Αγγείο της γεωμετρικής εποχής με το ελληνικό αλφάβητο. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. |
«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου
στις αμμουδιές του Ομήρου»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη», Β’.
Στις συζητήσεις και τις ιερεμιάδες για τα «πάθη» της Δημοτικής, ακούγεται συχνά πως η γλώσσα μας όλο και «φτωχαίνει», όλο και συρρικνώνεται το λεξιλόγιό της, ενώ παράλληλα κατακλύζεται από πλήθος κακόζηλες λέξεις, που εισάγονται ατελώς απ’ έξω ή κατασκευάζονται ευτελώς εδώ.
Πόσο βάσιμες είναι αυτές οι ανησυχίες; Και σε ποιο βαθμό απειλούν την υπόσταση της γλώσσας μας, όπως λέγεται πότε-πότε; Ας δούμε μια-μια τις περιπτώσεις και τις επιπτώσεις τους.
ΔΕΝ «φτωχαίνει» μια γλώσσα όταν, με το πέρασμα των χρόνων, αχρηστεύονται και χάνονται ορισμένοι τύποι της. Είναι αδήριτος νόμος της γλωσσικής εξέλιξης ν' «αποβάλλονται» όσα δεν υπηρετούν πια τη γλωσσική επικοινωνία – νόμος που κανένας γλωσσαμύντορας ηνίοχος δεν μπορεί να τον αναχαιτίσει.
Τέτοιες «αβαρίες» σημειώνονται σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Σ’ εμάς, λ.χ. ο δυϊκός αριθμός εξαφανίστηκε απ' την αλεξανδρινή εποχή, και καταπόδι τον ακολούθησε η ευκτική. Η δοτική παραμερίστηκε στο Βυζάντιο, το απαρέμφατο χάθηκε στη μεταβυζαντινή «κοινή»…
Ωστόσο, η γλώσσα δεν «φτώχηνε» - εξελίχθηκε φυσιολογικά. Άλλοι τύποι –είτε πιο απλοί, είτε περιφραστικοί – πήραν τη θέση των «χαμένων». Κι όσο κι αν θρηνολόγησαν ή θρηνολογούν ακόμα μερικοί για την αδόκητη απώλεια απαρέμφατων και δυϊκών, τον τελευταίο λόγο τον έχει, παντού και πάντα, ο μεγάλος γλωσσικός νομοθέτης, ο λαός. Ο Ψυχάρης το είχε σωστά διαλαλήσει:
«Ένας άνθρωπος μοναχός του δεν έχει αρκετή σοφία για να αποφασίση πως εκείνος έχει δίκιο και που (πως) όλο το έθνος έκαμε λάθος να μιλήσει τη γλώσσα του φυσικά»1.
(Ο ίδιος ο Ψυχάρης γνώρισε τη δύναμη αυτού του νόμου – αφού πολλοί «ψυχαρικοί» τύποι δεν έγιναν δεκτοί απ' το «έθνος», που προτίμησε τελικά να λέει και να γράφει «άνθρωπος» κι όχι «άθρωπος», «Παρθενώνας» κι όχι «Παρθενός» και πάει λέγοντας…)
Δεν «φτωχαίνει μια γλώσσα όταν απλουστεύεται η ορθογραφία της κι ο τονισμός της.
Λίγοι, νομίζω, υποστηρίζουν πια την ακραία λύση: την αντικατάσταση της ιστορικής ορθογραφίας με καθαρά φωνητική. Αυτό το τελευταίο, ναι, θα ήταν φτώχεμα της γλώσσας, γιατί η ιστορική ορθογραφία περικλείει και μεταφέρει την παράδοση, την ιστορία, το «ήθος» μιας γλώσσας. Και πολύ λίγο «ελληνικές» θα μας φαίνονταν γραφές όπως: «ι κιβέρνισι κε ι αντιπολίτεφσι ετιμάζοντε για τιν εκλογικί αναμέτρισι»…
Αλλά η γλώσσα δεν παθαίνει τίποτα αν απλοποιηθούν ορισμένοι ορθογραφικοί τύποι της που έχουν χάσει κάθε νόημα πια. Σε τι ζημιώθηκε, αλήθεια, η νεοελληνική επειδή «συνταξιοδοτήσαμε» τις υπογεγραμμένες και τις υποτακτικές, τις βαρείες και τα ρ με δασεία (!) και τ' άλλα τέτοια δασκαλίστικα «χαρχάλια»;
Όσο για την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος, νομίζω πως έχει γίνει πια κοινή συνείδηση ότι «τα περισσά πνεύματα εκ του πονηρού ή έστω εκ του περιττού εστι»…
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, δεν «πλουταίνει» πάντα μια γλώσσα η εισροή ξένων λέξεων στο αίμα της.
Τέτοιες επιδρομές γνώρισαν, φυσικά, όλες οι γλώσσες της οικουμένης - και η ελληνική έχει «δανείσει» άπειρες λέξεις σ’ άπειρες συναδέλφους της. Αυτός στάθηκε, άλλωστε, ο μοναδικός «ιμπεριαλισμός» μας…
Τώρα, αντιστράφηκαν οι όροι, και το φαινόμενο της ξενικής εισβολής έχει πάρει διαστάσεις ιλαράς, τόσο εξαιτίας της πατρογονικής ξενομανίας μας (λίγα «γαλλικούλια» ή «αγγλικούλια» δίνουν άλλο «σικ» στην «κονβερσασιόν»…), όσο κι εξαιτίας των αμέτρητων ξένων τεχνικών κι επιστημονικών όρων, που μπαίνουν ατελώνιστοι στη γλωσσική μας επικράτεια. Αν το πρώτο είναι γελοίο, το δεύτερο ήταν «μοιραίο», αφού επιστήμη και τεχνολογία μάς έρχονται απέξω, κουβαλώντας και τους όρους που τις εκφράζουν. Ελάσσων προσπάθεια (πού να σπαζοκεφαλιάζουμε τώρα να μεταφράζουμε ορολογίες!) και μείζων ξενοπληξία συνεργήσανε ώστε, σήμερα, ένα μέρος του λεξιλογίου μας να μοιάζει με κουρελού από λογής-λογής ξενικά ρετάλια – κι η νεοελληνική πάει να γίνει «ένα ελληνόμορφο εσπεράντο», «μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη», όπως φοβόταν ο Σεφέρης χρόνια και χρόνια πριν2.
Κι ωστόσο… ας μην ξεχνάμε πως πάμπολλες λέξεις της άλλοτε «αγνής και άφθαρτης» ελληνικής γλώσσαςδεν είναι καν… ελληνικές. Ας μην ξεχνάμε πως η «από τριών χιλιάδων ετών» γλώσσα μας έχει υιοθετήσει κατά καιρούς χιλιάδες λέξεις απ' όλες τις γλώσσες του γύρω κόσμου - απ' τα περσικά, τα φοινικικά, τα εβραϊκά, τα λατινικά, τα σλάβικα, τα αρβανίτικα, τα ιταλικά, τα τουρκικά, τα αραβικά και, τους τελευταίους δύο αιώνες, απ’ τα γαλλικά, τ' αγγλικά, τα γερμανικά... Όλες αυτές τις λέξεις η γλώσσα μας τις αφομοίωσε, τις εξελλήνισε, τις έκανε σάρκα της σάρκας της. Τόσο που, σήμερα, δύσκολα θα πίστευε κανένας πως ο περιπόθητος «παράδεισος» λ.χ. είναι περσικός, η αγνή «περιστερά» σημιτική, ο καταχθόνιος «σατανάς»εβραϊκός ή η «κούνια» που μας κούνησε λατινική…
Αυτές οι στρατιές λέξεων, παλιών ή νέων, αλλοίωσαν ως ένα σημείο την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν την έφθειραν. Θόλωσαν την «αττική καθαρότητά» της, αλλά και την πλούτισαν λεξιλογικά κι εκφραστικά, επειδή ανταποκρίνονταν στις συνθήκες και στις ανάγκες της κάθε εποχής. Η γλώσσα μας δεν έχασε ούτε την «προσωπικότητά» της, ούτε την «αρμονία» της. Δίκαια έγραφε, πριν 70 χρόνια, ο Γεώργιος Χατζιδάκις:
«…Είναι τι πρωτοφανές εν τω κόσμω η θέα γλώσσης επί τρισχίλια έτη ήδη λαλουμένης και γραφομένης και φάσεις μεν εκάστοτε διαφόρους λαμβανούσης, αλλ’ όμως διά πάντων των αιώνων μέχρι σήμερον μιας και της αυτής, σαφούς και διαυγούς μενούσης»…
Η γλώσσα μας, που άντεξε σε τόσες «βάρβαρες» επιδρομές, κινδυνεύει τάχα απ' την πρόσφατη, «ειρηνική» εισβολή του εξ Εσπερίας «πολιτισμού»; Ο κίνδυνος είναι ίσως σοβαρότερος σήμερα, και επειδή ο αριθμός των ξένων λέξεων είναι πολύ μεγαλύτερος και επειδή όχι μόνο καμιά αντίσταση δεν προβάλλεται στην επέλασή τους αλλ’ αντίθετα τους ανοίγονται όλες οι κερκόπορτες απ’ τους Εφιάλτες της επιπολαιότητας, της ξενολατρίας, του σνομπισμού, του κρετινισμού. Και το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο, επειδή δε μας φτάνει ν’ αρπάζουμε όποια ξένη λέξη βρούμε μπροστά μας, αλλά και... κατασκευάζουμεξενοειδή λεκτικά τέρατα για τα προϊόντα μας, θέλοντας να τους δώσουμε ευρωπαϊκό χρώμα! (σπορτέξ, μομπιλέξ, ραπτέξ, ηλιθιέξ...).
Αυτή η άκριτη, κακόγουστη, νεοπλουτίστικη εκβαρβάρωση της γλώσσας μας είναι πραγματικά ολέθρια. Κι αν είχαμε λίγη έγνοια για τη γλώσσα μας, θα κάναμε αυτό που έχουν από καιρό κάνει οι Γάλλοι: θα συστήναμε μια επιτροπή από γλωσσολόγους κι άλλους ειδικούς, για ν' αποδώσει υπεύθυνα τους ξένους όρους στα ελληνικά και να καθιερώσει το σωστό νόημα και τη χρήση τους. Αλλ’ αυτά είναι για τους κουτόφραγκους. Εμείς, οπαδοί της «ελεύθερης σκοποβολής», προτιμάμε ν' αφήνουμε την «ενημέρωση» των Ελλήνων και τον «εξευρωπαϊσμό» τους στα χέρια του οποιουδήποτε αγράμματου μεταφραστή ή δαιμόνιου «μπίζνεσμαν», που ασχημονούν ακατάσχετα, αναίσχυντα κι ανεξέλεγκτα...
ΟΜΩΣ «πλουταίνει» αληθινά μια γλώσσα όταν δεν αφήνουμε να νεκρωθεί και ν’ αχρηστευθεί ο λεξιλογικόςθησαυρός της, αλλά τον αξιοποιούμε και τον αναζωογονούμε.
Είναι πασίγνωστο πως έχουμε μιαν απ' τις πιο πλούσιες γλώσσες του κόσμου - που οι ρίζες της ξεκινάνε απ' τα ινδοευρωπαϊκά και τα προελληνικά ιδιώματα. Κι όχι μόνο πανάρχαιη και πάμπλουτη, αλλά και πανέμορφη, «πολλά αρμονική και ποιητική»3. Κι όμως, η γλωσσική μας αδιαφορία, βιασύνη και ραστώνη (που ξεκινάνε κι αυτές απ’ τη στραβή παιδεία μας), έχουν περιορίσει το λεξιλόγιό μας σε μερικές εκατοντάδες λέξεις, και μάλιστα στις πιο άχρωμες, επειδή είναι λέξεις «παρσπαρτού», κατάλληλες για όλες τις χρήσεις - και για καμιά, τελικά. Με πέντ' έξι ρήματα, μ' άλλα τόσα επίθετα (συνήθως υπερθετικά) χαρακτηρίζουμε το πρόσωπο που αγαπάμε, το φαΐ που φάγαμε, την ταινία που είδαμε ή το γκολ που έβαλε η ομάδα μας…
Έτσι, «τραυλίζομε στην γλώσσα και στην διάνοια», όπως προφήτευσε ο Δημ. Καταρτζής4. Κι αφήνουμε ανεκμετάλλευτο το απέραντο μεταλλείο από λέξεις, παλιές και νεότερες, που μπορούν να εκφράσουν κάθε έννοια και κάθε αίσθημα, ζωντανά κι ευθύβολα, με πλήθος αποχρώσεις, μεγεθυντικές, ειρωνικές, θαυμαστικές, χλευαστικές… Δεν είναι «νεκρές» αυτές οι λέξεις, αλλά ξεχασμένες. Καμιά σημασία δεν έχει αν δεν είναι «λαϊκές». Δημοτικισμός δε θα πει «βουκολισμός». Η δημοτική μπορεί να χρησιμοποιεί όποιες λέξεις θέλει, φτάνει να τις προσαρμόζει στο τυπικό της. Ο αδιάλλακτος Ψυχάρης το είχε τονίσει κι αυτό:
«Όταν η δημοτική μας γλώσσα δεν έχει μια λέξη που μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη απ’ την αρχαία και προσπαθώ, όσο είναι δυνατό, να την ταιριάξω με τη γραμματική του λαού»5.
Κι ο Μαν. Τριανταφυλλίδης πρόσθεσε:
«Η αρχαία γλώσσα παραμένει και για το δημοτικισμό πηγή ανεξάντλητη πλουτισμού της εθνικής μας γλώσσας, φτάνει αυτό να γίνεται όταν υπάρχει ανάγκη πραγματική και χωρίς προκαταβολική υποτίμηση της ζωντανής γλώσσας»6.
Ενώ οι συνεχιστές του, ο Ε.Π. Παπανούτσος κι ο Θρ. Σταύρου, συμπλήρωναν, πριν 20 μόλις χρόνια, σε «Διακήρυξή» τους:
«…Γλώσσα δεν είναι οι λέξεις, είναι το τυπικό, η υφή του λόγου... Δημοτική δε γράφει όποιος αναζητεί λαϊκές («χωριάτικες») λέξεις και αυτές μόνο μεταχειρίζεται - γιατί τότε καταδικάζει την έκφρασή του σε μιαναπελπιστική φτώχεια. Και από την καθαρεύουσα και από την Αρχαία, ακόμη και από σύγχρονες ξένες γλώσσες (όπως γίνεται λ.χ. στην τεχνική, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, κλπ.) μπορείς να παίρνεις λέξεις, όταν αποδίνουν με ακρίβεια το νόημά σου• θα τις προσαρμόσεις όμως στο τυπικό της Δημοτικής, θα τις υποχρεώσεις να πειθαρχήσουν στη γραμματική και τους συνταχτικούς κανόνες της – και τότε θα έχεις Δημοτική σωστή»7.
Έχουμε κάθε δικαίωμα, λοιπόν, - έχουμε χρέος, θα λέγαμε - να παίρνουμε λέξεις απ’ το ανεξάντλητο οπλοστάσιο της γλώσσας μας, για να εκφραζόμαστε πιο καίρια, για να πλουτίζουμε το αφυδατωμένο λεξιλόγιό μας, για να κρατάμε ζωντανό τον λεκτικό πλούτο της γλώσσας μας.
Αν τώρα αυτές οι λέξεις θα (ξανα)περάσουν τελικά σε γενική χρήση, αυτό θα τ’ αποφασίσει και πάλι ο τελικός κριτής, το κοινό γλωσσικό αίσθημα. Η ευλαβική γαλλική παροιμία «Ο άνθρωπος προτείνει κι ο Θεός αποφασίζει» («L’homme propose et Dieu dispose») στη γλωσσική πράξη μεταλλάζει σε: «Τα επώνυμα άτομα προτείνουν, ο ανώνυμος λαός αποφασίζει»…
Τούτο, μια φορά, δεν πρέπει να ξαστοχάμε: Όπως η ελευθερία, έτσι κι η γλώσσα δεν είναι αγαθό που στο χαρίζουν - κερδίζεται, καταχτιέται μ' αγάπη και μ' αγώνες, με τη σπουδή και την καλλιέργειά της. Κι όσο πιο πολύ τη μελετάς και τη ζυγώνεις, τόσο πιο πλούσια ανταμοιβή σου δίνει: προπάντων, την «ανδρεία ηδονή» να εκφράζεις σωστά αυτό που θες να πεις και να σκέφτεσαι σωστά αυτό που θες να εκφράσεις…
* Πρώτη δημοσίευση, «Βήμα», 8.2.1981.
Το κείμενο αυτό αργότερα συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Τέχνη, γλώσσα και εξουσία (Εννιά «επίκαιρα» σχόλια γύρω σε τρία ατέρμονα θέματα), που εκδόθηκε το 1990 από τον οίκο ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου