John William Waterhouse - Διογένης |
Ντυμένη με δωρικό πέπλο, γυμνοπόδαρη,με κράνος
και το δόρυ καρφωμένο με την λόγχη στη γη,
η θεά Αθηνά ένιωσε την επιθυμία να μιλήσει
με τον Διογένη.
Τον βλέπει στην θέση του διπλωμένο στο πιθάρι,
να τρίβει τα πόδια του από το κρύο,
ενώ τα μάγουλα αυλάκωνε κάθε τόσο
ένα τικ σπασμώδες.
Πώς από εδώ της λέει αυτός;
Μετρώντας τα λόγια του σ΄ένα χρόνο,
που μόνο οι λέξεις και οι σιωπές θα σημάδευαν.
Τον κάρφωσε ανάμεσα στα μάτια, χωρίς να απαντήσει
και ύστερα προχώρησε στην ερώτηση σε τόνο οικείο.
Ω Διογένη, μα είναι παράξενο, εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους,
δεν έκανες λεφτά, δεν παντρεύτηκες, φοράς τρύπια ρούχα,
δεν τρέφεσαι καλά. Κοίτα τον Ξενιάδη, κοίτα τούς άλλους
γύρω σου;
Την κοίταξε και είδε τα γαλάζια μάτια της
που θέλανε να πούνε περισσότερα από το στόμα της.
Ήταν δύσκολος,δύσκολος ο δρόμος μου, αλλά δεν έκανα πίσω,
έγινα όμως καλύτερος.
Αποζητώ την ευτυχία που βρίσκεται στην φυσική ζωή.
στην απλότητα, στην αυτάρκεια, στην λιτότητα.
Κοίτα τον Ξενιάδη, κοίτα τούς άλλους γύρω μου;
όλοι αγωνίζονται για τα υλικά αγαθά,
αλλά κανείς αγωνίζεται για να γίνει καλύτερος.
Η ομίχλη πύκνωνε και αραίωνε στο Μητρώο κάθε τόσο,
αφήνοντας να φαίνεται το παχύφυτο Αλόη
που στάζει βλέννα.
Είπαν πολλά...Μίλησαν για την ευτυχία,την γνώση,
την ειρήνη του πνεύματος, την αρετή, την κακία,
τον πλούτο, την δόξα, τα αξιώματα...
Ο Διογένης κάθε τόσο της έλεγε για τις
‘’δαγκωματιές ‘’ του, στον Πλάτωνα, στον Μ. Αλέξανδρο,
στον Διδύμωνα, στην ΛαΪδα, στους γύρω του
και γέλαγε η Θεά κι ‘ ο Διογένης το ίδιο.
Όσο η κουβέντα μάκραινε έδενε κι’ η σιωπή τριγύρω,
ενώ το νερό κελάρυζε στην άκρη του δρόμου στο αυλάκι.
Η Θεά έτσι που ήρθε, έτσι έφυγε, ύστερα μπερδεύτηκε
με τη σιωπή και τη θύμηση.
Ο Διογένης έμεινε εκεί και σκεφτόταν αυτό που είπε,
εκείνο που άκουσε ενώ η ομίχλη κάπνιζε
τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα σπίτια, τα χωράφια.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
Από την συλλογή: ‘’Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς’’
Πολύ ωραίο ! Συγχαρητήρια !
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο!!!! Εξαιρετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφή