Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ΝΑΝΣΥ ΔΑΝΕΛΗ "Ο χιονάνθρωπος."


΄Εξω χιόνιζε. Χάζευε τις νιφάδες να πέφτουν.Νύχτωσε κι αυτή εκεί κολλημένη στο τζάμι. Βαθιά μεσάνυχτα, βαθιά σιωπή.. Δεν θα γύριζε, η καρδιά του είχε παγώσει. Το ήξερε.
Κι όμως περίμενε.
Τα χαράματα το’ χε στρώσει. Μια άσπρη αγκαλιά τα’ χε τυλίξει όλα. Τα λουλούδια είχαν ντυθεί με κατάλευκες τούφες. Τα δέντρα έμοιαζαν φαντάσματα που χόρευαν στον τρελό ρυθμό του αέρα. Μέσα στην απέραντη λευκή ομορφιά πάγωνε από θλίψη. Πάγωνε από λευκότητα, τ’ άσπρα μαλλιά που έρχονταν, κάλπαζαν σαν άσπρα άλογα απειλητικά πάνω της.
Βγήκε στην αυλή. ΄Εφτιαξε έναν χιονάνθρωπο. Όπως τον πήρε αγκαλιά, της πάγωσε το στήθος κι ένιωσε μια παράξενη τρυφερότητα για το εύθραυστο δημιούργημά της. Τον τύλιξε στο λαιμό μ΄ ένα κασκόλ. Τον κοίταζε λυπημένη.
Στα μάτια του γυάλιζαν δάκρυα. Δυο μεγάλα κουμπιά δακρυσμένα..
Θα του έδινε λίγη ζωή απ΄τη ζωή της, λίγο αίμα της θα κύλαγε πάνω στο παγωμένο πλάσμα. Λίγη ψυχή απ΄την παγωμένη ψυχή της.
Πήρε ένα ξυραφάκι. Τον έβαψε κόκκινο. Για λίγο όλα έμοιαζαν κόκκινα, τα χέρια της, ο χιονάνθρωπός της, ο ήλιος κόκκινος σαν να βασίλευε. Μετά έσβησε ο ήλιος, ο χιονάνθρωπος έλιωνε μέσα στα ματωμένα χέρια, τα μάτια της έσβηναν μέσα στη λευκή ερημιά.
΄Ανοιξε τα μάτια της σ΄ ένα ωχρό δωμάτιο. Σαν να ΄χε κοιμηθεί χρόνια.
Θυμήθηκε το χιονάνθρωπό της. Το καημένο το πλασματάκι είχε ζήσει τόσο λίγο. Μικρή που είναι η ζωή. Λιώνει σαν χιόνι στης λύπης τη φωτιά..
Απροσδόκητα άκουσε ένα γλυκό κελάηδημα πουλιών.
Ο χειμώνας τέλειωνε..







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου