Όταν είχαμε καλεσμένους στο σπίτι, για μένα ήταν η καλύτερή μου. Οι γονείς μου δεν ήταν απ’ εκείνους που λένε- όταν έχουν ξένους- άντε εσύ που είσαι μικρή να πας στο δωμάτιο σου να παίξεις. Όχι, όχι, αυτό δεν το είπαν ποτέ. Καθόμουν μαζί με τους μεγάλους, στο σαλόνι, στην τραπεζαρία κι αν ήταν καλοκαίρι, στο μπαλκόνι.
Ήταν γιορτές. Το σπίτι, πολύ όμορφα στολισμένο, φάνταζε παραμυθένιο. Μου άρεσε πολύ να κάθομαι και να κοιτάζω τις μπάλες του δέντρου. Άσε την πελώρια Φάτνη! Ο πατέρας μου έμενε ως αργά τη νύχτα, για να φτιάξει, όχι μόνο τη Φάτνη του Χριστού, αλλά ολόκληρη την πολιτεία. Μεγάλο μεράκι το είχε! Μια λοιπόν απ’ εκείνες τις μέρες, εκτός βέβαια της τριακοστής πρώτης Δεκεμβρίου που μαζευόντουσαν όοολοι οι συγγενείς -και οι πιο απίθανοι και μακρινοί μάλιστα- για να περάσουν μαζί μας την πρώτη στιγμή του καινούριου χρόνου, ήρθε μια φίλη της μητέρας μου. Το κουδούνι της πόρτας μόλις ακούστηκε. Λες και η καημένη δεν είχε δύναμη να το πατήσει. Η μητέρα άνοιξε.
«Καλημέρα Αγνή μου».
«Καλημέρα» είπε η κυρία Αγνή με μια τρεμουλιαστή φωνή.
Για κάποια στιγμή δεν άκουγα τίποτε. Υποθέτω πως ήταν αγκαλιασμένες. Σε λίγο και οι δυο τους πέρασαν στο σαλόνι, εκεί που βρισκόμουν. Σηκώθηκα.
«Η κόρη σου;»
Μμ…Μμ…κούνησε καταφατικά το κεφάλι της η μητέρα μου και στη συνέχεια απάντησε. «Ναι η κόρη μου».
«Μεγάλη κόρη έχεις!» είπε εκείνη με θαυμασμό. «Και όμορφη! Κούκλα είναι».
Της χαμογέλασα και της έδωσα το χέρι μου. Το έσφιξε με όση δύναμη είχε και με κοίταξε στα μάτια. Ένοιωσα μια περίεργη αμηχανία και κατέβασα το κεφάλι μου. Μετά καθίσαμε και οι τρεις μας στον καναπέ. Δεν μίλαγε καμιά μας. Κάποια στιγμή σκέφθηκα πως είμασταν τρεις διαφορετικές ηλικίες. Η κυρία Αγνή γιαγιά πια με εγγόνια, η μητέρα πιο νέα απ’ εκείνη κι εγώ η πιο μικρή. Χαμογέλασα. Ίσως μια ιστορία που ξεκινά από μένα να συνεχίζει στη μητέρα και ύστερα να τελειώνει στην κυρία Αγνή ή και το αντίθετο, σκέφθηκα. Ξαφνικά έχασα τις σκέψεις μου. Η μητέρα μου είχε σηκωθεί και είχε πάει στην κουζίνα, για να ψήσει καφέ και η κυρία Αγνή μου μιλούσε και δεν την άκουγα. Μα ήμουν τόσο απορροφημένη;
«Πόσο χρονών είσαι;» με ρώτησε.
«Δεκατεσσάρων».
«Δύσκολη ηλικία, αλλά και όμορφη. Το πιστεύεις αλήθεια;»
Ήθελα να απαντήσω αλλά δεν μπορούσα. Εξ άλλου δεν πίστευα πως περνάω μια όμορφη ηλικία. Πως μπορεί να είναι δύσκολη και όμορφη, κάτι δεν ταίριαζε. Την είδα να με κοιτάζει με οίκτο. Ίσως έπρεπε να απαντήσω. Τελικά έφτασε η μητέρα με τους καφέδες, σαν ο από μηχανής θεός, και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ενθουσιαζόμουν με την επίσκεψη κάποιου στο σπίτι. Τελικά απάντησα, αλλά ήμουν και αποφασισμένη να πάω στο δωμάτιο μου. Θα έλεγα ένα… απλό συγνώμη, και θα έφευγα.
«Δεν ξέρω αν είναι όμορφη η ηλικία μου. Σίγουρα είναι δύσκολη» της είπα κι ετοιμάστηκα να αποχωρίσω.
«Θα σου πω μια ιστορία μικρή μου».
«Ιστορία; Τι ιστορία;» ρώτησα χαμογελαστά.
«Μια ιστορία όταν ήμουν εγώ δεκατεσσάρων».
Η φωνή της έτρεμε. Το πρόσωπό της είχε πάρει μια άλλη όψη, σαν να μην ήταν η ίδια. Όλα γύρω πήραν μια άλλη όψη. Ήταν πιο φωτεινά. Η μητέρα στεκόταν αμίλητη, έμοιαζε πως κρεμόταν απ’ τα χείλη της. Κι εγώ… κι εγώ σαν κάτι να περίμενα, αόριστο αλλά αληθινό. Αληθινό σαν το ψεύτικο δέντρο των Χριστουγέννων με τα πολύχρωμα φωτάκια του, να σκορπάν ένα μυστηριώδες χρώμα και ξαφνικά να πέφτει το σκοτάδι σαν τέλος της ζωής και ύστερα πάλι τα χρώματα, όπως η τελευταία αναλαμπή. Οι ασημί μπάλες να γυαλίζουν κι εκεί μέσα στο δυνατό φως που λάμπει, να βλέπεις το πρόσωπό σου, τις ρυτίδες να το αυλακώνουν, τα γκρίζα σου μαλλιά, τα ζαρωμένα χείλη και τα μάτια, εκείνα τα μάτια που έχασαν πια τη λάμψη τους.
Οι τρέσες ιρίδιζαν και η απλωμένη πάχνη θόλωνε τα παιχνίδια. Λυγμοί που πήραν μαζί τους τα χρόνια εκείνα, τα αγνά, όπως τα λουλούδια της ερήμου.Ποια ήταν;Ποιες ιστορίες ίδιες με ό,τι έζησα αναζωπύρωσαν τις ελπίδες και ξανάνοιξαν το κλειστό βιβλίο της ζωής μου;Αναρωτήθηκα. Σηκώθηκα. Πλησίασα την μπαλκονόπορτα, την άνοιξα. Ένας παγωμένος αέρας έφερε μαζί του μυρωδιά από χιόνι.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός κι έρημος. Η κυρία Αγνή συνέχιζε να διηγείται. Τα λόγια της μπερδεύτηκαν με τις πρώτες λεπτές νιφάδες που άρχισαν να πέφτουν.
Στο σκοτεινό σοκάκι αντάμωσα την ζωή της, την ζωή μου. Κάθε τι φανταστικό ή αληθινό έγιναν ένα, σελίδες γεμάτες, που αποτέλεσαν έναν ολόκληρο τόμο των περασμένων, κάθε τι που δεν είχε ξεχαστεί, γιατί δεν μπορούσε να έχει ξεχαστεί. Επέστρεψα στο σαλόνι κι έκλεισα την μπαλκονόπορτα. Την κοίταξα στα μάτια, με κοίταξε κι εκείνη. Το βλέμμα της βυθίστηκε βαθιά, άγγιξε την ψυχή μου. Ποτέ δε θα μπορούσα να ξεχάσω εκείνο το βλέμμα. Πήρα μια μπάλα απ’ το δέντρο και την κράτησα πολύ ώρα στα χέρια μου. Κοιτάχτηκα μέσα στο γυαλιστερό κόκκινο χρώμα της. Πόσο αλλαγμένη φαινόμουν. Λες και δεν ήμουν εγώ. Κάθισα απέναντι από την κυρία Αγνή. Την διέκοψα.
«Μπορώ να σας λέω σκέτο Αγνή;»
«Μα και βέβαια μπορείς!»
Ήταν τόσο πρόθυμη. Είχε γίνει τόσο μικρή, όπως ήμουν εγώ. Τώρα ναι, είμαι σίγουρη, μπορούσε να με καταλάβει πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον. Μπορούσα να της μιλήσω ελεύθερα. Να της πω κάθε μου πρόβλημα και να κάτσουμε να το λύσουμε μαζί. Πράγματα που δεν είχα πει ούτε στην μητέρα μου, ούτε σε καμιά μου φίλη. Τελικά, νομίζω πως δεν είχα φίλες, για αυτό όλα μου τα μυστικά τα κρατούσα μόνο για μένα.
«Όμορφη η μπάλα που κρατάς στα χέρια σου!» την άκουσα να μου μιλά με θαυμασμό για την κόκκινη μπάλα του Χριστουγεννιάτικου δένδρου.
«Ναι! Είναι πολύ όμορφη. Αλήθεια σας αρέσει; Μου την αγόρασε η μητέρα μου. Την προσέχω πολύ να μη σπάσει. Μα που είναι η μητέρα μου; Τώρα δα καθόταν εδώ μαζί μας». Χμ! Ίσως πήγε κάτι να φέρει, συλλογίστηκα.
Για λίγο, δεν ξέρω πόση ώρα, δεν μιλούσε καμιά μας. Και αυτή η σιωπή κράτησε… δε θυμάμαι. Απλά κοιταζόμασταν. Τώρα ήθελα να καθίσει για πάντα μαζί μου και να μου μιλά για τα περασμένα. Να θυμάται και να μου μιλά.
«Αγνή. Που είσαι Αγνή; Τα παιδιά περιμένουν».
Η φωνή του Αλέξανδρου έκοψε στη μέση τη μαγική εικόνα.
«Εδώ είμαι» απάντησα.
«Τι κάνεις στο σαλόνι τόση ώρα; Δεν ακούς που σε φωνάζουμε;»
«Ακούω…Αλέξανδρε. Πώς δεν ακούω;»
«Έλα γιαγιά. Έλα πια» άκουσα και τη φωνούλα της εγγονής μου.
«Έρχομαι».
Σηκώθηκα. Η κόκκινη μπάλα έπεσε απ’ τα χέρια μου κι έσπασε. Πόσα χρόνια την κράταγα! Χαιρόμουν να στολίζει το δέντρο μας. Ήταν δώρο της μητέρας κι έσπασε εκείνο το βράδυ, μετά από πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια. Εκείνο το βράδυ που θυμήθηκα… ή αν θέλετε που μίλησα με την Αγνή. Γύρισα και κοίταξα εκείνα τα θρυμματισμένα κόκκινα γυαλιά.
Ιρίδιζαν.
______
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στο mcnews.gr στις 31 Ιανουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου