Ο Παντελής Χορν (1 Ιανουαρίου 1881 – 1 Νοεμβρίου 1941) υπήρξε θεατρικός συγγραφέας σημαντικών έργων του ελληνικού δραματολογίου του 20ού αιώνα και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος.
Ο θεατρολόγος Βάλτερ Πούχνερ τον χαρακτήρισε πρωτεργάτη του νεοελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα. Μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Σπύρο Μελά θεωρούνται οι αξιολογότεροι θεατρικοί συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Έχει γράψει πάνω από 30 θεατρικά έργα – αν και δεν σώζονται παρά μόνο 12 πολύπρακτα και 4 μονόπρακτά του- γνωστότερα των οποίων είναι «Οι Πετροχάρηδες», «Το φιντανάκι», «Το Μελτεμάκι», «Ο Σέντζας», έργα τα οποία παίζονται και μέχρι σήμερα. Τα έργα του ανέβασαν οι σημαντικότεροι θίασοι και ηθοποιοί, όπως ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη και φυσικά η Κυβέλη, με την οποία τους συνέδεε και βαθιά πολύχρονη φιλία.
Συνεργάστηκε επίσης με τις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες της εποχής του ως χρονογράφος, και σποραδικά ως θεατρικός κριτικός.
Τα σωζόμενα έργα του, συγκεντρώθηκαν σε πέντε τόμους και εκδόθηκαν από το ίδρυμα “Γουλανδρή-Χορν”.
Ήταν πατέρας του εκδότη Γιάννη Χορν και του ηθοποιού Δημήτρη Χορν.
Γεννήθηκε στην Τεργέστη της Ιταλίας από τον Γερμανοεβραϊκής καταγωγής χρηματιστή Δημήτριο Χορν και την Σταματίνα Κουντουριώτη της γνωστής εφοπλιστικής οικογενείας της Ύδρας. Ήταν δηλαδή εγγονός του Παντελή Κουντουριώτη, δισέγγονος του Λάζαρου Κουντουριώτη και ανιψιός του Παύλου Κουντουριώτη (δεύτερος εξάδελφος της μητέρας του), πρώτου Προέδρου της πρώτης ελληνικής Δημοκρατίας.
Είχε επίσης έναν αδερφό, τον Λάζαρο Χορν. Η οικογένεια εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα το 1888 (ή 1889).
Ακολουθώντας την ναυτική παράδοση της μητρικής οικογένειας, τον Οκτώβρη του 1895 εγγράφεται στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Το 1899 αποφοιτά από την σχολή με τον βαθμό του Σημαιοφόρου. Υπηρετεί στο εύδρομο «Ναύαρχος Μιαούλης» ενώ, το 1900 υπηρετεί στα θωρηκτά «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Από το 1901 μέχρι το 1907 που τοποθετείται στο Κεντρικό Προγυμναστήριο του Πόρου, υπηρετεί στους ατμομυοδρόμωνες «Αλφειό», «Ευρώτα» και «Πηνειό», στην ατμοημιολία «Αφρόεσσα» και στα θωρηκτά «Ύδρα» και «Σπέτσαι». Το 1905 προάγεται σε Ανθυποπλοίαρχο.
Ωστόσο αυτό που αγαπούσε να κάνει ήταν άλλο.
Γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά :Εκεί λοιπόν που λαχταρούσα την αγκαλιά της Μελπομένης, ο Ποσειδών με κρατούσε αιχμάλωτο και δεν με άφηνε να κάνω βήμα. Όργωνα τη θάλασσα με τον “Πηνειό” και μέσα στις τρικυμίες της συλλογιζόμουν την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Ήρθαν στιγμές που απογοητεύτηκα. Ήθελα την ελευθερία μου. Ξαπλωμένος στην κουκέτα μου, ονειρευόμουν θεατρικά παρασκήνια.
Το 1905, σε ηλικία 24 ετών, αρχίζει να συνεργάζεται με το φιλολογικό περιοδικό «Ο Νουμάς». Εδώ θα γράψει μια παρουσίαση στο έργο του Ίψεν «Η κυρά της θάλασσας», ενόψει του ανεβάσματός του από τον θίασο του Θωμά Οικονόμου, και θα δημοσιεύσει και τα δύο πρώτα θεατρικά του έργα, τον «Ξένο» και «Το Ανεχτίμητο»
«Ο Ξένος» είναι ένα σύντομο (μονόπρακτο) συμβολικό δράμα γραμμένο στη δημοτική, το οποίο δεν έχει παιχτεί ποτέ.
«Το Ανεχτίμητο» - πάνω στο μύθο του Γεφυριού της Άρτας το οποίο πρωτο-εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Νουμά, - αφιερωμένο στον Ψυχάρη (φανατικός οπαδός του οποίου ήταν ο Χορν)-το φθινόπωρο του 1906, τράβηξε την προσοχή των φιλολογικών κύκλων της εποχής, τόσο με θετικό όσο και με αρνητικό τρόπο. Οι δημοτικιστές το επαινούν, οι καθαρευουσιάνοι, με προεξάρχουσα όλων την εφημερίδα «Αθήναι», του Γεώργιου Πωπ, το κατακεραυνώνουν. «...[έργο] γραμμένον εις την φρικαλεωτέραν δημοτικήν και παρουσιάζον μακράς σκηνάς χυδαιολογικής αισχρολογίας» . Οι κατηγορίες αυτές οδηγούν σε καταγγελία του συγγραφέα στο Υπουργείο Ναυτικών όπου με την κατηγορία της προσβολής των ηθών παραπέμπεται από τον τότε υπουργό Ναυτικών, Κωνσταντίνο Τρικούπη στο Ναυτοδικείο. Τελικά αθώωθηκε και απαλλάχθηκε με βούλευμα. Ούτε αυτό το έργο παραστάθηκε ποτέ.
«Οι Πετροχάρηδες» - θεατρικές αποτυχίες
Το 1908 τον βρίσκει να υπηρετεί στο αντιτορπιλικό «Θύελλα», ενώ τους επόμενους μήνες υπηρετεί στο αντιτορπιλικό «Νίκη» και πάλι στο θωρηκτό «Σπέτσαι». Τον ίδιο χρόνο γράφει την πρώτο του έργο που ανέβηκε στο θέατρο, τους «Πετροχάρηδες», που έγινε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία. Το έργο, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Σ. Χαρλής», ανέβηκε στις 3 και 4 Ιουλίου του 1908 στο θέατρο Συντάγματος, από τον θίασο της Ροζαλίας Νίκα, σε σκηνοθεσία του Θωμά Οικονόμου και με τον Εδμόνδο Φυρστ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ύστερα από περίπου σαράντα μέρες, θα ανέβει στη σκηνή - διατηρώντας ακόμα το ψεύδωνυμό του- και το επόμενο έργο του, το μονόπρακτο «Το τίμιο σπίτι».Το έργο ανέβηκε στο θέατρο της Νέας Σκηνής στην Ομόνοια, στις 8 Αυγούστου του 1908 με πρωταγωνιστή τον Μήτσο Μυράτ, ενώ βασικό ρόλο κράτησε και η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το έργο ήταν αποτυχία, το θέμα δεν άρεσε στο κοινό που συνήθως παρακολουθούσε τις παραστάσεις της Νέας Σκηνής, και σύμφωνα με τους κριτικούς, το παίξιμο των ηθοποιών ήταν άτονο.
Την 1η Ιουλίου του 1909 ο Χορν θα παντρευτεί την Ευτέρπη Αποστολίδου ενώ 20 μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου του 1909 θα δει ένα ακόμα έργο του να ανεβαίνει στο θέατρο. Πρόκειται για την «Μελάχρα», δράμα που ανέβηκε για μία μόνο παράσταση από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, με την ίδια στον επώνυμο ρόλο.
Εκείνον τον Αύγουστο του 1909, εκδηλώνεται και το Κίνημα στο Γουδί, από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ο Χορν, φιλικά προσκείμενος στον Σύνδεσμο είχε προσυπογράψει τα πρωτόκολλα τιμής του, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες για το αν συμμετείχε έμπρακτα στο Κίνημα. Το 1910 θα προαχθεί σε Υποπλοίαρχο.
Στο θεατρικό σανίδι παρουσιάζεται ο μικρός μονόλογός του «Μες στο σκοτάδι», τον οποίο ερμήνευσε ο Ευτύχιος Βονασέρας, στο θέατρο Πανελλήνιον, στις 31 Ιανουαρίου του 1910. Το 1910 επίσης, ο Χορν συμμετέχει στον «Α' Αβερώφειο διαγωνισμό» θεατρικών έργων, με το τρίπρακτο δράμα του, «Ο άνθρωπός μας». Το έργο δεν διακρίθηκε στον διαγωνισμό, παρόλα αυτά όμως παραστάθηκε στο θέατρο «Βαριετέ», από τον θίασο Κυβέλης-Σαγιώρ, στις 21 και 22 Ιούνη του 1910. Ούτε εκεί είχε επιτυχία, γι' αυτό και ο συγγραφέας δεν έκανε κανέναν κόπο να διατηρήσει το κείμενο, και έτσι το έργο έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του χαθεί.
Τον Ιούλιο του ίδιου καλοκαιριού, ο Χορν θα δώσει δύο έργα του, στον σχετικά άγνωστο θίασο της εποχής του, της Βασιλείας Στεφάνου, το μονόπρακτο «Η Βασίλω του Χαρεντά», και το τρίπρακτο «Το κρίμα της μάνας», που ο θίασος ανέβασε στις 1 και 2 Ιουλίου στο απόμερο θέατρο «Νεαπόλεως», στην ίδια παράσταση. Ούτε αυτά τα δύο έργα, είχαν καμμιά επιτυχία, αγνοήθηκαν από κοινό και κριτικούς και μάλιστα έχουν και αυτά τα χειρόγραφα χαθεί.
Το 1911 θα γεννηθεί ο πρώτος του γιος, ο Γιάννης. Η υπηρεσία του τον στέλνει εκπαιδευτικό ταξίδι στη Γαλλία, για να ειδικευθεί στις τορπίλες. Θα παραμείνει στο Παρίσι μέχρι το 1912. Εκεί θα έρθει σε επαφή με τον πνευματικό κόσμο της Γαλλίας αλλά και με Έλληνες λογίους και θα αποφασίσει να εγκαταλείψει την στρατιωτική του καριέρα για χάρη της τέχνης. Υποβάλλει αίτηση παραίτησης από το βαθμό και τη θέση του, η οποία γίνεται δεκτή τον Αύγουστο του 1911. Θα συνεχίσει την παραμονή του στο Παρίσι ενώ τον χειμώνα του ίδιου έτους θα ανεβεί στο Δημοτικό θέατρο του Βόλου, από τον θίασο της Κυβέλης, το τετράπρακτο δράμα του, «Οι νικημένοι». Ύστερα από ένα μήνα περίπου το έργο θα ανέβει και στην Αθήνα, και πάλι από την Κυβέλη, στο Βασιλικό θέατρο. Και αυτό πέρασε απαρατήρητο, και πλέον χαμένο.
Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, στέλνει το καλοκαίρι του 1912, στην συνεργάτιδα κα φίλη του πλέον, Κυβέλη, το μονόπρακτο δράμα του, «Φιορέλα». Με αυτό το έργο συμμετέχει στον «Β' Αβερώφειο διαγωνισμό», αφού η Κυβέλη το παρουσιάζει στο θέατρο της, στις 12 Αυγούστου. Στο έργο εμφανίζεται πρώτη φορά, μωρό, η κόρη της Κυβέλης και μετέπειτα ηθοποιός Μιράντα Μυράτ, ενώ πρωταγωνίστρια είναι η Κυβέλη. Το έργο είχε κακή υποδοχή από το κοινό, ενώ άρεσε στους κριτικούς, όμως δεν ξαναπαίχθηκε ποτέ, αφού και αυτό το κείμενο ήταν χαμένο (το έργο βρέθηκε τελικά γύρω στα 1990, στο αρχείο του Παντελή Χορν, που διατήρησε ο γιος του, Δημήτρης).
Το Σεπτέμβρη του 1912 και όταν βρισκόταν ακόμα στο Παρίσι, ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στον Βαλκανικό πόλεμο. Διορίζεται αρχηγός λόχου στο ναυτικό άγημα και τον Οκτώβρη του 1912 κατόπιν διαταγής του αρχηγού του στόλου και θείου του Παύλου Κουντουριώτη καταλαμβάνει την νήσο Ίμβρο, της οποίας γίνεται διοικητής για λίγο καιρό. Για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε, τον Ιούνιο του 1913 θα προβιβαστεί σε Πλωτάρχη.
Την ίδια χρονιά, το 1913, θα γεννηθεί το δεύτερο παιδί του, η κόρη του Ματίνα. Δυστυχώς, σε έξι χρόνια, το 1919, το μικρό κορίτσι θα πεθάνει.
Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων το 1913, επανέρχεται σε κατάσταση εφεδρείας.
Το 1915 θα εγκαινιάσει την συνεργασία του με τις εφημερίδες, δημοσιεύοντας στο «Έθνος».
Τρία έργα του θα δουν το φως της σκηνής αυτήν τη χρονιά: Η «Παναγία η κατηφορίτισσα»- τρίπρακτο δράμα - πού παίχτηκε στο θέατρο Κοτοπούλη από τις 22 έως τις 26 Απρίλη του 1915, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Στο έργο πρωταγωνίστησαν ο Αιμίλιος Βεάκης και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Το έργο που ήταν η συμμετοχή του Χορν στον «Γ' Αβερώφειο διαγωνισμό», και που κριτικοί και κοινό βρήκαν εξαιρετικό, δεν σώζεται. Επόμενο, οι «Φλόγες», πατριωτικό δράμα τριών πράξεων, που ανεβαίνει από τις 23 ως τις 27 Μάη του 1915 στο θέατρο Συντάγματος από τον θίασο Ροζάν-Γαβριηλίδη-Ιακωβίδη. Στο έργο πρωταγωνιστούσαν η Μερόπη Ροζάν, ο Περικλής Γαβριηλίδης και άλλοι (άγνωστοι σήμερα) ηθοποιοί. Και αυτό το κείμενο έχει χαθεί. Και τελευταίο για το 1915, «Η κερένια κούκλα». Το έργο αποτελεί τη θεατρική διασκευή του γνωστού ομώνυμου μυθιστορήματος -«Η κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, πνευματική φυσιογνωμία που ο Χορν θαύμαζε απεριόριστα. Ανέβηκε στις 14 και 15 Ιούλη του 1915 από τον θίασο της Κυβέλης, και ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατούσαν η Κυβέλη, η Βάσω Δημοπούλου και ο Νικόλαος Ροζάν.
Το 1915, ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά για τον συγγραφέα, θα γράψει επίσης το τρίπρακτο δράμα «Η πλημμύρα». Το έργο δεν παίχτηκε ποτέ και μάλιστα ήταν άγνωστο μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Το φθινόπωρο του 1915, με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου πολέμου, ανακαλείται και πάλι στην ενέργεια. Θα τοποθετηθεί στην Διοίκηση Άμυνας του Σαρωνικού.
Το επόμενο φθινόπωρο, του 1916 προσχωρεί στο στρατιωτικό-πολιτικό κίνημα της «Έθνικής Άμυνας» του Ελευθερίου Βενιζέλου και τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, διορίζεται από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, επιθεωρητής του λιμανιού της Χίου και επικεφαλής της ναυτικής άμυνας του νησιού. Εκεί θα γνωριστεί με τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Για τον Νικόλαο Πλαστήρα ειδικά, έτρεφε μεγάλο θαυμασμό. Θα γράψει γι'αυτόν το 1922:«...Ένας ημίθεος σαν εκείνους της Ομηρικής εποποϊας. Έτσι γεννήθηκε εκείνος, που δίπλα σε έναν άλλο, που ήξερε πως να πνίξει, για κάμποσο τουλάχιστον καιρό, μέσα στο Ρωμιό το λογά και τον συμφεροντολόγο, οδήγησε μαζί με τους άλλους ήρωας συντρόφους του τον Ελληνικό λαό στην εκπλήρωση των προαιώνιων πόθων του.»
Την ίδια χρονιά θα κάνει την εμφάνισή του και σαν ποιητής: θα δημοσιεύσει 4 ποιήματά του, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αρμονία».
Τον Σεπτέμβρη του 1917 θα παιχτεί από την Κυβέλη το τρίπρακτο δράμα του, το «Μαύρο Καράβι». Πρωταγωνιστούσαν εκτός από την Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης αλλά και -σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του- και ο Θωμάς Οικονόμου, που είχε αναλάβει και την σκηνοθεσία της παράστασης. Το έργο παίχτηκε μόνο 3 φορές και από τότε ξεχάστηκε. Ακόμα ένα κείμενο που έχει χαθεί.
Τον Μάη του 1918 προάγεται -κατ' εκλογήν- σε Αντιπλοίαρχο και τοποθετείται τμηματάρχης προσωπικού στο Υπουργείο των Ναυτικών.
Τον Ιούλιο, ένα ακόμη χαμένο σήμερα, τρίπρακτο δράμα του ανεβαίνει στη σκηνή και πάλι από την Κυβέλη. Πρόκειται για την Ανατολίτισσα, η πρεμιέρα της οποίας έγινε παρουσία του πρωθυπουργού Βενιζέλου, του Παύλου Κουντουριώτη και πολλών υπουργών. Το έργο θεωρήθηκε παταγώδη αποτυχία, και οι κριτικοί με προεξάρχοντα τον Φώτο Πολίτη, τον κατακεραύνωσαν.
Το 1919 μετατάσσεται στο νεοσύστατο Λιμενικό Σώμα, με τον βαθμό του Επιλιμενάρχη Β' τάξεως και τοποθετείται Επιθεωρητής των Λιμενικών Αρχών. Ένα χρόνο αργότερα, όμως, το 1920 θα παραιτηθεί εκ νέου.
«Το φιντανάκι» - θεατρικές επιτυχίες
Το 1921 , χρονιά που γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του ο Δημήτρης Χορν και αφού προηγήθηκαν 10 (από άποψη αποδοχής) αποτυχίες (!!!), έρχεται η δεύτερη -μετά τους «Πετροχάρηδες»- διαχρονική επιτυχία του. «Το φιντανάκι», αθηναϊκή ηθογραφία 3 πράξεων, ανεβαίνει από το θίασο της Κυβέλης, (χωρίς όμως να παίξει εκείνη), τον Σεπτέμβρη του 1921. Πρωταγωνιστούσαν ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου. Το έργο γνώρισε αμέσως και από το κοινό και από τους κριτικούς θερμή υποδοχή. Βραβεύτηκε μάλιστα στον Αβέρωφειο διαγωνισμό του 1922. Το θεατρικό έργο το διασκεύασε αργότερα ο συγγραφέας του, σε μυθιστόρημα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», τον χειμώνα του ίδιου χρόνου.
Το 1922 ανακαλείται από τον Νικόλαο Πλαστήρα και τοποθετείται στην παλαιά του θέση, Επιθεωρητής των Λιμενικών Αρχών, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι την οριστική αποστράτευσή του. Εγκαινιάζει τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» υπογράφοντας τη στήλη του με το ψευδώνυμο «Μώμος» και τον Αύγουστο του 1922 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει στο θέατρό της, την επόμενη αθηναϊκή ηθογραφία του, τη «Σταχτομπούτα». Το έργο έχει μια κάποια επιτυχία, όχι όμως αντίστοιχη του «Φυντανακίου». Και αυτό ανήκει στα χαμένα.
Στις 17 Σεπτέμβρη 1923 η Κυβέλη θα ανεβάσει το δίπρακτο δράμα του «Η Νταλμανοπούλα», έργο που θα γνωρίσει και αυτό την επιτυχία. Τον Νοέμβρη ο Χορν, βραβεύεται με το «Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών» για την προσφορά του στο θέατρο. Τον Αύγουστο του 1924 η Κυβέλη θα ανεβάσει στο θεάτρό της, ακόμα μια αθηναϊκή ηθογραφία του, τις «Γειτόνισσες». Η Σαπφώ Αλκαίου στο ρόλο μια λαϊκής γυναικούλας έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία, -ήταν ένας προσωπικός της θρίαμβος- το έργο άρεσε στο κοινό, αλλά δίχασε τους κριτικούς. Το 1925 είναι ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά για τον Χορν. Θα παιχτούν δύο έργα του,τα οποία θεωρούνται από τα καλύτερά του. Πρώτο ανέβηκε η κωμωδία του, «Ο Σέντζας», τον Μάη του 1925, στο θέατρο «Κεντρικόν», από τον θίασο Αιμ. Βεάκη - Χρ. Νέζερ. Και ο «Ο Σέντζας», λόγω του τολμηρού για την εποχή του θέματος προκάλεσε δυσμενή σχόλια στον ημερήσιο Τύπο. Οι κριτικοί - με εξαίρεση τον Άλκη Θρύλο και τον Κωστή Μπαστιά, που θεώρησαν το έργο ένα από τα καλύτερα του συγγραφέα - το καταδίκασαν. Το έργο δεν ξαναπαρουσιάστηκε γιατί και αυτό το χειρόγραφο θεωρούνταν χαμένο. Το ανακάλυψε και αυτό μαζί με τα υπόλοιπα η επιμελήτρια των «Απάντων» του Χορν, Έφη Βαφειάδη. Το έργο ύστερα από 77 ολόκληρα χρόνια, ανέβηκε από την «Νέα Σκηνή» του Εθνικού θεάτρου το 2002, σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου, και με πρωταγωνιστές τον Τάκη Χρυσικάκο και τον Τάσο Πεζιρκιανίδη.
Δεύτερο έργο εκείνου του χρόνου, που ανέβηκε τον Ιούλη από την Μαρίκα Κοτοπούλη - με έναν ρόλο να κρατά και η νεαρή τότε Γεωργία Βασιλειάδου, «Η Φλαντρώ», «τραγωδία του πόθου», όπως την ονόμασε ο συγγραφέας. Οι κριτικοί, με επικεφαλής τον Φώτο Πολίτη, το καταδίκασαν και αυτό. Ωστόσο το έργο άντεξε στο χρόνο, θεωρείται από τα αρτιότερα του τεχνικά και το θέμα του (το ερωτικό ένστικτο και η ορμή του) σήμερα δεν ξενίζει κανέναν.
Το 1926 γράφει τη μονόπρακτη κωμωδία «Στη λαύρα του μεσημεριού» -και αυτό χαμένο σήμερα- το οποίο παίζεται τον Αύγουστο στο θέατρο Κοτοπούλη από τον θίασο της Τασίας Κύρου. Τον Δεκέμβρη του 1926 η Μαρίκα Κοτοπούλη ανεβάζει τη δίπρακτη νησιώτικη ηθογραφία του «Στο Πανηγύρι» - και αυτό χαμένο-. Στο έργο έπαιζε έναν από τους πρώτους ρόλους του ο Αλέξης Μινωτής. Το έργο άρεσε σε κοινό και κριτικούς.
Το 1926 επίσης, αποστρατεύεται με τον βαθμό του Υποναυάρχου.
Το 1927 και συγκεκριμένα τον Ιούλιο ανεβαίνει από τον θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου η κωμωδία του «Η Ψωροκώσταινα». Το έργο άρεσε στο κοινό, ήταν εισπρακτική επιτυχία, ενώ οι θεατρικοί κριτικοί το βρήκαν μέτριο.
«Το Μελτεμάκι» - Προς το τέλος
«Το Μελτεμάκι» είναι η πιο γνωστή κωμωδία του Χορν, ένα έργο-βάση των δραματολογίων των ελληνικών θιάσων γι' αυτό και έχει παρουσιαστεί στη σκηνή πάμπολλες φορές. Η πρώτη παράσταση ωστόσο, δόθηκε από τον θίασο της Κυβέλης, τον Οκτώβρη του 1927, με πρωταγωνίστρια την κόρη της Κυβέλης, Αλίκη. Το έργο έγινε μεγάλη επιτυχία αφού άρεσε ομόφωνα αυτή τη φορά και στο κοινό και στους κριτικούς. Δυο χρόνια μετά, το θεατρικό κείμενο δημοσιεύτηκε στην Νέα Εστία.
Τον Απρίλη του 1928 δόθηκαν τρεις μόνο παραστάσεις του έργου του «Σκραπ» και πάλι από τον θίασο της Κυβέλης. Το έργο όμως ήταν αποτυχία, δεν άρεσε ούτε στην κριτική ούτε και στο κοινό, και το κείμενο έχει και αυτό χαθεί. Τον Ιούνιο του 1928 ο Χορν θα δώσει την κομεντί του, «Γυναίκα-θάλασσα» στον θίασο «Καλλιτεχνική Ένωση» με πρωταγωνίστρια την Ελένη Παπαδάκη, και τον Χορν και υποδύεται και αυτός ένα από τα πρόσωπα του έργου, παρότι ο ίδιος παραδέχτηκε “...ότι αυτό ήταν ασέβεια για την τέχνη του ηθοποιού.”Από το έργο αυτό, σώζονται σήμερα μόνο αποσπάσματα.
Το 1929 ο Χορν θα ταράξει και πάλι τα νερά της ηθικής τάξης. Ο θίασος του Βασίλη Αργυρόπουλου ανεβάζει τον Ιούλη, το σατιρικό έργο «Σιγανοπαπαδιές». Το έργο κατέβηκε ύστερα από τρεις παραστάσεις με εντολή της Αστυνομίας γιατί προσέβαλε τον κλήρο και τη θρησκεία. Ύστερα από τη γνωμοδότηση της επιτροπής που σχηματίστηκε για να εγκρίνει ή όχι την συνέχιση των παραστάσεων, μέλος της οποίας ήταν και ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Νικόλαος Λάσκαρης, αποφασίστηκε να συνεχιστούν οι παραστάσεις αφού αναγραφεί ότι το έργο είναι ακατάλληλο για ανηλίκους και αφού αφαιρεθούν ορισμένες σκηνές. Όλα αυτά δεν είχαν σαν αποτέλεσμα παρά το έργο να γίνει επιτυχία, εισπρακτική κυρίως. Και αυτό το κείμενο δυστυχώς έχει χαθεί. Τον Οκτώβριο του 1929 - το χαμένο σήμερα έργο του - «Ο Σταθμός» ανεβαίνει για 4 μόλις παραστάσεις από τον θίασο της Κυβέλης. Οι σκηνογραφίες ήταν του πρωτοεμφανιζόμενου τότε σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη. Η παράσταση επαινέθηκε από την κριτική όχι όμως και από το κοινό.
Την ίδια χρονιά συνεργάζεται με την εφημερίδα «Εσπερινή», συνεργασία που κρατάει μέχρι το 1931, που αρχίζει την συνεργασία του με την εφημερίδα «Βραδυνή» -χρονογράφος της στήλης «Λογικά και Παράλογα», η οποία θα διαρκέσει μέχρι και το 1937. Το 1931 η θεατρική παραγωγή του θα περιοριστεί μόνο σε δύο μονόπρακτα. Το πρώτο που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Δημήτρη Ευαγγελίδη -η μόνη συνεργασία του Χορν- έχει τίτλο «Ο κ. Πρόξενος» και παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1931, από τον «Θίασο των Νέων Καλλιτεχνών», του Δημήτρη Ιωαννόπουλου. Το δεύτερο μονόπρακτο η «Εύα» δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή, παρά μόνο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο, την χρονιά που ο Χορν έγραφε για το περιοδικό την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ανεμομαζώματα».
Το 1934 θα γράψει το έργο «Δεν αγαπάμε τον ίδιον». Το έργο είχε την τύχη να ανεβεί, τον Αύγουστο του 1931, από τον θίασο Κυβέλης - Μαρίκας, σε μια σπάνια από κοινού παράστασή τους. Εκτός από τις δύο πρωταγωνίστριες που ερμήνευαν τους βασικούς ρόλους, στο έργο εμφανίστηκαν επίσης οι νεαροί τότε Γιώργος Παππάς και Βασίλης Λογοθετίδης. Η κριτική ομόφωνα, το βρήκε κακό. Το 1936 , χρονιά που θα συνεργαστεί και με την εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη», ο Χορν γράφει την τελευταία κωμωδία του, «Τα τσαλιμάκια». Το έργο ανέβηκε (δυο βδομάδες μετά την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία) στο θέατρο Αλίκης, από τον θίασο Αλίκης - Μουσούρη - Νέζερ. Στο έργο θα παίξουν επίσης η Μαρίκα Νέζερ και η Ντόρα Βολανάκη. Ούτε αυτό το χειρόγραφο σώζεται, επομένως το έργο δεν επαναλήφθηκε ποτέ.
Το 1937 θα δει για τελευταία χρονιά, έργο του να ανεβαίνει στη σκηνή. Πρόκεται για το μέχρι πρότινος χαμένο δράμα του «Ζωή και Παραμύθι» που ανέβασε ο θίασος της Κατερίνας Ανδρεάδη.
Τα υπόλοιπα χρόνια θα τα περάσει γράφοντας μόνο στις εφημερίδες, με τελευταία συνεργασία στο «Ελεύθερο Μέλλον».
Πέθανε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου του 1941, χτυπημένος από καρκίνο. 1941.
Παραστασιογραφία
*1908«Οι Πετροχάρηδες», δράμα. Θίασος Ροζαλίας Νίκα, θέατρον «Συντάγματος»«Το τίμιο σπίτι», τραγική σάτιρα. Θίασος «Νέα Σκηνή: Κυβέλη, Σαγιώρ, Μυράτ», θέατρο «Νέα Σκηνή» (Ομόνοια)
*1909«Μελάχρα», δράμα. Θίασος «Νέα Σκηνή: Κυβέλη, Σαγιώρ, Μυράτ», θέατρο «Νέα Σκηνή»(Ομόνοια)
*1910«Μες στο σκοτάδι», δραματικός μονόλογος. Θέατρο «Πανελλήνιον», Ευτύχιος Βονασέρας«Ο άνθρωπός μας», δράμα. θίασος «Νέα Σκηνή: Κυβέλη, Σαγιώρ, Μυράτ», θέατρο «Νέα Σκηνή» (Ομόνοια)«Το κρίμα της μάνας». Θίασος Βασιλείας Στεφάνου, θέατρο «Νεαπόλεως»«Η Βασίλω του Χαρεντά». Θίασος Βασιλείας Στεφάνου, θέατρο «Νεαπόλεως»
*1911«Οι νικημένοι». Θίασος Κυβέλης, – «Δημοτικό θέατρο» Βόλου
*1912«Φιορέλα». Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
*1915«Η Παναγία η κατηφορήτισσα», δράμα. Θίασος Κοτοπούλη – θέατρο «Κοτοπούλη»
*1915«Φλόγες», δράμα. Θίασος Ροζάν-Γαβριηλίδη-Ιακωβίδη, θέατρο «Συντάγματος»
*1915«Η κερένια κούκλα» (διασκευή του μυθιστορήματος Η κερένια κούκλα του Χρηστομάνου), δράμα. Θίασος - θέατρο «Κυβέλης»
*1917«Το μαύρο καράβι», δράμα. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
*1918«Ανατολίτισσα», δράμα. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
*1921«Το φιντανάκι», αθηναϊκή ηθογραφία. Θίασος -θέατρο «Κυβέλης»
*1922«Η σταχτομπούτα», αθηναϊκή ηθογραφία. Θίασος – θέατρο «Κοτοπούλη»
*1923«Η νταλμανοπούλα», δράμα. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
*1924«Οι γειτόνισσες», αθηναϊκή ηθογραφία. Θίασος – θέατρο «Κυβέλης»
*1925«Ο Σέντζας», κωμωδία. Θίασος Βεάκη – Νέζερ, θέατρο «Κεντρικόν»«Φλαντρώ», τραγωδία του πόθου. Θίασος – θέατρο «Κοτοπούλη»
*1926«Στη λαύρα του μεσημεριού». Θίασος Τασίας Κύρου, θέατρο «Κοτοπούλη»«Στο πανηγύρι», νησιώτικη ηθογραφία. Θίασος – θέατρο «Κοτοπούλη»
*1927«Η ψωροκώσταινα», σκηνική γελοιογραφία σε 3 μέρη. Θίασος Βασίλη Αργυρόπουλου, θέατρο «Αλάμπρα»«Το μελτεμάκι», κωμωδία. Θίασος Κυβέλη, θέατρο «Απόλλων»
*1928«Σκραπ», φαντασία τρίπρακτη. Θίασος Κυβέλης -Νέο θέατρο «Κυβέλης» (πρώην «Διονύσια»)«Γυναίκα-θάλασσα», κομεντί. Θίασος «Καλλιτεχνική Ένωσις», με Ελένη Παπαδάκη και τον ίδιο τον Χορν ως ηθοποιό, θέατρο «Αλάμπρα»
*1929«Σιγανοπαπαδιές», σατιρική κωμωδία. Θίασος Αργυρόπουλου, θέατρο «Κεντρικόν»«Σταθμός». Θίασος-θέατρο «Κυβέλης»
*1931«Ο κ. πρόξενος». Θίασος «Νέοι καλλιτέχναι», θέατρο «Ατλαντίς»
*1934«Δεν αγαπάμε τον ίδιο». Θίασος Κυβέλης – Μαρίκας, θέατρο «Κοτοπούλη»
*1936«Τα τσαλιμάκια», κωμωδία. Θίασος Αλίκης, Μουσούρη, Νέζερ – θέατρο «Αλίκης»
*1937«Ζωή και Παραμύθι». Θίασος Κατερίνας, θέατρο «Κεντρικόν»
Το φιντανάκι
Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν είναι δραματικό έργο της αθηναϊκής γειτονιάς του μεσοπολέμου και γράφτηκε το 1921. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της εν λόγω εποχής. Οι οικονομικές όσο και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη, (για παράδειγμα ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος, η εκβιομηχάνιση), επηρέαζαν ουσιαστικά και ριζικά -εκτός των άλλων- τα πολιτιστικά δρώμενα[2]. Η Ελλάδα, επίσης, βίωσε τον εθνικό διχασμό μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όπως και την απογοήτευση για τον μεγαλοϊδεατισμό και τις εδαφικές της διεκδικήσεις. Παράλληλα, η αστάθεια σε όλα τα επίπεδα της ζωής, αποτέλεσε αιτία για οικονομικό μαρασμό, όπως και για μια σειρά αδιέξοδων πολιτικών επιλογών. Το αποτέλεσμα ήταν να αναδυθούν σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, που κατέληξαν σε δικτατορίες αλλά και εμφύλιο σπαραγμό
Η υπόθεση του έργου
Σε μια πλακιώτικη αυλή λίγο καιρό πριν από την Μικρασιατική καταστροφή, η Τούλα, (το νεαρό φιντανάκι), φτωχή μοδίστρα, κόρη του ταχυδρόμου κυρ- Αντώνη, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Γιάγκου, ενός νέου άνεργου μάγκα (κουτσαβάκης). Ο Γιάγκος θα προδώσει τον έρωτά της για χάρη της Εύας, που εκτός από όμορφη έχει και πολλές γνωριμίες που ίσως φανούν χρήσιμες στον Γιάγκο. Η Τούλα όμως, περιμένει το παιδί του. Μπροστά στο σκάνδαλο και με προτροπή της κυρά-Κατίνας, μιας γυναίκας ελαφρών ηθών- ο κυρ-Αντώνης θα καταχραστεί χρήματα της υπηρεσίας του και θα κινδυνέψει να οδηγηθεί στη φυλακή. Στο τέλος του έργου, ο κυρ-Αντώνης πεθαίνει, πληγωμένος βαθιά στην αξιοπρέπειά του, και η Τούλα ακολουθεί τον ηλικιωμένο αλλά εύπορο Γιαβρούση προκειμένου να φύγει από την φτώχεια.
Ηθογραφία
Στο Φιντανάκι, κάτω από το επίχρισμα της «αθηναϊκής ηθογραφίας», βρίσκεται η δυναμική ενός οικογενειακού και κοινωνικού δράματος, από την οποία το έργο αντλεί όλη τη διαχρονική αξία και ζωντάνια του. Ωστόσο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο όρος ηθογραφία δεν αποτελεί επί της ουσίας θεατρικό είδος ενταγμένο στην κατηγοριοποίηση της δραματουργίας, όπως η κωμωδία ή το ιστορικό δράμα, αλλά αποτελεί αναφορά στη δραματουργική θεματική παραγωγή της συγκεκριμένης εποχής.
Η απλή καθημερινή ιστορία της Τούλας και του κυρ-Αντώνη στη γραφική γειτονιά, μοιάζει να περιγράφει ένα μικρόκοσμο, συνηθισμένα περιστατικά με τύπους λαϊκούς από τη σκοπιά μιας φωτογραφικής απεικόνισης των ηθών. Μοιάζει επίσης να ρέπει προς το μελόδραμα, στοιχείο κληροδοτημένο από τον 19ο αιώνα, με τους καλούς και κακούς σε θεμελιακή αντιπαράθεση, με την ατιμασμένη κόρη και τον πικραμένο πατέρα, τη φτώχεια, την πορνεία, τον προδομένο έρωτα. Όμως ο Π. Χορν ούτε στη φολκλορική επιφάνεια της αυλής στέκεται, ούτε την ηθικοπλαστική έκβαση του μελοδράματος υπηρετεί. Δε λειτουργεί με την επιθυμία του κοινού αισθήματος δικαίου και την ψευδαίσθηση ότι η διασαλεμένη τάξη τελικά θα αποκατασταθεί υπέρ των αθώων και τιμίων, του αδικημένου και του θύματος. Το έργο είναι βαθύτερα ρεαλιστικό στον βαθμό που, ξεκινώντας από μια κλειστή ανθρωπογεωγραφία, ξανοίγεται χωρίς προκαταλήψεις προς τα κοινωνικά προβλήματα, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις διαπροσωπικές αντιθέσεις, οι οποίες όχι απλώς δεν είναι εποχιακές ή πρόσκαιρες, αλλά βρίσκονται σταθερά στη βάση της αστικής κοινωνίας και ιδεολογίας.
Κεντρικό σημείο του συγκεκριμένου δράματος αποτελεί η ηθική καταρράκωση των πρωταγωνιστών, που αποτελούν θύματα του κοινωνικού και οικονομικού μαρασμού. «Δε βαριέσαι, ο μισθός τιποτένιος. Τα τυχερά πότε είναι και πότε δεν είναι … τι τα θες δεν είμαστε τυχεροί», είναι τα λόγια του κυρ- Αντώνη για την κακοτυχία που κατατρέχει τους μεροκαματιάρηδες της αυλής, λόγια που ο Χορν χρησιμοποιεί για να τονίσει την οικονομική ανέχεια που τους διακρίνει. «Τόσες χιλιάδες περνάνε από τα χέρια σου. Ποιος έχει το μέλι στα δάκτυλά του και δεν το γλύφει;». Αυτά είναι τα λόγια της Φρόσως, από την άλλη πλευρά, λόγια που αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα, της χαμένης ηθικής, της παρακμής των αξιών, από πεινασμένους -υλικά και πνευματικά- ταλαίπωρους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν παραμερίσει τις ατομικές -κάθε είδους- αναστολές, προκειμένου να ζήσουν το ελάχιστα ευτυχέστερο, πέρα από την καθημερινή αθλιότητα που τους σκοτώνει.
Δεν ωραιοποιεί ο Π. Χορν τα γεγονότα. Αντίθετα, τα παρουσιάζει με ιδιαίτερο ρεαλισμό, παρουσιάζει συναισθηματικές εξάρσεις που προβάλλουν την οδύνη με έντονο τρόπο, καθώς οι πρωταγωνιστές του αργά ή γρήγορα, θα ακολουθήσουν την άτυχη κατά τα λόγια του κυρ-Αντώνη μοίρα τους.
Χρησιμοποιεί στα έργα του τη δημοτική με χαρακτηριστικό τρόπο. Αναφέρεται με λαϊκές εκφράσεις, όπως η φράση του Γιάγκου: «Σιλάνς, μωρή» και η απάντηση της Φρόσως: «Σιλάνσης είσαι και φένεσαι!». Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει την δια του λόγου καταγραφή της πνευματικής καλλιέργειας, όπως και την προβολή της κοινωνικής και αισθητικής συμπεριφοράς της εποχής. Η γραφή του βρέθηκε, αρκετές φορές, σε αντιπαράθεση με το πνεύμα άλλων θεατρικών συγγραφέων της εποχής. Η τάση που επικρατούσε ήταν να γράφονται έργα με πιο απλά λόγια όσο και πιο ανάλαφρη θεματολογία, εστιάζοντας στην παράδοση και την αναφορά στα ελληνικά ήθη και έθιμα. Αν και λογοτέχνης με ιδιαίτερη καλλιέργεια, ο Χορν είχε επιλέξει -όπως ανέφερε και ο ίδιος- μια κατάσταση γλωσσικής ελευθερίας ή αναρχίας, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για την κοινωνική κριτική. Διαφαίνεται ότι με τον λόγο του, τις φράσεις που χρησιμοποιούσε, επιθυμούσε την προβολή των χαρακτήρων των έργων του με αυθεντικό τρόπο, χωρίς ηθικούς φραγμούς και καλλιτεχνικές αναστολές. Η πραγματικότητα και η γνήσια καταγραφή της είναι το ζητούμενο και εκεί είχε στραμμένο προφανώς το ενδιαφέρον του ο Χορν.
Η Τούλα, το κεντρικό πρόσωπο
Είναι ιδιαίτερο το σημείο όπου ο κυρ-Αντώνης λέει στην κόρη του την Τούλα πως είναι η μοναδική του παρηγοριά. Η Τούλα, αγνή κόρη ενός φτωχού αλλά τίμιου πατέρα. Αποτελεί το πρόσωπο της αυλής που σε αντίθεση με το κουτσαβάκι τον Γιάγκο, αντιστέκεται ή εκπροσωπεί θα λέγαμε την αγνότητα, την ηθική, της πάλαι ποτέ ρομαντικής εποχής. «Έχω φυλάξει από κάτι που έραψα… Πάρε το αφού έχεις ανάγκη..» Σε αυτούς τους κόσμους που η Τούλα ζει στα όνειρά της, υφίσταται ακόμα η αγάπη, η αφιέρωση. Υπάρχει ο πρίγκιπας του παραμυθιού και το όνειρο κάθε κοπέλας της φτωχογειτονιάς, που θέλει να το ζήσει έξω από τα βρωμόνερα της αυλής και τους μίζερους καυγάδες των ανέργων ενοίκων της «πρέπει, θέλει δε θέλει η μάνα μου να με πάρεις και να φύγουμε από δω μέσα» λέει στον Γιάγκο. Είναι μια εικόνα που, αργά ή γρήγορα, θα αποδειχθεί ουτοπική. «Στην ποδιά μου θα στο προσφέρω να το ξεφλουδίσεις γιατί σε ξέρω για ασίκη», λέει η Κατίνα η παλιά πόρνη της αυλής στον Γιαβρούση, τον τύπο που επιβουλεύεται την Τούλα. Είναι χαρακτηριστικές καταστάσεις αστικού ρεαλισμού, που με απλό και σαφή τρόπο παρουσιάζουν την προκαθορισμένη πορεία των πρωταγωνιστών.
Μια ανάλογη εικόνα χρησιμοποιεί -αν και χρονικά αναφέρεται σε ελάχιστες δεκαετίες αργότερα- καθώς τα ήθη και οι προσδοκίες παραμένουν ανάλογες στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, ο γιος του Π. Χορν, Δημήτρης Χορν στο έργο «Οδός Ονείρων». Στο ανάτυπο του έργου παρουσιάζει τη μουσική και τους στίχους του Μάνου Χατζιδάκι, ως εξής: «Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί, κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα ήθελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία. Μέσα σε αυτή τη γειτονιά γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, μαζί με εμάς και τα όνειρά μας, μαζί με εμάς και τα παιδιά μας…».
Με την ίδια σκηνή περιγράφεται το μοιραίο φινάλε και στο «φιντανάκι», καθώς η Τούλα έχει πάρει το δρόμο της τελικά με τον Γιαβρούση: (ο κυρ Αντώνης πέφτει αποκαμωμένος σε μια καρέκλα, ακουμπάει το κεφάλι του στο τραπέζι και αφήνει την τελευταία του πνοή), οι γυναίκες ξαφνιάζονται. Με το φυσικό θάνατο του πατέρα και τον ηθικό θάνατο της Τούλας που οδηγείται στην εκπόρνευση, ολοκληρώνεται η τελευταία πράξη και η αυλαία κλείνει.
Επιδράσεις
Το ρεύμα του νατουραλισμού-ρεαλισμού, βασικό σημείο επίδρασης στους καλλιτέχνες της εποχής. Στον τομέα της λογοτεχνίας εμφανίστηκαν νέες τάσεις, με περισσότερους, εσωτερικούς μονόλογους, αλλά και έντονο κοινωνικό προβληματισμό. Υπαρξιακές αναζητήσεις, καλλιτεχνικές απαγορεύσεις και πιέσεις υπό το καθεστώς της δικτατορίας σε ορισμένες περιόδους, αλλά και η ψυχική διάθεση των δημιουργών όσο και του θεατρικού κοινού της εποχής, διαμόρφωσαν το σκηνικό για τη δημιουργία του «αστικού ρεαλισμού». Οι συγγραφείς αυτής της περιόδου προσπάθησαν να συνδυάσουν την ψυχολογία του ρομαντισμού, με τη ρεαλιστική περιγραφή της αντικειμενικής πραγματικότητας και να κάνουν μια εγκυκλοπαιδική προσέγγισή της, αναζητώντας τα βαθιά κρυμμένα ανθρώπινα συναισθήματα και τα καθημερινά δράματα. Αντιδρώντας στις εξάρσεις της ρομαντικής φαντασίας αποτύπωσαν φωτογραφικά τον κόσμο με αμερόληπτη αντικειμενικότητα και ανεπιτήδευτο ύφος. Για αυτό και άντλησαν τα θέματά τους από την καθημερινή, κοινωνική κυρίως ζωή και επέλεξαν μια απρόσωπη τεχνική γραφής. Οι ήρωες των ρεαλιστικών έργων δεν έχουν τίποτε το ηρωικό. Αντίθετα, είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, μπλεγμένοι στα γρανάζια της καθημερινότητας, με ό,τι ασήμαντο και τραγικό εμπεριέχει, άνθρωποι κοινοί, πάνω στους οποίους για πρώτη φορά στρέφει το βλέμμα της σοβαρά η λογοτεχνία.
Οι συγκεκριμένες αρχές, καθώς και άλλα επιμέρους ζητήματα, όπως αυτά της κληρονομικότητας και της επιβίωσης του ισχυρότερου, άσκησαν σημαντική επίδραση στην ανοιχτή σε νέα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η «Νέα Σκηνή» του Κ. Χριστομάνου και του Π. Χορν. Ουσιαστικό ρόλο έπαιξε σε όλη αυτή την καλλιτεχνική διαμόρφωση και η μετακίνηση πληθυσμών από την επαρχία στην πόλη, οι οποίοι πέραν των υλικών αποκτημάτων και των συνηθειών, έφεραν στο άστυ το πολιτισμικό τους υπόβαθρο. Η ζωή της πόλης, είναι ένας άλλος κόσμος με βρωμιά, καταγώγια, πορνεία και φτωχογειτονιές. Οι εικόνες που αποτυπώνονται στο σκηνικό και τα πρόσωπα, μοιάζουν με αυτές που περιγράφει ο Α. Τερζάκης στην κριτική που κάνει για το «φιντανάκι»: […Η Πλάκα, η αυλή της, η κοινωνία της...Οι ήρωες του έργου είναι «τύποι». Θα μπορούσε να τους παραστήσει κανείς με μια μονάχη λέξη, σαν ετικέτα. Η μεσίτρα, ο παραλής, το τσόκαρο, ο κουτσαβάκης, ο νοικοκύρης-άνθρωπος, η «προκομμένη»...Έτσι όπως και η ηρωίδα του έργου είναι το Φιντανάκι. Πιστεύω ακράδαντα στην σημαντικότητα τέτοιων έργων, μέτριων κι αγνών, σε αντίθεση προς τα άλλα, τα διασκευασμένα επιτήδεια «εκ του γαλλικού». Στο υλικό των πρώτων βρίσκεται ασυνειδητοποίητος όλος το δυναμισμός ενός λαού παρθένου, όλο το υλικό εκείνο που θα αποτελέσει αύριο τη βάση της ηθικής του χειραφέτησης…].
Σύνοψη
Στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο προσεγγίζονται ζητήματα της νεοαστικής ηθογραφίας του μεσοπολέμου βάσει των κοινωνικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των οποίων προέκυψαν. Είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στις περιόδους των μεγάλων πολεμικών συρράξεων και κοινωνικών αναταραχών. Στην ελληνική πραγματικότητα μιας ταραγμένης ιστορικά εποχής, η τέχνη του θεάτρου έχει να παρουσιάσει σημαντικά έργα τα οποία σφράγισαν με τον τρόπο τους την συγκεκριμένη περίοδο και έμειναν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές των θεατρικών καλλιτεχνών. Το «Φιντανάκι» γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία διασκευασμένο ως οπερέτα από τον μουσικοσυνθέτη Μίμη Κατριβάνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου