Παύλος Μαθιόπουλος - Η οδός Πανεπιστημίου 1899 |
Ορέστης Αλεξάκης - Είναι μακρύς ο δρόμος προς το θαύμα
Μια φωτεινή γραμμή
στο μαύρο φόντο
που τη βαδίζω και
μ’ εξουθενώνει
Σα να ‘ναι το σκοινί που ‘χεις πετάξει
στο σκοτεινό πηγάδι μου Μητέρα
τυλίγομαι μ’ αυτό
και περιμένω
κάποιος απ’ το βυθό
να με ανασύρει
(Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος , 1989)
Μανόλης Αναγνωστάκης
i. «Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε»
Αὐτοὶ δεν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στις λεωφόρους
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στις πλατεῖες.
Ποιος περιμένει την ἐπιστροφή σου; Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι
Λιθοβολοῦν τους ξένους, θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μες στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα
Κι ἀπὸ τον ἄμβωνα ἀφορίζουνε τους ξένους
Ρίχνουνε στους ἀλλόγλωσσους κατάρες
Ἐσὺ στους σκοτεινούς διαδρόμους χώσου
Στις δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δεν προσεγγίζει
Οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου·
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν. Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
Κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν, θὰ σοῦ ἀποδώσουν
Ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
Μὲ τέτοιες προσιτές ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου την πανοπλία
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
Τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.
ii. Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τους ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Την ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στις ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρίς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε
Οδυσσέας Ελύτης - Το παράπονο
. Εδώ στου δρόμου τα μισά
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στις λεωφόρους
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στις πλατεῖες.
Ποιος περιμένει την ἐπιστροφή σου; Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι
Λιθοβολοῦν τους ξένους, θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μες στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα
Κι ἀπὸ τον ἄμβωνα ἀφορίζουνε τους ξένους
Ρίχνουνε στους ἀλλόγλωσσους κατάρες
Ἐσὺ στους σκοτεινούς διαδρόμους χώσου
Στις δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δεν προσεγγίζει
Οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου·
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν. Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
Κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν, θὰ σοῦ ἀποδώσουν
Ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
Μὲ τέτοιες προσιτές ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου την πανοπλία
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
Τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.
Streets of Quebec city by Nita Leger Casey |
ii. Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τους ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Την ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στις ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρίς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε
Italian Street - Arthur Trevor Haddon |
. Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Aνδρέας Εμπειρίκος - Ο Δρόμος
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Aνδρέας Εμπειρίκος - Ο Δρόμος
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά – Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές – εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο !» που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη – έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: «Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων».
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’ ένα Kανάλε Γκράντε – όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός – μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: «Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε.» Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»
(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)
Κώστας Καρυωτάκης - ΔρόμοςΤώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια
κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει,
μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ` είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω,
μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ` ανέβασμα
του άχαρου δρόμου !
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ` όνειρό μου.
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες,
τ` άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια,
ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ` αστέρια.
Είναι και ανάμεσα
σ` όλα η αγάπη,
στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπει.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια
κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια…
" Café Terrace at Night " by Vincent Van Gogh |
«Θα μποϱούσα να ϰάνω ϰάτι xειϱότεϱο
απ’ το να ϰάϑομαι στους αλήτιϰους δϱόμους
πίνοντας ϰϱασί,
απ’ το να ƶέϱω πως τίποτα δεν έxει σημασία τελιϰά
να ƶέϱω πως δεν υπάϱxει πϱαɣματιϰή διαφοϱά
ανάμεσα σε πλούσιους ϰαι φτωxούς
να ƶέϱω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεϑυσμένη,
να ƶέϱω όλα τούτα, νέος
ϰαι να ‘μαι ποιητής,
Θα μποϱούσα να ήμουν επιxειϱηματίας ϰαι να λέω
τϱομεϱές ϐλαϰείες ϰαι να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάzεται ɣια μένα,
αντί ɣι’ αυτό έϰατσα σταυϱοπόδι σε μοναxιϰές
παϱόδους ϰαι ϰανείς δεν με είδε, μόνο το μπουϰάλι
είδαν ϰι αυτό είxε αδειάσει
ϰι έϰανα έϱωτα σε ϰαλαμποϰοxώϱαφα
ϰαι σε νεϰϱοταφεία
ɣια να μάϑω πως οι νεϰϱοί δεν ϰάνουν φασαϱία
ɣια να μάϑω πως τα ϰαλαμπόϰια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με xέϱια ɣέϱιϰα ƶεϱά)
έϰατσα στα σοϰάϰια νιώϑοντας τα φώτα του νέον
ϰαι ϰοιτώντας τους επιστάτες της μητϱόπολης
να στύϐουν τις πατσαϐούϱες τους ϰάτω στα
σϰαλιά της εϰϰλησίας.
Κάϑομαι πίνω ϰϱασί
ϰαι αɣιάzω στις ɣϱαμμές του τϱένου
απ’ το να είμαι εϰατομμυϱιούxος ϰαι πάλι πϱοτιμώ
να σωϱιάzομαι με ϰάποιον άμοιϱο ϰαι φτηνό ουίσϰι
στην πόϱτα μιας αποϑήϰης, με ϑέα μεɣάλα ηλιοϐασιλέματα
σε xοϱταϱιασμένους αɣϱούς του σιδηϱοδϱόμου
να ƶέϱω πως όσοι ϰοιμούνται στο ποτάμι
έxουν μάταια όνειϱα, να ‘μαι σταυϱοπόδι
μες στη νύxτα ϰαι να ɣνωϱίzω τα πάντα
να ‘μαι μοναxιϰός σϰοτεινός
με το οπτιϰό νεύϱο παϱατηϱητής
του διαμαντιού του ϰόσμου
που στϱοϐιλίzεται.»
(Ανθολογία μπιτ ποίησης, Ροές)
Eugène Galien-Laloue - Place De La Republique, Paris Gouache |
Κλείτος Κύρου - Όταν στους δρόμους
«Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπανα
Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες
Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι
Και προχωρώ
Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν
Οι μόνοι μου συνοδοί
Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω
Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα
Σημαδεύουν την αρνητική πορεία
Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο
Και ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες
Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν
Αυτούς που θ΄αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική
Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ
Έφηβοι δεν κλάψαμε
Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο
Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε
Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες
Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σου
Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόση
Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν
Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς
Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση
Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές
Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμού
Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες
Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες
Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση
Και τέλος φεύγει από κοντά μας
Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα
Θα ξεριζώσω τη φωνή μου
Και θ’ αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου»
Παύλος Μαθιόπουλος, Μετά τη βροχή στην οδό βασιλίσσης Σοφίας |
Χρίστος Λάσκαρης - Οδός Κωνσταντινουπόλεως
Σ’ αυτό το δρόμο με τις πολυκατοικίες,
παλιά επαίζαμε.
Βγαίναν οι γείτονες και μας φώναζαν.
Ο αστυφύλακας
(ο ίδιος πάντα)
περνούσε και μας έπαιρνε το τόπι
που ‘χαμε κάμει με πανιά.
Τώρα δεν παίζουνε παιδιά.
Τώρα ουρλιάζουν τροχοφόρα.
παλιά επαίζαμε.
Βγαίναν οι γείτονες και μας φώναζαν.
Ο αστυφύλακας
(ο ίδιος πάντα)
περνούσε και μας έπαιρνε το τόπι
που ‘χαμε κάμει με πανιά.
Τώρα δεν παίζουνε παιδιά.
Τώρα ουρλιάζουν τροχοφόρα.
Downpour On Bourbon Street by Diane Millsap |
Αντόνιο Ματσάδο
Διαβάτη, είναι τα ίχνη σου ο δρόμος και τίποτα παραπάνω, διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, το δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας. Περπατώντας τον φτιάχνεις το δρόμο και μόλις γυρίσεις το βλέμμα πίσω βλέπεις το μονοπάτι που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις. Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, μόνο ίχνη στη θάλασσα
Autumn Bridge - Paint By Numbers Kits |
Οκτάβιο Παζ - Ο δρόμος
«Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει.
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που σηκώνεται
και λέει βλέποντας- με: κανείς.»
Λευτέρης Πούλιος - Δρόμοι
Δρόμοι, – στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,
που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
πορεύεται το μέλλον· κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε αστραφτερές βιτρίνες. πλάι
σ’ αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ’ το πανεπιστήμιο.
Έξω απ’ το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ’ το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσσου.
Δρόμοι – παιάνες. δρόμοι γιορτής.
δρόμοι – αγωνία. δρόμοι – φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;
Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του.
Περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.
Eug. Gallen Laloue, Μία άποψη από το Παρίσι. |
Γιάννης Ρίτσος
i. «Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος»
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος!
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος.
Τον κρατάς όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου
και μετράς το σφυγμό του πάνω σε τούτο το σημάδι
που άφησαν οι χειροπέδες!
Κανονικός σφυγμός, σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός, σίγουρος δρόμος!
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος.
Τον κρατάς όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου
και μετράς το σφυγμό του πάνω σε τούτο το σημάδι
που άφησαν οι χειροπέδες!
Κανονικός σφυγμός, σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός, σίγουρος δρόμος!
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ! Πολύ μακρύς αδερφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος
κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
των φυλακών, σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων.
Μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που ‘σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που ‘μειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε,
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος
κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
των φυλακών, σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων.
Μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που ‘σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που ‘μειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε,
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου, και μετράς το σφυγμό του,
πάνω σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρος δρόμος.
(Γ. Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι)Childe Hassam, Βροχερή Μέρα στην Πέμπτη Λεωφόρο (Rainy Day on Fifth Avenue). 1893. |
ii. Κοιμήσου.
Νὰ μεγαλώσῃς γρήγορα.
Ἔχεις νὰ κάνῃς πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ ἔχεις δυό πεδιλάκια μόνο ἀπὸ οὐρανό.
Ἔχεις νὰ κάνῃς πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ ἔχεις δυό πεδιλάκια μόνο ἀπὸ οὐρανό.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Εἶναι μακρύς ὁ δρόμος.
Πρέπει νὰ μεγαλώσῃς.
Εἶναι μακρύς,
μακρύς,
μακρύς ὁ δρόμος!..
(Aπό το Πρωινό άστρο)Η οδός Saint Lazare με χιόνι- Camille Pissarro 1897 |
Βροχὴ ἀπὸ μέλι
στὰ πεινασμένα μου χέρια
στεφάνια
στεφάνια
στεφάνια
στὰ πικρά μου μαλλιὰ
ὅμως
τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα ἄδειο
ὅμως
τὸ στόμα τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα βουβό
στὰ πεινασμένα μου χέρια
στεφάνια
στεφάνια
στεφάνια
στὰ πικρά μου μαλλιὰ
ὅμως
τὸ βάθρο τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα ἄδειο
ὅμως
τὸ στόμα τοῦ ἀγάλματος
μένει πάντα βουβό
Εβγκένι Λούσπιν Ο δρόμος προς τα σύννεφα |
Αγγελος Σικελιανός - Ιερά Οδός
Aπό τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π' ολοένα
βουλιάζει.
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Aθήνα κ' έχει
σημάδι του ιερό την Eλευσίνα.
Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.
Mα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κ' έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε. K' η πέτρα
π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ' τους αιώνες. K' έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.
Mα να· στην ησυχία αυτή, απ' το γύρο
τον κοντινό, προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Aτσίγγανος αγνάντια ερχόταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
Kαι να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με τό 'να
χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. K' οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν, βαριά.
H μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο νά 'ταν
ξόανο Mεγάλης Θεάς, της αιώνιας Mάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Aλκμήνη ή Παναγία.
Kαι το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κ' εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος, και την πίκρα
της σκλαβιάς, που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρά της που το κοίτααν μάτια!
Aλλ' ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες
φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά.
K' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κ' εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο.
Mα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα
δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής.
Tι ετούτη ακόμα
ήταν κ' είναι στον Άδη.
Kαι σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.
Mα ως, τέλος,
ο Aτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια
του Iερού της Ψυχής, στην Eλευσίνα.
K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:
"Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα
που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,
κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;"
Kι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κ' έμοιαζ' έλλε:
"Θά 'ρτει."
(από τον Λυρικό Bίο, E΄, Ίκαρος 1968)
Εβγκένι Λούσπιν - Η βροχή |
Αργύρης Χιόνης - Ο Δρόμος της Μοναξιάς
Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια οδό, χωρίς να μετακινηθούν ποτέ, ούτε κατά έναν αριθμό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Είναι οι άνθρωποι που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τη φράση "Όταν έμενα στην οδό τάδε...", είναι αυτοί που ποτέ δεν τους έχασαν οι φίλοι, οι δικοί τους ή οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Ποτέ, επιστολές, που απευθύνονταν προς αυτούς, δεν επεστράφησαν στον αποστολέα με την ένδειξη "Αγνώστου Διευθύνσεως", γιατί ήταν πάντα εκεί, αμετακίνητοι, πιστοί στην ιδιότητα του παραλήπτη. Είναι οι άνθρωποι που λένε, με κάποιο κρυφό καμάρι: "Αυτό είναι το πατρικό μου σπίτι".
Εγώ, ελλείψει πατρικού σπιτιού και βιοτικής σταθερότητος, έγινα συλλογέας διευθύνσεως, εντός και εκτός της χώρας. Στα συρτάρια της μνήμης μου συνωστίζεται ένα πλήθος από οδούς και λεωφόρους, rues και avenues, straten και lanen, streets και avenues, vie και viali, calles και avenidas...
Όλες αυτές οι διαρκείς μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί ο δρόμος σύμβολο σταθερό στη ζωή μου και στην ποίησή μου, και να φτάσω κάποτε στο ακραίο σημείο να ταυτίζομαι μαζί του. Ως παράδειγμα, παραθέτω την τελευταία στροφή από το ποίημα "Διασπορά" (Σχήματα απουσίας, 1973):
Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,
οδοιπόροι και πορείες,
διανύοντας τον εαυτό μας,
χαμένοι μες στον εαυτό μας.
Εν προκειμένω, δεν πρέπει να παρεξηγηθεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο??? το ποίημα έχει γραφτεί για τη δική μου σχέση με τον δρόμο, αλλά οι ποιητές, αδύναμα άτομα, συχνά αναζητούν συντρόφους στην περιπέτειά τους. Η μοναξιά γίνεται έτσι λιγότερο ανυπόφορη, αφού δεν είναι δυνατό να εξαλειφθεί εντελώς.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με το επόμενο μικρό πεζοποίημα, το VII από τις "Δώδεκα σπουδές" (Λεκτικά τοπία, 1983). Εδώ, ο ποιητής, ως υποκριτής που είναι, υιοθετεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, θέλοντας να δείξει ότι έχει πάρει, δήθεν, τις αποστάσεις του και παρακολουθεί, σαν απλός παρατηρητής, την τραγική ταύτιση κάποιου άλλου με τον δρόμο:
Ο δρόμος ξεκίναγε από μέσα του, τον τύλιγε σφιχτά ένα γύρο και ξαναγύρναγε μέσα του. Αυτός έμενε ακίνητος.
Πού να πάω, έλεγε, τόσο μεγάλη απόσταση πώς να τη διανύσω, έλεγε.
Βέβαια, σε κάθε ερωτική σχέση, επέρχονται ενίοτε ρήξεις και συγκρούσεις και αμφισβητήσεις...
Σε μια τέτοια λοιπόν φάση της σχέσεώς μου με τον δρόμο (αν θυμάμαι καλά, ήταν μια εποχή που νόμιζα ότι κάπου είχα ριζώσει), και χωρίς να ξέρω τι ακριβώς σκεφτόταν αυτός για μένα, προσπάθησα να τον αντιμετωπίσω ψυχρά και αντικειμενικά, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αμφισβητήσω ακόμη και την ύπαρξή του. Έτσι προέκυψε το ποίημα Ι' (Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, 1986):
Ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου??? ο ίδιος πουθενά δεν πάει. Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή του και το τέλος του??? η αρχή του δρόμου δεν ξέρει το τέλος του, ποτέ δεν έφτασε έως εκεί??? το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του, ποτέ δεν ξεκίνησε απ' αυτήν.
"Παίρνω το δρόμο", λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος.
"Χάνω το δρόμο", λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος.
"Γυναίκα του δρόμου, παιδί του δρόμου", λέμε, αλλά ποτέ δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος.
Παράξενο, αλήθεια... Αναφερόμαστε σ' αυτόν σαν να 'ταν κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα... Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή χωράφια ή δάση δεξιά και αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;
Γράφοντας αυτό το ποίημα, νόμιζα ότι απομυθοποιούσα επιτέλους τον δρόμο, ότι τερμάτιζα μιαν άρρωστη σχέση που μάλλον οδύνη παρά ηδονή μου 'χε προσφέρει.
Φρούδες ελπίδες...
Αμέτρητες φορές ξανακύλησα κι άλλες τόσες επεχείρησα εκ νέου την ίαση, για να ξανακυλήσω, μέχρι που έκοψα με μαχαίρι τα ταξίδια και έχτισα ένα σπίτι στο πουθενά, μακριά από πόλεις, οδούς και αριθμούς, μακριά ακόμη κι από χωριά, σ' ένα απλό τοπίο. Μοναδική πρόσβαση στο σπίτι αυτό ένα μονοπάτι που τελειώνει στην αυλή μου, ένα αδιέξοδο. Έχω πια γλιτώσει, έχω λυτρωθεί απ' τη μανία της μετακίνησης, από τη σχιζοφρένεια της ταύτισής μου με τον δρόμο.
Ωστόσο, κάθε σοβαρή αρρώστια, ακόμη κι όταν περνάει, αφήνει πάντα κάποιο κουσούρι, όπως, ας πούμε, η βαριά πνευμονία ένα επίμονο βηχαλάκι. Έτσι, πιάνω, πού και πού, τον εαυτό μου ν' αναρωτιέται:
Ο δρόμος που τελειώνει σ' αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές, ψιθυρίζω, σαν ξόρκι, τον στίχο του Γιαπωνέζου ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα: "Μείνε ακίνητος, αφού, όπου κι αν πας, στο ίδιο μέρος θα βρεθείς" ή εκείνον του δικού μας, του Ηρακλείτου: "Οδός άνω κάτω μία και ωυτή". πηγή
Κλ. Μονέ, Boulevard des capucines. |
Νίκος Χουλιαράς -Τα ποιήματα στο δρόμο
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
(από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)
A pathway in Monets garden Giverny, Claude Monet |
ΜΟΥΣΙΚΗ
Μάνος Λοΐζος - Ο δρόμος
Δίσκος: Τα τραγούδια του δρόμου
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Στίχοι: Κωστούλα Μητροπούλου
Copyright: 1974
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία,
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
κι ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι έπειτα είπαν, πως την έγραψαν παιδιά.
Κι ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία,
πέρασε εύκολα απ' τη μνήμη στην καρδιά,
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά.
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι έπειτα γήπεδο, στοιχήματα, καβγάς,
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία,
είπανε όμως, πως την έγραψαν παιδιά.
Το μονοπάτι _ Βίκυ Μοσχολιού
Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος & Χρήστος Γιαννακόπουλος & Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
Πρώτη εκτέλεση: Τρίο Κιτάρα & Καίτη Μπελίντα & Ελένη Λαμπίρη, Έλσα Λάμπο ( Τερτσέτο )
Άλλες ερμηνείες:
Μάγια Μελάγια
Αλεξάνδρα
Βίκυ Μοσχολιού
Ελευθερία Αρβανιτάκη
Μπάμπης Τσέρτος
Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει
μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη
Το μονοπάτι σαν θα πάρεις μια βραδιά
τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνεις
κι ολημερίς θα κουρελιάζεις μια καρδιά
κι ένα κορμί μες τα κουρέλια της θα ντύνεις
Εκεί ξεχνάει κι ο Θεός για να σε δει
περνάς και φεύγεις και δεν κλαίει ανθρώπου μάτι
ένα σκουπίδι παραπάνω δηλαδή
μες στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι
Viktor Kurshin Osenniy park |
Το τραγούδι του δρόμου - Αλίκη Καγιαλόγλου
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Αλίκη Καγιαλόγλου
Όλα τα σπίτια είναι αδειανά, γεμάτοι οι δρόμοι,
τι ρωτάνε οι τροχονόμοι; Τι συμβαίνει εδώ;
Κι έτσι τυχαία σύσσωμη η τροχαία μπήκε στο χορό.
Όλοι χορεύουν απόψε, τραγουδάνε όλοι
στη μεγάλη τούτη πόλη κι είναι Κυριακή.
Γίνανε φίλοι, αγγέλοι και διαβόλοι με τη μουσική.
Με το φεγγάρι που λάμπει τώρα σα μπαλόνι,
το παιδί γελά, θυμώνει και κοιτά ψηλά.
Και κάθε νύχτα απ' το παλιό μπαλκόνι το πετροβολά.
Με τη βεντάλια στο 'να της χέρι για σημαία
κάποια γριά ρωτά παρέα μ' άλλες έξι-εφτά,
ποιος έχει βγάλει πάλι απ' τα λαθραία σίγουρα, λεφτά.
Τόσος κόσμος πού πηγαίνει; Τι συμβαίνει, τι συμβαίνει, τι;
Μάχη; Πόλεμος; Ειρήνη; Τι θα γίνει, τι θα γίνει, τι;
Όλοι κι όλα μοιάζουν ένα, σαν εσένα σαν εμένα
στης ζωής την πιο τρελή γιορτή.
Αεροπλάνα πετάνε χαμηλά με χάρη
και μ' ανεμελιά σα γλάροι στην ακρογιαλιά.
Ψάχνει το ταίρι της να βρει, μακάρι, κάθε κοπελιά.
Το πανηγύρι ετούτο θα τελειώσει.
Όμως μαγεμένος θα 'ναι ο κόσμος, η καρδιά κι ο νους.
Μ' ένα τραγούδι πάντα ανοίγει ο δρόμος
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Να `χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος.
Να `μουν αητός, να `χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.
Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ’ αστέρια.
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ’ άδεια χέρια.
Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Locomondo - Δρόμος της καρδιάς
Artist: Locomondo
Music: Markos Koumaris
Lyrics : Markos Koumaris
Title Of Album: Odysseia
Δρόμος της καρδιάς
Έχουμε κολλήσει στο ίδιο σημείο
το ίδιο λάθος κάνουμε και οι δύο
ποιός έχει πιό ξερό το κεφάλι
στο ίδιο μέρος καταλήξαμε πάλι
δεν είναι αγάπη αυτό, αυτό είναι πάλη
μα υπάρχει τρόπος γιά να βγούμε απ' τη ζάλη
Όταν διαλέγεις το δρόμο της καρδιάς
θα σε πηγαίνει εκεί που θες να πας
Όταν διαλέγεις το δρόμο της καρδιάς
θα σε φωτίζει όπου και να πας
Φέγγε μου ήλιε,
ήλιε μου φέγγε
νοιώθω ωραία,
κι ακούω Ρέγκε
δείξε ρισπέκτ και ρισπέκτ θα εισπράξεις
και με τα λόγια σου και με τις πράξεις
κάνε ένα βήμα μόνο προς την καρδιά σου
κι αυτή θα κάνει δύο να 'ρθει πιό κοντά σου
Όταν διαλέγεις το δρόμο της καρδιάς
θα σε πηγαίνει εκεί που θες να πας
Όταν διαλέγεις το δρόμο της καρδιάς
θα σε φωτίζει όπου και να πας
Είμαστε κήπος
όλο λουλούδια
που αν κάποια κόψεις
βγαίνουν τραγούδια
μία μουσική γλυκιά που μας ενώνει
διώχνει το άγχος και μας χαλαρώνει
την πίστη μας στο καλό δυναμώνει
και την φτωχή ψυχή μας την ανυψώνει
Όταν διαλέγεις το δρόμο της καρδιάς
θα σε πηγαίνει εκεί που θες να πας
Όταν διαλέγεις το δρόμο της καρδιάς
θα σε φωτίζει όπου και να πας
ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ- Φθινοπωρινός δρόμος
http://www.snhell.gr/
https://itzikas.wordpress.com/
http://users.uoa.gr/
http://www.greek-language.gr/
http://www.toperiodiko.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου