Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΞΥΛΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Τα κείμενα πλαισιώνονται με   ξυλόγλυπτα του Σπύρου Ντασιώτη 


Το πάρκο των Ψυχών - Σπύρος Ντασιώτης 

Μανόλης Αναγνωστάκης - Ο ουρανός

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.
Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
Δεν περνούν απο δώ ξυλοκόποι.



 “Το μ ά τ ι της ψ υ χ ή ς” στο πάρκο των ψυχών......!


Οδυσσέας Ελύτης 

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει



 “Ο Σκεπτόμενος” στο “πάρκο των ψυχών”

Δημήτρης Ιωάννου - Ξύλα για τα Κάλαντα

Οι μισές μέρες του Δεκέμβρη έτσι περνάν για μας τα παιδιά: Το πρωί σχολείο και το απόγευμα για κέντρες Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο. Σχολείο πηγαίναμε σχεδόν αδιάβαστοι, βιβλία δεν ανοίγαμε στο σπίτι καθόλου και το μαύρο σιδερένιο χαράκι του δάσκαλου τελικά μόνο στις παλάμες μας έκαμνε χρήση και ποτέ στον πίνακα.
Πλησιάζουν οι μέρες για τα Κάλαντα και ο Δημητρός παίρνει την απόφαση να γυρίσουμε στη γειτονιά να μάσουμε τα ξύλα, τα ξύλα για τα κάλαντα.
-Το ξύλο κρατάει τη φωτιά, έλεγε, η κέντρα γρήγορα καίγεται…
Φέρνει λοιπόν ο Δημητρός τον γαϊδαράκο τους, τον στολισμένο με χάντρες και πετσιά, γύφτικα χαϊμαλιά και γυρνάμε από πόρτα σε πόρτα φωνάζοντας όλη η παρέα δυνατά και ρυθμικά:
-Ξύλα για τα κάλαντα! Ξύλα για τα κάλαντα!
Στην διπλανή γειτονιά, την Τρπκόφτσκα μάλα φωνάζουμε:
-Ντ’ ρβα ζα κόλεντα, ντ’ ρβα ζα κόλεντα!!
-Βγαίνει η Μπάμπο, η αφέντρα του σπιτιού τα χρόνια εκείνα, για τις μέρες όμως μόνο αυτές, του δωδεκαήμερου, βγαίνει η Μπάμπο και μας δείχνει ποια ξύλα να πάρουμε.
Κάθε σπίτι είχε ξεχωρίσει τα ξύλα που θα έδινε για τη φωτιά. Ξύλα συνήθως που δεν σχίζονταν, ξύλα ροζιασμένα, ξύλα στραβά, μπαίνουν σε μια άκρη της αυλής για τη Φωτιά.
Ο Δημήτρης με το γάιδαρό του περίμενε έξω στην πόρτα, στις αυλές δεν έμπαινε φοβόταν τα σκυλιά. Το ίδιο και ο υπασπιστής του ο Πάπας, πάντα μαζί με το Δημητρό, έτρωγε συνέχεια τα νύχια του και κλωτσούσε τις πέτρες που συναντούσε στο δρόμο και με το ένα χέρι κρατούσε τα φορτωμένα ξύλα, μη και γύρει το σαμάρι, καθώς ο γάιδαρος έσκυβε και μύριζε όσες σβουνιές άλλου γαϊδάρου έβρισκε μπροστά του ή καθώς προσπαθούσε να διώξει τις αλογόμυγες από την κοιλιά του και κάτω από τα πισινά του πόδια.
Μερικοί τσιγγούνηδες από άλλες γειτονιές δεν μας έδιναν ξύλα με τη δικαιολογία ότι δεν θα έρθουν στη δική μας Φωτιά…
Ιωάννου Δημήτρης, «Ξύλα για τα κάλαντα», Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 18


 "Η ΙΚΕΣΙΑ"

Κωνσταντίνος Καβάφης - Να μείνει

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.

Ο "Σταυρός του Μαρτυρίου"......... στο "πάρκο των ψυχών"

Τάσος Λειβαδίτης 

Eίμαι, λοιπόν, ξεγραμμένος
σαν το θαύμα που κάνει ακόμα πιό αβέβαιη τη ζωή...
...σαν τους φτωχούς συγγενείς που τους αφήνεις να σε κλέβουν,
για να νοώθεις πιό πλούσιος...
...αφού όλα όσα ζούμε απλώς περνούν
και μόνο αργότερα θα γίνουν μέσα μας.
...αφού η ομορφιά είναι το πιό συλλογισμένο απ' τα πένθη μας...
...κι ο οίκτος έχει ξύλινο πόδι κι ακούγεται...
...κι ο Bλαδίμηρος Iλιτς έκανε τον πεθαμένο για να μη συναντήσει το βλέμμα μου...

O ΔIABOΛOΣ ME TO KHPOΠHΓIO 1975


Το "αυτί"

Νικολάι Λεσκόφ-Αφήγημα για τον θεάρεστο ξυλοκόπο 

μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

Μια φορά, τα πολύ παλιά χρόνια στα μέρη της Κύπρου υπήρξε μια τρομερή και παρατεταμένη ξηρασία. Όλα τα φρούτα και τα δημητριακά της πεδιάδας καταστράφηκαν και οι άνθρωποι, βλέποντας την αναπόφευκτη δυστυχία από τον απειλητικό λιμό που πλησίαζε, έπεσαν σε βαριά μελαγχολία. Όλοι προσεύχονταν και παρακαλούσαν για βροχή, αλλά βροχή δεν έπεφτε.

Κεφαλή του τοπικού κλήρου εκείνη την εποχή ήταν ένας επίσκοπος, ένας άνθρωπος, ας υποθέσουμε, πολύ ευγενικός, συμπαθητικός και ειλικρινής. Πήρε τη θλίψη του λαού μέσα στην καρδιά του και προσευχόταν θερμά να στείλει ο Θεός βροχή στη γη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά βροχή δεν έπεφτε.

Ο πυρακτωμένος ουρανός είχε μείνει χωρίς σύννεφα και ο ήλιος έκαιγε ανελέητα ό,τι είχε απομείνει στην άτυχη γη.

O κόσμος ήταν τρομοκρατημένος, σχεδόν σε απόγνωση. Πού αλλού να ζητήσει τη σωτηρία; Τι άλλο να ελπίζει και τι να περιμένει, όταν η προσευχή του επισκόπου δεν βοηθούσε; Ποιος άλλος θα μπορούσε να προσευχηθεί καλύτερα από έναν επίσκοπο και ποιανού η προσευχή θα μπορούσε να φτάσει στον Θεό; Άραγε, δεν είναι ο επίσκοπος το πρώτο πρόσωπο ολόκληρου του κλήρου και μήπως εκτός από αυτόν υπάρχει και κάποιος άλλος που θα ήξερε πώς είναι καλύτερα να ικετεύει τον Θεό, για να δώσει στους ανθρώπους αυτό που Του ζητούν;

Τότε ο επίσκοπος άκουσε «μια φωνή από τον ουρανό»: «Πήγαινε μετά τον όρθρο στην πύλη της πόλης και σταμάτησε τον πρώτο άνθρωπο που θα πλησιάσει, και ας προσευχηθεί, και τότε θα βρέξει».

Ο επίσκοπος είπε στους ανθρώπους αυτό που άκουσε «από τον ουρανό» και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν όλοι μαζί νωρίς την επόμενη το πρωί στην εκκλησία, και από εκεί να πάνε στην πύλη για να δουν αυτόν που θα έλθει για να κάνει όσα διέταξε η φωνή που ήλθε από τον ουρανό.

Την επόμενη, ο επίσκοπος, αφού λειτούργησε νωρίς το πρωί, πήγε με όλον του τον κλήρο στην πύλη της πόλης. Εννοείται ότι μαζί του πήγαν και όλοι οι άνθρωποι που περίμεναν ένα ευεργετικό θαύμα για την κουρασμένη και διψασμένη γη τους. Και έτσι, όλο αυτό το μεγάλο πλήθος βγήκε από την πύλη της πόλης και έμεινε εκεί περιμένοντας τον εκλεκτό, τον οποίον ο ίδιος ο Θεός θα επιλέξει σαν τον καλύτερο ικέτη.

Οι άνθρωποι άνοιξαν στο κέντρο του δρόμου μια πτυσσόμενη καρέκλα για να καθίσει ο επίσκοπος, ενώ ο κλήρος και οι ενορίτες που στεκόντουσαν γύρω του άρχισαν να κοιτάζουν μακριά: Ποιον θα τους έστελνε ο Κύριος; Όλοι επιθυμούσαν ανυπόμονα να δουν τον άνθρωπο που θα προσευχηθεί για χάρη τους, για να εισακουστεί η προσευχή του και να έλθει η βροχή.

Και έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, έπειτα από μια εξαντλητική αναμονή κάτι άρχισε να φαίνεται από μακριά στα καμένα χωράφια...

Στην αρχή, ήταν αδύνατο να καταλάβεις: ήταν πεζός αυτός ο άνθρωπος ή ήταν καβάλα σε γαϊδουράκι... Η απόσταση ήταν μακρινή και η λάμψη από την κάψα έκανε τα μάτια να τρεμοπαίζουν... Αλλά να που το πλάσμα πλησιάζει και γίνεται καθαρότερο. Τώρα φαίνεται ότι είναι ένας απλός πεζός και, επιπλέον, γέρος, εξαντλημένος, που μόλις σέρνει τα πόδια του, καμπουριασμένος εντελώς κάτω μια μεγάλη και πολύ βαριά ζαλιά ξερόκλαδα...

Μπορεί στ’ αλήθεια να είναι αυτός ο ικέτης, του οποίου η προσευχή θα ανέβει στον Θεό καλύτερα από την προσευχή ενός ολόκληρου κλήρου και μάλιστα του ίδιου του επισκόπου;

Ο επίσκοπος και όλοι οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο και σήκωναν με αμηχανία τους ώμους. Απίστευτο – ο άνδρας που περπατούσε, μόλις και μετά βίας, φορτωμένος με τα ξερόκλαδα να είναι ο καλύτερος από όλους για ν’ απευθυνθεί με την προσευχή του στον Θεό γι’ αυτή τη γενική καταστροφή; Όμως, καθώς κανένας άλλος εκτός από αυτόν τον γέρο δεν εμφανιζόταν, δεν υπήρχε κανένας άλλος για να επιλέξει, και έτσι ο επίσκοπος αποφάσισε να σταματήσει τον ξυλοκόπο και να του ζητήσει να απευθύνει την προσευχή του στον Θεό, αυτή που οι κληρικοί και ο επίσκοπος του έστελναν ανεπιτυχώς.

Ο γέρος, βογκώντας και παραπατώντας, πλησίαζε σιγά σιγά στην πύλη της πόλης όσο του επέτρεπαν η τόση κάψα και η κούραση, και έκπληκτος αναρωτιόταν για ποιο γεγονός και για ποιον σκοπό είχε συγκεντρωθεί στην πύλη ένα τόσο ασυνήθιστο πλήθος και γιατί καθόταν μπροστά του στην καρέκλα ο ίδιος ο Κύπριος επίσκοπος;

Ο γέρος, φυσικά, ταλαιπωρημένος από το βαρύ φορτίο, δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι όλη αυτή η μεγάλη σύναξη των ανθρώπων με τον επίσκοπο είχε γίνει για να υποδεχτούν, ακριβώς, αυτόν τον καμπουριασμένο φτωχό και να ζητήσουν τις προσευχές του για τον τόπο.

Ο γέρος πλησιάζει ακόμα περισσότερο και βλέπει ότι όλοι τον κοιτάζουν και αυτός ο ίδιος ο επίσκοπος σηκώνεται από τη θέση του, όρθιος μπροστά σε αυτόν τον απλό φτωχό εργάτη και τον προσκυνάει.

Ο γέρος αναστατώθηκε, πέταξε στα γρήγορα από την πλάτη του το δεμάτι με τα ξερόκλαδα και είπε: «Συγχώρα με, πατέρα!» και ζήτησε από τον επίσκοπο την ευλογία του.

Αλλά ο επίσκοπος τον προσκύνησε ξανά και του είπε: «Πατέρα, για τ’ όνομα του Θεού, προσευχήσου για μας, να στείλει ο Κύριος το έλεός Του, να βρέξει σήμερα στη γη».

Ο γέρος έμεινε κατάπληκτος με αυτό που άκουσε. Ήταν δυνατόν να ζητάει ο επίσκοπος από αυτόν τον αγράμματο απλό άνθρωπο να προσευχηθεί; Και απάντησε: «Είμαι ανάξιος, πατέρα, να βγουν μπροστά σου λόγια προσευχής από το στόμα μου. Είναι πιο ευπρεπές, πατέρα, να προσευχηθείς εσύ γι’ αυτή τη γενική καταστροφή, να προσευχηθείς εσύ, εγώ δεν τολμάω».

Τότε άρχισαν να λένε στον γέρο ότι ο επίσκοπος είχε ήδη προσευχηθεί, αλλά ο Θεός δεν άκουσε τις ικεσίες του και δεν έριξε βροχή στη γη. «Τώρα», του λένε, «σου έδωσε μια εντολή ο επίσκοπος που δεν μπορείς να την αρνηθείς και θα πρέπει να αρχίσεις αμέσως την προσευχή».

Ο γέρος ξυλοκόπος εξακολουθούσε να διστάζει και, για να ξεπεράσει τη συστολή του, τον «ανάγκασαν» να γονατίσει πάνω στο δεμάτι και να προσευχηθεί.

Ο γέρος δεν το συζήτησε άλλο, πώς άλλωστε θα μπορούσε, και άρχισε να προσεύχεται, ενώ εκείνη τη στιγμή ο ουρανός δρόσισε και άρχισε η ευλογημένη η βροχή...

Και όλοι τους δεν ήξεραν πώς να χαρούν αρκετά από αυτή την ευλογία και δεν ήξεραν πώς να ευχαριστήσουν και να δοξάσουν τον Θεό γι’ αυτόν τον αρεστό σε εκείνον ικέτη, τον οποίο η «φωνή από τον ουρανό» είχε υποδείξει ως τον καλύτερο ικέτη.

Και μόλις η πολυαναμενόμενη βροχή πότισε άφθονα και γέμισε με το νερό τη διψασμένη γη και όλα τα χωράφια και οι κήποι αναζωογονήθηκαν, χάρηκαν και οι καρδιές των ανθρώπων και άρχισαν να έχουν δροσερές κουβέντες με τους δικούς τους. Τότε ήρθε η ώρα να μιλήσει και ο επίσκοπος με τον ξυλοκόπο, επειδή ήθελε να ανακαλύψει: τι ζωή κάνει αυτός ο άνθρωπος, από τον οποίο ο Θεός είναι τόσο ευχαριστημένος, τόσο ικανοποιημένος;

Ο επίσκοπος τότε τον ρώτησε ευθέως γι’ αυτό, αλλά ο γέρος δεν είχε να του πει κάτι αξιοθαύμαστο για τον εαυτό του, και φάνηκε στον επίσκοπο σαν κάτι να του έκρυβε.

«Δείξε μου την αγάπη σου, πατέρα», άρχισε να τον ικετεύει ο επίσκοπος. «Δεν το κάνω από περιέργεια, αλλά σε παρακαλώ προς όφελος των πολλών: ανοίξου μας, με ποιον τρόπο έχεις ευχαριστήσει τον Θεό, ώστε να ακούει περισσότερο από όλους τη δικιά σου προσευχή και να δίνει το αιτούμενο με την προσευχή σου».

Και ο γέρος απαντάει: «Μα το Θεό δεν το ξέρω, πατέρα».

«Λοιπόν, τότε να μας πεις πώς ζεις και θα ζηλέψουμε όλοι μας για να γίνουμε σαν κι εσένα, έτσι ώστε και οι δικές μας προσευχές να πηγαίνουν κατευθείαν στον Θεό. Μην κρύψεις τίποτε, να μας τα πεις όλα αμέσως!»

Τότε ο γέρος είπε στον επίσκοπο: «Πίστεψέ με, κύριε, θα σας τα έλεγα όλα με ευχαρίστηση, αλλά γι’ αυτό το θέμα πραγματικά δεν έχω τίποτε να σας πω. Είμαι ο πιο συνηθισμένος αμαρτωλός και περνάω τη ζωή μου με καθημερινή ρουτίνα και έγνοιες. Μου έπεσε τέτοιο μερίδιο στη ζωή που ούτε να σκεφτώ δεν προλαβαίνω για ευσεβείς πράξεις, επειδή ποτέ στη ζωή μου μέχρι τα γεράματα δεν είχα περισσέματα και τώρα είμαι αδύναμος και ασθενικός, δεν έχω ούτε ανάπαυση ούτε ηρεμία».

«Και πώς περνάει η ζωή σου;»

«Να λοιπόν πώς περνάει: ξυπνάω νωρίς το πρωί, φεύγω από την πόλη και πηγαίνω με το τσεκούρι στο δάσος. Εκεί θα κόψω ένα καλό πεσμένο ξερό δέντρο, που επιτρέπεται στον καθένα να το μαζέψει, και το κουβαλάω ζαλιά στην πόλη, όπως είδατε όλοι σήμερα όταν με συναντήσατε στην πύλη της».

«Και λοιπόν, παρακάτω;»

«Πουλάω στην πόλη τα ξερόκλαδα για καύσιμα και με τα λεφτά που κερδίζω από τα ξύλα, αγοράζω ψωμί και τρώω».

«Και δεν έχεις καμιά άλλη απασχόληση;»

«Δεν έχω, πατέρα».

«Και πού είναι το σπίτι σου;»

«Δεν έχω κανένα σπίτι και ποτέ δεν είχα. Και όταν κουράζομαι και πρέπει να ξαποστάσω ή να διανυκτερεύσω, χώνομαι κάτω από το πάτωμα της εκκλησίας, κουλουριάζομαι και κοιμάμαι».

Πριν από πολύ καιρό, καθώς και εκείνη την εποχή, οι εκκλησίες ήταν μικρές, ξύλινες και τις έχτιζαν υπερυψωμένες πάνω σε «κολόνες» ή, πιο απλά, σε στύλους και κάτω από αυτές τις μικρές εκκλησίες μπορούσαν να κουλουριαστούν και να προστατευτούν από το κρύο και τη βροχή. Τέτοιες εκκλησίες υπήρχαν και στη Ρωσία, και ακόμη και αυτή τη στιγμή υπάρχουν κάπου σε φτωχές περιοχές του βορρά. Κάτω από το πάτωμα ξεκουράζονται πρόβατα, μοσχάρια και φτωχοί.

«Λοιπόν, όταν κάνει κρύο ή έρχεται κακός καιρός και δεν μπορείς να μαζέψεις ξύλα», τον ρώτησε ο επίσκοπος, «τι κάνεις;».

«Τότε εγώ, μια μέρα ή και δυο, μένω κάτω από το πάτωμα της εκκλησίας».

«Και τι τρως τότε;»

«Γιατί, δούλεψες για να φας;[1] Και τότε πεινάω μέχρι που να μου δώσει πάλι ο Κύριος καλό καιρό, και όταν ο καιρός καλυτερέψει, ευχαριστώ τον Κύριο, σηκώνομαι και πηγαίνω πάλι για ξερόκλαδα. Αυτή είναι η ζωή μου».

Όσον αφορά αυτή την απλή διήγηση, η Έξοδος λέει: το όφελος που είχε ο επίσκοπος και ο κλήρος του δεν ήταν λίγο. Έτσι, αυτός και όλοι οι άλλοι δόξασαν τον Θεό για την πράξη του γέροντα και του είπανε: αληθώς έχεις εκπληρώσει τη Γραφή που αναφέρει ότι: «Κατοίκησα ως ξένος σε ξένη γη».[2]

Ο επίσκοπος πήρε αυτόν τον συλλέκτη των ξερόκλαδων στο σπίτι του, «τον τάισε και του χάρισε ηρεμία μέχρι να παρουσιαστεί στον Θεό».[3]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αποστόλου Παύλου, 2η επιστολή «Προς Θεσσαλονικείς» 3, 10: «ότι αν κάποιος δε θέλει να εργάζεται, μήτε να τρώει».
[2] Έξοδος 2.22.
[3] Λευιτικόν 19.33: «Αν κάποιος ξένος έρθει να μείνει μαζί σας στη χώρα σας, μην τον εκμεταλλευτείτε. Να του φέρεστε όπως σ’ έναν συμπατριώτη σας· να τον αγαπάτε σαν τον εαυτό σας, γιατί κι εσείς ξένοι ήσασταν στην Αίγυπτο. Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας».

Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν...

Μαρία Λυρατζή -Η ξύλινη κούκλα

Απόσπασμα 

Το όνομά μου είναι Ζωή κι έχω μια δίδυμη
αδερφή, τη Χαρά. Πηγαίνουμε στη δευτέρα
δημοτικού και αγαπάμε πολύ η μία την άλλη.

Μια Κυριακή πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς
Ζωής. Είναι η μαμά του μπαμπά μου κι εγώ
έχω το όνομά της.

- Σήμερα θα ανεβούμε στη σοφίτα, είπε η γιαγιά
κάποια στιγμή. Θα σας αρέσει πολύ.

Στη σοφίτα υπήρχαν μερικά παλιά μπαούλα, ένα
κρεβάτι με ουρανό και διάφορα μικροπράγματα
κρεμασμένα στους τοίχους.

Η γιαγιά άνοιξε ένα μπαούλο και έβγαλε δυο
κούκλες, που φορούσαν δαντελωτά φουστανάκια
και καπελάκια. Η αδερφή μου και εγώ ενθουσιαστήκαμε.

- Κι αυτή, γιαγιά, τι είναι; ρώτησα πιάνοντας
μια ξύλινη κούκλα, που της έλειπε ένα μέρος
από το δεξί της χέρι.
Η γιαγιά την πήρε και την κοίταξε με αγάπη.

- Τη λένε Χαρά, είπε και δάκρυσε.

Η γιαγιά, που της αρέσει να λέει ιστορίες,
άρχισε τη διήγησή της.

- Έτσι έλεγαν τη δίδυμη αδερφή μου.
Την έχασα πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Ζούσαμε κάποτε στη Σάμο, σε ένα πολύ όμορφο
σπίτι. Η μαμά έφτιαχνε δαντελωτά φουστάνια
για τις κούκλες μας και ο μπαμπάς ξύλινα παιχνίδια.

Η γιαγιά έβγαλε από ένα μπαούλο ένα χρωματιστό ξύλινο
τρενάκι και δύο σβούρες.

- Ο μπαμπάς μου τα έφτιαξε, είπε κοιτώντας τα με αγάπη.

Κάποτε έφτιαξε δυο κούκλες από ξύλο,
που στη μέση ήταν ενωμένες με ένα σταυρό.

«Για να μη χωρίσετε ποτέ!» μας είπε.
Έγιναν αμέσως το αγαπημένο μας παιχνίδι.

"το παράθυρο της ελπίδας"

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Αλλά τι σκάλα είναι αυτή με τα σκαλιά της τόσο στο ύψος αλλά και στο πλάτος τους διαφέρανε ανεβαίνοντας από το ένα στο άλλο ώστε πολλές φορές κινδύνεψα να τσακιστώ επειδή σκαρφάλωμα σε απόκρημνο γκρεμό έμοιαζε περισσότερο αυτό παρά με ανέβασμα -κυρίως γιατί το πλάτος των σκαλιών ήταν πολύ μικρό ώστε πλαγίως μόνο και αν- χωρούσανε τα πέλματά μου αλλιώς -αν έκανα ότι ανεβαίνω εγώ κανονικά θα τσακιζόμουν προς τα πίσω- χώρια η κουπαστή με σάπια όλα τα ξύλα της δεν άντεχε να με κρατήσει αν στηριχτώ και απαίσια έτριζε σε κάθε μου άγγιγμα.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Πήρε φως, Κέδρος, 1998

 Η "Παράκληση" Στο "Πάρκο των Ψυχών"...

Τάκης Παπατσώνης - Περί τοῦ ξύλου

Ψυχή μου, εὐλόγα σήμερα πρωί, ὅλη τὴ μέρα
καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα νύχτα ὅλη, τὸ σωτήριο τοῦτο Ξύλο.
Πηγάζει ἀπ' τὰ σκοταδερὰ ἔγκατα τῶν δασῶν.
Ἐκεῖ εἶναι ἡ βασιλεία του, στολισμένο μὲ φύλλα θροοῦντα.
Ἐκεῖ ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς δροσιές τῆς Νύχτας, μὲ τὰ θάμπη
τῶν Ἡμερῶν. Ἐκεῖ τοῦ περιπλέχουνται οἱ κισσοί καὶ οἱ ἄλλες περιπλοκάδες,
γεννῶντας τὴν ἰδέα τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης.
Σπάνιο εἶναι νὰ τ' ἀφήσουν νὰ γεράσῃ, νὰ τὴ ζήσῃ
τὴν αἰώνια ζωή, καὶ σπάνιο εἶναι κεραυνός νὰ τὄβρῃ,
μήνυμα ἐπουράνιο, ἕνωση οὐρανοῦ καὶ γῆς μὲ λάμψη ἀκαριαία
καὶ θάνατος στὸ δάσος, ὅπως πρέπει.
Ψυχή μου, εὐλόγα καὶ τὴν ὥραν,
ὁπότε ξεκινᾶνε μὲ τὰ πελέκια μιὰν αὐγή, ἄκαρδο, δουλευτικό
σμῆνος οἱ ὑλοτόμοι. Γουρμάζει τότες ἡ γραμμένη
σιωπηλή στιγμὴ τῆς θυσίας. Μὲ τὰ πολλά καταπέφτει
τὸ θειότατο ξύλο. Τοῦ ἀποξεραίνουνται οἱ χυμοί.
Ξερὸ ἀπομένει∙ καὶ ὅμως ξερό, δέν ἔρχεται ὁλότελα
νὰ τὸ ξενώσῃ ἡ ξεραΐλα ἀπὸ τὶς φυσικές του ἐπιρροές.
Τὸ διαβιβρώσκει ἡ ὑγρασία ἢ τὸ φουσκώνει. Τοῦ ἀνοίγει
ὁ χρόνος τὶς ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Ἔχτὸς ἂν τὸ προορίζουνε
γιὰ τὶς φωτιές, ὁπότε πάλι τρίζει, τρίζει, καὶ ἀφοῦ ἀναλάμψει,
τέφρα γίνεται, καθὼς ὅλα. Εἶπα ὅμως σήμερα τῆς ψυχῆς μου
νὰ γράψῃ γιὰ τὸ Ξύλο ἐκεῖνο τὸ προορισμένο ἀπὸ αἰώνων,
γιὰ τὸ Ξύλο, ποὺ ἡ γέννησή του βαστάει ἀπὸ τὶς πρῶτες
της γῆς μας φύτρες. Ἐτοῦτο ἐκόπη γιὰ νὰ γίνῃ
Ζυγός μέγιστος, θαυματουργός Στατῆρας,
ποὺ ἐστήθηκε στὴ μέσην ἀκριβῶς τοῦ χρόνου
γιὰ νὰ ζυγιάσῃ τὴν κούφιαν ἔγνοια τῶν ἀνθρώπων.
«Δέν εἰναι δάσος, ποὺ νὰ προσφέρει ξύλο παρόμοιο».
Τὸ Ξύλο αὐτὸ δέν εἰναι διόλου ὕλη ἀπαθής.
Ἔχει ψυχή καὶ δείχνει τη κάθε τόσο.
Ἐνῷ κατάξερο εἶναι καὶ κομμένο, ὅμως ἀνθεῖ
καὶ μέσα του μυκᾶται καὶ ἀναβράζει χυμός σεβάσμιος.
Δὲ θὰ ξετάξω τὸ γιατί ἔφερε Λύτρωση τὸ Ξύλο ἐτοῦτο.
Οὐδὲ ποιά Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο νὰ εὐλογήσῃς
τὴν οὐσία τοῦ Ξύλου, ὁπόθε ἀχτινοβόλησε τοῦ κόσμου ἡ λάμψη.
Καὶ τὴν εὐγένεια ποὺ τοῦ ἐδόθη ἕνα πρωί, ὅταν ποτίστη
μέχρι τοῦ βάθους τῶν φλεβῶν του ἀπὸ αἷμα ἐξαγοραστικό
καὶ ζωογόνο. Ποιό βάρος φορτώθηκε! Ποιόν πόνο
φορτώθηκε! Ὅλου τοῦ κόσμου! Τοῦ καθηλώθησαν
ὅλοι οἱ δρυμοί τῆς ἀγωνίας. Χαῖρε, Σταυρέ, πού, μὲ ὅλα,
μονάχη ἐλπίδα ἐσὺ ἀποβαίνεις στὶς ἐρημώσεις.

"Το ζευγάρι" .!

Γιάννης Ρίτσος -  Η Σονάτα του σεληνόφωτος 

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,



" Ο σπαραγμός" 

Γιάννης Ρίτσος - Σάρκινος λόγος

Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ το ἀέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναῖκα ἀνεβαίνει την ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό.
Ὁ ἀτμός τῆς κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον ἀέρα ἕνα ανιχνευτικό  ἑλικόπτερο βομβίζει σε ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου
.
 Η "έκφραση του φόβου".............
φωτο.: Nikos Moutropoulos


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ - Τι έπαιξα στο Λαύριο

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
στην αγορά στο Λαύριο
είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
κι όλο φοβάμαι το αύριο.
Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα

Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους 
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
πως είμαι ασχημοπαπαγάλος.
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά
έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
όταν γυρνάς μέσα στην πόλη 

Δ. Σαββόπουλος, H σούμα, 1963-2003, Ιανός


" Ν ά ρ κ ι σ σ ο ς "
φωτο.: Nikos Moutropoulos

Αγγελος Σικελιανός - Στ' όσιου Λουκά το μοναστήρι


Και να·ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο·και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

"Η Καταπίεση"....

Καλλιόπη Σφαέλλου - Το ξύλινο άλογο 

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη διασκευή τής Ιλιάδας του Ομήρου, που έκανε η συγγραφέας.

Έτσι μέσα σε λίγες μέρες οι Αχαιοί έχασαν τους δυο πιο ανδρείους αρχηγούς τους, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, κι η απώλεια αυτή αφόπλισε τους πολεμιστές. Άλλωστε δέκα ολόκληρα χρόνια βρίσκονταν μακριά από τα σπίτια τους κακοπαθαίνοντας στον ξένο αφιλόξενο τόπο. Άρχισαν λοιπόν να σιγομουρμουρίζουν. Και τότε ο Οδυσσέας σκέφθηκε πως ήταν καιρός να τελειώσει πια αυτή η εκστρατεία. Κι αφού οι δυο αξιότεροι από τους αρχηγούς είχαν λείψει, ποια ελπίδα τους απόμεινε να κυριέψουν το Ίλιο με τη δύναμη των όπλων;
Δυνατότερη όμως από τα όπλα είναι η πονηριά. Κι ακούστε τι σοφίσθηκε ο παμπόνηρος Οδυσσέας:
Πήγε και πρότεινε στον Αγαμέμνονα να φτιάξουν με ξύλα ένα πελώριο άλογο, κούφιο στο εσωτερικό του, με μια κρυφή καταπακτή στο μέρος της κοιλιάς απ’ όπου θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν τέσσερις πέντε άνδρες. Θα διέδιδαν λοιπόν πως ετοιμάζονται να φύγουν και πως άφηναν αυτό το ξύλινο ομοίωμα αλόγου σαν αφιέρωμα στον Απόλλωνα. Οι Τρώες σίγουρα θα έτρεχαν να παραλάβουν και να μπάσουν στην πόλη τους την προσφορά αυτή στο θεό τους. Και τότε οι κλεισμένοι στην κοιλιά του Αχαιοί τη νύχτα, όταν σκοτάδι θ’ απλωνόταν στο Ίλιο, θα έβγαιναν και θ’ άνοιγαν τις πύλες των τειχών για να εισορμήσουν οι σύντροφοί τους.
Έτσι και έγινε. Έφτιαξαν το ξύλινο πελώριο άλογο κι αφού μέσ’ στην κοιλιά του κρύφτηκαν ο Οδυσσέας με τέσσερις συντρόφους του, οι σύντροφοί τους το έσυραν κοντά στα τείχη αποχαιρετιστήριο δώρο στον Απόλλωνα.
Οι Τρώες πάνω από το τείχος το έβλεπαν με θαυμασμό και περίμεναν ανυπόμονα πότε οι Αχαιοί θ’ αποσύρονταν για να το μπάσουν στην πόλη. Μόνον ο Έλενος, ο μάντης γιος του Πριάμου, τους φώναζε πως αυτό ήταν τέχνασμα κι έπρεπε να μη ξεγελαστούν. Μα δεν τον άκουσαν. Έβαλαν μέσα στο Ίλιο το ξύλινο άλογο, τον «Δούρειο ίππο», όπως τ’ ονόμαζαν, και τη νύχτα στα σκοτεινά οι κλεισμένοι στο εσωτερικό άνδρες ξεπήδησαν από την καταπακτή κι έτρεξαν ν’ ανοίξουν διάπλατα τις πύλες του τείχους.
Η Τροία ήταν χαμένη πια. Κι όταν σε λίγο ο ορίζοντας πορφυρώθηκε, δεν ήταν από τον ήλιο που ανέτειλε. Ήταν από την ανταύγεια της φωτιάς που έκαιγε την πόλη του Πριάμου.



Ευδοκία Φανερωμένου  - Επί ξύλου…

Στην πολυσύχναστη λεωφόρο των δώδεκα Ευαγγελίων
Αμέτρητοι περαστικοί
Με το κουστούμι της νηστείας.
Καινούριο ή παλιό, δεν έχει σημασία.
Καλοραμμένο πάντως.
Καλλίκομες και οι κυρίες.
Ίδιο σουλούπι λες.
Πάντως καλλίκομες.
Δίσκος και ελεημοσύνη.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Ουδεμία αντίδραση.
Τα παράσιτα του ήχου των κερμάτων
Σφηνώνουν στο πένθιμο ίσο της καμπάνας
Κατάνυξη πατενταρισμένη.
Αυτόματη.
Όπως πολλά από τα φώτα της εν λόγω λεωφόρου.
Οι μειλίχιες φιγούρες των καθ’ ομοίωσίν Του
Τείνουν να γραφούν στα όστρακα του πλήθους
Ως γραφικά παράταιρες
Συρρικνώνονται σχεδόν άυλες.
Δεν αφορούν, έτσι ταγμένες στην απλότητα.
Είναι καιρός που δε βαδίζω τη λεωφόρο.
Σε έναν παράδρομό της στρίβω
Σα κλέφτης ιερόσυλος
Με λιωμένες σόλες.
Κάθε χρόνο Πέμπτη.
Μεγάλη Πέμπτη.
Σε εκείνον τον παράδρομο.
Με πέντε γαρίφαλα στο χέρι.
Για Εκείνον.
Για τη ρίζα που βαθιά με βαστά στην αλήθεια Του.
Στην ησυχία του μετά.
Στο κάρπισμα της προσφοράς.
Να έχει και πάλι, κρυφά ο Επιτάφιός
Το άγγιγμα του μύρου μου
Ένα και μόνο πέταλο της δικής μου απόθεσης.
Αθέατο. Να ανασαίνει τη ζωή που γεννά ο θάνατος.
Έχει καιρό που στο δρομάκι
έφτασαν οι τοποτηρητές.
Και πια τα χέρια δε ζυγώνουν τη θεία κλίνη.
Μόνο τα μάτια κάνουν χρήση δικαιώματος.
Δε βαριέσαι.
Δουλειά να γίνεται.
Τώρα τα αγγίγματα είναι πληρωμένα.
Μυρωμένα πλαστικά.
Και η ρίζα μόνο σε κάτι απόκοσμα μικροχώρια βλασταίνει αγγίγματα
Η ταινία ασφαλείας η μεγάλη ορατή αόρατη.
Δεν πειράζει.
Η δουλειά να γίνει.
Ξέρουν, λέει, αυτοί.
Επαγγελματίες άλλωστε.
Μια ρυτίδα απόσυρσης δε σταματά τη φλυαρία της γέννησής της.
Δε της κρατώ θυμό.
Την αφήνω να βαδίσει στο πορφυρό χαλί της γενναιοδωρίας.
Και ψιθυρίζω αμήχανα:
Κομμάτια να γίνει.
Δουλεια.
Δουλειά…
Τονίζω τη λέξη και σιωπώ.

Με αγωνία για ζωή...!!

Απόστολος Α.Φεκάτης - Ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα
Νυχτερινή περίπολος
ο ουρανός
στα περιβόλια των ασμάτων
στις κινηματογραφικές τις αίθουσες
με τα εμβολιασμένα σενάρια
ν ' ασθμαίνει ακόμα
το χτυποκάρδι σου
έρμαιο
της μεγάλης Άρκτου.

Κι εγώ
αγόγγυστα να υπομένω
της απουσίας σου
τον αξόδευτο τον όρκο
της απουσίας σου
την αναίμακτη πνοή.

Τρίζει το σκουριασμένο
το έγκλημα
άηχο, ανυπεράσπιστο
στου χωρισμού την πλάνη .

Κι άλλωστε
πόσο διαρκεί
ένα παθιασμένο φιλί;

Εκεί στα ξημερώματα
θα ομολογήσει
την πλάνη
της χρυσοφόρας νιότης
και
την ματαιότητα των δακρύων.


"Η θλίψη" 

Αργύρης Χιόνης

Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν’ ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ’ τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ’ αναζήτηση θηράματος. Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.



Ο "Σταυρός του Μαρτυρίου"......... στο "πάρκο των ψυχών"


Λητώ Σεϊζάνη - Προσπάθεια ψυχανάλυσης του Πινόκιο

Το βιβλίο «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο» του Ιταλού συγγραφέα Κάρλο Κολλόντι (1826-1890) είναι γνωστό σαν παραμύθι για παιδιά και κυκλοφορεί συνήθως σε συντομευμένες εκδόσεις. Ο κεντρικός ήρωας, ο ξύλινος κούκλος Πινόκιο, έχει ταυτιστεί στη σκέψη των περισσοτέρων με ένα χαρακτηριστικό του: όταν λέει ψέματα, μεγαλώνει η μύτη του. Όμως, όταν σκέφτομαι τον Πινόκιο, δεν με απασχολεί ούτε η μύτη που μεγαλώνει ούτε το ότι διαβάζεται από παιδιά.
Με απασχολούν άλλα πράγματα. Γιατί θέλησε να μπει σ’ένα κομμάτι ξύλο και κυρίως γιατί θέλησε να βγει από’κει; Το θέλησε ο ίδιος ή ήταν επιθυμία του πατέρα του; Ο Τζεπέτο με την έντονη επιθυμία να γίνει πατέρας τον έφτιαξε κούκλο και στη συνέχεια άνθρωπο;
Και γιατί ο Πινόκιο ήταν τόσο επίμονα κακός και άτακτος; Γιατί είχε τόση αλαζονεία; Ήταν κάτι σαν εφηβεία; Γιατί πλήγωνε τόσο πολύ τον πατέρα του; Έβρισκε και τα έκανε; Σε τι αντιδρούσε τέλος πάντων;
Δεν άφησε κακή εμπειρία που να μην τη δοκιμάσει. Πέρασε δια πυρός και σιδήρου, έθεσε με μύριους τρόπους τη ζωή του σε κίνδυνο, έμπλεξε με τις χειρότερες παρέες, έχασε τη λαλιά του και άρχισε να γκαρίζει όταν μεταμορφώθηκε σε γάϊδαρο, από την απόλυτη έκσταση της Χώρας των Παιχνιδιών (ή των Βλακόμετρων) έφτασε σταδιακά στην Κόλαση σαν υποζύγιο, στην απόλυτη ταπείνωση και απόγνωση. Τέλος, τον κατάπιε ένα Σκυλόψαρο και μέσα στην κοιλιά του βρήκε και πάλι τον πατέρα του, ο οποίος τον αναζητούσε επί δυο χρόνια.
Για να φύγουν από εκεί μέσα, ο Πινόκιο παίρνει τον πατέρα του στην πλάτη (όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Αινείας φεύγοντας από την φλεγόμενη Τροία), αναλαμβάνει για πρώτη φορά να σώσει εκείνος τον πατέρα του και όχι το αντίστροφο. Εδώ πλέον ενηλικιώθηκε και αποφάσισε ν’αφήσει τα γλέντια και να φανεί καλός. Αυτή η συμβολική κίνηση (γιατί μέχρι τώρα ήταν όλο «ομνύω» σαν το ποίημα του Καβάφη και μετά ξανάπεφτε στην αμαρτία και στα γλεντοκόπια που ποτέ δεν είχαν αίσιο τέλος).
Για την θυσία του αυτή, για το ότι κόπιασε δηλαδή και μετέφερε τον πατέρα του, ανταμείβεται, και η μεγαλύτερη επιθυμία του γίνεται πραγματικότητα: γίνεται άνθρωπος όπως οι γύρω του.
Δεν θα σταθώ στο πόσο σημαντικό λογοτεχνικό έργο είναι, πόσο μπορεί κανείς να το διαβάζει και να το ξαναδιαβάζει θαυμάζοντας τη γλώσσα του, ούτε στο πόσες εξαιρετικές εικονογραφήσεις ευτύχησε να έχει. Θα σταθώ στην ανάγκη του παιδιού για περιπέτεια και για διασκέδαση, καθώς και στην άνευ όρων αγάπη και συμπόνοια εκ μέρους του (θετού) του γονιού.
Κατ’ αρχήν το κούτσουρο είχε ψυχή ήδη από την αρχή, από την στιγμή που ο Τζεπέτο πήρε από έναν φίλο του αυτό το κομμάτι ξύλο για να φτιάξει έναν ξύλινο κούκλο- θαύμα που θα του απέφερε χρήματα. Αυτή ήταν η αρχική του πρόθεση και ίσως να τιμωρήθηκε για το γεγονός ότι ονειρευόταν χρήματα. Βέβαια δικαιολογείται γιατί ήταν πάμπτωχος και δεν είχε να φάει. Το θέμα είναι ότι ο κούκλος δεν του βγήκε υπάκουος, όπως τον είχε φανταστεί.
Ο λάλος Γρύλλος (Grillo parlante), ένα έντομο που μιλάει, γίνεται η φωνή της συνείδησης του Πινόκιο. Όχι ότι του δίνει σημασία δηλαδή. Μόνο να τον βρίζει ξέρει ο Πινόκιο. Το πρώτο πράγμα που λέει ο Γρύλλος στον Πινόκιο είναι: « Αλλοίμονο στα παιδιά που τα βάζουνε με τον γονιό τους και παρατούνε πεισματικά το πατρικό τους σπίτι! Ποτέ τους δεν θα ιδούνε καλό σ’ αυτόν τον κόσμο. Και νωρίς ή αργά, θα μετανιώσουνε πικρά».
Η Νεράϊδα με τα γαλάζια μαλλιά που αγαπάει τον Πινόκιο και του κάνει όλα τα χατήρια, του λέει ότι για να γίνει αληθινός άνθρωπος, θα πρέπει να το αξίζει, να γίνει υπάκουος, ν’αγαπάει το διάβασμα, να λέει πάντα την αλήθεια, να πηγαίνει πρόθυμα στο σχολείο. Της τα υπόσχεται όλα κι εκείνη του υπόσχεται να γίνει μαμά του. Ο Πινόκιο κάνει πράγματι –αν και απρόθυμα- την προσπάθεια την άλλη μέρα, επιστρέφει στο σχολείο, αλλά σκοντάφτει στις κοροϊδίες των συμμαθητών του που τον περιγελούν επειδή είναι μαριονέτα.
Το βιβλίο αυτό ίσως δεν θα πει ποτέ τίποτα σ’εκείνα τα παιδιά που από μικρά πήραν τον ίσιο δρόμο ούτε στους γονείς τους που ποτέ δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα μαζί τους. Θα το βρουν και τα μεν και οι δε περιττά διδακτικό κι ηθικοπλαστικό και θα το απορρίψουν από μιας αρχής. Το βιβλίο θα μιλήσει, όμως, σ’όλα τα παιδιά που παραστράτησαν είτε απ’το ξερό τους (ξύλινο) κεφάλι είτε απ’την έλλειψη κατανόησης των γονιών τους. Θα μιλήσει και στους γονείς που δεν ήταν άκαμπτοι αλλά κατάφεραν να συγχωρήσουν, στους γονείς που αγαπάνε άνευ όρων ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Είναι πολύ δραματικά τα όσα περνάει ως γάϊδαρος, όπως και η συνάντησή του με τους δυο απατεώνες, τον Γάτο και την Αλεπού. Είναι συγκινητικές οι θυσίες και οι στερήσεις του πατέρα του για να του προσφέρει τα πάντα. Είναι συγκινητική και η πάλη που γίνεται μέσα στον Πινόκιο ανάμεσα στο Καλό, το οποίο θεωρητικά το επιζητά και το θέλει, και στο Κακό που με περισσή ευκολία πάντοτε ακολουθεί. Πώς να του δώσει άδικο κανείς; Πόση δύναμη να έχει αυτή η ξύλινη ύπαρξη, την οποία όλοι κοροϊδεύουν και κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά; Αφού χτυπάει γύρω στις χίλιες φορές το κεφάλι του στον τοίχο, αφού συγκρούεται χίλιες φορές με τον πατέρα του, αφού αψηφά τα λόγια του Γρύλλου και της αγαπημένης του Νεράϊδας, την χιλιοστή πρώτη φορά θα κάνει την υπέρβαση. Θα συγχωρήσει, σύμφωνα με την ερμηνεία μου, τον πατέρα που του έδωσε ζωή χωρίς να τον ρωτήσει, που τον έφερε στον κόσμο για να βασανιστεί, θα πάρει στις πλάτες τον πατέρα για να τον βγάλει απ’τη φυλακή του στομαχιού του Σκυλόψαρου και να τον οδηγήσει με κίνδυνο της ζωής του στη στεριά. Η ανωτερότητα της κίνησης αυτής παραγράφει τον πρότερο, ανέντιμο βίο του, τον καθιστά ικανό για αλτρουιστική αγάπη και συγχώρεση και τον ανταμείβει με την αληθινή ανθρώπινη υπόσταση.
Αξίζει, όμως, κάθε κεφάλαιο να μελετηθεί μόνο του ψυχαναλυτικά. Ξεχωρίζει η περιπέτεια στο τσίρκο του Φαγοφωτιά, με φόντο την Κομμέντια ντελλ’Άρτε, εκεί όπου ο Πινόκιο δείχνει έντονα πόση καλωσύνη υπάρχει μέσα του όταν ζητά από τον άγριο θιασάρχη να μην κάνει τον Αρλεκίνο παρανάλωμα του πυρός. Ακολουθεί η μεταμόρφωση του Πινόκιο σε γάϊδαρο, τόσο έντονη και δραματική σαν εκείνη για την οποία έγραψε ο Κάφκα. Και φυσικά η συνάντηση στην κοιλιά του κήτους με τον πατέρα, αυτόν που προτιμούσε να μείνει νηστικός για να δώσει στο παιδί του να φάει, αυτόν που μέσα στο καταχείμωνο είχε πουλήσει το μοναδικό του σακάκι για να πάρει στο παιδί του αλφαβητάριο προκειμένου να πάει στο σχολείο.
Τελικά, όμως, γιατί σπεύδει προς το γλεντοκόπημα ο Πινόκιο; Για να ξεφύγει από τη σοβαρότητα της ύπαρξης; Μήπως δεν ήθελε να βγει από το ξύλο, μήπως δεν ήθελε τα βάσανα της ζωής. Γι’αυτό άραγε κλωτσούσε, όντας κούτσουρο, όποιον τον πλησίαζε;
Έχει την τάση πάντοτε να ρίχνει το φταίξιμο στους άλλους που τον παρασέρνουν ενώ παράλληλα διαμαρτύρεται ότι όλα τα παθαίνει επειδή δεν έχει καρδιά σαν αληθινό παιδί. Όταν γίνεται γάϊδαρος, κατηγορεί τον συμμαθητή του που του πρότεινε να πάνε στη Χώρα των Παιχνιδιών, τον Φυτίλη, ο οποίος θα παραμείνει γάϊδαρος μεταμορφωμένος μέχρι το τέλος.
Το στομάχι του Σκυλόψαρου είναι ο τόπος όπου ο Πινόκιο θα μείνει για λίγο μόνος του προκειμένου να στοχαστεί και να γίνει η Κάθαρση. Είναι υποβλητική η ζωγραφιά του εικονογράφου Κάρλο Κιόστρι με τον Πινόκιο να οδεύει προς τον πατέρα του που μοιάζει με βιβλική μορφή όπως βιβλική είναι εξ άλλου η ιδέα της κοιλιάς του κήτους. Είναι υποβλητική η στιγμή που βλέπει το φωτάκι του πατέρα του από μακριά.
Εκτός από το ευτυχισμένο τέλος που ίσως αποτελεί παραχώρηση στο παιδικό αναγνωστικό κοινό, όλες οι υπόλοιπες ιστορίες έχουν μια σκληρότητα και βιαιότητα που σε ταράζει. Κάθε περιπέτεια του Πινόκιο ξεκινά με γέλια, συνεχίζεται με εξευτελισμό, έπειτα τον φέρνει κοντά στον θάνατο που πάντα τελικά τον γλυτώνει χάρη στην επέμβαση της Νεράϊδας, της μάνας του.
Και πάντα ξεπροβάλλει η ανάγκη του να γίνει άλλος, ένα αληθινό παιδί, πάντα φαίνεται έντονη η ανάγκη του ανθρώπου, του κουρασμένου από την αδύναμη φύση του, να μεταμορφωθεί. Είτε με τη θεϊκή παρέμβαση είτε με τις δικές του προσπάθειες και θυσίες.
Τη μεταμόρφωση την επιτυγχάνει και ζει αυτός καλά κι εμείς καλύτερα, αν φυσικά καταφέρουμε όπως εκείνος, με βάσανα και κόπους, με αληθινό αλτρουισμό και ταπείνωση, με την αγάπη που δεν ζητάει αλλά προσφέρει, που κάνει ένα βήμα πίσω για ν’αφήσει χώρο στον απέναντι, να αλλάξουμε την ξύλινη, επιπόλαιη, άπληστη φύση μας και να γίνουμε άνθρωποι στο τέλος. Ακούγομαι ηθικοπλαστική; Ελπίζω όχι.

Μια μικρή περίληψη των περιπετειών του Πινόκιο όπως τις αφηγείται ο ίδιος στον πατέρα του όταν τον βρίσκει μέσα στο στομάχι του Σκυλόψαρου.

-Μου λένε την αλήθεια τα μάτια μου;αποκρίθηκε ο γεράκος, σκουπίζοντας τα μάτια. Είσαι λοιπόν εσύ ο ίδιος, ο ακριβός μου ο Πινόκιο;
-Ναι, ναι, εγώ είμαι, εγώ ο ίδιος! Κι εσύ, μ’έχεις πια συχωρέσει, δεν είν’έτσι; Αχ, μπαμπάκα μου, τι καλός που είσαι!...Και να συλλογιέμαι πως εγώ, αντίθετα...Ωχ! Αν ήξερες τι δυστυχίες μου πέσανε στο κεφάλι, τι τράβηξα! Φαντάσου, που τη μέρα κείνη, καημένε μου μπαμπάκα, τη μέρα που εσύ πούλησες το σακάκι σου να μ’αγοράσης Αλφαβητάρι, εγώ τό’σκασα για να ιδώ τους κούκλους κι ο θιασάρχης ήθελε να με ρίξη στη φωτιά για να ροδίση το ψητό του κι ύστερα μου έδωσε ο ίδιος πέντε χρυσές λίρες να σου τις φέρω, μα εγώ βρήκα στο δρόμο μου την Αλεπού και το Γάτο κι αυτοί με πήγανε στην ταβέρνα του Κόκκινου Αστακού, όπου φάγανε σα λύκοι κι έφυγα μόνος μου τη νύχτα κι απάντησα τους φονιάδες κι αυτοί με κυνηγούσανε κι εγώ έτρεχα κι αυτοί ξοπίσω μου κι εγώ έτρεχα κι αυτοί ξοπίσω μου πάντα κι εγώ έτρεχα ώσπου με κρεμάσανε σ’ένα κλωνί στη Μεγάλη Βελανιδιά, κι η όμορφη Μικρούλα με τα γαλάζια μαλλιά έστειλε και με πήρε ένα αμαξάκι κι όταν με είδαν οι γιατροί, είπανε μονομιάς: «Αφού δεν είναι πεθαμένος, είναι σημάδι πως είναι πάντα ζωντανός» και τότε μου ξέφυγε κι είπα ένα ψέμα κι η μύτη μου άρχισε να μεγαλώνη και δε μπορούσα πια να περάσω από την πόρτα της κάμαρας και για τούτο πήγα μαζί με την Αλεπού και το Γάτο κι έθαψα τις τέσσερις λίρες μου, γιατί είχα ξοδέψει τη μια στην ταβέρνα του Κόκκινου Αστακού κι ο Παπαγάλος έβαλε τα γέλια κι αντίς να βρω δυο χιλιάδες λίρες δεν ηύρα τίποτα κι ο Δικαστής σαν έμαθε πως μου τις είχανε κλέψει μ’έβαλε στη φυλακή, για να ικανοποιηθούν οι κλέφτες κι από κει βγήκα και στο δρόμο είδα σ’ένα χωράφι ένα όμορφο τσαμπί σταφύλι και πιάστηκα στην παγίδα κι ο χωρικός με το δίκιο του μου έβαλε σκυλίσιο κολλάρο στο λαιμό και μ’έβαλε να φυλάω το κοτέτσι μα κατάλαβε πως ήμουν αθώος και μ’άφησε να φύγω και το φίδι με την ουρά του έβγαζε καπνό βάλθηκε να γελάει και του έσπασε μια φλέβα στο στήθος κι έτσι γύρισα πίσω στο σπίτι της όμορφης Μικρούλας που ήτανε πεθαμένη και το Περιστέρι, βλέποντάς με να κλαίω, μου είπε: «Είδα τον πατέρα σου που έφτιαχνε βαρκούλα να πάη να σε βρη» κι εγώ του είπα: «Ωχ, αν είχα φτερά όπως τα δικά σου» κι αυτό μου είπε: «Θες να πας στο μπαμπά σου;» κι εγώ του είπα: «Πώς;» κι αυτό μου είπε: «Ανέβα στην πλάτη μου» κι έτσι πετάξαμε όλη τη νύχτα κι’ύστερα, το πρωί όλοι οι ψαράδες λέγανε κοιτάζοντας τη θάλασσα: «Ο καημένος ο άνθρωπος στη βαρκούλα θα πνιγή» κι εγώ σε γνώρισα μονομιάς από μακριά γιατί μου τά’λεγε η καρδιά μου και σου έγνεψα να γυρίσης πίσω στ’ακρογιάλι...»

(C.Collodi, Οι Περιπέτειες του Πινόκιο, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, μετάφραση Γεωργία Δελληγιάννη-Αναστασιάδη)






Το πάρκο των ψυχών στην Πάρνηθα 


Οι μνήμες του Σανατορίου ξαναζωντανεύουν στην Πάρνηθα στο "πάρκο των ψυχών". Στην περιοχή που άλλοτε ήταν χτισμένο το Σανατόριο του Νοσοκομείου Ευαγγελισμού γι' αυτούς που έπασχαν από φυματίωση, σήμερα ένα έργο γλυπτικής πάνω σε καμένους κορμούς δέντρων - απ' την πολλές φορές καμένη Πάρνηθα 
Το 1912 ήταν η χρονιά που χτίστηκε το Σανατόριο με σκοπό την νοσηλεία και την θεραπεία των ανθρώπων οι οποίοι έπασχαν από τη μάστιγα της εποχής. Χιλιάδες άνθρωποι νοσηλεύτηκαν κατά την 30ετή και πλέον λειτουργία του Σανατορίου, απομακρυσμένοι από τις οικογένειές τους για μήνες ή και χρόνια. Ένας εξ’ αυτών ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ο οποίος την περίοδο εκείνη έγραψε την “Εαρινή Συμφωνία”. Το Σανατόριο Πάρνηθας έκλεισε περίπου το 1960, έπειτα από την ανακάλυψη των αντιβιοτικών.
100 χρόνια μετά, το 2012, ο γλύπτης Σπυρίδων Ντασιώτης δημιούργησε απέναντι από το εγκαταλελειμένο πλέον κτίριο του Σανατορίου “το Πάρκο των Ψυχών”. Ο γλύπτης δεν χάραξε απλά κορμούς· έδωσε ζωή σε νεκρούς κορμούς δέντρων εκφράζοντας μέσα από την τέχνη του τα συναισθήματα των τροφίμων του Σανατορίου κατά την περίοδο του εγκλεισμού τους αλλά και δίνοντας ψυχή στο ίδιο το καμένο δάσος.
Η έκθεση φιλοξενεί είκοσι γλυπτά με ύψος που δεν ξεπερνούν τα 4,5μ.
Τα γλυπτά είναι από σμιλεμένους καμένους κορμούς, από την πυρκαγιά της Πάρνηθας το 2007, δίνοντας ένα αποτέλεσμα εξαιρετικό.Βρίσκεται –και όχι τυχαία- ακριβώς απέναντι από το παλιό Σανατόριο της Πάρνηθας (πρώην Ξενία).


Ο κος Σπύρος Ντασιώτης αφιλοκερδώς και με τη μέγιστη ευαισθησία που μπορεί να διακρίνει έναν άνθρωπο, δημιούργησε το «Πάρκο των Ψυχών» στη μνήμη όσων υπέφεραν και άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Σανατόριο.

 "Γυναικείο Torso"φωτο.: Nikos Moutropoulos


ΜΟΥΣΙΚΗ 


Το ξύλινο ανθρωπάκι - 1998

Στίχοι: Γιώργος Μανιώτης
Μουσική: Στέρεο Νόβα
1. Σταμάτης Κραουνάκης 


Είμαι ένα ξύλινο πλακέ ανθρωπάκι

έχω μια ξύλινη πλακέ γυναίκα
και δυο παιδάκια ζωηρά
που ξυλοποιούνται καθημερινά

τιρόμ τιρί τιρά

Ακόμη έχω ένα ξύλινο καρώ σακάκι
ένα ξύλινο ριγέ παντελόνι
ένα ξύλινο λευκό πουκάμισο
μία ξύλινη γραβάτα
ξύλινα παπουτσάκια
και πολλά πολλά μακρουλά ξύλινα ματάκια

τιρόμ τιρί τιρά

Δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω

τιρόμ τιρί τιρά
τιρόμ τιρί τιρά
τιρόμ τιρί τιρά
τιρόμ τιρί τιρά
τιρόμ τιρί τιρά

Δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω

τιρά τιρί τιρόμ
τιρά τιρί τιρόμ

Διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα
διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα
διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα

Αχ, υγράνθηκα και πάλι!

Δουλειά σπίτι δουλειά
τιρόμ τιρί τιρά δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλειά σπίτι δουλειά
τιρόμ τιρί τιρά δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλειά σπίτι δουλειά
τιρόμ τιρί τιρά δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλεύω δουλεύω δουλεύω
δουλειά σπίτι δουλειά δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
και γκολ γκοοοολ!
γκολ γκολ γκολ γκολ γκολ γκολ
αχ αχ συγκινήθηκα και πάλι

Δουλειά σπίτι δουλειά
ξυλοποιούμαι και ξυλοποιώ
δουλειά σπίτι δουλειά
ξυλοποιούμαι και ξυλοποιώ
δουλειά σπίτι δουλειά
ξυλοποιούμαι και ξυλοποιώ
δουλειά σπίτι δουλειά
ξυλοποιούμαι και ξυλοποιώ
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά
και αγοράζω αγοράζω αγοράζω αγοράζω
αχ ξεχάστηκα και πάλι

τιρόμ τιρί τιρά
τιρόμ τιρί τιρά
τιρόμ τιρί τιρά

δουλειά σπίτι δουλειά
διακοπές γήπεδο αγορές
δουλειά σπίτι δουλειά
διακοπές γήπεδο αγορές
δουλεύω ξυλοποιούμαι απολαμβάνω
δουλειά σπίτι δουλειά δουλεύω
διακοπές γήπεδο αγορές
δουλειά σπίτι δουλειά ξυλοποιούμαι
διακοπές γήπεδο αγορές απολαμβάνω!
δουλειά σπίτι δουλειά
διακοπές γήπεδο αγορές
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά

Διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα
διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα
διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα
διακοπές στο βουνό, διακοπές στη θάλασσα είμαι ένα ξύλινο πλακέ ανθρωπάκι
αγοράζω αγοράζω αγοράζω έχω μια ξύλινη πλακέ γυναίκα
αγοράζω αγοράζω αγοράζω αγοράζω και δυο παιδάκια ζωηρά
που ξυλοποιούνται

Δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά διακοπές γήπεδο αγορές
δουλειά σπίτι δουλειά
δουλειά σπίτι δουλειά διακοπές γήπεδο αγορές
δουλειά σπίτι δουλειά
διακοπές στο βουνό, διακοπές...

και θάνατος
και θάνατος αγοράζω

γκολ! γκολ γκολ!

αχ! η καρδιά μου
πεθαίνω
συγχωρέστε με
για να με αγαπούν
για να με λογαριάζουν
για να επιζήσω
ξυλοποιήθηκα και ξυλοποιούσα
τιρόμ τιρί τιρά

Το όνειρό του ήταν να γίνει σιδερένιος

"Το σύμπλεγμα του Πάνα με τη Νύμφη και το Ελάφι"...


ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 

Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο


Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο είναι ελληνική ρομαντική κομεντί του 1959 σε σενάριο και σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου και παραγωγή Φίνος Φιλμ. Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.

Η κλασική αυτή ελληνική ταινία πρόκειται για μια από τις γνωστότερες και επικερδέστερες του Ελληνικού Κινηματογράφου. Ο ρόλος της μαθήτριας, Λίζας Παπασταύρου, εκτόξευσε την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την έκανε σταρ. Η ταινία, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960, βραβεύτηκε ως μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της πενταετίας 1955-1960

Η ταινία αναφέρεται στον έρωτα που δημιουργείται μεταξύ ενός φτωχού, φιλότιμου καθηγητή, του Πάνου Φλωρά (φιλόλογος) και μιας νεαρής πλούσιας, κακομαθημένης μαθήτριας της Λίζας Παπασταύρου. Η ταινία κιόλας από την αρχή μας μεταφέρει τις διαφορές της πλούσιας ζωής και της φτωχικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαφορά της αντιμετώπισης του φαγητού μεταξύ του καθηγητή και της μαθήτριας. Η μαθήτρια, παρά το πλουσιοπάροχο γεύμα της, το περιφρονεί και το δίνει στο σκύλο της, ενώ ο καθηγητής αρκείται σε ό,τι μπορεί να του προσφέρει η οικονομική του θέση, και λέει και ευχαριστώ.

Όλα αρχίζουν όταν ένας φιλόλογος αναζητεί δουλειά σε ένα σχολείο, όπου το πλείστον των μαθητριών είναι από πλούσια οικογένεια. Ο γυμνασιάρχης του σχολείου, αναφέρει στον φιλόλογο ότι δε θα τα καταφέρει στη θέση του, διότι είναι νεαρός και τα κακομαθημένα κορίτσια θα του πάρουν τον αέρα. Τελικά, ο Φλωράς, πείθει τον γυμνασιάρχη να τον πάρει δοκιμαστικά. Έτσι ο καθηγητής αρχίζει την παράδοση, αφού πρώτα τον παρουσίασε, ο γυμνασιάρχης

Στην τάξη μέσα θα προσπαθήσει να διδάξει Όμηρο, σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι τα κορίτσια έρχονται περισσότερο για να κάνουν την πλάκα τους, χωρίς να υπολογίζουν τη μόρφωσή τους. Προσπαθούν όλες να πουν την πιο αστεία ατάκα ή, απλά, να πειράξουν τον καθηγητή τους. Οι πολλές διακοπές για ανούσιους λόγους από την Παπασταύρου τον εξοργίζει: τη σηκώνει όρθια και της λέει ό,τι πιστεύει για εκείνη και, γενικότερα, για αυτούς που έχουν λεφτά και δεν έχουν ανάγκη να δουλέψουν και τους συγκρίνει με τους φτωχούς μαθητές που είχε. Τους κάνει κοινώς ένα κήρυγμα περί ηθικής Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μαθήτριες να νευριάσουν και να δράσουν με τον δικό τους τρόπο, έτσι η Παπασταύρου προτίθεται να βάλει τον πατέρα της να μιλήσει στον γυμνασιάρχη, για αυτόν τον Φλωρά.

Παρόλα αυτά η Παπασταύρου βρίσκει έτερο τρόπο, ώστε να απαλλαγούν από την παρουσία του. Καθώς εκείνος γευματίζει στην τάξη, μπαίνει η Παπασταύρου, δήθεν για να πάρει μια σοκολάτα και του την προσφέρει. Τότε αρχίζει και γίνεται πιο φιλική απέναντί του. Όταν θα προσπαθήσει εκείνη να του φτιάξει τη γραβάτα, εκείνος θα καταλάβει ότι τον πλησιάζει πονηρά και θα την χαστουκίσει. Η Παπασταύρου, παρερμηνεύει τα γεγονότα και βάζει τη μάνα της να τηλεφωνήσει στον γυμνασιάρχη, λέγοντας ότι ζαλίζεται ακόμα και άλλα τέτοια. Ο γυμνασιάρχης οργίζεται από το γεγονός, αλλά οι συνάδελφοι καθηγητές δε συμμερίζονται αυτήν την άποψη, και τάσσονται υπέρ του Φλωρά. Τελικά, ο Φλωράς, χάνει τη θέση του. Ωστόσο, η Παπασταύρου λέει την αλήθεια στη μητέρα της, ότι δηλαδή δεν τη χτύπησε τόσο πολύ όσο ισχυρίστηκε και ότι είναι κρίμα να χάσει τη δουλειά του ένας φτωχός άνθρωπος. Η Παπασταύρου θα βάλει τώρα τον πατέρα της να διορθώσει τα πράγματα. Ο πατέρας της, τάσσεται κι αυτός υπέρ του καθηγητή, λέγοντάς του "να γιάσει το χεράκι του". Εν τέλει, ο καθηγητής ξαναπιάνει δουλειά. Από εκεί και έπειτα, οι καθηγητές όλοι θα ακολουθήσουν αυτή τη μέθοδο του χαστουκιού, που δεν προβλεπόταν σε ένα τέτοιο κολλέγιο, και τα πράγματα θα ηρεμήσουν αισθητά.

Σε μια εκδρομή που πραγματοποιεί το σχολείο, η Παπασταύρου, πιάνεται στα χέρια με μια συμμαθήτριά της, η οποία ήθελε να κάνει φάρσα στον Φλωρά, ότι η Παπασταύρου έχει αισθήματα για εκείνον. Στη συνέχεια, στην παράδοση, η Παπασταύρου σηκώνεται για να απαγγείλει και να μεταφράσει τον στίχο του Σοφοκλή:

Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις,
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις,
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόμοις αὐλαῖς· καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεῖς
οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γι᾽ ἀνθρώπων. ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν.
σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ

Κατόπιν βάζει τα κλάματα και θα σταματάει την απαγγελία, δείχνοντας ότι πλέον μπορεί και να μεταφράσει, αλλά και τονίζοντας ότι πλέον είναι ερωτευμένη. Το τέλος της χρονιάς βρίσκει τη μαθήτρια να προβιβάζεται, κι αυτό χάριν του καθηγητή, που την ενέπνευσε. Στο τέλος, αφού δεν μπόρεσε να του πει τι νιώθει για αυτόν, τον σταματάει ο πατέρας της, που πήγαινε με το αμάξι, του ζητά να έρθει μαζί τους και εκείνος δέχεται. Η ταινία τελειώνει, ενώ οι υπόλοιπες μαθήτριες ακολουθούν το αμάξι, απαγγέλοντας τον παραπάνω στίχο του Σοφοκλή



"Οι.....Σ Τ Ρ Ο Φ Ε Σ" 




Το ξύλο

Το ξύλο (ή ξύλωμα όπως είναι γνωστό στη βοτανική ορολογία, αγγλικά: wood) είναι ο συμπαγής, (συνήθως) σκληρός, πορώδης και ινώδης δομικός ιστός που (αρχικά) βρίσκεται στο βλαστό και στις ρίζες των δέντρων, καθώς και σε (κάποια) άλλα ξυλώδη φυτά. Χρησιμοποιείται για χιλιάδες χρόνια τόσο ως καύσιμο όσο και ως κατασκευαστικό υλικό. Αποτελείται από οργανική και ανόργανη ύλη, (και πιο συγκεκριμένα) από φυσικής προέλευσης σύνθετες ίνες κυτταρίνης που είναι (σχετικά) ανθεκτικές στην καταπόνιση, ενσωματωμένες σε μια βάση λιγνίνης, που αντιστέκεται στη συμπίεση. Μερικές φορές το ξύλο ορίζεται πιο στενά ως το υλικό των κορμών των δέντρων, και μερικές άλλες με ευρύτερο ορισμό που συμπεριλαμβάνει στο υλικό αυτό και κάθε παρόμοιο ιστό που μπορεί να βρίσκεται επίσης στις ρίζες των δέντρων ή και σε (ξυλώδεις) θάμνους. Στα ζωντανά δέντρα χρησιμοποιείται στο να παρέχει δομική στήριξη σε αυτά, επιτρέποντας έτσι στα ξυλώδη φυτά να αναπτύσσονται σε μέγεθος και να στέκονται όρθια μόνα τους. Επίσης, όμως, επιτρέπει τη διέλευση νερού και θρεπτικών συστατικών ανάμεσα στα φύλλα, στους υπόλοιπους αναπτυσσόμενους ιστούς του ξυλώδους φυτού και στις ρίζες αυτού. Ο όρος «ξύλο» μπορεί επίσης να αναφέρεται και σε άλλα φυτικά υλικά με συγκρίσιμες ιδιότητες, καθώς και σε διάφορα κατεργασμένα με μηχανικό τρόπο υλικά από ξύλο, πριονίδια ή φύλλα ξύλου.

Το 2005, εκτιμήθηκε ότι η Γη περιέχει περίπου 434 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αναπτυσσόμενων δασικών αποθεμάτων, από τα οποία το 47% ήταν εμπορεύσιμο. Ως (σχετικά) άφθονη ανθρακούχα ανανεώσιμη πηγή, τα ξυλώδη υλικά έχουν έντονο ενδιαφέρον (και) ως πηγή ανανεώσιμης ενέργειας. Το 1991 ξυλεύθηκαν περίπου 3,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ξύλου. Οι κυριότερες χρήσεις ξυλείας είναι η επιπλοποιία και η οικοδόμηση κτιρίων

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το ξύλο για χιλιετίες για πολλούς σκοπούς, αλλά κυρίως ως καύσιμο και ως κατασκευαστικό υλικό για παραγωγή κατοικιών, εργαλείων, όπλων, επίπλων, πακετοποίηση, καλλιτεχνημάτων και χαρτιού. Εκτός των άλλων, οι μεταβολές χρόνο με το χρόνο του πλάτους των δακτυλίων των δέντρων και η σχετική αναλογία αφθονίας των ισοτόπων δίνουν στοιχεία για την αποκάλυψη των μεταβολών στο κλίμα.


"Η Ε Γ Κ Υ Ο Σ"φωτο.: Nikos Moutropoulos


Χτύπα ξύλο: Πώς προέκυψε η φράση

«Χτύπα ξύλο» προτρέπουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και το συνομιλιτή μας, όταν ακούμε κάτι δυσάρεστο. Πού, όμως, έχει τις ρίζες της αυτή η φράση;

«Απτεσθαι ξύλου», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Λόγω της πεποίθησης τους ότι στα δένδρα κατοικούσαν νύμφες (Δρυάδες/Αμαδρυάδες) χτύπαγαν το ξύλο του κορμού των δένδρων για να επικαλεστούν την προστασία τους, καθώς οι νύμφες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές των ανθρώπων.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι άνθρωποι πολλές φορές συναντιούνταν στα δάση για να συζητήσουν τα θέματα τους, καλά ή κακά, νόμιμα ή παράνομα. Με το να χτυπάνε ξύλο, κορμούς δέντρων δηλαδή, διώχνανε τα οποιαδήποτε πνεύματα κατοικούσαν μέσα στο ξύλο για να μην τους ακούσουν…

Βέβαια δε χτυπάνε όλοι το ξύλο. Οι Βρετανοί έχουν την έκφραση touch wood – άγγιξε το ξύλο!! Μια εξήγηση αυτής της «παραλλαγής» βρίσκεται σε μια παλιά Ιρλανδέζικη δεισιδαιμονία, σύμφωνα με την οποία αυτό το κάνανε για να ευχαριστήσουν τα μικρά ανθρωπάκια, τα οποία τους χαρίζανε καλή τύχη!!

Επίσης, θεωρούσαν πως τα δέντρα λατρεύονταν ως τόποι κατοικίας καλών και ευγενικών πνευμάτων. Έτσι, αγγίζοντας το ξύλο, την κατοικία δηλαδή του πνεύματος, προστατευόσουν και ο ίδιος από τα κακά πνεύματα!! Το άγγιγμα του ξύλου βλέπετε, πίστευαν πως προστατεύει και από την πραγματοποίηση κάποιων αρνητικών οιωνών!

Αργότερα η εν λόγω πρακτική συνδέθηκε με τον σταυρό του μαρτυρίου σαν μια πιθανή ρίζα του εθίμου

"Γυναίκα πρόσφυγας".


Πώς βγήκε η φράση «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο»

Η λαϊκή παροιμία που συνοδεύει τους αγράμματους είναι «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».
Ως γνωστόν, το ξύλο το απελέκητο, το κούτσουρο, είναι άνευ αξίας, έτσι κι ο άνθρωπος ο αγράμματος δεν έχει καμιά αξία.
Η φράση χρησιμοποιούταν από παλιά και υπήρχε μάλιστα και πάνω στις έδρες των γραμματοδιδασκάλων.





Τμήμα από το " ΕΛΕΟΣ"

Φωτο Λεωνίδας Κουρσούμης

Ξυλίκι - ντελής.

Πολύ αγαπημένο παιχνίδι που παιζότανε απο δύο ομάδες με δύο ή τρείς παίχτες η κάθε μία.
Βρίσκαμε δύο καλά ξύλα: ένα μικρό τον ντελή ή λιμά και το μεγάλο την ντελόβεργα ή ξυλίκι και αφού στήναμε δύο πέτρες (τη μάνα) βάζαμε πάνω τον ντελή.

Μετά βάζαμε την ντελόβεργα ανάμεσα στις δύο πέτρες της μάνας και σε πρώτο χρόνο χτυπούσαμε κατακόρυφα και με φορά απο κάτω προς τα πάνω ελαφρά να σηκωθεί ο ντελής στον αέρα, ενώ σε δεύτερο χρόνο τον χτυπούσαμε οριζόντια με όλη μας την δύναμη να φύγει όσο πιό μακρυά μπορούσαμε.

Οι παίχτες της άλλης ομάδας προσπαθούσαν να πιάσουν στον αέρα τον ντελή που με την δύναμη που είχε καμιά φορά τους χτυπούσε δημιουργώντας -ειδικά στο κεφάλι- τις χαραχτηριστικές "μπαμπούνες" (φούσκωμα δηλαδή απο το χτύπημα).

Για να θυμηθειτε λίγο το παιχνίδι αναφέρω τις λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιούσαμε για να δούμε ποιός θα παίξει πρώτος μετρώντας με την ντελόβεργα, απο τον ντελή μέχρι τη μάνα:τόπι -τζι.



Τα ξύλινα τείχη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας 


Ηταν το έτος 480 π.Χ. Οι Πέρσες, με αναρίθμητο στρατό και πλοία, είχαν εισβάλει στην Ελλάδα και προχωρούσαν προς την Αθήνα.
Εμπρός σε αυτόν τον κίνδυνο, οι Αθηναίοι ζήτησαν χρησμό από το μαντείο των Δελφών για το τι να κάνουν. Η απάντηση του μαντείου ήταν ότι «τα ξύλινα τείχη θα σώσουν τας Αθήνας».
Ο Αθηναίος ιδιοφυής στρατηγός Θεμιστοκλής ερμήνευσε τον χρησμό σύμφωνα με τα σχέδιά του, ότι δηλαδή τα ξύλινα τείχη είναι τα πλοία. Άλλοι δεν ερμήνευσαν σωστά τον χρησμό, θεωρώντας ότι με το να στήσουν ξύλινα τείχη γύρω από την Ακρόπολη θα σώσουν την Αθήνα…
Ωστόσο ο Θεμιστοκλής εγκλώβισε με 350 τριήρεις τον περσικό στόλο, που αριθμούσε 1.200 πλοία, στα στενά της Σαλαμίνας και τον κατέστρεψε, σώζοντας την Αθήνα και την Ελλάδα…

"Μάνα αγρότισσα"



ΞΥΛΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ξύλινη γλώσσα ονομάζεται ένας τρόπος έκφρασης βασισμένος σε κωδικοποιημένες και τυποποιημένες εκφράσεις, κοινοτοπιών, κυρίως αναφερόμενος σχετικά με τη γλώσσα των πολιτικών. Η έκφραση «ξύλινη γλώσσα» στα ελληνικά δημιουργήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ως γλωσσικό δάνειο από τη γαλλική φράση «langue de bois», φράση που χρησιμοποιείται συνήθως με αναφορές στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά και τα αντίστοιχα κόμματα στην Ευρώπη. Με τη σειρά της η γαλλική φράση «langue de bois» άρχισε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του 1980, με βάση αντίστοιχη πολωνική έκφραση που προϋπήρχε στη Ρωσία.

Η προέλευσή της είναι αρχικά από την έκφραση «δρύινη γλώσσα» που χρησιμοποιούσαν στη τσαρική Ρωσία, μέχρι τις αρχές, δηλαδή, του 20ού αιώνα, αναφερόμενη στην άκαμπτη και πομπώδη γλώσσα του κρατικού γραφειοκρατικού μηχανισμού. Ο όρος συνέχισε να χρησιμοποιείται και στο διάδοχο καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Τσέχος φιλόσοφος Μάρτιν Χύμπλερ (Μartin Hybler) χαρακτήρισε δε την ξύλινη γλώσσα ως ένα από τα τρία στάδια του απολυταρχισμού στη Σοβιετική ΈνωσηΑπό εκεί άρχισε να χρησιμοποιείται στην Πολωνία (και πάλι αναφερόμενο στη γλώσσα του καθεστώτος) και από στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εμφανίστηκε στη Γαλλία ως langue de bois (γλώσσα από ξύλο). Ήδη το 1978 ο Κορνήλιος Καστοριάδης δημοσιεύει στη Γαλλία εργασία για τον μαρξιστή φιλόσοφο Λουί Αλτουσέρ, «Les crises d'Althusser: De la langue de bois à la langue de caoutchouc» («από τη γλώσσα του ξύλου στη γλώσσα του καουτσούκ»). Στην Ελλάδα, το 1985, ο πολιτικός Βασίλης Μαγγίνας μιλούσε ήδη για την ξύλινη γλώσσα σε βιβλίο του, ως μια διαφθορά της γλώσσας, αναφέροντας ότι στο 1955 οι Πολωνοί τη χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν την επίσημη γλώσσα του κομμουνιστικού καθεστώτος



 Μάσκα αρχαίας τραγωδίας..

Η Ξύλινη γλώσσα των πολιτικών μας: Πώς να μιλάτε χωρίς να λέτε τίποτα!

Οι δέκα φράσεις που αναγράφονται στον ακόλουθο πίνακα σε καθεμία από τις τέσσερις στήλες είναι για τους αναγνώστες που θέλουν να εξοικειωθούν με τα μυστικά της ξύλινης γλώσσας, δηλαδή κοινώς «μιλάω και δεν λέω τίποτα»!

Αρχίστε να διαβάζετε από οποιαδήποτε φράση της στήλης Α και συνεχίστε σε οποιαδήποτε φράση της στήλης Β, Γ και Δ. Έτσι θα έχετε άπειρους συνδυασμούς για μια πολύωρη αοριστολογία χωρίς τέλος!

Και το σημαντικότερο; Τα λόγια σας θα έχουν κύρος και εσείς θα φαίνεστε «πολυδιαβασμένος»!

Πρόκειται για ένα είδος «εγχειριδίου» για νέους ρήτορες, συζητητές επιπέδου και μελλοντικούς πολιτικούς… Όλοι θα σας κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να ξέρουν τι να πουν, αφού γρι δεν θα καταλαβαίνουν και από ντροπή -βεβαίως βεβαίως- δεν θα σας κάνουν καμία επεξηγηματική ερώτηση, μην τυχόν και τους θεωρήσετε «βλάκες» που δεν καταλαβαίνουν αυτά που λέτε…

ΔΕΙΤΕ ΠΩΣ:



"Ή αποεγκεφαλοποίηση"..

φωτό:.Nikos Moutropoulos











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου