Πίνακας - Fanny Nushka Moreaux |
- "Αραπάκια έιβαλα, όλοι μαζί, έιβαλα!'', έφτανε στην κάμαρη, ρυθμικά και μπάσα η φράση από τον δρόμο. Ταυτόχρονα, παιδικές φωνές με ξελιγωμένα "ααααα", πως τάχα μου, απειλούνταν από την επέλαση των βαρβάρων και έτρεχαν να διαφύγουν. Ούτε στιγμή δε της πέρασε από τον νου να βγει ως τη γωνιά, που το χωμάτινο στενό του σπιτιού της τεμνόταν με τον κεντρικότερο ασφαλτοστρωμένο δρόμο, για να τους δει. Κάθε χρονιά, απόκριες, το ίδιο θέαμα των γυμνών από τη μέση και πάνω αντρών, μουτζουρωμένων με φούμο στα ακάλυπτα μέρη, να περιφέρονται ομαδικά στους δρόμους με βήμα αφρικάνικα χορευτικό, κραδαίνοντας ραβδιά και τείνοντας τενεκεδάκια προς εξαργύρωση του εξωτικού θεάματος που πρόσφεραν και της συγκινησιακής φόρτισης που διέγειραν. " Μη χειρότερα'', σκέφτηκε, η Μαριάννα, " πoιος χριστιανός πληρώνει για δαύτους.".
- Στη γειτονιά μιλούσαν και για το γαϊτανάκι, που περιδιάβαζε στον Πειραιά - σκέτα Πειραιά, αποκαλούσαν το κέντρο της πόλης τους στην πειραιώτικη συνοικία. Αποκριάτικο έθιμο κι αυτό, με μεταμφιεσμένους που χόρευαν γύρω από ένα κατακόρυφο κοντάρι, κρατώντας κορδέλες δεμένες στην κορυφή του, σε κάθε περιστροφή οι κορδέλες να τυλίγονται γύρω από το κοντάρι και να κονταίνουν. Τρία χρόνια στα Ταμπούρια του Πειραιά δεν είχε δει γαϊτανάκι η Μαριάννα. Ανάμνηση όμως κουβαλούσε το γαϊτανάκι της Άμφισσας, στο παλιό το κάστρο, μιαν αποκριάτικη Κυριακή, που ξεκίνησαν με τον Χρήστο από τη Χάρμαινα των ταμπάκηδων, για περίπατο στην πόλη. Θα ήταν καμιά δεκαριά χρόνια πριν, και η ζωή της εκεί, φάνταζε αλλοτινή. Αναρωτήθηκε αν στο πειραιώτικο γαϊτανάκι οι χορευτές φορούν παραδοσιακές φορεσιές, όπως στης Άμφισσας, ή είναι μασκαρεμένοι διάφορους ρόλους, καταπώς παρατηρούσε στο νέο της περιβάλλον. Άκουγε πως στην Πλάκα της Αθήνας, παγιωνόταν έθιμο να συρρέουν πλήθη μασκαράδων, που με προκάλυμμα τη μάσκα πειράζονταν μεταξύ τους, ενώ πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν το μαλλί της γριάς και τα καραμελωμένα αμύγδαλα. Μια ιδέα της καρφώθηκε, να πάρουν με τον Χρήστο τον Ηλεκτρικό και να πάνε ως εκεί βόλτα τα κοριτσάκια τους. Του χρόνου· εφέτος, τελευταία Αποκριά και τέλειωσε το πανηγύρι. Εύκολη ήταν η εξόρμηση ως την Πλάκα, αναρωτιόταν γιατί δεν την είχαν επιχειρήσει, γιατί ποτέ δεν επιχειρούσαν καμιά διαφυγή από τον εγκλεισμό της αυλής. Πλάκα ήταν δα, είκοσι λεπτά με το τρένο, δεν ήταν Πάτρα με τα Μπουρμπούλια. Έτσι ονόμαζαν τον αποκριάτικο χορό, όπου φορώντας μάσκα και το μακρύ ρούχο, ντόμινο, συμμετείχαν οι μεγαλοκυράδες και τους επιτρεπόταν, λέει, να ερωτοτροπούν με ξένους άντρες. " Μη χειρότερα", σκέφτηκε η Μαριάννα, "δεν μπλέκονται σε μπερδέματα;".
-Τις πληροφορίες αντλούσε η Μαριάννα από το ραδιόφωνο, εκείνη τη μαγική συσκευή Fillips που μια μέρα - ορόσημο έφερε σπίτι ο Χρήστος και η ζωή της άλλαξε. Το ραδιόφωνο είχε εμβέλεια κι από αυτό άδραχνε τον σφυγμό του κόσμου ευρύτερα από τον ασφυκτικό της κλοιό. Γύρισε το κουμπί και με μιας γέμισε ο χώρος της από την πνοή της Κυριακής του Καρναβαλιού στην Πλάκα, που ο εκφωνητής αναμετάδιδε γλαφυρά και εύθυμα. Περιέγραφε μια πολυπληθή παρέα νεαρών με κοντοβράκια, περούκες και γυαλιά ηλίου, που παρίσταναν τους τουρίστες και σχολίαζε τις αντιδράσεις του κόσμου, που χλευαστικά τους φώναζαν "αλητοτουρίστες!", "κουρελοτουρίστες!", "χίπις!". Πρώτη φορά άκουγε "χίπις", αλλά συμπέρανε ότι ερμήνευε τη φράση "μακρύ μαλλί, κοντό βρακί και όψη παρδαλή", που επαναλάμβανε ο εκφωνητής. Και συνέχιζε με μιαν άλλη ομάδα, επίσης νεαρών, που κρατούσαν κιθάρες, φορούσαν χρωματιστά πουκάμισα και εκείνα τα νεόφερτα παντελόνια από τραχύ ύφασμα, τζιν. Γκάριζαν ομοθυμαδόν, παράφραζε το τραγούδι τους ο εκφωνητής, στους ρυθμούς του Ροκ εντ ρολ. "Τεντιμπόηδες!", γιουχάιζε το πλήθος, και αυτοί τόσο να λικνίζονται ξέφρενα με τις ευλογίες του αποκριάτικου εθίμου. Καταπιανόταν, λαλίστατος ο εκφωνητής, με χαρτοπόλεμους και καρπαζιές και μεταμφιέσεις εμπνευσμένες από την επικαιρότητα της "νεαρής δεκαετίας του - 60", όπως έλεγε. Που σημαίνει στις αρχές της ακόμη, μετάφρασε αμέσως η Μαριάννα. Ξεστράτισε όμως η σκέψη της από τα δρώμενα της Πλάκας, γιατί με τους ροκάδες τεντιμπόηδες θυμήθηκε τον βαρύμαγκα Βαγγέλη, που κρατούσε το δωματιάκι στο βάθος της αυλής. Στις περσινές Απόκριες μεταμφιέστηκε, ο αθεόφοβος, κάτι ανάμεσα σε χίπις και ροκ μουσικό, ξυπόλητος, με πουκάμισο ανοιχτό και κολιέ στο στήθος. Σατίριζε τις ιδιότητες του δήθεν ρακένδυτου και ξενόφερτα μοντέρνου νέου, που ιδεολογικά αντιστρατευόταν, όμως από υπέρμετρο ζήλο παράπεμπε σε θηλυπρεπή. Εννοείται πως σείστηκε η γειτονιά στα χαχανητά. "Mα, μόρτης Πειραιώτης, μύγα να μη σηκώνει στο σπαθί, και γυναικωτός;", έπνιξε ένα γέλιο η Μαριάννα. "Μη χειρότερα.".
- Στο μεταξύ η ζωντανή αναμετάδοση από την Πλάκα είχε λήξει και το ραδιόφωνο παλλόταν στους ήχους της επιτυχίας, "τα ματόκλαδά σου λάμπουν" με τον νέο τραγουδιστή Μπιθικώτση, ενώ εκείνη τακτοποιούσε τα πλυμένα. Ωστόσο πρόσεξε ότι μεταξύ των τραγουδιών παρεμβάλλονταν ολιγόλεπτοι σχολιασμοί για τα μπαλ μασκέ της υψηλής Αθηναϊκής κοινωνίας στη Μεγάλη Βρετανία και το Κινγκ Τζορτζ, μα και στον Ιππικό Όμιλο και την Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων κι αλλού. "Σήκω χόρεψε κουκλί μου", τραγουδούσε τώρα ο Καζαντζίδης, κι η Μαριάννα λογίστηκε πως ποτέ δεν είχε αντικρίσει άτομο της υψηλής κοινωνίας. Πλησιέστερο αριστοκρατικό πρότυπο ήταν γι' αυτήν η κυρία Φώφη, της οποίας τη μπουγάδα είχε αναλάβει και διεκπεραιώσει. Φίνα γυναίκα και καλός άνθρωπος, σύζυγος ιατρού, όμως υψηλή κοινωνία και να κατοικεί στα Ταμπούρια, άρμοζε; Στο μεταξύ ο εμβόλιμος σχολιασμός εστίασε στα βαρύγδουπα αποκριάτικα πάρτι των επώνυμων, όπως το χθεσινοβραδινό γνωστής οικογένειας, με θέμα "μια βραδιά στο λιμάνι", όπου όλες οι κυρίες ντύθηκαν πόρνες! Μα εχθές ήταν, Σάββατο της Αποκριάς, που μπούκαρε στην αυλή η γειτόνισσα κυρά-Σταθούλα, σιτεμένη στα χρόνια, μα μια χαρά κρατιόταν, με κουνήματα και νάζια. Φορούσε κολλητό κόκκινο φόρεμα, ένα νούμερο μικρότερο του κανονικού, να ζουλιούνται και να διαγράφονται τα μεριά και να πιέζονται προς τα πάνω τα στήθια, κατά τα δύο τρίτα ακάλυπτα από το τεράστιο ντεκολτέ που είχε επιδέξια πετσοκόψει και στο πλάι να φανερώνεται το μπούτι από την ξηλωμένη ραφή. Κατακόκκινα τα χείλη, κάρβουνο περίγυρα στα μάτια και βλέμμα λάγνο, να κουνάει πέρα δώθε ένα χρυσωμένο τσαντάκι από το ένα χέρι κι ένα ομπρελίνο από το άλλο. Απομεσήμερο Σαββάτου κι Απόκρια, όλα τα αρσενικά, εξόν από τον Χρήστο, παρόντα στην αυλή, ξεθάρρεψαν κι έκαναν πως θα τη χούφτωναν. Σκανδαλίστηκε λίγο η Μαριάννα, γιατί έβλεπαν τα παιδιά και γελούσαν, τα άτιμα. Μα η Σταθούλα η γειτόνισσα, ιδιόρρυθμη ήταν, πόρνη δεν ήταν. Με το ομπρελίνο της τους τα έτσουζε τα χεράκια και μαζεύονταν. "Καλά, πού το ήξερε το θέμα, η Σταθούλα και μεταμφιέστηκε όμοια με τις μεγαλοκυράδες;", γελούσε μόνη της η Μαριάννα. "Άκου να δεις, κυρίες πουτάνες! Μη χειρότερα.".
- Εύθυμες φωνές έρχονταν από την αυλή, μα όρεξη δεν είχε για συγχρωτισμό. Τρία χρόνια στα Ταμπούρια του Πειραιά και σπίτι της δεν ένιωσε αυτό το μακρινάρι με αυλή, που συστέγαζε δύο οικογένειες και τον Βαγγέλη, τον εργένη. Δύο δωμάτια ήταν το σπιτικό της στη σειρά, με μια μικροσκοπική κουζίνα, ίσα να μαγειρεύει. Το μεγαλύτερο ήταν μαζί καθιστικό, τραπεζαρία και υπνοδωμάτιο των παιδιών και το συνεχόμενο, η κάμαρη τους με τον Χρήστο, ίσα που χωρούσε το κρεβάτι τους. Οι τουαλέτες στο βάθος της αυλής, δίπλα στο κοινόχρηστο πλυσταριό με τη χτιστή σκάφη, που κατέληγε σε μια κλιμακωτή ξύστρα για το καθάρισμα των επίμονων λεκέδων. Εκεί έπλενε η Μαριάννα και τα δικά τους, μα και τα ρούχα των ξένων, όταν αναλάμβανε μεροκάματα, και μεγάλη ευγένεια των συγκάτοικων που της παραχωρούσαν έξτρα χρόνο χρήσης του πλυσταριού. Εξέλειπε σιγά-σιγά αυτό το είδος της κοινοτικής αυλής, μόνη απόμενε η δική τους, τα άλλα σπίτια στο στενό, παλιότερα ή νεότερα, ήταν της μίας οικογένειας. Περαστικούς θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκεί, όσο να βρει τις άκρες του ο Χρήστος, κι Μαριάννα ονειρευόταν τον ιδιωτικό χώρο ενός σπιτιού, που να στεγάζει αποκλειστικά τους τέσσερις τους. Δεν κάλπαζε σε μεγαλεία, μα μια σάλα, αυτό το στολισμένο και συγυρισμένο δωμάτιο για γιορτές, την πρόσθετε στο όνειρο. "Μη χειρότερα, πάλι βλέπω στον ξύπνιο μου, όνειρα χρωματιστά", προσγειώθηκε.
- Τρία χρόνια φευγάτοι από τη Χάρμαινα των ταμπάκηδων, ήταν. Από οικογένειες βυρσοδεψών, πάππου προς πάππου, κι οι δύο, στα δέκα του εκπαιδεύτηκε ο Χρήστος στην τέχνη. Ήξερε απέξω κι ανακατωτά τα επάλληλα στάδια επεξεργασίας του δέρματος, άλλη για το μπεζ ή ταμπά κι άλλη για τα χρωματιστά. Όμως την περασμένη δεκαετία, το επάγγελμα γνώρισε παρακμή εξαιτίας της ραγδαίας εισόδου των πλαστικών υλών. Οι δικοί τους κατέφυγαν μικροκαλλιεργητές στο χωριό, κι ο Χρήστος δυναμικά κατάγινε με νέα τέχνη. Από δερματάς, έμαθε δερματοποιός, στην τέχνη της κατασκευής δερμάτινων ειδών. Περιορισμένες οι δυνατότητες στην επαρχιακή πόλη, κι έτσι μετανάστευσαν στον Πειραιά. Προσλήφθηκε ο Χρήστος εργάτης σε "Βιοτεχνία σελών, υποδημάτων, τσαντών και ειδών σαγματοποιίας" στο Κερατσίνι. Τίμιος άνθρωπος το αφεντικό και εκτιμούσε τον Χρήστο, γιατί ποιος στραβός δε θέλει το φως του και στην προκειμένη, ποιος εργοδότης δεν επιθυμεί τέτοιο τεχνίτη στη δούλεψή του. Μάλιστα τα Χριστούγεννα, του χάρισε ένα ραδιόφωνο Fillips, "σού' φεξε" είπε στη Μαριάννα φέρνοντάς το, και όντως η γη της φωτίστηκε. Το θέμα είναι πως απαιτούνταν αιματηρές οικονομίες, να ανοίξει τη δική του δουλειά, τώρα που κατάφταναν ορδές τουριστών και ζητούσαν λογής δερμάτινα χειροποίητα στην Πλάκα. Για τούτο ανάλαβε o Χρήστος πρόσθετα μεροκάματα ανειδίκευτου εργάτη στο λιμάνι αυτό το σαββατοκύριακο της Αποκριάς, που λόγω έκτακτης βλάβης ζητούσαν εργατικά χέρια. Για τούτο αναλάμβανε να ξενοπλένει η Μαριάννα. Μια φορά, στην ερειπωμένη Χάρμαινα δεν ξαναγύριζαν, έκλεισε ο κύκλος. Προχθές μιλούσε από το τηλέφωνο του ψιλικατζίδικου με τη μάνα της, που της έλεγε για το στοιχειό της Χάρμαινας και προστάτη των ταμπάκηδων, πως το Σάββατο της Απόκριας αναβιώνει και το ακολουθεί κορυβαντιώντας το πλήθος. "Μη χειρότερα, αγγελοσκιάχτηκε η μάνα;", ανησύχησε, η Μαριάννα.
- "Έλα, έλα έξω", όρμησαν ταυτόχρονα τα δύο κοριτσάκια της και την τράβηξαν να δει τη διπλανή της αυλής, τη Βάσω, που ευτραφής γυναίκα η ίδια, χοροπηδούσε άγαρμπα και παρίστανε με ψεύτικα μουστάκια τον ακόμη ευτραφέστερο άντρα, μέσα σε τεράστιο κοστούμι παραγεμισμένο μαξιλάρια. Όλοι γελούσαν, γελούσε και η Μαριάννα, τι να κάνει, μα πιο πολύ καμάρωνε τις κόρες της. Τη Ζωή, οκτώ ετών και το Μαράκι, έξι, ντυμένες μασκαράδες με στολές που η ίδια τους έραψε. Της το ξεκαθάρισε η μεγάλη της, η Ζωή, πως μασκαράς με παλιατζούρες και τσεμπέρι, δεν ξαναντυνόταν και πως όλες τους οι φίλες στο σχολείο θα έφτιαχναν φορεσιές. Ούτε να το διανοηθεί πως θα υστερούσαν τα παιδιά της, γι' αυτό ανηφόρισε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο ως το εμπορικό υφασμάτων της Σούλας. Της ζήτησε να αγοράσει ρετάλια φόδρες για δύο μακριά παιδικά φουστανάκια, μα όσο κι αν έψαξαν δύο επαρκώς μεγάλα κομμάτια δεν περίσσευαν. "Θα πάρω τέσσερα, διαφορετικών χρωμάτων, και θα τα συνταιριάξω", κατάληξε, κι η Σούλα αρνήθηκε πληρωμή. Ένωσε το πράσινο σμαραγδί με το κίτρινο του ήλιου και το γαλάζιο του ουρανού με το ροζ κουφετί, σε γεωμετρικές απολήξεις και τα σκάρωσε. Μετά αγόρασε από το ψιλικατζίδικο μια κορώνα κι ένα ψηλό κωνικό καπέλο κι έντυσε τη Ζωή βασίλισσα και το Μαράκι πυργοδέσποινα. Έλαμψαν από χαρά τα παιδιά, μα η Ζωίτσα δε της χαρίστηκε το παράπονο για τη διχρωμία, "εγώ το ήθελα όλο πράσινο!". "Βασίλισσα με μονόχρωμο, γίνεται, βρε κουτό; Από δύο χρώματα και πάνω φοράν αυτές", βρήκε να της απαντήσει, μα διάκρινε μιαν αυθάδικη δυσπιστία στα ματάκια της. "Μη χειρότερα, τι θα γίνω με την προπέτισσα;", αναστέναξε.
- Στην κάμαρη της, πήρε πάλι να τακτοποιεί τη μπουγάδα της κυρίας Φώφης, που θα της γύριζε το απόγευμα και όλο καθυστερούσε. Θαύμασε το υπέροχο φόρεμα από ταφτά στου κυπαρισσιού την απόχρωση και το άπλωσε, έτσι ασιδέρωτο, επάνω της. Φουσκωτή η φούστα του μέχρι τη μέση της γάμπας και το στενό κορσάζ με μικρούτσικες ραμμένες πιέτες καμωμένο, απόληγε σε ένα καθόλου βαθύ, μα λίγο πλατύ ντεκολτέ, που άφηνε ακάλυπτο τμήμα των ώμων, όσο να ανοίξουν τα μανίκια σα βεντάλιες. Μια λάμψη διάτρεξε τον νου της, πως θα της πήγαινε, έτσι που μια πινελιά πράσινου στα καστανά της μάτια, τονιζόταν κι ίσως της ταίριαζε και στο σώμα. Πήγε να το διπλώσει και ξάφνου, γύρισε εκείνη η τρέλα της αποκριάς, τρία χρόνια τώρα τη βασάνιζε τέτοιες μέρες, να ντυνόταν κι αυτή μια φορά έναν άλλο εαυτό. Όμως δεν ήθελε οποιονδήποτε ρόλο, καθορισμένη ήταν η σφοδρή της επιθυμία να ντυθεί "όμορφη κυρά". Σημασία είχε να ντυθεί "όμορφη" και "κυρά", όχι "σαν όμορφη". Απλό θα ήταν να κοτσάρει ό,τι φανταχτερό και να σειέται "σαν όμορφη", μα το αποτέλεσμα θα ήταν παρόμοιο με της γειτόνισσας Σταθούλας. Στον εσωτερικό καθρέφτη της ντουλάπας που κοιταζόταν, είδε το πρόσωπό της να πλαισιώνεται από αφράτα μαύρα μπουκλάκια. Σαββατόβραδο εχθές, κι είχε η οικογένεια λουστεί και νιφτεί, ένας - ένας στο κουζινάκι με το κατσαρόλι από το βρασμένο νερό της χύτρας, μέσα στη φορητή σκάφη. Καλό ξεκίνημα, για "όμορφη", να είναι λουσμένη και άρχισε πυρετωδώς να σχεδιάζει τα υπόλοιπα. Ξέθαψε το σακουλάκι με τα λιγοστά κοσμήματα των αρραβώνων, διαλέγοντας τα πιο κομψά και βέβαια άνοιξε το κόκκινο κουτί, που φύλαγε κάτω από το κρεβάτι. Είχε μέσα τα ομορφότερα και πιο στιλπνά λουστρίνια γοβάκια, από τον Χρήστο φτιαγμένα, δώρο του, πριν φύγουν από τη Χάρμαινα. Τις μετρημένες φορές που τα φόρεσε, περπατούσε ακροποδητί, σα να βάδιζε πάνω σε πορσελάνες. Τώρα θα έστεκε στέρεα, μεταμφιεσμένη σε "όμορφη κυρά" κι ίσως κατόρθωνε να δει αυτό που της είχε περισσότερο λείψει, να χαμογελούν τα μάτια του Χρήστου. Γελούσε ο Χρήστος, μα τα μάτια του παρέμεναν σκυθρωπά και ίσως, αν την αντίκριζαν "όμορφη", να έσκαγαν το χαμόγελο. Τρελή από βιασύνη να προλάβει την επιστροφή του, έβαλε να ζεστάνει καρβουνάκια για το σίδερο και κάπως θα δικαιολογούσε το σιδέρωμα στην κυρία Φώφη. Κι ένα κατσαρόλι νερό έβαλε να βράζει, να νιφτεί πάλι, ξένο φόρεμα θα φορούσε. Μα εκεί που δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα χέρια της στον πυρετό των ετοιμασιών, με την καρδιά φουσκωμένη στην προσμονή, πάγωσε. Είδε τα χέρια της. Και είδε χέρια πλύστρας. Έκανε να ψελλίσει την προσφιλή της αποστροφή "μη χειρότερα", που με αυτήν εξόρκιζε κάθε απρόσμενο συναίσθημα, όμως κατάληξε σε ένα φωναχτό "αδύνατον!".
- Έμεινε αποσβολωμένη κάμποση ώρα, το νερό να βράζει στο πετρογκάζ και τα καρβουνάκια να καίνε στην πυροστιά, ώσπου άναψε στον νου της φως και σκέφτηκε τα γάντια. Θα φορούσε γάντια. Μόνο που δεν είχε. Δεν είχε ούτε διάθεση να τα ζητά στη γύρα, της χαλούσε τη μαγεία της "όμορφης" και "κυράς". Με μιας έσβησε όλα τα αναμμένα, φόρεσε παλιοπάπουτσα, έβαλε βιαστικά στην τσάντα της χρήματα και με το παλτό πάνω από τη ρόμπα πετάχτηκε έξω. "Μια στιγμή, επιστρέφω", πέταξε στα κορίτσια και βάλθηκε να τρέχει στον δρόμο. Το εμπορικό με τα όμορφα γάντια ήταν κάμποση απόσταση από το σπίτι, σχεδόν στην Αγιά Σοφιά, τη γειτονική συνοικία, και θα το προλάβαινε ανοιχτό; Μια παλαβή που έτρεχε στους δρόμους έγινε και επιπλέον θα ξόδευε από τις οικονομίες της, μα δεν την ένοιαζε. Ήθελε τα γάντια. Μάλλον από τύχη δεν είχε κλείσει το κατάστημα και την κοιτούσαν περίεργα, μα η Μαριάννα αγόρασε για τον εαυτό της τα ομορφότερα γάντια από μαύρη δαντέλα και πάλι πήρε να τρέχει επαναλαμβάνοντας "μη χειρότερα", για να παίρνει κουράγιο.
- Αφού ντύθηκε με κάθε σχεδιασμένη λεπτομέρεια, τόλμησε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Μηχανικά έβαψε τα χείλη, κραγιόν είχε, και πρόσθεσε λίγο στα μάγουλα. Θαύμασε το φρεσκοσιδερωμένο φόρεμα, τα λουστρίνια και τα γάντια της, μα σαν αποκομμένα από την ίδια. Άραγε ντύθηκε "όμορφη" ή "σαν όμορφη", αγωνιούσε, καθώς άνοιγε την πόρτα κι έβγαινε στον πρώιμα ζεστό ήλιο του Μάρτη. "Μάνα, είσαι πανέμορφη!", φώναξε το Μαράκι κι η Ζωή χαμογελούσε θαμπωμένη. Όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο κι ο Βαγγέλης ο εργένης της πέταξε το κομπλιμέντο "όπα κυρά Μαριάννα, κούκλα είσαι, να σε χαίρεται ο Χρήστος!". Μα εκείνη κοιτούσε προς την εξώπορτα και μετρούσε τα λεπτά. Tον είδε στο άνοιγμα της και μετά να βαδίζει λίγο κυρτός και για κλάσματα δευτερολέπτου μάλλον να μην την αναγνωρίζει. Έπειτα να στυλώνει αδιευκρίνιστο βλέμμα πάνω της και σταθερά να προχωρεί φωνάζοντας "χρόνια πολλά σε όλους", σιγά μην έδινε δικαίωμα. Τέλος να την προσπερνά, ζητώντας της ψιθυριστά να μπει στο σπίτι. Σα ρομπότ τον ακολούθησε, με το μυαλό σε παύση κι ανημποριά να αρθρώσει φράσεις εξορκισμού.
- "Είμαι κουρασμένος" της είπε, κι εκείνη ευχόταν με ένα μαγικό ραβδάκι να μίκραινε και να μίκραινε, ώσπου να γίνει κόκκος και να εξαφανιστεί, μαζί με τις ονειροφαντασιές της. Έκανε ένα βήμα προς την κάμαρη να ξεντυθεί και τότε το είδε. Ένα πλατύ φωτεινό χαμόγελο παιχνίδιζε στα μάτια του. Τον άκουσε να λέει σιγανά "πώς σου πάνε!" κι αμέσως πιο δυνατά "μα να βάλεις ξένο φόρεμα, τρελή;".
- Γλυκόλαλα πουλιά τιτίβιζαν στα αφτιά της κι άστρα τη φώτιζαν, όσο άλλαζε και ξαναφορούσε τη ρόμπα με την ξεθωριασμένη γυαλάδα και τις παντόφλες. Μπήκε στο κουζινάκι, να του ετοιμάσει το φαγητό κι είδε τον ήλιο να τρυπώνει στη ζωή της. Κι όσο ο ήλιος έλαμπε, φανερωνόταν στον ορίζοντα ένα σπίτι δικό της, δίχως συνένοικους, με σάλα.
ν.σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου