Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Αν τον Φοίβο Απόλλωνα
που σέρνει το άρμα του
ο φωτοδότης Ήλιος και δίνει ζωή στη Γη
δε μπορείς να δεις!
Αν τον Αίολο
που στέλνει τους ανέμους του
τον Απηλιώτη, το Νότο, το Βορέα
που συνταράσσει συθέμελα τα υπεραιωνόβια δένδρα
και πάλι τον Ζέφυρο που χαϊδεύει απαλά τα φύλλα των δένδρων
δεν μπορείς ν’ αφουγκραστείς!
Αν του κοσμοκράτορα Δία
που τους κεραυνούς του στέλνει και τρέμει συθέμελα τη Γης
δεν μπορείς να φοβηθείς!
Αν τον Ποσειδώνα
που με την τρίαινα αναταράσσει την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας
και σκορπά Νηρηίδες και Γοργόνες
για να γαληνεύσει και πάλι
δεν μπορείς να αισθανθείς!
Αν από το αγριολούλουδο
που ανθεί με την άνοδο της Περσεφόνης
στον πάνω κόσμο για χάρη της Δήμητρας
δεν μπορείς να νιώσεις την ομορφιά της φύσης,
να καταλάβεις την αίσθηση της τελειότητας
και δεν γεύτηκες ποτέ τον πόθο για ζωή
δεν λογαριάστηκες ποτέ ανάμεσα στους ζωντανούς!
Γιατί όποιος γεννήθηκε στον κόσμο αυτό
θα πρέπει να εύχεται να παραμείνει
όσο καιρό η γλυκιά ηδονή της φύσης
τον κρατά ακόμη στη ζωή!
Ο ΒΑΛΤΟΣ
Ζήσαμε στην ένταση των αισθήσεων!
Και αποζητήσαμε την θαλπωρή!
Νιώθοντας κάθε ίνα του κορμιού μας στην αγκαλιά σου!
Σκιρτήσαμε στην απαντοχή σου!
Πρώτο μας μέλημα και πρώτη μας σκέψη
κι’ έγινες λιμάνι απάγκιο
της ζήσης μας τον ξέφρενο ρυθμό!
Ελπίδα προσμονής και φάρος στην πορεία που είχαμε χαράξει!
Νιώσαμε την γλυκιά ζεστασιά σου
να υγραίνει κάθε κύτταρο του κορμιού μας
κι’ αφήναμε την ικμάδα μας επάνω σου!
Ώρα την ώρα!
Λεπτό το λεπτό!
Οδηγό και προστάτη μας τις δύσκολες ώρες!
Φως και οδηγητής μας!.
Για κάθε εξόρμηση και κάθε σκοπό!
Ανατριχιάζαμε στην σκέψη
να καταλαγιάσουμε τον πόθο μας στην δικιά σου αγκαλιά
καθώς αναγαλλιάζαμε στην προσμονή της δικιάς σου απαντοχής!
Νιώσαμε τα πόδια μας υγρά!
Και την ανάσα του κορμιού μας να βαραίνει!
Μα… μας αλάφρωνε την καρδιά η δικιά σου ευωδιά!
Βάλσαμο στην πίκρα μας κι’ ανταμοιβή στην εγκαρτέρηση μας!
Κι όλο αφήνουμε την ύπαρξη μας στην αγκαλιά σου!
Και οι αναλαμπές σου μας δίνανε φως!
Η ύπαρξη σου κάλυπτε την δική μας!
Και το κορμί μας δένονταν στον δικό σου υγρό μανδύα!
Ώσπου την δικιά μας ικμάδα και δύναμη!
Μας κάλυψε η δικιά σου υγρή ύπαρξη!
Και η δικιά μας οντότητα χάθηκε
μες τη δική σου ανυπαρξία!
Και γίναμε ένα τίποτα μες τη δικιά σου απεραντοσύνη!
ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΙΒΙΣΚΟΥ
Θαύμασα το χάραμα της μέρας
το μπουμπούκι του ιβίσκου
με τα θαυμαστά σέπαλα
και τον ύπερο του έτοιμο να γονιμοποιηθεί
καθώς άνοιγε το άνθος
στο μυροβόλο καλοκαιρινό πρωινό!
Καμάρωσα το μεστωμένο άνθος
με τα ολόφρεσκα χρώματα
να φεγγίζουν αστραφτερά
στο παιχνίδισμα των αχτίνων του ήλιου!
Λυπήθηκα στ’ αντίκρισμα
του κλειστού μαραμένου ανθού
στο δειλινό του ζεστού Αλωνάρη
με τον ύπερο να προεξέχει
δίχως ίχνος δροσιάς
μαραμένο και αφυδατωμένο
να γέρνει ξέπνοο
έτοιμο να περάσει στο παρελθόν!
Σκέφτηκα·
έκανε την διαδρομή του
διαδρομή μιας ολάκερης μέρας
χάρηκε τα χρώματα του ήλιου
γεύτηκε τη δροσιά του πρωινού
το άγγιγμα των εντόμων
ζεστάθηκε στο μεσουράνημα του ήλιου
δέχθηκε το απαλό χάδι του μπάτη
και ξαποσταμένο απόκαμε
κι’ έγειρε χάμω το δειλινό!
Έτσι απλά!
Έτσι φυσικά!
Δίχως ένα δάκρυ!
Τέλειωσε μια μέρα ζωής!
Η μέρα του!
Ο ΠΥΡΓΟΣ
Σαν σταθήκαμε ορθοί στα πόδια μας
κι’ η γροθιά μας σφίχτηκε γερά στο χέρι
αισθανθήκαμε περήφανοι σαν της Πόλης το άπαρτο Κάστρο
θαυμάζαμε τις κατακτήσεις μας
κι’ υψώναμε διθυράμβους για τις νίκες μας
ενάντια στους Οθωμανούς, τους Σλάβους, τους Σαρακηνούς!
Κάθε επιτυχία και ένας θρίαμβος!
Κάθε στιγμή και μια επιτυχία!
Κι’ οι σάλπιγγες διαλαλούσαν τις μεγάλες νίκες
καθώς ορθωνόταν η περηφάνια μας
ίδια Βυζαντινών Αυτοκρατόρων
Νιώθαμε τον κόσμο ολότελα δικό μας
Κατακτητές και τροπαιούχοι!
Μα.. σιγά - σιγά ο χρόνος πέρναγε
κι’ έσβηνε η επιθυμία μας για νέες κατακτήσεις·
Οι εχθροί μας αυξάνονταν
μειώνονταν η δύναμη για άμυνα στους εχθρούς
κι’ αυτοί όλο δυνάμωναν
και μας περιτριγύριζαν ολοένα πιο πολύ!
Σκεπτόμασταν με θλίψη τις παλιές μας κατακτήσεις και λέγαμε:
«Κείνα τα χρόνια παλεύαμε ίδια το Διγενή στα Μαρμαρένια Αλώνια»!
Καθώς τα χρόνια κυλούσαν ένα γάργαρο ρυάκι
κοιτούσαμε πίσω από τα τείχη της Πόλης
κι’ όλο αναθαρρούσαμε
πως πάλι θα κατακτήσουμε τον κόσμο πάλι
θα ορθώσουμε το παράστημά μας ξανά
νικητές και τροπαιούχοι!
Πιστεύαμε ότι τα τείχη θα αντέξουν
άλλη μια φορά!
Ώσπου μια μέρα
μια Κερκόπορτα θα βρεθεί ορθάνοιχτη
κι’ ο εχθρός θα μπει μες την Πόλη
κι’ από στόμα σε στόμα θα διαδοθεί η απουσία μας:
«Εάλω η Πόλις»!
O TOIXOΣ
Μαζέψαμε τα όνειρα μας.
δέσαμε μέσα σε αυτά ελπίδα την ελπίδα
τις προσδοκίες μας και φτιάξαμε πηλό!
Συνταιριάξαμε όλα τα πιστεύω και τους στόχους μας!
Στιγμή τη στιγμή και φτιάξαμε ασβέστη!
Πήραμε κάθε τι που δονούσε την καρδιά μας!
Κτίσαμε σειρά τη σειρά
Πέτρα την πέτρα
Ανάσα την ανάσα
μαζί με τον αδιάκοπο ιδρώτα του καθημερινού μας κόπου!
Στηρίξαμε κάθε μας γνώση απάνω σου!
Κάθε επιθυμία και κάθε χαρά μας!.
Ήσουν για μας το λαμπύρισμα των αστεριών!
Το φεγγοβόλημα του νου!
Η απαρχή του κόσμου!
Το δικό μας δημιούργημα!
Ναι εσύ! Ο δικός μας τοίχος!
Στεγνώσαμε τον πόνο μας πάνω σου!
Το δάκρυ μας δέθηκε με τον ασβέστη!
Και ο ιδρώτας μας έγινε λάσπη
που ‘δεσε στάλα τη στάλα
ώρα την ώρα της γλυκιάς απαντοχής της νιότης!
Και να αυτός τώρα μπρος μας
ατάραχος και ασάλευτος!
Κοιτάζει μπρος τη δικιά του πορεία!
Αντανακλά το δικό του φως!
Αδιάφορα προς κάθε επιφάνεια και κάθε κατεύθυνση
π’ αυτός ορίζει1
Και ‘μείς που στεγνώσαμε το χαμόγελο της νιότης!
Εμείς που αυλακώσαμε το κορμί μας με τη στέρηση!
Για να ατενίζουμε ένα καλύτερο αύριο!
Εμείς που κτίσαμε κομμάτι το κομμάτι
Βάζοντας την ελπίδα τη προσμονή μας
και τον εαυτό μας ολάκερο στη δική σου δούλεψη
στραγγίσαμε!
Ρυτίδωσε η καρδιά μας!
Γονάτισε η ψυχή μας!
Και η θέληση μας σωριάσθηκε ανήμπορη
μπρος το ψυχρό σου μεγαλείο!
Οι πίνακες είναι του Félix Mas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου