Leonid Afremov - forest stream |
Φώτης Αγγουλές - Αν…
Είν’ ένα δάσος γύρω μας συρματοπλέγματα ψηλά
κι έχουν απ’ έξω κλείσει
την ανοιξιάτικη χαρά που μας χαμογελά.
Πίσω απ’ το σύρμα βλέπουμε την όμορφη τη δύση
και τη γλυκιάν Αυγή,
εμείς που τόσον είχαμε τη Λευτεριά αγαπήσει.
Άραγε, από το σύρμα αυτό, που το ‘χουμε ποτίσει
με τόσα δάκρυα κι αίματα, αν κάποια μέρα ανθίσει,
τι λούλουδο θα βγει;».
Forest Scene by Thomas Moran
Μανόλης Αναγνωστάκης - Ο Ουρανός Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα νὰ πάμε μαζί στο δάσος
Ν᾿ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στoν κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ καὶ χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα-ένα
Με τα μάτια ψηλά στoν ουρανό σαν προσευχή.
Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
Δεν περνούν από δω ξυλοκόποι.
Gustav Klimt Forest of Beech Trees
Ελένη Βακαλό - Το δάσος
«Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα μιας μέδουσας
Που την πιάνεις στα χέρια σου και γλυστράει
Oταν τη βγάλει έξω
Το κύμα
Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει
Χωρίς
Ν’ ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και
Γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολάσπρες
Θα βρεις και κόκαλα από πνιγμένους
Τώρα θα βγάλω την καρδιά μου
Oχι όμως
Καθώς οι μέδουσες
Δεν έχουν αίμα
Αν καμωνόμουνα τόσον καιρό πως έγραφα ποιήματα
ήταν μονάχα για να μπορέσω να πω για το δάσος.
Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους
Κι όταν αρχίσει
Να σε πνίγει
Το δάσος
Φωνάζεις
Σαν
Να μην είσαι
Στο δάσος
Το δάσος είναι όπως οι νύχτες μου
Που ξημερώνοντας
Δεν είναι
Καθόλου οι ίδιες
Λησμονημένοι νεκροί
Που μόνοι αποθέσαμε
Ετοιμοθάνατοι προβαίνουν
Με κινήματα αιφνίδια
‘H
-Θέλοντας να φανταστούμε-
Μια λεπτομέρεια
Τη μέρα έχει πράσινο χρώμα
Τότε το δάσος
Είναι ένα δάσος
Με δέντρα.»
Abbey in an Oak Forest - Caspar David Friedrich
Μιχάλης Γκανάς - Στα καμέναΈλα να πάμε στα καμένα,
στον Υμηττό και στην Αυλώνα,
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου,
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου.
Έλα και πάρε με μαζί σου
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.
Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.
Έλα να βγούμε απ' το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε το δρόμο.
Woman Walking in an Exotic Forest 1905- Henri Rousseau
Πωλ Βαλερύ - Το φιλικό δάσος
Πλάι‐πλάι, σκεφτόμαστε πράγματα αγνά,
μες στων δρόμων τα μάκρη μαζί περπατώντας,
απ’ τα χέρια κρατιόμαστε οι δυο μας σιωπώντας…
στ’ άνθη ανάμεσα τα σκοτεινά…
Σα μνηστήρες μονάχοι βαδίζαμε ώρα,
μες στην πράσινη νύχτα των κάμπων, κι εκείνη
τη φασμαγορική μοιραζόμαστε οπώρα,
των τρελών φιλενάδα καλή, τη σελήνη.
Και κατόπιν στη χλόη πεθάναμε, μόνοι,
στο γλυκόν ίσκιο, μακριά, του δάσους αυτού
που σαν κάτι δικό μας ψιθυρίζει αυτού.
Και κει πάνω στο φως που ποτέ δεν τελειώνει,
ευρεθήκαμε κλαίγοντας, ξάφνου, ω καλέ μου,
της σιωπής σύντροφέ μου.
Μετάφραση : Μήτσος Παπανικολάου
Forest Chapel · Thomas Kinkade
Γεώργιος Δροσίνης - Θάλασσα και δάσηΤι χαριτωμένο ταίριασμα κι αδέρφωμα:
θάλασσα και δάση
κι απ’ το δρόμο του βουνού ξαπόσταμα
στ’ ακροθαλάσσι.
Θά ’χομε προσκέφαλό μας τις αγράμπελες
και σκαμνί τα ρείκια
και στρωσίδι μαλακό στα πόδια μας
βρεμένα φύκια.
Απ’ τον κυματόδαρτο όχτο πεύκα ακρόγερτα
και σκυφτά πλατάνια
βουτηχτή θα ρίχνουν ίσκιο πράσινο
σε βάθη ουράνια.
Θα φυσά απ’ τη θάλασσα, κι όταν, βραδιάζοντας,
ξεψυχάει ο μπάτης,
η στεριά θα στέλνει απόγειο ολόδροσο
το ανάσασμά της.
Γύρωθε κι απάνωθέ μας στα ψηλώματα
σμίγοντας ζευγάρι
τα πουλιά θα διαλαλούν αφρόντιστα
της ζωής τη χάρη
και στ’ αυτί μας, ψιθυρίζοντας, ροδόπλαστο
σα Νεράιδας χείλη,
θα μας λέει τα μυστικά της θάλασσας
ένα κοχύλι.
Έλληνες ποιητές για τη θάλασσα, ανθολόγ. Αντώνης Φωστιέρης –
Θανάσης Νιάρχος, Καστανιώτης, Αθήνα 1997
Forest Path by Peder Mork Monsted
Νίκος Εγγονόπουλος - Το καράβι του δάσους
«ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
– ένα φράκο –
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
αν στη θέση τής
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι
έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους
αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλλες της βροχής
ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
– σαν ήμουνα παιδί –
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών»
(Ν. Εγγονόπουλος, Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)
Ο. Ελύτης, [ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ]
«Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές – παρασταθείτε μου!
απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ’ τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου»
(Ο. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος)
Μαξ Ζακόμπ - Μέσα στο σιωπηλό δάσος
Νίκος Καρούζος
i.Πολυσέλιδο δάσος
«Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
μόλις ακουόμενο ανάμεσα
σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ’ ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.
Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ’ αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.
Αχ να ‘βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ’ αποτεφρώνουν.
Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
η διοχέτευση στην Απουσία.»
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος)
ii.ΨΥΧΟΒΛΑΒΗΣ ΩΧΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟ ΔΑΣΟΣ
«Αστρόβλητος πια στην υπεροψία-θηκάρι
τεράστιο γαλάζιο (;) κύμα φωνητικό στα ορώμενα
μα εγώ δεν το ’χω στόχαση να σκυταλοδρομήσω
σ’ αυτά τα χώματα ένσαρκος ύμνος
απεχθάνομαι κάθε είδους τελετή και ρέπω
στα απλά εικοσιτετράωρα
θέλω να είμ’ εγώ ο ένοχος που φεύγει έτσι άσπλαχνα
ο χρόνος
πήγα να γίνω δυόσμος άδοντας δεν το μπόρεσα
η πρωτάκουστη τούτη θάλασσα.»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)
Μιχάλης Κατσαρός - Στο νεκρό δάσος
«Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Aνάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
προσπαθώ ν’ αναστήσω.
Tα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
σε μυστικές συνεδριάσεις
τα ονόματα που οδήγησαν
όλα δολοφονούνται.
Tώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι
ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις
σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσονται
χειραψίες
φριχτά υπομνήματα
παρευρίσκονται στις γιορτές, υποκλίνονται-
Tώρα πεθαίνουν.
Ω Pόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές,
Ω Tέλμαν, Tάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Oι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις
οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Eγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Mαγιακόφσκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.
Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά
ο Kος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Kος πρέσβης;
Kαι τώρα τι πρέπει να γίνει
σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;»
(Μιχάλης Κατσαρός, «Κατά Σαδδουκαίων»)
«ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
– ένα φράκο –
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
αν στη θέση τής
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι
έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους
αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλλες της βροχής
ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
– σαν ήμουνα παιδί –
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών»
(Ν. Εγγονόπουλος, Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)
Vincent Van Gogh - couple walking in the forest
«Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές – παρασταθείτε μου!
απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ’ τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου»
(Ο. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος)
John Collier: In the Forest of Arden, 1892
Ανδρέας Εμπειρίκος - Ηχώ
Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων.
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.
Aπό τη συλλογή Τα Κάστρα του ανέμου (1934).
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων.
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.
Aπό τη συλλογή Τα Κάστρα του ανέμου (1934).
Norman Parkinson White Birch Forest, Wisconsin
«Μέσα στο σιωπηλό δάσος, δεν ήρθε ακόμα η νύχτα και η θύελλα της θλίψης δεν έχει προσβάλει ακόμα τα φύλλα. Μέσα στο σιωπηλό δάσος όπου οι Δρυάδες έχουνε φύγει, οι Δρυάδες δε θα ξανάρθουνε πια.
Μέσα στο σιωπηλό δάσος, το ρυάκι δεν έχει πια κύματα, μια κι ο χείμαρρος κυλάει χωρίς νερό σχεδόν και γυρίζει.
Μέσα στο σιωπηλό δάσος, υπάρχει ένα δέντρο μαύρο σαν το μαύρο, και πίσω από το δέντρο υπάρχει ένας θάμνος που έχει τη μορφή κεφαλιού και που φλέγεται, και που φλέγεται από αιμάτινες και χρυσές φλόγες.
Μέσα στο σιωπηλό δάσος όπου οι Δρυάδες δε θα ξανάρθουνε πια, υπάρχουν τρία μαύρα άλογα, που είναι τ’ άλογα των μάγων βασιλιάδων, κι οι μάγοι βασιλείς δεν είναι πια επάνω στ’ άλογά τους ούτε αλλού, κι αυτά μιλάνε σαν άνθρωποι.»
i.Πολυσέλιδο δάσος
«Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
μόλις ακουόμενο ανάμεσα
σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ’ ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.
Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ’ αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.
Αχ να ‘βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ’ αποτεφρώνουν.
Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
η διοχέτευση στην Απουσία.»
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος)
Two Nudes in the Forest, 1939 by Frida Kahlo
ii.ΨΥΧΟΒΛΑΒΗΣ ΩΧΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟ ΔΑΣΟΣ
«Αστρόβλητος πια στην υπεροψία-θηκάρι
τεράστιο γαλάζιο (;) κύμα φωνητικό στα ορώμενα
μα εγώ δεν το ’χω στόχαση να σκυταλοδρομήσω
σ’ αυτά τα χώματα ένσαρκος ύμνος
απεχθάνομαι κάθε είδους τελετή και ρέπω
στα απλά εικοσιτετράωρα
θέλω να είμ’ εγώ ο ένοχος που φεύγει έτσι άσπλαχνα
ο χρόνος
πήγα να γίνω δυόσμος άδοντας δεν το μπόρεσα
η πρωτάκουστη τούτη θάλασσα.»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)
Paul Cezanne Forest Path
«Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Aνάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
προσπαθώ ν’ αναστήσω.
Tα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
σε μυστικές συνεδριάσεις
τα ονόματα που οδήγησαν
όλα δολοφονούνται.
Tώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι
ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις
σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσονται
χειραψίες
φριχτά υπομνήματα
παρευρίσκονται στις γιορτές, υποκλίνονται-
Tώρα πεθαίνουν.
Ω Pόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές,
Ω Tέλμαν, Tάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Oι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις
οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Eγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Mαγιακόφσκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.
Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά
ο Kος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Kος πρέσβης;
Kαι τώρα τι πρέπει να γίνει
σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;»
(Μιχάλης Κατσαρός, «Κατά Σαδδουκαίων»)
Vincent Van Gogh - The Forest Path
Λόρκα - Το δάσος των ρολογιών
Μπήκα στο δάσος
Των ρολογιών.
Φυλλώματα από τικ-τακ,
τσαμπιά από καμπάνες
και κάτω από την πολλαπλάσια ώρα,
αστερισμοί εκκρεμών ρολογιών.
Οι μαύρες ίριδες
των νεκρών ωρών,
οι μαύρες ίριδες
των ωρών παιδιών.
Όλα είναι όμοια!
Κι ο χρυσός του έρωτα;
Δε κτυπά παρά μια ώρα.
Μια ώρα μόνο!
Την κρύα ώρα!
Ώρα αγωνίας
Και των τελευταίων φιλιών.
Ώρα σοβαρή που στοιχειώνει
Τα αιχμάλωτα κουδούνια.
Κούκου
χωρίς πουλί.
Σκουριασμένα άστρα
τεράστιες χλομές
πεταλούδες.
Στο άλσος
των αναστεναγμών
αντηχούσε το άριστα,
που είχα παιδί.
Πρέπει να περάσεις από κει,
Καρδιά μου!
Από κει,
Καρδιά μου!
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης
Forest Sunrise Print by Albert Bierstadt
Μιλτιάδης Μαλακάσης
i.Το δάσος
Μπέρτολτ Μπρεχτ -Για τον φτωχό Μπ .Μπ. Απόσπασμα
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Μια αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θα τ’ ακούσεις πια,
*
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και το ‘καμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.
*
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό.
*
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ’ έσερνε διαβάτη
σε μαγικό παλάτι
δίχως ελπίδα αυγής,
*
το πήρανε -για κοίταξε-
στερνή ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.
*
Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
*
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
*
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,
*
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ’ άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.
.........................................
ii. Κοιτάζοντάς σε
«Ενώ μου λες τη σιγαλιά τη βραδινή του δάσου
Πώς αγροικάς, κοντά σου
Εμένανε η φτωχή καρδιά, τόσο πολύ χτυπάει,
Που μοναχά δε σπάει.
Τα δέντρα την ακούνε, ιδές, ένα αεράκι πνέει
Στα φύλλα και την κλαίει,
Μόνον εσύ δεν την ακούς… Το λόγο τον τρανό να πω,
Δειλιάζω και τρομάζω,
Αχάριστος, δε φτάνει που, στο πλάι σου να ‘μαι, να σιωπώ,
Και τα μεγάλα μάτια σου τα μαύρα να κυττάζω;»
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Μια αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θα τ’ ακούσεις πια,
*
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και το ‘καμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.
*
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό.
*
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ’ έσερνε διαβάτη
σε μαγικό παλάτι
δίχως ελπίδα αυγής,
*
το πήρανε -για κοίταξε-
στερνή ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.
*
Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
*
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
*
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,
*
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ’ άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.
.........................................
Henri Rousseau Monkeys in the Jungle
«Ενώ μου λες τη σιγαλιά τη βραδινή του δάσου
Πώς αγροικάς, κοντά σου
Εμένανε η φτωχή καρδιά, τόσο πολύ χτυπάει,
Που μοναχά δε σπάει.
Τα δέντρα την ακούνε, ιδές, ένα αεράκι πνέει
Στα φύλλα και την κλαίει,
Μόνον εσύ δεν την ακούς… Το λόγο τον τρανό να πω,
Δειλιάζω και τρομάζω,
Αχάριστος, δε φτάνει που, στο πλάι σου να ‘μαι, να σιωπώ,
Και τα μεγάλα μάτια σου τα μαύρα να κυττάζω;»
Forest by Edvard Munch
Μπέρτολτ Μπρεχτ -Για τον φτωχό Μπ .Μπ. Απόσπασμα
-«Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου. […]
Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνια μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!…»
Το Δάσος, κοίτα, απόγυρε
στης Νύχτας την αγκάλη.
Μύρο αποπνέει μεθυστικό,
στενάζει με το αηδόνι.
Το φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
και στον καθρέφτη του ρυακιού
τα μάγια του ξαπλώνει.
Αριστομένης Προβελέγγιος - Εις το δάσος
Από τα δέντρα πέφτουνε τα φύλλα ένα – ένα
στης μάνας γης την άχαρη και μαύρη αγκαλιά,
στέκουν τριγύρω τα κλαδιά ψυχρά, σκελεθρωμένα,
και λυπημένα κι άλαλα κουρνιάζουν τα πουλιά.
Η καταχνιά σηκώνεται μέσ’ απ’ τα δάση
αγάλια κι απλώνεται σαν μυστική νεράιδα του βοριά,
και μοιάζει η φύση θάλασσα με δίχως ακρογιάλια,
που κύμα δεν ακούεται ν΄ αντιλαλεί βαριά.
Κάπου και κάπου βιαστικός περνάει ένας διαβάτης
και σαν σκιά μες στην πυκνή χωνεύει καταχνιά.
Να η ζωή! φαινόμαστε στα ψεύτικα φτερά της,
σαν όνειρ’ αγερόπλαστα, και σβήνομε με μια.
Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματά και σας κάνει να κοκκινίζετε.
Υπάρχει ένα ρολόι που δεν χτυπά.
Υπάρχει μια χαράδρα με μια φωλιά με ζώα λευκά.
Υπάρχει μια μητρόπολις που κατεβαίνει και μια λιμνη που ανεβαίνει.
Υπάρχει ένα μικρό αμάξι εγκαταλειμμένο μέσα στο δάσος, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας, στολισμένο με κορδέλλες.
Υπάρχει ένας θίασος μικρών θεατρίνων με κοστούμια, διακρίνονται πάνω στο δρόμο ανάμεσα απ’ το δάσος άκρη άκρη.
Υπάρχει, τέλος, όταν πεινά και διψά, κάποιος που σας κυνηγά.
Κείμενα και κριτική, μετάφραση-επιμέλεια: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, Γαλαξίας, Αθήνα 1971.
Ρενέ Σαρ - Για να 'ναι το δάσος
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου. […]
Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνια μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!…»
Edmund Blair Leighton Forest Tryst
Μυρτιώτισσα
i.Στο δάσος
Σαν μέσα απ᾽ άυλο ποτιστήρι,
κάτω απ᾽ το δέντρο που έχω γείρει,
των αρωμάτων ρέει το σμάρι,
φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι!
Ό,τι έχει ο Θεός ξέγνοιαστο πλάσει
γύρω απ᾽ το δάσο έχει κουρνιάσει,
πουλιά στα δέντρα, αρνιά στις στάνες,
και στα τσαντίρια οι ατσιγγάνες.
Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλοι,
ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι.
Να ᾽ρχόταν λέει και να με κάνει
ο δράκος, λεύκα είτε πλατάνι,
μια ρίζα να ᾽μαι εδώ στο χώμα,
και μήτε μάτια, μήτε στόμα!
Το αίμα αυτό που τρέχει εντός μου
και που με καίει σα να ᾽ν᾽ οχτρός μου,
να ᾽ρχονταν λέει ξωθιές πιλάλα,
να μου το πιουν στάλα τη στάλα,
και να χυθεί η ψυχή καθάρια,
σαν τα νερά, σαν τα χορτάρια!
…Στα μυριοκέντητα κιλίμια
του δάσου, εγώ ᾽μαι η μόνη ασκήμια,
και κάτι νόθο, κάτι ξένο
μες στο βασίλειο το παρθένο…
Από τη συλλογή, Τα δώρα της Αγάπης
ii. Μια νύχτα στο δάσος
Μέσα στα βάθια τ᾽ ουρανού γλυκοτρεμάμενα, θολά,
κι ένα προς ένα χάνονται τα νυσταγμένα αστέρια
ξάγρυπνη εγώ στο σιωπηλό το δάσος ακόμα τριγυρνώ,
και πίνω από τις ευωδιές που με ποτίζει πλέρια.
Έχω μεθύσει μια σταλιά, και το κορμί μου είναι λαφρύ,
και σαν πευκάκι ολόδροσο δώθε και κείθε σείεται,
μες στης καρδιάς σου τη φωλιά τρεμοσαλεύει ένα πουλί,
και σε τραγούδι ολόγλυκον απόψε λησμονιέται.
Ω ξελογιάστρα φοβερή, μαγεύτρα φύση, που πλανάς
κι αυτούς ακόμα που ως τα ψές ελιώναν μες στο κλάμα…
δεν είμαι κι άλλο τώρα πια, παρά δυο μάτια εκστατικά,
που όλο κι ανοίγονται μπροστά στ᾽ απίστευτό σου θάμα.
Ψυχή μου, το ᾽λπιζες ποτέ μια τέτοια νύχτα να χαρείς;
Αναγαλιάζει ο Έρωτας˙ είν᾽η δικιά του η ώρα.
Κάτω απ᾽ την πεύκινη σκεπή ξεφεύγουν τρέμουλες κραυγές,
κι ίσκιοι σαλεύουνε διπλοί μες στα σκοτάδια τώρα.
Πώς έτσι ωραία κι έτσι αγνά πλάθεται γύρω μου η ζωή!
Στο πρώτο θάμπος, δυο κορμιά σμιγμένα ξεχωρίζω,
κι από ευλάβεια στο ιερό κρεβάτι που προσφέρνει η γη,
στ᾽ακρόνυχά μου ανάλαφρα, χορευτικά βαδίζω…
Τη δροσανάσα τους κρατούν γύρω τριγύρω τα δεντρά,
και τ᾽ αγεράκι τ᾽ αυγινό δε βγάζει πια μήτε άχνα,
λες και προσμένουνε κι αυτά της ηδονής το θείο πιοτό,
π᾽ ακρόταγο θα ξεχυθεί μες απ᾽ τ᾽ αντρίκια σπλάχνα!
…
Σάμπως κομμάτια τ᾽ ουρανού, γιομάτα απ᾽ όνειρο και φως,
τώρα τα μάτια τους μου λεν πως πάει να ξημερώσει,
χεροπιαστά καθώς κινάν με τα βαριά τους τα τσαπιά,
πέρ᾽ απ᾽το δάσο που γλυκά τους έχει ζευγαρώσει…
Μυρτιώτισσα, Από τη συλλογή, Τα δώρα της Αγάπης
NΤΡΙΤΕΡΟ ΑΓΚΟΛΛΙ - Ο θάνατος του δάσους
Σαν μέσα απ᾽ άυλο ποτιστήρι,
κάτω απ᾽ το δέντρο που έχω γείρει,
των αρωμάτων ρέει το σμάρι,
φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι!
Ό,τι έχει ο Θεός ξέγνοιαστο πλάσει
γύρω απ᾽ το δάσο έχει κουρνιάσει,
πουλιά στα δέντρα, αρνιά στις στάνες,
και στα τσαντίρια οι ατσιγγάνες.
Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλοι,
ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι.
Να ᾽ρχόταν λέει και να με κάνει
ο δράκος, λεύκα είτε πλατάνι,
μια ρίζα να ᾽μαι εδώ στο χώμα,
και μήτε μάτια, μήτε στόμα!
Το αίμα αυτό που τρέχει εντός μου
και που με καίει σα να ᾽ν᾽ οχτρός μου,
να ᾽ρχονταν λέει ξωθιές πιλάλα,
να μου το πιουν στάλα τη στάλα,
και να χυθεί η ψυχή καθάρια,
σαν τα νερά, σαν τα χορτάρια!
…Στα μυριοκέντητα κιλίμια
του δάσου, εγώ ᾽μαι η μόνη ασκήμια,
και κάτι νόθο, κάτι ξένο
μες στο βασίλειο το παρθένο…
Από τη συλλογή, Τα δώρα της Αγάπης
Sunrise Over Forest And Grove - Albert Bierstadt
................................................ii. Μια νύχτα στο δάσος
Μέσα στα βάθια τ᾽ ουρανού γλυκοτρεμάμενα, θολά,
κι ένα προς ένα χάνονται τα νυσταγμένα αστέρια
ξάγρυπνη εγώ στο σιωπηλό το δάσος ακόμα τριγυρνώ,
και πίνω από τις ευωδιές που με ποτίζει πλέρια.
Έχω μεθύσει μια σταλιά, και το κορμί μου είναι λαφρύ,
και σαν πευκάκι ολόδροσο δώθε και κείθε σείεται,
μες στης καρδιάς σου τη φωλιά τρεμοσαλεύει ένα πουλί,
και σε τραγούδι ολόγλυκον απόψε λησμονιέται.
Ω ξελογιάστρα φοβερή, μαγεύτρα φύση, που πλανάς
κι αυτούς ακόμα που ως τα ψές ελιώναν μες στο κλάμα…
δεν είμαι κι άλλο τώρα πια, παρά δυο μάτια εκστατικά,
που όλο κι ανοίγονται μπροστά στ᾽ απίστευτό σου θάμα.
Ψυχή μου, το ᾽λπιζες ποτέ μια τέτοια νύχτα να χαρείς;
Αναγαλιάζει ο Έρωτας˙ είν᾽η δικιά του η ώρα.
Κάτω απ᾽ την πεύκινη σκεπή ξεφεύγουν τρέμουλες κραυγές,
κι ίσκιοι σαλεύουνε διπλοί μες στα σκοτάδια τώρα.
Πώς έτσι ωραία κι έτσι αγνά πλάθεται γύρω μου η ζωή!
Στο πρώτο θάμπος, δυο κορμιά σμιγμένα ξεχωρίζω,
κι από ευλάβεια στο ιερό κρεβάτι που προσφέρνει η γη,
στ᾽ακρόνυχά μου ανάλαφρα, χορευτικά βαδίζω…
Τη δροσανάσα τους κρατούν γύρω τριγύρω τα δεντρά,
και τ᾽ αγεράκι τ᾽ αυγινό δε βγάζει πια μήτε άχνα,
λες και προσμένουνε κι αυτά της ηδονής το θείο πιοτό,
π᾽ ακρόταγο θα ξεχυθεί μες απ᾽ τ᾽ αντρίκια σπλάχνα!
…
Σάμπως κομμάτια τ᾽ ουρανού, γιομάτα απ᾽ όνειρο και φως,
τώρα τα μάτια τους μου λεν πως πάει να ξημερώσει,
χεροπιαστά καθώς κινάν με τα βαριά τους τα τσαπιά,
πέρ᾽ απ᾽το δάσο που γλυκά τους έχει ζευγαρώσει…
Μυρτιώτισσα, Από τη συλλογή, Τα δώρα της Αγάπης
P. A. Renoir, βόλτα στο δάσος
Εμιλι Ντίκινσον
Ένας Αέρας φύσηξε
Μα σε κανένα Δάσος
Φύλλο ούτε ένα κινήθηκε
Μαζί του όμως κουβάλησε μια παγωνιά
Κι από των Πουλιών την Επικράτεια πιο πέρα-
Αέρας που αφύπνισε μια Χαρμολύπη απόμακρη
Σαν το Αμφίδρομο Ταλάντεμα του Χωρισμού
στην Αγκαλιά την Αρκτική γαληνεμένο
Μέχρι το Τίποτα.
Emily Dickinson, Το ανεξάντλητα σημαίνον.
Ένας Αέρας φύσηξε
Μα σε κανένα Δάσος
Φύλλο ούτε ένα κινήθηκε
Μαζί του όμως κουβάλησε μια παγωνιά
Κι από των Πουλιών την Επικράτεια πιο πέρα-
Αέρας που αφύπνισε μια Χαρμολύπη απόμακρη
Σαν το Αμφίδρομο Ταλάντεμα του Χωρισμού
στην Αγκαλιά την Αρκτική γαληνεμένο
Μέχρι το Τίποτα.
Emily Dickinson, Το ανεξάντλητα σημαίνον.
91 ποιήματα, μετάφραση Έλλη Συναδινού,
εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2006.
Henri Rousseau Rendezvous in the Forest
NΤΡΙΤΕΡΟ ΑΓΚΟΛΛΙ - Ο θάνατος του δάσους
Το δάσος εβούλιαξε.
Στον ύπνο το τύλιξαν φλόγες δυνατές.
Χριστιανοί, κάντε το σταυρό σας,
Μουσουλμάνοι γονατίστε, κάντε προσευχές.
Αμήν!
Η στάχτη του έλιωσε, έγινε γης.
Πέθανε εκεί σαν ειδωλολάτρης, μοναχός.
Μετά το δάσος πεθαίνουμε κι εμείς.
Ανάψτε κεριά να λάμψει ο πολυέλαιος.
Αμήν!
Δεν θα μας ξεπροβοδάνε πια στις κηδείες
με χορτάρια και φύλλα του δάσους τα πουλιά.
Καήκανε κι αυτά μες στη νύχτα,
τα βρήκε η φωτιά στη φωλιά.
Αμήν!
Δεν θα βρεθούν λουλούδια πουθενά
για ν’ αφήσουν οι γυναίκες στα μνήματα.
Παν τα λουλούδια, καήκανε κι αυτά
κι έρχεται η έρημος με τεράστια βήματα.
Αμήν!
Στις βρύσες το νερό πια δεν στραφταλίζει,*
κάηκε στη φωτιά και το νερό.
Κανείς δεν μπορεί πια να δροσίζει
τα χείλη των νεκρών.
Αμήν!
Το δάσος εβούλιαξε.
Στον ύπνο το βρήκαν φλόγες δυνατές.
Χριστιανοί, κάντε το σταυρό σας,
Μουσουλμάνοι γονατίστε, κάντε προσευχές.
Αμήν!
Από τη συλλογή
Ξημερώνει και βραδιάζει
(2000), μτφρ.Ανδρέας Ζαρμπαλάς
.
Αίμος. Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης
Οι Φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ»,
Αθήνα 200
P. A. Renoir, η Lane στο δάσος
Μαρία Πολυδούρη - Το δάσος …
Το Δάσος, κοίτα, απόγυρε
στης Νύχτας την αγκάλη.
Μύρο αποπνέει μεθυστικό,
στενάζει με το αηδόνι.
Το φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
και στον καθρέφτη του ρυακιού
τα μάγια του ξαπλώνει.
Thomas Kinkade. The Good Life
Αριστομένης Προβελέγγιος - Εις το δάσος
Από τα δέντρα πέφτουνε τα φύλλα ένα – ένα
στης μάνας γης την άχαρη και μαύρη αγκαλιά,
στέκουν τριγύρω τα κλαδιά ψυχρά, σκελεθρωμένα,
και λυπημένα κι άλαλα κουρνιάζουν τα πουλιά.
Η καταχνιά σηκώνεται μέσ’ απ’ τα δάση
αγάλια κι απλώνεται σαν μυστική νεράιδα του βοριά,
και μοιάζει η φύση θάλασσα με δίχως ακρογιάλια,
που κύμα δεν ακούεται ν΄ αντιλαλεί βαριά.
Κάπου και κάπου βιαστικός περνάει ένας διαβάτης
και σαν σκιά μες στην πυκνή χωνεύει καταχνιά.
Να η ζωή! φαινόμαστε στα ψεύτικα φτερά της,
σαν όνειρ’ αγερόπλαστα, και σβήνομε με μια.
Jean Baptiste Camille Corot. Forest of Fontainebleau-1830
Αρθούρος Ρεμπώ - Στο δάσος υπάρχει ένα πουλίΣτο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματά και σας κάνει να κοκκινίζετε.
Υπάρχει ένα ρολόι που δεν χτυπά.
Υπάρχει μια χαράδρα με μια φωλιά με ζώα λευκά.
Υπάρχει μια μητρόπολις που κατεβαίνει και μια λιμνη που ανεβαίνει.
Υπάρχει ένα μικρό αμάξι εγκαταλειμμένο μέσα στο δάσος, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας, στολισμένο με κορδέλλες.
Υπάρχει ένας θίασος μικρών θεατρίνων με κοστούμια, διακρίνονται πάνω στο δρόμο ανάμεσα απ’ το δάσος άκρη άκρη.
Υπάρχει, τέλος, όταν πεινά και διψά, κάποιος που σας κυνηγά.
Κείμενα και κριτική, μετάφραση-επιμέλεια: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, Γαλαξίας, Αθήνα 1971.
V. Van Gogh, Άκρη του δάσους. 1882.
Γιάννης Ρίτσος
i.«Στίχοι από σκισμένα ποιήματα»XII
Η αγαπημένη μου με χάιδεψε.
Έγινα ένα δάσος
ένα δάσος απέραντο.
Μέσα στο δάσος
τρέχει γυμνή η αγαπημένη μου
κόβοντας μαργαρίτες.
Οι μαργαρίτες φέγγουν τα στήθη της
φέγγουν την κοιλιά της
φέγγουν τα χέρια της, τα πόδια της,
το πρόσωπό της.
Η αγαπημένη μου γέμισε ανταύγειες.
Πάνω της
το δάσος τρέμει σκοτεινό
περιμένοντας
την καταιγίδα και τους ξυλοκόπους.
Πώς να το αντέξει πάνω της η αγαπημένη μου
ένα πελώριο δάσος σκοτεινό;
Κρύβομαι πίσω απ’ τους κορμούς των δέντρων.”
Η αγαπημένη μου με χάιδεψε.
Έγινα ένα δάσος
ένα δάσος απέραντο.
Μέσα στο δάσος
τρέχει γυμνή η αγαπημένη μου
κόβοντας μαργαρίτες.
Οι μαργαρίτες φέγγουν τα στήθη της
φέγγουν την κοιλιά της
φέγγουν τα χέρια της, τα πόδια της,
το πρόσωπό της.
Η αγαπημένη μου γέμισε ανταύγειες.
Πάνω της
το δάσος τρέμει σκοτεινό
περιμένοντας
την καταιγίδα και τους ξυλοκόπους.
Πώς να το αντέξει πάνω της η αγαπημένη μου
ένα πελώριο δάσος σκοτεινό;
Κρύβομαι πίσω απ’ τους κορμούς των δέντρων.”
Gustav Klimt, Δάσος με οξιές, 1903.
ii.Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.
Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης
κι οι σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν
περίεργες πίσω απ’ τις πέτρες.
Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη.
Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας
για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.
Arthur Hughes, Ύπνος στο δάσος
«Για να ‘ναι το δάσος περήφανο
Η ηλικία του χρειάζεται και το άπειρο
Μην πεθαίνεται τόσο γρήγορα φίλοι
Των προγευμάτων κάτω απ’ το χαλάζι
Έλατα που κοιμάστε στο κρεβάτι μας
Τα βήματά μας στα χορτάρια διαιωνίστε.»
[Ρενέ Σαρ, «Για να ‘ναι το δάσος», Μτφρ. Τάκης Σινόπουλος]
Redwood Forest Stream by Cecilia Brendel
i. Του δάσους εκατέβηκε το δάκρυ
Του δάσους εκατέβηκε το δάκρυ
Και στην πεδιάδα σκίρτησαν τα δέντρα
Αγγίξαμε τα όνειρα στην πλάση
Και μόλις ξύπνησαν τ’ αστέρια.
.....................................
ii. Δάσος
Λιτά,
τα δέντρα,
τα σκόρπια φύλλα
όχι λυπητερά·
κι όμως βουβά
θανάσιμα·
περπατώ και συλλέγω
χρυσή σιωπή.
Crimson Forest II by Jennifer Vranes
Μίλτος Σαχτούρης
Δάσος παράξενο μαγεύει τη φωνή μου
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα
ὅλο μου το τραγούδι ένα δέντρο
από το αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα
δάσος παράξενο που μαγεύει τη φωνή μου
ii.Όμως ο τόπος που τον πελεκούν
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα
ὅλο μου το τραγούδι ένα δέντρο
από το αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα
δάσος παράξενο που μαγεύει τη φωνή μου
Forest by Tomás Sánchez
Γ. Σεφέρης
i.Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
"Ερωτικός Λόγος"
i.Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
"Ερωτικός Λόγος"
Κλ. Μονέ, Γυναίκα στο δάσος.
ii.Όμως ο τόπος που τον πελεκούν
και που τον καίνε σαν το πεύκο,
και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν
οι στατιστικές,ετούτα
ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουνε
τούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Τελευταίος σταθμός
Τελευταίος σταθμός
Landscape Forest by Leonid Afremov
Αργύρης Χιόνης
Το ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει
Ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων μας
Δεν είναι διόλου ταπεινό
Είναι το δάσος που επιστρέφει
Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε
Από αυτό που της ανήκει
Και που της πήραμε με τόσο δόλο
Δεν είναι διόλου ταπεινό
Είναι το δάσος που επιστρέφει
Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε
Από αυτό που της ανήκει
Και που της πήραμε με τόσο δόλο
Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά
κι έρχονται τα πουλιά του έρωτα και κελαηδούνε.
Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
οι σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στις λόχμες του ο φόβος ενεδρεύει.
ζώα μικρά και ζώα άγρια το κατοικούν,
όχεντρες έρπουν και ρημάζουν τις φωλιές μας,
λιοντάρια ετοιμάζονται να μας ξεσκίσουν.
Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
έγιναν δάσος σκοτεινό και μας πλακώνουν.
"ΤΟ ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΙΟ ΔΑΣΟΣ" Νίκος Χουλιαράς
Τα σπίτια πύκνωσαν αγαπημένη
Τα σπίτια πύκνωσαν
Στο τσιμεντένιο δάσος
Κι έγινε η φωνή μου
Στους γκρίζους τοίχους χαρακιά
Αγαπημένη
Τώρα είμαι μόνος μου αγαπημένη
Τώρα είμαι μόνος μου
Στις αδειανές πλατείες
Και έμεινε η κραυγή σου
Πάνω στην άσφαλτο αγαπημένη
Πάνω στην άσφαλτο
Τα σπίτια πύκνωσαν
Στο τσιμεντένιο δάσος
Κι έγινε η φωνή μου
Στους γκρίζους τοίχους χαρακιά
Αγαπημένη
Τώρα είμαι μόνος μου αγαπημένη
Τώρα είμαι μόνος μου
Στις αδειανές πλατείες
Και έμεινε η κραυγή σου
Πάνω στην άσφαλτο αγαπημένη
Πάνω στην άσφαλτο
Χ. Κατσιμίχας, Apurimac - Λουλούδι του δάσους
Στίχοι: Χάρης Κατσιμίχας
Μουσική: Παραδοσιακό
Πρώτη εκτέλεση: Χάρης Κατσιμίχας & Apurimac ( Ντουέτο )
Ξύπνα λουλούδι του δάσους
πουλί του λιβαδιού
που σεργιανάς στον ουρανό
που 'χεις τα μάτια μικρού ελαφιού
Σαν τα λουλούδια που πίνουν δροσιά
έτσι χορταίνω όταν με κοιτάς
σαν ευωδιά λουλουδιών το πρωί
σαν ευωδιά μαραμένου φύλλου
είναι η ανάσα σου
Κοίταξε με, κοίταξε με
αίμα της καρδιάς μου
Η γη χαμογελάει
τα νερά χαμογελάνε
τα σύννεφα στον ουρανό
όλα χαμογελάνε
αγαπημένη μου
Ξύπνα λουλούδι του δάσους
ξύπνα ξύπνα αγαπημένη
Μουσική: Παραδοσιακό
Πρώτη εκτέλεση: Χάρης Κατσιμίχας & Apurimac ( Ντουέτο )
Ξύπνα λουλούδι του δάσους
πουλί του λιβαδιού
που σεργιανάς στον ουρανό
που 'χεις τα μάτια μικρού ελαφιού
Σαν τα λουλούδια που πίνουν δροσιά
έτσι χορταίνω όταν με κοιτάς
σαν ευωδιά λουλουδιών το πρωί
σαν ευωδιά μαραμένου φύλλου
είναι η ανάσα σου
Κοίταξε με, κοίταξε με
αίμα της καρδιάς μου
Η γη χαμογελάει
τα νερά χαμογελάνε
τα σύννεφα στον ουρανό
όλα χαμογελάνε
αγαπημένη μου
Ξύπνα λουλούδι του δάσους
ξύπνα ξύπνα αγαπημένη
Εξαιρετική ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ τη χάρηκα!
Ευχαριστούμε πολύ Γεωργία μου!