Είχε ξεχάσει το φως της σκάλας αναμμένο. Μόλις έσβησε το πορτατίφ το κατάλαβε, καθώς φάνηκε η ανταύγεια στη χαραμάδα της πόρτας. Το φως περνούσε κάτω από τη χαραμάδα κι έφτιαχνε ένα τριγωνικό σχήμα, σαν δέντρο ένα πράγμα, χριστουγεννιάτικο, στολισμένο με χρωματιστές γραμμούλες από τις ανταύγειες που άφηνε το χαλάκι της πόρτας. Ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο πάτωμα. Προς στιγμή μια ελπίδα σπίθισε μέσα του. Πως κάποια από τις δυο ντάμες τον είχε θυμηθεί και είχε έρθει. Πως είχε μπει από την αυλόπορτα και είχε ανάψει το φως της σκάλας. Αφουγκράστηκε κρατώντας την ανάσα του. Η απόλυτη ησυχία έσβησε τη στιγμιαία ελπίδα του. Έπειτα θυμήθηκε πως ο ίδιος είχε ξεχάσει τη λάμπα αναμμένη, το σούρουπο, όταν γύρισε από το καφενείο.
Ο Σταμάτης τον είχε κερδίσει στο τάβλι και ήταν κακόκεφος. Πώς να κερδίσει; Ήταν ζάρι αυτό απόψε; Ασσόδυο, τριόδυο κι ο άλλος εξάρες, τριάρες. Πώς να κερδίσει;
Ασσόδυο, και οι μέρες του. Ένα χάπι το πρωί για το ζάχαρο και δυο το μεσημέρι για την καρδιά.
Ασσόδυο, και η ζωή του. Μια γυναίκα, δυο κόρες. Ένας άσσος σπαθί και δυο ντάμες: ντάμα κούπα και ντάμα μπαστούνι.
Ο άσσος σπαθί ήταν η Μαριγούλα. Διαμάντι ακατέργαστο τη βρήκε. Ήταν δεν ήταν 17, όταν τη γνώρισε. Τυχεράκια, τον είπανε. «Τι σου βρήκε, ρε γουρουνόφατσα;», του ’λεγε συχνά ο Σταμάτης, κολλητός του από τότε που θυμάται τον εαυτό του, που τον ήξερε καλύτερα κι από τη μάνα του. «Έλα ντε, τι μου βρήκε;», σκέφτηκε. Μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος. Δυόμισι χρόνια στην Καβύλη, στον Έβρο. Είχε πήξει για γυναίκα, για καθαρό ρούχο, για ζεστό φαΐ, για ανθρωπιά. Βρήκε δουλειά στο χοιροστάσιο ενός μπάρμπα του, στα Κιούρκα. Έβγαζε μεροκάματο και τις Κυριακές με το Σταμάτη πιάνανε τις παραλίες για γκόμενες: Αγία Μαρίνα, Κάλαμο, Σκάλα Ωρωπού, Χαλκούτσι.
Στο Χαλκούτσι την πρωτοείδε, σε ένα κεντράκι. Μαύρο μαλλί, δεμένο πίσω από τ’ αυτιά, λαιμός αγαλματένιος, βγαλμένος από μουσείο, μάτια ελιές Καλαμών. Αλλά εκείνο που τον τρέλανε ήταν το γέλιο της. Πρώτα άκουσε το γέλιο της και μετά την είδε. Τέτοιο γέλιο δεν είχε ξανακούσει. Κελαρυστό, σα γάργαρο νερό από νερομάνα. Δεν χόρταινε να το ακούει. Δεν ξανακοίταξε άλλη γυναίκα.
«Εγώ τερματίζω, εδώ», δήλωσε στο Σταμάτη. «Το σαφάρι τέλος. Νοικοκυρεύομαι». Όλη μέρα στα γουρούνια, ονειρευόταν το γέλιο της και ξεχνούσε και την κούραση και τη μπόχα. Όλα τα ξεχνούσε μόλις γύριζε στο σπίτι. Σκαρφιζόταν ένα αστείο για να ακούσει το γέλιο της και να πέσει στην αγκαλιά της. Το χαμόσπιτο στα Κιούρκα ήταν ο δικός του Παράδεισος.
Όντως, ήταν τυχερός. Χρυσοχέρα, νοικοκυρά, με ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, με τον καλό λόγο. Να τον καλμάρει όταν είχε νεύρα, να τον ενθαρρύνει όταν κώλωνε. Σπίτι καταφύγιο. Σπίτι θαλπωρή. Σπίτι ζεστό φαΐ. Σπίτι χαμόγελο. Σπίτι απάγκιο. Σπίτι αποκούμπι. Δικό της δημιούργημα. Νικόλα, Νικολάκη μου, τον είχε. Πώς τα κατάφερνε, ποτέ δεν κατάλαβε. Εκείνος της ακουμπούσε το βδομαδιάτικο. Κι εκείνη τα κανόνιζε όλα. Σπουδαίο πράγμα το κουμάντο. «Ο άντρας να κουβαλάει με το τσουβάλι, η γυναίκα να χαλάει με το κουτάλι», έλεγε η μάνα του. Τέτοια ήταν η Μαριγούλα. Άσσος σπαθί. Δεν τους έλειπε τίποτε. Ούτε σε κείνον ούτε στις θυγατέρες τους. Δυο τις είχαν: η μία ντάμα κούπα, η άλλη ντάμα μπαστούνι. Τίποτε δεν πήραν από τη Μαριγούλα. Μα τίποτα! Απολύτως τίποτα! Λες και τις έκανε με άλλη γυναίκα, κάτι που δεν γίνεται δηλαδή.
Η ντάμα κούπα ήταν ομορφούλα. Μικρή ήταν καλό μωρό. Ναζιάρα και γαλίφω, τον τρέλαινε με τα καμώματά της. Μόλις μεγάλωσε λίγο άρχισε να μεγαλοπιάνεται. Ολημερίς στην τηλεόραση χάζευε τις αρτίστες, τα ντυσίματα, τα φρου-φρου, τα μεσημεριανά κουτσομπολιά κι ονειρευόταν πρίγκιπες και μέγαρα. Στολιζόταν, βαφόταν και στο σεργιάνι στις «καλές» συνοικίες, στην Αθήνα. Το σπίτι τους το σιχαινόταν. Τα Κιούρκα, ούτε να τα φτύσει. Στα 19 της, τούς δήλωσε ότι φεύγει για να βρει…, μακάρι να ήξερε τι ακριβώς γύρευε να βρει. Η Μαριγούλα την χιλιοπαρακάλεσε. Εδώ είναι η τύχη σου, κόρη μου και τέτοια. «Άσε ρε μάνα, ποια τύχη; Κανένας γουρουνάς θα μου κάτσει κι εμένα!». Την έκλαψαν από ζωντανή. Πρώτη φορά είδε τη Μαριγούλα κλαμένη: «Τι έκανα λάθος Νικόλα;» μονολογούσε και έπεφτε στην αγκαλιά του σπαράζοντας. Το κελαρυστό γέλιο στέρεψε. Πάει η ντάμα κούπα. Δεν την ξαναείδαν. Μόνο σε κάτι «καλλιτεχνικές» φωτογραφίες σε περιοδικά, που τούς έδειχναν πού και πού κάποιες «καλές» γειτόνισσες. Πηδιόταν με όποιον της έταζε καριέρα στην τηλεόραση, στο σινεμά, στο θέατρο, οπουδήποτε. Ορνιθόμυαλη.
Τους έμεινε η ντάμα μπαστούνι. Αυτή ήταν δύσκολο παιδί. Γκρινιάρα, πεισματάρα, όλα της φταίγανε, πάντα οι άλλοι είχαν λάθος. Ζήλευε και τη μεγάλη κι απόγινε. Τι κι αν προσπαθούσε η Μαριγούλα να τη φέρει σε ισορροπία, πότε με τον καλό λόγο, πότε με τη λογική, πότε με τη φοβέρα. Τίποτε αυτή. Έπαιρνε κάπως τα γράμματα και μπήκε σε μια σχολή για νοσοκόμα. Το δικάμαρο σπιτάκι στα Κιούρκα δεν τη χωρούσε. Πήρε το δρόμο της. Τον πρώτο καιρό ερχόταν πού και πού για χαρτζιλίκι ώσπου έπιασε δουλειά σε μια κλινική κι έριξε μαύρη πέτρα.
Άντρα δεν σταύρωσε. Κάποια στιγμή, στα τριάντα… φεύγα, τύλιξε ένα σαρανταπεντάρη θυρωρό στην κλινική που δούλευε. Μια φορά τους τον έφερε να τον γνωρίσουν. Ανθρωπάκι, μαύρη ζωή περνούσε κοντά της. Του έκανε το βίο αβίωτο. Παιδιά δεν κάνανε. Αμ ο Θεός ξέρει σε ποιους δεν δίνει παιδιά!
Έρεψε η Μαριγούλα. Αλλιώς τα είχαν σχεδιάσει. Θα μοιράζανε το οικόπεδο, θα χτίζανε δυο κάμαρες στην αυλή για τη μικρή, το παλιό θα το δίνανε στη μεγάλη και οι δύο τους θα νοικιάζανε ένα καμαράκι στη διπλανή γειτονιά. Αλλά αυτές, μαύρη πέτρα. Απόμειναν μόνοι. Το διαμάντι του, ο άσσος σπαθί του μαράζωσε. Ούτε τα αστεία που σκαρφιζόταν πιάνανε ούτε οι γκριμάτσες που της έκανε παλιά. «Γουρουνοφατσούλα μου», του φώναζε και έσκαγαν οι δυο τους στα γέλια. Η ζωή τους έγινε άχαρη ρουτίνα. Η μπόχα και η βρώμα των γουρουνιών εκτός από το πετσί του πότισε και την ψυχή του.
«Τι έκανα λάθος Νικόλα;», μόνιμο παράπονο στα χείλια της και το δάκρυ κορόμηλο. Με αυτό το παράπονο πήγε. Ένα σούρουπο, που γύρισε από τη δουλειά, την βρήκε κοκαλιασμένη στην κουζίνα, δίπλα στο μπρίκι με τον καφέ. Μόνο αυτός την έκλαψε. Οι δυο ντάμες, σαραντάρες πια, ήρθαν στο σπίτι για τελευταία φορά. Μια καλή κουβέντα δεν είπαν. Λες κι έφταιγε αυτός.
Η ντάμα κούπα, με ξεπλυμένο μάτι και χρυσαφί μαλλί, με ένα φτηνιάρικο άρωμα, ξεπεσμένη αρτίστα. Με το ίδιο ύφος της περιφρόνησης. Ούτε τον ρώτησε αν χρειαζόταν κάτι. Μόνο ένα «πατέρα ίδιος είσαι, δεν γέρασες καθόλου» του είπε τον καλό λόγο –τη γαλιφιά δεν την είχε ξεχάσει- για τα μάτια του κόσμου, τα μάτια των γειτόνων που ξελιγωμένα έψαχναν να διακρίνουν κάτω από τη στενή φούστα της τον πισινό της που τον μόστραρε συχνά-πυκνά στα διάφορα περιοδικά. Έφυγε με ένα ταξί που την περίμενε, μόλις τελείωσε η κηδεία.
Η ντάμα μπαστούνι, ξινή είχε φύγει, ξινή γύρισε. «Καλά δεν είχες καταλάβει τίποτε; Τόσους γιατρούς ξέρω» ήταν η πρώτη κουβέντα της, πριν καν ρωτήσει πώς έφυγε η μάνα της. Κι ύστερα έκανε σωστή επιθεώρηση, πάρε εκείνο, λείπει το άλλο, οι κουρτίνες θέλουν πέταμα, τα παλιοέπιπλα θέλουν άλλαγμα. Τρία τέταρτα έμεινε στο σπίτι, μια καλή κουβέντα δεν είπε. Τον αποτέλειωσε.
Από τότε δεν είχαν ξαναπατήσει στο σπίτι. Έξι χρόνια, επτά, ούτε που θυμόταν.
Τον πήραν τα ζουμιά. Θυμήθηκε τη Μαριγούλα που τις χτένιζε και στόλιζε τα μαλλιά τους με πολύχρωμα κοκαλάκια. Θυμήθηκε που τις έντυνε νεράιδες τις απόκριες, μια γαλάζια και μια ροδοκόκκινη, με στολές που τους είχε ράψει μόνη της με τις οικονομίες που είχε κάνει, κόβοντας ποιος ξέρει από τι. Θυμήθηκε που μάθαινε μαζί τους τα ποιήματά τους στις σχολικές γιορτές ώσπου να τα μάθουν απέξω, να μη ρεζιλευτούν. Θυμήθηκε που τις πήγαιναν για παγωτό χωνάκι κάθε Κυριακή στην πλατεία. Θυμήθηκε…
«Τι έκανα λάθος Νικόλα;». Τον πήραν ξανά τα ζουμιά.
--ο--ο--ο--
Είχε ξεχάσει το φως της σκάλας αναμμένο. Το άφησε να καίει. Ήταν η μόνη συντροφιά του. Καθώς περνούσε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, έφτιαχνε ένα τριγωνικό σχήμα, σα δέντρο ένα πράγμα, χριστουγεννιάτικο, στολισμένο με χρωματιστές γραμμούλες από τις ανταύγειες που άφηνε το χαλάκι της πόρτας. Ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο πάτωμα. Θυμήθηκε τα χρωματιστά κοκαλάκια στο μαύρο μαλλί της Μαριγούλας. Το γέλιο της ήρθε πάλι στ’ αυτιά του.
Χτύπησε η καμπάνα. Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Το χριστουγεννιάτικο δεντράκι από το ξεχασμένο φως της σκάλας ήταν το μοναδικό στολίδι στο σπίτι του. Το μεσημέρι θα πήγαινε στου Σταμάτη. Τον καλούσαν κάθε χρόνο για την ζεστή κοτόσουπα. Κι αυτός τους πήγαινε ένα κουτάκι κουραμπιέδες Λαμίας. Κάθε χρόνο γινόταν αυτό από τότε που έχασε τη Μαριγούλα.
Ξανακοίταξε το χριστουγεννιάτικο δεντράκι. Θυμήθηκε το κλαρί που στόλιζε η Μαριγούλα κάθε Χριστούγεννα με καρύδια και κυπαρισσόμηλα τυλιγμένα σε χρυσόχαρτα.
Μια γάτα στρίγγλισε στην αυλή. Ίδια η ντάμα μπαστούνι. Το δεντράκι του φάνηκε σα να σκοτείνιασε. Δυο νύχια καρφώθηκαν στην πλάτη του. Ούρλιαξε από τον πόνο. Το δεντράκι σκοτείνιασε κι άλλο. Η γάτα ήταν έξω από την πόρτα. Τα νύχια χώθηκαν πιο βαθειά. Πονούσε φρικτά. Σηκώθηκε να πιει νερό. Στα σκοτεινά. Δεν άναψε το φως, δεν ήθελε να χαθεί το δεντράκι. Από τότε που έφυγε η Μαριγούλα, δεν είχε στολίσει χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μα εκείνο σκοτείνιασε κι άλλο. Η γάτα δεν έλεγε να φύγει. Άρχισε να σκαλίζει την πόρτα και να γκρινιάζει. Στριγκιά φωνή. Ίδια η ντάμα μπαστούνι. Τα νύχια χώνονταν όλο και βαθύτερα στην πλάτη του. Πονούσε φρικτά. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
Παραπάτησε. Πιάστηκε από μια καρέκλα για να μην πέσει. Κάθισε κι ακούμπησε το κεφάλι του στο τραπέζι. Για λίγο ξέχασε τον πόνο. Μια μυρωδιά πλημύρισε τα ρουθούνια του. Οι ξύλινες τάβλες του τραπεζιού μύριζαν μέλι και κανέλα. Θυμήθηκε τα φοινίκια που έφτιαχνε η Μαριγούλα. Η μυρωδιά τους υπήρχε ακόμα. Είχε ποτίσει τις τάβλες του κουζινοτράπεζου. Αχνογέλασε. Θυμήθηκε τις κόρες τους που έπλαθαν κουκλάκια με τη ζύμη για τα φοινίκια και τσακώνονταν ποια είχε φτιάξει το πιο όμορφο.
Κοίταξε προς την πόρτα. Από εδώ το δεντράκι φαινόταν καλύτερα. Πιο φωτεινό και πιο χρωματιστό. Είδε τη ντάμα κούπα του στολισμένη, καλοντυμένη, με ένα αστραφτερό φόρεμα. Χαμογελούσε, όπως όταν ήταν μικρούλα. Απόμεινε να την κοιτάζει. Ένα χριστουγεννιάτικο δεντράκι στην πόρτα του. Η μυρωδιά από τα φοινίκια στο τραπέζι της κουζίνας. Η Μαριγούλα στόλιζε με κυπαρισσόμηλα ένα κλαρί. Η ντάμα κούπα και η ντάμα μπαστούνι έπλαθαν κουκλάκια με τη ζύμη. Κι εκείνος καμάρωνε χαρούμενος στο δικάμαρο σπιτικό του.
Οι νυχιές στην πλάτη ήρθαν ξανά αλλά δεν ήθελε να ανασηκωθεί. Από εδώ το δεντράκι φαινόταν καλύτερα και το τραπέζι είχε τη μυρωδιά της Μαριγούλας. Ξανακοίταξε την ντάμα κούπα που του χαμογελούσε στη χαραμάδα της πόρτας. Ήταν παιδάκι. Χόρευε πάνω στο κρεβάτι τυλιγμένη με ένα σεντόνι. Μετά άρχισε να μεγαλώνει, έγινε κορίτσι, έγινε γυναίκα, με ένα αραχνοΰφαντο σάλι χόρευε μισόγυμνη πάνω σε ένα κρεβάτι και γύρω της χειροκροτούσαν οι «καλές» γειτόνισσες. Η Μαριγούλα έκλαιγε:
«Τι έκανα λάθος Νικόλα;».
Έκλεισε τα μάτια, δεν ήθελε να βλέπει άλλο. Η γάτα ούρλιαξε ξανά. Ήρθε κι η ντάμα μπαστούνι.
«Φύγε!», φώναξε. Μετάνιωσε. «Όχι μη φεύγεις», ψιθύρισε. Την είδε να τρέχει να του φέρει τις παντόφλες του. Πάντα πλενόταν στην αυλή, να φύγει η γουρουνίλα από το σώμα του. Άλλαζε στο αποθηκάκι κι έμπαινε στο σπίτι ξυπόλητος. Κι η ντάμα κούπα έτρεχε να του φέρει τις παντόφλες του. Κι εκείνος της έδινε μια καραμέλα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη. Δεν είχε καραμέλα. Εκείνη άρχισε να τσιρίζει. Μονομιάς από κοριτσάκι έγινε θεόρατη γυναίκα, κακομούτσουνη κι αναμαλλιάρα. Τρόμαξε.
Η γάτα ούρλιαξε πιο δυνατά. Μια δυνατή νυχιά στην πλάτη του έκοψε την ανάσα. Κι άλλη πιο δυνατή. Η γάτα συνέχισε να στριγγλίζει. Σουβλιές απανωτές του κάρφωναν την πλάτη και το στήθος. Ανασήκωσε με κόπο το κεφάλι. Το χρωματιστό δεντράκι στη χαραμάδα της πόρτας δεν υπήρχε πια. Είχε χαθεί από το φως της αυγής. Ένα φωτεινό πρόσωπο φάνηκε, ένα κελαρυστό γέλιο ακούστηκε. «Μαριγούλα μου», ψιθύρισε.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα!
Θοδωρής Μπελίτσος, 24-27 Δεκεμβρίου 2015
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://belitsosquarks.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου