19.30 Το βράδυ στις 7 Δεκ.1966 απέπλευσε το Ο/Γ ΗΡΑΚΛΕΙΟ από την Σούδα για το τελευταίο του ταξίδι...
Χάθηκε περίπου στις 0230 ανοικτά της νήσου Φαλκονερα....
έχασα πολλούς φίλους....
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΑΓΙΟΥ F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ
Τετάρτη απόγευμα 7 Δεκεμβρίου, 1966. Η φόρτωση του F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ έχει τελειώσει και το επιβλητικό οχηματαγωγό ετοιμάζεται ν’ αποπλεύσει για ένα ακόμη ταξίδι προς Πειραιά. Τίποτα δεν έδειχνε ότι ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά δράματα θα παιζόταν σε λίγες ώρες, στα σκοτεινά και ανταριασμένα νερά του Αιγαίου πελάγους, στην περιοχή της Φαλκονέρας.
Το πλοίο εκτελούσε ήδη αρκετό καιρό δρομολόγια από Σούδα προς Πειραιά και πίσω, ενώ αρχικά –όπως έχω πει- ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Ηράκλειο – Πειραιάς, όπου και παρέμεινε για αρκετά χρόνια. Πολλά μικροατυχήματα είχαν σημαδέψει το οχηματαγωγό αυτήν την περίοδο, όπως παράξενες κλίσεις, σπάσιμο του καταπέλτη κατά τη φόρτωση και ταξίδι με ανοικτή την πλαϊνή πόρτα, επισκευή στο Πέραμα την επομένη και ξανά ταξίδι προς Ηράκλειο το απόγευμα.
Την εποχή εκείνη, Γ’ πλοίαρχος ήταν ο Δημήτρης Τσαγκαράκης από την Αγια Βαρβάρα και λοστρόμος ο Θεόδωρος Μαγιάφης από τον Πειραιά. ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησα όταν πρωτομπάρκαρα ως δόκιμος πλοίαρχος και αυτοί οι οποίοι μου δίδαξαν πάρα πολλά για τη ναυσιπλοΐα.
Την περίοδο του ναυαγίου είχα ξεμπαρκάρει και υπηρετούσα την θητεία μου στο ΠΝ στο Π/Φ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ και για λόγους ασφαλείας το σκάφος έδενε στην πολιτική προβλήτα και δυτικά ενώ τα επιβατικά άραζαν ακριβώς απέναντι στην ανατολική πλευρά έτσι είχα επαφή με τους παλιούς μου συναδέλφους πολλοί από τους οποίους χάθηκαν στο ναυάγιο.
Στα F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ και ΧΑΝΙΑ της εταιρίας Τυπάλδου, η εταιρία Ευθυμιάδη αντέτασσε τα F/B ΜΙΝΩΣ και ΦΑΙΣΤΟΣ, τα οποία ήταν μεν νεότερα, αλλά υστερούσαν σε ταχύτητα. Κάθε εταιρία προσπαθούσε να προσελκύσει επιβάτες και οχήματα, προσφέροντας διάφορες ευκολίες και κάποιες εκπτώσεις.
Το μοιραίο απόγευμα –και ενώ το πλοίο ήταν σχεδόν λυμένο και στηριζόταν μόνο στο λεγόμενο spring- ένα καθυστερημένο φορτηγό ανάγκασε τον πλοίαρχο να φέρει το πλοίο πίσω στην αποβάθρα και να το πάρει. Στη συνέχεια, λύθηκαν πάλι οι κάβοι και το πλοίο ετοιμάστηκε να μανουβράρει για τον απόπλου, αλλά η μοίρα είχε ετοιμάσει αλλά. Ένα λευκό ψυγείο φορτωμένο πορτοκάλια – το μοιραίο όχημα που ήταν εν μέρει, η αίτια του ναυαγίου – φάνηκε στη στροφή, επίσης με αναμμένα φώτα και κορνάροντας. Ο πλοίαρχος, επειδή δεν ήθελε ν’ αφήσει όχημα απ’ έξω και να δυσαρεστήσει πελάτη, αναγκάστηκε, εκ των πραγμάτων, να μανουβράρει ξανά, για την παραλαβή του καθυστερημένου ψυγείου, ενώ ο λοστρόμος (Θεόδωρος Μαγιαφης) κοιτάζοντας με φώναξε «Κρητικέ δε μας βλέπω να φεύγουμε απόψε».
Το ψυγείο μπήκε από την πόρτα -η οποία ήταν, σημειωτέον, στο πλάι του πλοίου- και τοποθετήθηκε κάθετα, διότι δεν υπήρχε χώρος να μανουβράρει και να τοποθετηθεί κανονικά κι έτσι, είχε κατεύθυνση προς τους δυο καταπέλτες (πόρτες) του πλοίου. Τελικά, το πλοίο αναχώρησε στις εφτά και είκοσι το βράδυ και ο λοστρόμος με χαιρέτησε, λέγοντάς μου ότι θα τα λέγαμε πάλι μετά από δύο μέρες.
Το πρωί αντιλήφθηκα ότι τα αντιτορπιλικά ΣΦΕΝΔΟΝΗ, ΒΕΛΟΣ και κάποιο άλλο - το όνομα του οποίου μου διαφεύγει – ετοιμάζονταν ν’ αποπλεύσουν και όταν ρώτησα στο Σηματωρείο σχετικά, μου είπαν ότι το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ είχε εκπέμψει SOS στις δυο και δέκα περίπου το πρωί κι ότι τα πολεμικά σήκωναν ατμό για να σπεύσουν προς βοήθεια.
Την ίδια ώρα στο ΑΚΙΠ (Αρχηγείο Κρητικού και Ιονίου Πελάγους) τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Η ώρα ήταν περίπου οκτώ το πρωί και δεν είχαν ακόμα εντοπίσει ούτε συντρίμμια ούτε ναυαγούς. Τα πρώτα πλοία που έφτασαν στο σημείο του ναυαγίου ήταν το F/B «ΜΙΝΩΣ»του Ευθυμιάδη και ένα φινλανδικό φορτηγό, το πλήρωμα του οποίου έσωσε πολλούς ναυαγούς, απ’ ό,τι πληροφορήθηκα αργότερα.
Τον λοστρόμο- ο οποίος ήταν ανάμεσα στους διασωθέντες,- τον συνάντησα μετά από δυο ημέρες στο σπίτι του στη Φρεατίδα ο όποιος φανερά συγκινημένος, μου διηγήθηκε τα γεγονότα, όπως τα έζησε.
Η ώρα είχε πάει περίπου δώδεκα το βράδυ και όλοι οι αξιωματικοί ήταν στη γέφυρα, φανερά ανήσυχοι για τη σφοδρή θαλασσοταραχή που συντάρασσε το σκάφος, η ταχύτητα του οποίου ήταν αρκετά μεγάλη για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή. Ο ύπαρχος Νικόλαος Θεοδωράκης αν θυμάμαι καλά (από το Ρέθυμνο) προσπαθούσε να πείσει τον καπετάνιο να κόψει λίγο, διότι και το σκάφος και οι επιβάτες υπέφεραν. Ο αναποφάσιστος και ηλικιωμένος πλοίαρχος του απαντούσε :
«Να κόψουμε, αλλά τι θα πουν από το γραφείο, θα με κατηγορήσουν για την καθυστέρηση» και αλλά παρόμοια, τα οποία ερχόταν σε αντίθεση στην πρόταση των αξιωματικών για μείωση της ταχύτητας του πλοίου.
Ήταν μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα όταν ο δεύτερος ναύτης της βάρδιας –ο βατσιμάνης- πήγε στη γέφυρα και τρομοκρατημένος ανέφερε ότι το ψυγείο που είχαν βάλει τελευταίο είχε σπάσει την πόρτα και είχε πέσει στη θάλασσα μαζί με τον οδηγό του, ο οποίος προσπαθούσε να το στερεώσει. Ο καπετάνιος άρχισε να σκέφτεται ταραγμένος τις συνέπειες αυτού του γεγονότος και είπε στο λοστρόμο να πάει να δει τι συμβαίνει.
Η διαρρύθμιση του οχηματαγωγού επέτρεπε πρόσβαση στο γκαράζ από την τρίτη θέση, όπου υπήρχε ένα είδος εξώστη από τον οποίο μπορούσε να δει κανείς τι συνέβαινε στο κυρίως γκαράζ. Το θέαμα που αντίκρισε από κει ο λοστρόμος ήταν τρομακτικό. Ο καταπέλτης έλειπε τελείως, η θάλασσα έμπαινε μέσα ανεμπόδιστα και τα φορτηγά, μισοπλέοντας, κτυπούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Το νερό, λόγω της κατωφέρειας του γκαράζ, συσσωρευόταν συνεχώς στην πίσω μεριά πιέζοντας το χώρισμα που χώριζε το γκαράζ από το μηχανοστάσιο, ήταν δε ζήτημα χρόνου να υποχωρήσει το τοίχωμα αυτό και να πλημμυρίσουν τα διαμερίσματα των μηχανών.
Ο λοστρόμος επέστρεψε αστραπιαία στη γέφυρα και ανέφερε τα γεγονότα, επισημαίνοντας την κρισιμότητα της όλης κατάστασης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε η τραγωδία του καταδικασμένου πλέον πλοίου και –απ΄ ό,τι φάνηκε στην ανάκριση που ακολούθησε- ούτε τα κουδούνια, ούτε τα μεγάφωνα λειτούργησαν για να ειδοποιήσουν τους επιβάτες.
Ο πλοίαρχος έδωσε διαταγή εγκατάλειψης του πλοίου και ο λοστρόμος, αφού ξύπνησε το πλήρωμα καταστρώματος, έτρεχε δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να πετάξει στη θάλασσα ό,τι ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί σαν σωσίβιο. Απ΄ ό,τι μου είπε, πέταξε ξύλινα καθίσματα, σωσίβια από μια αποθήκη δίπλα στις καμπίνες πληρώματος, μερικές φουσκωτές λέμβους και αλλά πολλά που θα επέπλεαν. Δυστυχώς, οι σωσίβιες βάρκες δεν ήταν δυνατό να κατέβουν, επειδή οι μηχανισμοί ήταν χαλασμένοι – όπως αναφέρθηκε και στη δίκη που ακολούθησε.
Το πλοίο βυθίστηκε στις τρεις παρά τέταρτο περίπου, σε λιγότερο από σαράντα με πενήντα λεπτά της ώρας. Από τις διηγήσεις διασωθέντων φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο λοστρόμος εγκατέλειψε το πλοίο από τους τελευταίους και μάλιστα τραυματίστηκε όταν, στην προσπάθειά του να βουτήξει και λόγω της κλίσης που είχε πάρει το καράβι- τρίφτηκε στα πλευρά του πλοίου, όπου οι πεταλίδες που είχαν προσκολληθεί εκεί του προκάλεσαν εκδορές.
Η φοβερή εκείνη νύχτα, η οποία φωτιζόταν από τις αστραπές της θύελλας των 8-9 μποφόρ, επρόκειτο να είναι μακρά για τους δυστυχείς ναυαγούς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Μαγιάφη, όσοι έπεσαν στη θάλασσα προσπαθούσαν να βρουν κάτι για να πιαστούν, συγκλονισμένος δε, μου ανέφερε ότι μια κοπέλα που ήταν δίπλα του όλη τη νύχτα –και στην οποία μιλούσε συνεχώς, δίνοντάς της κουράγιο- δεν άντεξε και, προς το ξημέρωμα, χάθηκε από δίπλα του. Τον ίδιο τον περισυνέλεξε το F/B «ΜΙΝΩΣ» γύρω στις έντεκα το πρωί και όταν τον ανέβασαν στη βάρκα που είχαν κατεβάσει ένα από τα μέλη του πληρώματος ονόματι Γιάννης Λάμπρου δε μπόρεσε να τον αναγνωρίσει, παρόλο που ήταν φίλοι από παιδιά –τόσο παραμορφωμένο ήταν το πρόσωπό του από το μαζούτ και από την πολύωρη παραμονή στα παγωμένα νερά.
Κάπου εδώ σταμάτησε η αφήγηση του λοστρόμου Θεόδωρου Μαγιάφη και άρχισε ο μαραθώνιος των εξεταστικών επιτροπών και των ανακρίσεων, που τελικά κατέληξαν στη δίκη, όπου δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν οι υπεύθυνοι. Ποιος και τι έφταιξε γι’ αυτήν τη ναυτική τραγωδία δε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Ίσως η άγνοια του κινδύνου για τα πρωτόγνωρα μεγαθήρια που δρομολογήθηκαν εκείνον τον καιρό και αντικατέστησαν επιβατηγά όπως το «ΜΙΑΟΥΛΗΣ», το «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ», το «ΤΕΤΗ», το «ΑΓΓΕΛΙΚΑ» και αλλά, τα οποία –λόγω μεγέθους- έμεναν δεμένα για μέρες ολόκληρες, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών. Ίσως ακόμα, να ήταν η παράβλεψη ορισμένων κανόνων ασφαλείας και η έλλειψη λειτουργικών μέσων διάσωσης. Ας μην ξεχνάμε αυτό που είπε και ο ναυπηγός του «ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ» στις τελευταίες του στιγμές -και που δυστυχώς είναι αλήθεια: Ό,τι πλέει βουλιάζει.
Το μόνο παρήγορο-αν μπορούμε να πούμε αυτή την λέξη -είναι ότι μετά την τραγωδία αυτή ο κόσμος ξεσηκώθηκε και έσπασε το μονοπώλιο των μεγαλοεφοπλιστών, δημιουργώντας ναυτιλιακές εταιρίες λαϊκής βάσης, χάρη στις οποίες οι θαλάσσιες συγκοινωνίες αναβαθμίστηκαν, έγιναν ασφαλέστερες και ταχύτερες και ένα ταξίδι δεν είναι πλέον μια μικρή περιπέτεια όπως παλιά, αλλά ένας θαλάσσιος περίπατος.
Αυτά που αναφέρω μου τα διηγήθηκε ο παλιός μου λοστρόμος λίγο μετά το ναυάγιο στο σπίτι του όπως προανέφερα, αν παράλειψα κάτι η αν έκανα κάποιο λάθος ως προς την χρονική διάρκεια του δράματος ζήτω συγγνώμη από τους διασωθέντες που ξέρουν ίσως καλλίτερα αυτό που έζησαν.
Ο διασωθείς λοστρόμος Θεόδωρος Μαγιαφης ζει στο Πειραιά και έχουμε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία.
Μιχάλης Ναλετακης
Ηράκλειο Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου