλεσμα του ρόχθου σε αγέννητα νησιά.
Ανάγκη, ναι. Μα πώς…
Κλείνω τα μάτια στο είδωλό μου. Δε με βλέπεις μουρμουράω στο ρυθμό ενός ξεχασμένου παιδικού παιχνιδιού. Δε με βλέπεις εσύ, δεν υπάρχω εγώ. Είναι πιο εύκολο έτσι. Χωρίς φόβο. Χωρίς κρίση και κριτική. Χωρίς απογοήτευση. Γιατί να ψάχνω στολή;
Τόση η ελπίδα μέσα μας, όσος κι ο φόβος ρούχο μας, κι εμείς όλοι ίδιοι, κι όλοι μισοί, μισοί ένα αδιάκοπο σκοτάδι φόβων, μισοί το διαρκές καταμεσήμερο των ελπίδων μας, γεννημένοι από το ίδιο όνειρο, ν’ αναζητούμε το εσύ. Και τη στιγμή. Κάμπια σερνάμενη στην κόψη μιας αχτίδας. Tη μιαν ανάσα που θα γεννήσει χρώματα, φτερά, να βγει στο φως.
Πώς όμως θ’ αναγνωρίσω το εσύ μου, ακόμα κι αν σταθεί μπροστά μου, αν δεν ξέρω ποιος και τι είμαι το εγώ;
Αμείλικτος, μα ελεήμων ο καθρέφτης, μου δείχνει πλέον καθαρά τι να φορέσω. Την αλήθεια της ψυχής μου αφτιασίδωτη να ντυθώ, τη μόνη στολή που μπορεί ν’ αλλάξει τα σχέδια πάνω στα οποία υφαίνω τον κόσμο που αξιώνω, στημόνι για το διαφορετικό, γεμάτο ανθούς από σπόρο ονείρου. Tη μόνη στολή που φέρνει ήλιο αβασίλευτο, τα όνειρα να κρατάει ζεστά. Τη μόνη φορεσιά που άφοβα θ’ αφεθεί να πέσει μπροστά στο ποθητό, στο άγνωστο, στο αλλιώτικο, που δε θα διστάσει να τσαλακωθεί, να διπλωθεί, να γίνει κόμπος, κουβάρι, και την ίδια στιγμή ν’ απλωθεί, να γίνει η μαγική φασολιά και η μοναδική εκείνη νότα που μπορεί να τραγουδήσει, να φωνάξει, να κραυγάσει στη ζωή, εσύ, το άπειρο των δυνατοτήτων μου. Ζωή μου. Κόσμε μου. Εαυτέ μου. Χωρίς φορεσιές. Εσύ, η θάλασσα που είσαι. Κι εγώ, ακρωτήρι γυμνό. Να ντυθούμε τ’ Όνειρο. Να γεννηθούμε χαραυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου