Απόψε θα σας διηγηθώ ένα παραμυθάκι αλλιώτικο απο τα άλλα, για να σας πω την αλήθεια,
ένα όραμα θα σας ψιθυρίσω, ένα όνειρο που κάθε αυγή περιμένω να ξημερώσει.
Κάθε που νυχτώνει, αγρυπνώ, κλείνω τα μάτια και αντικρίζω ένα κοριτσάκι με κόκκινα γοβάκια.
"Αντρεια" θέλει να την αποκαλώ, περίεργο όνομα για κοριτσάκι και μάλιστα με κόκκινα γοβάκια- ένα ζεστό κόκκινο χρώμα,
γεμάτο όνειρα και ελπίδες, μα και φλόγες...ένα ζεστό κόκκινο αίμα, το αίμα της, στα πόδια της, στα φτερά της.
Η Αντρεια δεν έχει γονείς, δεν έχει εξαρτήσεις, μόνο ρίζες, λες και φύτρωσε απο το χώμα, απο τη λατρεμένη της Γη.
Μόνη της εξάρτηση η "Αγάπη", το αλογάκι της. Με την Αγάπη ορμάει πάνω στους φοβους της και τους τρομάζει ακόμα και τα πιο αγρια ζώα,
οι άνθρωποι μπροστά της μένουν άτολμοι, αφωνοι, την ελευθερία της θαυμάζουν. Και αυτή ελεύθερα περιδιαβαίνει απο ψυχή σε ψυχή
και σκορπά την αγάπη της, χωρίς να περιμένει ούτε ένα σ΄αγαπώ. Ετσι κι αλλιώς ελεύθερα το κερδίζει.
Μια μέρα, μια στιγμή, κάποια νύχτα την είδα, να δακρύζει. Πρώτη φορά ένιωσα τον πόνο της δάκρυ να στάζει.
Κοιταξα πιο πέρα και αντικρισα ενα μικρό αγόρι, μια νεκρή πόλη και τόσο μα τοσο πολύ τρομο.
Ολοι ζωντανοί μα νεκροί, χωρίς ελπίδες, χωρίς όνειρα, χωρίς αξίες. Κλειδωμένοι μέσα σε μια ανήλιαγη πόλη, με έναν ήλιο ψυχρό, σκυθρωπό και μάτια που ξεχασαν ψηλά να κοιτάζουν.
Κοντοστάθηκε ενα δακρυ της επεσε πάνω στα μαλλια του αγοριού, Ελληνα τον λέγανε θαρώ και είχε τα χερια ενωμένα με τα γόνατα και το κεφάλι αναμεσα τους. Εκλαιγε, ναι, έκλαιγε με λυγμους, σιωπηλά. Εκλαιγε τον νεκρό του αυτόχειρα πατέρα, τη μάνα που έχασε τα λογικά της, τον αδερφό του που ξενιτεύτηκε, τα παιδια του που δεν πρόκειται να γεννήσει, μα πάνω απ΄όλα εκλαιγε το χώμα του, την Ελλάδα του, που την είχαν αν και ζωντανή, πεθαμένη.
Το δάκρυ της Αντρείας τον έκαψε, λες και την ψυχή του σημάδεψε, την φλόγα πάλι μεσα του γέννησε. Τόλμησε τα ματια του να ορθώσει, κατάματα να την κοιτάξει. Ενα βλέμμα ήταν αρκετό τον Έλληνα μεσα του να ξυπνήσει. Η Αντρεία χωρίς καν να του μιλήσει με ένα της νεύμα του χάρισε το άλογο της.
-" Πολέμα" του είπε," τώρα μπορείς, τώρα εχεις την Αγάπη μου για οδηγό σου".
- "Ελα μαζι μου" της είπε, "έλα μαζί μου, ελευθερία μου να γίνεις".
-"Ειναι νωρίς ακόμα για τους ανθρωπους να δεχτουν την αντρεια στα γοβάκια μιας γυναικας. Εσύ ξερεις όμως και αυτό μου αρκει πως μόνο μια γυναίκα μπορεί την φλόγα να γεννήσει, και ας μην την υμνήσει ποτέ κανείς, φτάνει που την γεννησε, της αρκεί. Πάρε την Αγάπη μου και ξύπνα τους, πότισε το χώμα με τις κόκκινες ελπίδες μου, κάνε τη Γη μας να ανθίσει. Και μην φοβηθείς στιγμή, μ΄ακούς, στιγμή, ο φόβος σου είναι το όπλο τους. Καν τους να νιώσουν ότι ο Ελληνας, ζεί μόνο για την Ελευθερία ή πεθαίνει για την ελευθερία.
Μην φοβάσαι οποιος εχει δει την Κόλαση με τα ματια του, τον θάνατο δεν φοβαται. "
Ο Έλληνας της χάρισε την Αγάπη του,την ψυχή του όμως
την είχε απο τη γέννα του χαρισμένη στην Ελευθερία του, την Ελλάδα του.
Ελένη Σ Αράπη
Η Ανεμοεσσα στην παραμυθοχώρα
Οσο ζω θα ελπίζω, σε μια Ελεύθερη Ελλάδα να ζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου