Ετικέτες
- Άρθρα
- Βιβλιοπαρουσίαση
- Γλυπτική
- Διαθεματικότητα
- Εκδηλώσεις
- Επιστήμη
- Ζωγραφική
- Θέατρο
- Ιστορία
- Κινηματογράφος
- Κοινωνία
- Λαογραφία
- Λογοτεχνία
- Μνήμες
- Μουσική
- Μουσική.
- Μυθολογία
- Παιδεία
- Περιβάλλον
- Σαν Σήμερα
- Σύγχρονη Λογοτεχνία
- Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις
- Τέχνη
- Τεχνολογία
- Τηλεόραση
- Υγεία
- Φιλοσοφία
- Φωτογραφία
- Ψυχολογία
Πέμπτη 30 Απριλίου 2015
ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ "Καφές σκέτος "
Έβγαλε το μπρίκι του καφέ από την φωτιά, τον σέρβιρε τελετουργικά στο φλιτζάνι και κάθισε στo μπαλκόνι να απολαύσει το ρόφημα.
Κάθε μεσημέρι, μετά το γεύμα, ακολουθούσε με στρατιωτική ακρίβεια η τελετή του καφέ. Τον χειμώνα δίπλα στο τζάκι και όταν έφτιαχνε ο καιρός στο μπροστινό μπαλκόνι. Από εκεί κοιτούσε τον κεντρικό δρόμο. Έτσι έλεγχε αδιάκριτα τα νέα που περιδιάβαιναν αναγκαστικά μπροστά από το σπίτι του.
Εκείνη τη μέρα τον περίμενε μια έκπληξη. Κόσμος πολύς, σε στοίχιση διαδήλωσης, σαν να βάλθηκε όλο το χωριό να παρελάσει μπροστά από το ραχάτι του Σωτήρη. Τα έχασε και, έντονα κοινωνικός καθώς ήταν πάντοτε, κατέβηκε να ανταμώσει το πλήθος. Ήταν πρώτη του Μάη και όσο κι αν βρισκόμασταν στο νέο μεσαίωνα της παγκοσμιοποίησης, ο Σωτήρης, παλιός αριστερός, υπέθεσε σε ανάσταση του ταξικού φρονήματος. Άλλωστε ήταν ακόμη σαρακοστή και τα γεγονότα έχουν μια ιδιαίτερη μεταφυσική τάση, ίσως λόγω των ημερών. Σε αυτό τον διαβεβαίωσε και ο Παναγιώτης, παλιός σύντροφος στον Ρήγα και νυν ζηλωτής χριστιανός. Όχι ότι ο Σωτήρης δεν πίστευε. Με το δικό του όμως τρόπο. Πράγμα που ανησυχούσε το φίλο του, στον βαθμό που κάθε απόγευμα στο καφενείο του έλεγε με τόνο πατρικό:
-Η σωτηρία της ψυχής περνάει και μέσα από την πόρτα της εκκλησίας.
Είχε να τον δει μέρες. Ανέβηκε στην Αθήνα για δουλειές και έτσι ο Σωτήρης εκτός των πατρικών παραινέσεων έχασε και τη μοναδική του πύλη στα νέα της περιφέρειας. Το μυστήριο ήταν ότι πάλι δεν τον έβλεπε, ενώ περίμενε να τον ανταμώσει πρώτο και αγωνιστικό κάτω από το πλατύσκαλο του σπιτιού του.
-Α, ρε Παναγιώτη, σε έφαγαν οι μακριοί σταυροί και η συντήρηση, σκέφτηκε και έκανε να ανακατευτεί στον κόσμο.
-Γεια σου, συναγωνιστή Σωτήρη, άκουσε μια γνώριμη φωνή.
Γύρισε κατά το γυμνάσιο και είδε έναν κουστουμάτο τύπο, γύρω στα σαράντα, που του γελούσε όλο χαρά.
-Ο Γιάννης είμαι, ρε.
Ο Γιάννης ο αποστάτης που πήγε στο κυβερνητικό κόμμα και έγινε γενικός δερβέναγας στο υπουργείο. Ήταν όμως αργά για να κάνει ότι δεν τον είδε. Είχε χρόνια να του μιλήσει, αφού τα καλοκαίρια που ερχότανε στο χωριό για λίγες μέρες μόνο, ο Σωτήρης απέφευγε συστηματικά να τον απαντήσει. Ήταν όμως αναπόφευκτο.
-Τι κάνεις, ρε Γιαννάκη, πώς πάει η επανάσταση της τρίτης του Σεπτέμβρη;
-Πάντα είρωνας και ρομαντικός, Σωτηράκη. Ας είναι.
Διόρθωσε το ρόλεξ του και αποσπάστηκε στον χαιρετισμό κάποιου παρατρεχάμενού του. Ο Σωτήρης βρήκε την ευκαιρία να φύγει μπροστά. Περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο όχι από κατσουφιά αλλά από θαυμασμό στα υπέροχα πόδια της μπροστινής του. Εργένης όντας, ποτέ δεν άφηνε τον πειρασμό να φύγει άπραγος. Ήταν η Στέλλα. Πόσα χρόνια! Φιλήθηκαν. Μεγάλη κοπέλα πια, παντρεμένη με δύο παιδιά, υπάλληλος της ΔΕΗ, μόνιμος κάτοικος της πρωτεύουσας.
-Τι κάνεις μουσουδίτσα, πώς είναι η έντονη ζωή; της είπε πειραχτικά.
- Ποια ζωή, ρε Σωτήρη, δουλειά - σπίτι και το Θόδωρο τον βλέπω μόνο τα πρωινά, λίγο προτού φύγουμε για την δουλειά. Άστα, θυμάσαι τα κλάμπινγκ, τα μπανάκια στην παραλία του Ρωμανού, τα ατελείωτα φραπεδάκια στην πλατεία; Πάνε αυτά. Τώρα τρέχουμε και ελπίζουμε στην σύνταξη, αν καταφέρουμε να την πάρουμε και αυτή.
-Τι λες, μουσουδίτσα. Έχεις δύο παιδιά, έφυγες από το χωριό χωρίς μέλλον και αποκαταστάθηκες, έχεις την αξιοπρέπειά σου, έναν καλό άντρα. Γιατί τέτοια στενοχώρια;
-Πες τα, ρε Σωτήρη, έκανε ο Θόδωρος όλο χαρά.
-Γεια σου ρε στρατηλάτη, αναφώνησε ο Σωτήρης. Αλλά και πρωτομαγιά μεταμοντέρνα χωρίς ούτε ένα πανό ούτε ένα σύνθημα τι είναι και αυτό ;
-Οι καιροί, γίγαντα, πάνε αυτά, τώρα την πρωτομαγιά μόνο για στεφάνι πάνε οι εργάτες.
-Τι λέτε εκεί;
Ο Τάκης. Αγρότης από τα γεννοφάσκια του. Αν και λεφτάς πια λόγω καρπουζιών αμετανόητος κουκουές.
-Κου-κου-έ αλ-λα-γή δεύτερη κατανομή. Ο Κωστάκης ο έμπορας, με τόνο ρυθμικό, χαιρέτησε την παρέα.
-Άσε ρε καπιτάλα, του αντιφώνησε ο Τάκης.
-Κάτσε και θα δείτε, έρχεται ο συνονόματος στην εξουσία.
Ε, λίγο έλειψε να τον χαιρετήσουν θερμά οι υπόλοιποι. Έτσι ο Κώστας έτρεξε να προλάβει τη γυναίκα του, που αλλοδαπή ούσα δεν πολυκαταλάβαινε από ελληνικό χιούμορ. Η πομπή πέρασε το γήπεδο. Στην άκρη του δρόμου η κυρία Γεωργία η ανθοπώλης έλαμπε από ευτυχία.
-Ξεπούλησε σήμερα, ψιθύρισε η Μαρίκα στο αυτί του Σωτήρη συνωμοτικά.
-Φραγκοφονιάδες, Μαρίκα μου, της αντείπε και τη ρώτησε για τον άντρα της, που ήταν μήνες άρρωστος στο νοσοκομείο.
-Χάλια, Σωτήρη, από το κακό στο χειρότερο. Οι γιατροί τού είπαν να κανονίσει τα κληρονομικά του. Δάκρυσε.
Της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε υπομονή. Δεν ήξερε τι άλλο να πει, ώσπου σαν από μηχανής θεός ο Ανάργυρος τον τράβηξε ιδιαιτέρως.
-Τι έγινε με το λάδι, ρε Σωτηράκη;
-Στο έστειλα, Ανάργυρε, εχτές με των έντεκα. Αν ήξερα ότι θα σε έβλεπα σήμερα θα στο έδινα επιτόπου. Η Νίτσα καλά; Τα παιδιά; Ο θείος;
-Όλοι καλά. Εγώ δεν πάω καλά με την δουλειά.
-Γιατί;
-Μας έχουν απλήρωτους έξι μήνες από το πρόγραμμα. Δημόσιο σου λένε μετά. Δεν καθόμουνα στο χωριό με τα φροντιστήρια. Ήθελα επιστημονικές έρευνες και δημοσιότητα. Ας είναι καλά η γυναίκα με το μισθό της. Έτσι ζούμε.
-Κάνε υπομονή, ρε ανιψιέ. Κάτι θα γίνει, θα δικαιωθείς κάποια μέρα. Θα δεις.
-Όπως οι μεγάλοι ποιητές, Ανάργυρε, μετά θάνατον, είπε με συμπάθεια ο Αντρέας.
Σαρανταδύο χρονών, αναπληρωτής καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Και με το πόδι κουτσό μετά το ξύλο που έφαγε από τους αστυνομικούς στις διαδηλώσεις, όταν δίνανε τις εξετάσεις της ντροπής επί Αρσένη. Τον παράτησε και η Ελενίτσα, κουράστηκε η κοπέλα από την μιζέρια και παντρεύτηκε το Νίκο τον κρεοπώλη. Κανένα κοινό, αλλά δεν βαριέσαι, πολλά λεφτά και η εν λόγω ήθελε πια λεπτά αισθήματα.
Η πομπή πέρασε και τα τελευταία σπίτια του χωριού.
-Βρε, που πάμε; αναρωτήθηκε ο Σωτήρης.
-Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ…. μια παρέα από πιτσιρίκια έδωσαν με αφέλεια την απάντηση.
Ο Λάμπης ίσα που δεν τα χαστούκισε.
-Άσε, ρε Λάμπη, τα παιδιά.
-Δεν σέβονται τίποτα, Σωτήρη.
-Παιδιά είναι, Λάμπη μου, παιδιά. Θυμάσαι τι κάναμε εμείς; Τότε με την Ακριβή και την αδελφή σου τη Μάρθα, που πετούσαμε πέτρες στις κοπέλες από την Αθήνα στο κτήμα του μπάρμπα Μήτσου; Πώς δεν τις σκοτώσαμε τις άμοιρες.
-Δίκιο έχεις Σωτήρη. Αλήθεια, χαιρετίσματα από την Αννούλα. Δεν μπόρεσε να κατέβει. Έχει μπλέξει με την εταιρεία που δουλεύει, ούτε οκτάωρο, ούτε αργία, ούτε άδεια. Εκσυγχρονισμός βλέπεις, προοδεύσαμε.
Ο Σωτήρης γέλασε και κοντοστάθηκε. Δεν είχε κουραστεί αλλά είχε θυμηθεί την Ακριβή. Ο μεγάλος έρωτας. Έφυγε όμως νωρίς από το χωριό. Πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και έμεινε εκεί. Σπάνια ερχόταν και από επικοινωνία σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Μάθαινε βέβαια που και που νέα της από τον Λάμπη. Είχε πάψει όμως να τον ρωτάει γιατί, όποτε το έκανε, μετά ήταν μια μέρα άρρωστος από τη νοσταλγία. Αλήθεια πού να είναι τώρα; Αναρωτήθηκε. Κοίταξε μπροστά τον κόσμο. Είχαν στρίψει στο χωματόδρομο που πήγαινε προς το κοιμητήριο. Πάνε να καταθέσουν στεφάνι στο μνήμα του γνωστού αγωνιστή, είπε και κίνησε για να τους προλάβει. Έκανε το σταυρό του. Έμπαινε στον τόπο της μνήμης και των νεκρών. Εκεί ήταν η μάνα και ο πατέρας του. Εκεί μια μέρα θα ξαπόσταινε και αυτός. Ο κόσμος ήταν μπροστά . Ήταν πολύς, γι’ αυτό και κάθισε στη σκιά του μεγάλου πεύκου, δίπλα στο παρεκκλήσιο. Η καμπάνα κτύπαγε πένθιμα. Ανατρίχιασε. Μα γιατί; Ο ιερέας διάβασε τη δέηση για την σωτηρία της ψυχής της δούλης του Θεού Ακριβής. Ο Σωτήρης έγειρε στον κορμό του δένδρου. Η καρδιά του χτύπαγε γοργά και τα μάτια του βούρκωσαν.
Στο καφενείο όλο το χωριό ήπιε τον πιο πικρό καφέ. Ήταν εκεί και ο Παναγιώτης. Κοιτάχτηκε με τον Σωτήρη.
-Σκέτος καφές, σύντροφε.
Ο Σωτήρης απόσωσε και σηκώθηκε να φύγει. Κοίταξε τον Παναγιώτη και γνέφοντας του ευχήθηκε.
-Καλή ανάσταση να έχουμε, αδελφέ μου.
Εκείνο το βράδυ, μεγάλη Τρίτη, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια στεκόταν δίπλα στον Παναγιώτη στην ακολουθία του Νυμφίου, με τη γεύση του απογευματινού καφέ καρφωμένη ακόμη στον ουρανίσκο του.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο βιβλίο: Φώτης Αδάμης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δ. Γ. Μαγριπλή) «Μαθήματα Κηπουρικής και άλλα διηγήματα», Σοκόλης, Αθήνα 2007.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://nanodihghma.blogspot.gr/
ΒΕΡΥΚΙΟΥ ΕΛΥΑ " Πάντα Εκεί " Απόσπασμα
" Ποθεί ο κόσμος τη γλυκιά λήθη να αγγίξει,
μα εσύ δεν παύεις να θυμάσαι.
Στη χαλκοπράσινη χλόη σβήνουν του πόνου οι ανάσες,
κάτι φέγγει αδιόρατα μόλις προσφέρεις στη λόγχη την πλευρά σου.
Ό,τι σου αρνήθηκαν, το δέχθηκες καρτερικά
σαν πετρωμένη απουσία.
μα εσύ δεν παύεις να θυμάσαι.
Στη χαλκοπράσινη χλόη σβήνουν του πόνου οι ανάσες,
κάτι φέγγει αδιόρατα μόλις προσφέρεις στη λόγχη την πλευρά σου.
Ό,τι σου αρνήθηκαν, το δέχθηκες καρτερικά
σαν πετρωμένη απουσία.
Εισπνέεις το φως για να εκπνεύσεις τη σκιά.
Δεν αποδέχεσαι της φυγής τον εύθραυστο δρόμο,
Αφήνεις απλά τις χίμαιρες να κατοικούν στου νου τις όχθες.
Ξεχνάς, αλλά μαθαίνεις να αγαπάς.
Στο πέρασμα του χρόνου ό,τι απομένει,
το φως του φεγγαριού,
Οι λέξεις σου,
νησιά από σμάλτο καθρεφτισμένα στα νερά.
Και τα αισθήματα πάντα εκεί,
ευκάλυπτοι ασημένιοι, που τρέμουν μες στη νύχτα. "
Δεν αποδέχεσαι της φυγής τον εύθραυστο δρόμο,
Αφήνεις απλά τις χίμαιρες να κατοικούν στου νου τις όχθες.
Ξεχνάς, αλλά μαθαίνεις να αγαπάς.
Στο πέρασμα του χρόνου ό,τι απομένει,
το φως του φεγγαριού,
Οι λέξεις σου,
νησιά από σμάλτο καθρεφτισμένα στα νερά.
Και τα αισθήματα πάντα εκεί,
ευκάλυπτοι ασημένιοι, που τρέμουν μες στη νύχτα. "
Απόσπασμα από το ποίημα Πάντα Εκεί,
Τα Νηπτικά της Θάλασσας, Έλυα Βερυκίου,
προσεχώς από τις εκδόσεις Ιβίσκος.
ΚΩΣΤΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ " Ιχνηλασία "
Μύχιες σκέψεις παλίμψηστες περγαμηνές συγκεχυμένες,
δίχως τελεία άρρητες υπεράριθμες προσθέσεις,
πράξεις που βρίθουν αγκυλών και παρενθέσεων
ξεπηδούν από τα ορύγματα μιας υπογείου συνειδήσεως.
Καταποντισμένα ονείρατα μιας ιλαρής και ορθοδόξου ευζωίας
πνίγηκαν στην πρώτη θέα του γκρίζου σεληνιακού τοπίου
μόλις ξυπνήσαμε. Τελικά τι θα σωθεί, τι τέλος πάντων θα κρατήσουμε ;
Άδεια κελάρια οι συναναστροφές , κάποτε ξύδι στα χείλη μας έσταξαν,
πίστεις πως το γλυκόπιοτο νάμα στέρεψε διέρρευσαν.
Το λάλον ύδωρ όμως ρέει στην Κασταλία Πηγή,
μα φοβηθήκαμε να διαβούμε την Αχερουσία
γι’ αυτό και τώρα ζητιανεύουμε ύλη κοσμογονική,
η ελεημοσύνη καμία λύση δε θα δώσει στην προσμονή.
Η απάντηση βρέθηκε στο αίνιγμα της Σφιγγός
μα ο ήρως εξηπατήθη από τη λάμψη εκείνη τη δολερή,
πρώτα κατέστη πατροκτόνος κι έπειτα μιαρός μητραλοίας.
Η απάντηση βέβαια μετρά,.. Μετρά ο άνθρωπος.
Στην εποχή μας υπάρχει άραγε τέτοιο ον
Ή έπεσε μαχόμενο ηρωικά υπέρ πάτρης,
μεγαλαυχούμενο από τις δάφνες που του προσέφεραν,
οι χαλκευμένες σελίδες της ιστορίας;
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://diaprisioskirikas.blogspot.gr/
Ο Κωνσταντίνος Κωστέας γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου 1990 στην Καλαμάτα. Είναι Φιλόλογος, απόφοιτος της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με έδρα την Καλαμάτα το 2012.
Μπορείτε να έρθετε σε επικοινωνία μαζί του μέσω του λογαριασμού του στο facebook https://www.facebook.com/kostas90
ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΙ " ΜΗ ΦΥΓΕΙΣ, ΜΗ! "
Θ. ΡΑΛΛΗΣ ''ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ'' |
Ο πιο σίγουρος τρόπος λοιπόν, για να χάσεις κάποιον, είναι να τον θεωρήσεις δεδομένο. Και να πεις...ότι είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή! Απ΄την ώρα που η καρδιά
μου, έκανε το κλικ, με της αγάπης τα κλειδιά την είχα αμπαρωμένη.
Αν περιμένει όμως από μένα άφεση αμαρτιών, μ΄αυτό το πλευρό να κοιμάται και με
τ΄άλλο να μην θέλει να δει στη ζωή του απιστία.
- Μα δεν μου λες εσύ, το παίζεις και θιγμένος; Στο είχα πει απ΄την αρχή...
Πες, ότι είναι θέμα εγωϊσμού, αξιοπρέπειας η και καλαμιού, την απιστία δεν τη συγχωρώ .Γι΄αυτό ... μάζεψε τις μετάνοιες σου και άντε στην ευχή της προδοσίας.
Και βγάλε τα ιερόσυλα χέρια από πάνω μου. Μου προκαλείς αηδία.
Αχ πληγωμένε μου εγωϊσμέ, καταραμένε δεσμώτη της χαράς μου, τι ψέματα με βάζεις να λέω τώρα!
Άσε με...''σ΄αγαπώ'', να του φωνάξω,
να σε ''πνίξω'', να ουρλιάξω,
στη γλύκα του φιλιού του να φαρμακωθώ.
Όχι, όχι κορίτσι μου, λάθος τακτική, μου ψιθύρισε στ΄αυτί, ο θηλυκός μου εαυτός! Με την αδιαφορία σου, βούλιαξέ τον στη δική του ενοχή.
- Α, μπα...ακόμα εδώ είσαι συ; Την άφεση?...χα, απ΄τον εαυτό σου να ζητήσεις τώρα που έχασες εμένα. Άλλωστε.. από καιρό σε είχα ξεπεράσει, μόνο, που μου έλλειπε η αφορμή.
Κοίτα, τι του λέω η άρρωστη από έρωτα γυναίκα κι αυτός ο αναίσθητος κάθεται και...
Αμάν, αμάν, σηκώθηκε.
Ωχ...ψάχνει τα κλειδιά του,
όοοοοοχι, βαδίζει προς την πόρτα.
Τώρα, τώρα κάτι πρέπει να του πω, αλλιώς θα κάνω χαρακίρι...δέθηκε κι η γλώσσα
μου κομπόδεμα, δεν ξέρω τι να πω.
-Μα καλά... φεύγεις από τώρα; Ούτε τον καφέ της παρηγοριάς, δεν ήπιαμε ακόμα.
Έλα βρε κουτό...μου ζητάς τη άδεια να με πάρεις αγκαλίτσα, έστω...για το στερνό...
φιλί στο στόμα;
Ναι....και γω... αφού το βλέπεις...έλααα... μη με κάνεις να κλαίω τώρα...
Υπερήφανέ μου εαυτέ... σε πλήγωσα, το ξέρω.
Ωχ...άσε με πάλι με τον Μπρεχτ!
Άκου λέει, μόνο με το ΠΡΕΠΕΙ, δείχνεις τον εσωτερικό σου εαυτό!
Άκου λοιπόν τώρα κάτι κι από μένα.
Απ΄όλα τα ΠΡΕΠΕΙ της υπερηφάνειας
και της ανέραστης κακομοιριάς,
ΨΗΦΙΖΩ
όλα τα ΘΕΛΩ του Έρωτα και της Καρδιάς!!!
*** *** ***
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ~~~της ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗμου, έκανε το κλικ, με της αγάπης τα κλειδιά την είχα αμπαρωμένη.
Αν περιμένει όμως από μένα άφεση αμαρτιών, μ΄αυτό το πλευρό να κοιμάται και με
τ΄άλλο να μην θέλει να δει στη ζωή του απιστία.
- Μα δεν μου λες εσύ, το παίζεις και θιγμένος; Στο είχα πει απ΄την αρχή...
Πες, ότι είναι θέμα εγωϊσμού, αξιοπρέπειας η και καλαμιού, την απιστία δεν τη συγχωρώ .Γι΄αυτό ... μάζεψε τις μετάνοιες σου και άντε στην ευχή της προδοσίας.
Και βγάλε τα ιερόσυλα χέρια από πάνω μου. Μου προκαλείς αηδία.
Αχ πληγωμένε μου εγωϊσμέ, καταραμένε δεσμώτη της χαράς μου, τι ψέματα με βάζεις να λέω τώρα!
Άσε με...''σ΄αγαπώ'', να του φωνάξω,
να σε ''πνίξω'', να ουρλιάξω,
στη γλύκα του φιλιού του να φαρμακωθώ.
Όχι, όχι κορίτσι μου, λάθος τακτική, μου ψιθύρισε στ΄αυτί, ο θηλυκός μου εαυτός! Με την αδιαφορία σου, βούλιαξέ τον στη δική του ενοχή.
- Α, μπα...ακόμα εδώ είσαι συ; Την άφεση?...χα, απ΄τον εαυτό σου να ζητήσεις τώρα που έχασες εμένα. Άλλωστε.. από καιρό σε είχα ξεπεράσει, μόνο, που μου έλλειπε η αφορμή.
Κοίτα, τι του λέω η άρρωστη από έρωτα γυναίκα κι αυτός ο αναίσθητος κάθεται και...
Αμάν, αμάν, σηκώθηκε.
Ωχ...ψάχνει τα κλειδιά του,
όοοοοοχι, βαδίζει προς την πόρτα.
Τώρα, τώρα κάτι πρέπει να του πω, αλλιώς θα κάνω χαρακίρι...δέθηκε κι η γλώσσα
μου κομπόδεμα, δεν ξέρω τι να πω.
-Μα καλά... φεύγεις από τώρα; Ούτε τον καφέ της παρηγοριάς, δεν ήπιαμε ακόμα.
Έλα βρε κουτό...μου ζητάς τη άδεια να με πάρεις αγκαλίτσα, έστω...για το στερνό...
φιλί στο στόμα;
Ναι....και γω... αφού το βλέπεις...έλααα... μη με κάνεις να κλαίω τώρα...
Υπερήφανέ μου εαυτέ... σε πλήγωσα, το ξέρω.
Ωχ...άσε με πάλι με τον Μπρεχτ!
Άκου λέει, μόνο με το ΠΡΕΠΕΙ, δείχνεις τον εσωτερικό σου εαυτό!
Άκου λοιπόν τώρα κάτι κι από μένα.
Απ΄όλα τα ΠΡΕΠΕΙ της υπερηφάνειας
και της ανέραστης κακομοιριάς,
ΨΗΦΙΖΩ
όλα τα ΘΕΛΩ του Έρωτα και της Καρδιάς!!!
*** *** ***
ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑΣ - Φωτογραφικό Αλμπουμ "ΦΥΣΗ"
Ξεκινώ αυτό το άλμπουμ καθ' υπόδειξιν εξαιρετικής μου φίλης, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι ποτέ δε θα μπορέσω να εμπλουτίσω, έστω και στο ελάχιστο, την εμπειρία που διαμορφώνουμε όλοι για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Είναι ασύλληπτη η ουσία της Φύσης κι εμείς αντιλαμβανόμαστε το φαινόμενό της μέσα από μια παραμορφωτική αισθητηριακή αντίληψη, ατελή και παραπλανητική.
Αντιλαμβανόμαστε τη γέννηση και τον θάνατο, τις εποχές, τον χρόνο, τη φθορά μας. Κι όμως ο χρόνος δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως χρόνο τις διαδοχικές θέσεις της κίνησης των σωμάτων.
Τα μαθηματικά μας δείχνουν πως ό,τι εννοούμε ως χρόνο καμπυλώνεται από τη βαρυτική επίδραση της ύλης. Καμπύλωση προς κάθε κατεύθυνση σημαίνει σφαιρικότητα κι αυτή με τη σειρά της καθορίζει τον χώρο και τον χρόνο, όπου η υλική υπόσταση του κόσμου εκδηλώνεται...
Το άτομο της ύλης μοιάζει με πλανητικό σύστημα. Τώρα γνωρίζουμε ότι και τα σωματίδια επίσης έχουν τις ίδιες αναλογίες και συμπεριφορές...
Το μέγιστο με το ελάχιστο έχουν την ίδια φύση!
Κι ακόμη παραπέρα, κάθε σωματίδιο είναι κι αυτό ένα σύμπαν. Εμπεριέχουν το καθένα το άλλο. Δύσκολο να συλλάβουμε την έννοια του απέραντου μέσα στο ελάχιστο...
Η μόνη υπέρβαση που ορθώνει ο νοήμων άνθρωπος απέναντι στην χαοτική υπαρξιακή πολυσημία του σύμπαντος είναι η μεταφυσική δημιουργία του , το ότι δηλαδή μπορεί και κάνει Τέχνη!
Η Τέχνη δεν εξηγεί τον κόσμο, αλλά συνθέτει την καλύτερη εκδοχή του! Θ.Κ.
"Σπουδή"
Σπουδή για το βάθος του χρώματος και πώς επηρεάζει την πρόσπτωση του φωτός. |
ΠΟΔΑΡΑΣ ΣΠΥΡΟΣ " Το ταξίδι "
Στην μοναδικότητα
Φεύγω της είπα
έφτασε η ώρα
Με κοίταξε
βαθιά μέσα στα μάτια
αγγίζοντας την ψυχή μου
Αισθάνθηκα να την σφίγγει
πόνεσα αλλά δεν φοβήθηκα
Τρεμόπαιζαν τα χείλη της
βλέποντας να ξεκινώ το ταξίδι μου
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα
όπως γέμιζαν
και κάθε φορά που κάναμε έρωτα
Εκείνο το βλέμμα που έλεγε σ' αγαπώ
σε έπαιρνε από την γη
και σε ανέβαζε ψηλά
τόσο ψηλά
που έφτανες στον θεό
Δεν τολμούσα να την κοιτάξω
με πονούσε το μεγαλείο της αγάπης της
Ο αγώνας που έδινε
για να αποτρέψει το ταξίδι μου
Ένας αγώνας
όπου πάλευαν τα μάτια με το άγνωστο
Αυτό με πονούσε
περισσότερο και από τον θάνατο
Μα έπρεπε να φύγω
Περπατούσα και άκουγα τα δάκρυα της
να κτυπούν στην καρδιά της
η δική μου έπαψε να πονά
Ο λυγμός της σκοτείνιασε τον ουρανό
μόνο μια χαραμάδα φως με περίμενε
Γύρισα για τελευταία φορά
ξεκινώντας το ταξίδι μου και την κοίταξα
ήξερα ότι θα με ακολουθήσει
πέθαινα εγώ
όχι η αγάπη της
Μου έκανε νεύμα να την περιμένω
Φώναξα γιατί ;
Θέλω να είμαι σίγουρη ότι θα σ'αγαπήσουν όσο εγώ μου είπε
και μ'έπιασε το χέρι
< Τα ερωτικά >
Αφιερωμένο
Σπύρος Ποδαράς 2013 < 17/02/2015 >
ΓΥΜΝΑ ΚΑΛΩΔΙΑ "Μιαν άλλη ζωή" - νέα κυκλοφορία.
Γυμνά καλώδια - «Μιαν άλλη ζωή» - νέα κυκλοφορία
Τα Γυμνά Καλώδια σας παρουσιάζουν το νέο τους τραγούδι με τίτλο: Μιαν άλλη ζωή.
Το "Μιαν άλλη ζωή" είναι το πρώτο μέρος ενός μουσικού ταξιδιού από την εσωτερική απόγνωση στην λύτρωση.
Τα βίντεο και τα τραγούδια του μικρού αυτού project χτίστηκαν επάνω στην ιδέα της "Πίστης" μας για ένα καλύτερο αύριο.
Τα βίντεο και τα τραγούδια του μικρού αυτού project χτίστηκαν επάνω στην ιδέα της "Πίστης" μας για ένα καλύτερο αύριο.
Η Πίστη αυτή (που θα ολοκληρωθεί με το τρίτο ομώνυμο τραγούδι) είναι το μόνο εφόδιο που έχουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο.
BINTEO - ΓΥΜΝΑ ΚΑΛΩΔΙΑ - Μιαν άλλη ζωή (Part 1)
Η ιστορία συνεχίζεται με το "Ραντεβού στην πλατεία" που είναι το 2ο μέρος της ιστορίας και έχει ήδη κυκλοφορήσει
Φωνή - Κιθάρα: Χρήστος Καλογράνης
Τύμπανα: Θανάσης Μπουρίκας
Μπάσο: Παναγιώτης Ροντογιάννης
ΒΙΝΤΕΟ - ΓΥΜΝΑ ΚΑΛΩΔΙΑ - Ραντεβού στην πλατεία (Part 2)
Στο video εμφανίζονται οι: Θεοδωρίδης Γιάννης, Χριστακόπουλος Παναγιώτης.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Τα Γυμνά Καλώδια ξεκίνησαν την πορεία τους στον χώρο του Ελληνικού Ροκ ηχογραφώντας και κυκλοφορώντας τον πρώτο τους δίσκο τον Ιούνιο του 2005, με τίτλο ομώνυμο του συγκροτήματος (Live Records). Η πρώτη τους συναυλία γίνεται στην ιστορική σκηνή ‘στον Αέρα’ στην Πετρούπολη και κατόπιν πραγματοποιούν πολλές συναυλίες στην Αθήνα. Σταθμό αποτελεί η συναυλία με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο Μενίδι, όπου χειροκροτήθηκαν από χιλιάδες κόσμο. Ταυτόχρονα τα τραγούδια τους παίζονται από διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς και rock clubs, και το τραγούδι ‘Θέλω’ είναι εκείνο που ξεχωρίζει, το οποίο γυρίζουν και video clip.
Πριν το καλοκαίρι του 2006 ηχογραφούν το δεύτερο album με τίτλο ‘Η Νεράιδα της Απελπισίας’ (Live Records). Ξεκινούν το καλοκαίρι με μια σημαντική συναυλία στο Θέατρο Πέτρας (Πετρούπολη) και αμέσως κάνουν video clip το ομώνυμο τραγούδι του καινούριου δίσκου. Το χειμώνα επισκέπτονται για πρώτη φορά την Θεσσαλονίκη παίζοντας στο Club Υδρόγειος και επιστρέφουν στην Αθήνα για την παρουσίαση του δίσκου στο Club Underworld των Εξαρχείων. Κατόπιν ακολουθούν πολλές συναυλίες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας (Λάρισα, Βόλος, Πάτρα, Πρέβεζα, Αλεξανδρούπολη, Καλαμπάκα, Χαλκίδα κ.α.) και πολλά live στην Αθήνα.
Σταθμός αποτελεί η μεγάλη συναυλία για την Πάρνηθα (13.07.2007) στην Πλατεία Συντάγματος όπου έπαιξαν με πολλούς καταξιωμένους καλλιτέχνες (Λ. Μαχαιρίτσας, Θ. Μικρούτσικος, Φ. Δεληβοριάς, Χ. Θηβαίος, Σ. Μάλαμας, Μ. Μητσιάς, Μ. Πασχαλίδης, Ο. Περίδης, Σπυριδούλα, Δ. Τσακνής, Ε. Τσαλιγοπούλου, Μ. Φάμελλος κ.α.) παρουσιάζοντας το τραγούδι ‘Ό, τι καίγεται’ το οποίο παρουσιάστηκε από όλα σχεδόν τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε για το επόμενο album.
Τον Δεκέμβρη του 2007 κυκλοφορούν το τρίτο κατά σειρά album με τίτλο ‘Μια Ζωή Σε Μια Στιγμή’ το οποίο και αποφασίζουν να το διανέμουν δωρεάν στις συναυλίες. Το καινούριο album περιέχει δύο πάρα πολύ σημαντικές συνεργασίες: με τον Μάνο Ξυδούς (Πυξ Λαξ) σε ντουέτο στο τραγούδι ‘Μέσα στη νύχτα μου’ και με την Τάνια Κικίδη (Β. Παπακωνσταντίνου) σε ντουέτο στο τραγούδι ‘Δάκρυα στο χώμα’. Η παρουσίαση γίνεται στο club Κύτταρο.
Το 2008, το τραγούδι ‘Δάκρυα στο χώμα’ γνωρίζει επιτυχία και γίνεται αγαπημένο πολλών ραδιοφωνικών σταθμών και clubs της Ελλάδας και την Κύπρου. Επίσης περιλαμβάνεται στην συλλογή του ραδιοφωνικού σταθμού Atlantis 105.2FM. Επιτυχία γνωρίζουν και τα τραγούδια ‘Οι ποιήτριες της γης’, ‘Μέσα στη νύχτα μου’ και ‘Ότι καίγεται’. Άμεσα πραγματοποιούν πάρα πολλές εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα και συμμετέχουν σε συναυλίες οικολογικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού χαρακτήρα (Τεχνόπολις Youth Festival, Dramaica Festival, Rocking Under the Rocks, Musicwave festival, Citizens for Africa, κ.α.).
Το 2009 τους βρίσκει εξίσου ενεργούς με συναυλίες, αλλά και παρουσίαση της δισκογραφίας τους στο τηλεοπτικό κανάλι MAD. Μετά τις συναυλίες του καλοκαιριού υπογράφουν με την Friends Music Factory και κυκλοφορούν τον Ιανουάριο του 2010 το τέταρτο CD τους με τίτλο ‘Οι μικροί μας ήρωες’, από το οποίο ξεχωρίζουν το "Γλυκά, Ψυχρά κι Ωραία", το ομώνυμο (σε στίχους Friends και μουσική Γ. Αλκαίου) και το "Όλα φεύγουν", το οποίο γυρίζουν video clip.
Το Νοέμβρη του 2010 κυκλοφορούν το τραγούδι "Εδώ Πολυτεχνείο", σε δωρεάν διάθεση, από τον ιστοχώρο τους. Το τραγούδι, αναφερόμενο στην επέτειο του Πολυτεχνείο, αλλά και στην παρούσα κοινωνική κατάσταση της χώρας, αναγνωρίζεται άμεσα από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά blogs.
Τον Νοέμβρη του 2011, κυκλοφορούν το 5ο κατά σειρά album τους με τίτλο ΑΡΩΜΑ ΦΥΓΗΣ.
Και το 2013 κυκλοφόρησαν 2 cd πετυχημένα singles με τίτλο «ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ» και «ΕΙΝΑΙ OI ΑΛΛΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ή ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ?»
Τέλος του 2014 κυκλοφορούν το single «Ραντεβού στην πλατεία», και Απρίλιο του 2015 «ξαναχτυπούν με το «Μιαν άλλη ζωή» ενώ παράλληλα συνεχίζουν τις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Official links:
Μάριαν Νικολάου
Τετάρτη 29 Απριλίου 2015
ΑΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ " Και το κρύο ήταν τσουχτερό! "
Τσουχτερό το κρύο έξω. Το χιόνι ξετρύπωσε από τον ουρανό και άρχισε μα μανία να πέφτει σε χοντρές τούφες παντού. Μέσα σε λίγη ώρα είχε σκεπάσει τα πάντα με το πάλλευκο σεντόνι του και έβαλε και τα καπελάκια στα κλαδιά των φυλλοβόλων δέντρων. Δύσκολο να βγει κανείς έξω. Και όμως εκείνη βγήκε! Φόρεσε το γούνινο παλτό της, μια γούνα ρενάρ, σκέπασε και το κεφάλι της με ένα παρόμοιο καπέλο και βγήκε.Tώρα μπορούσε να φοράει ό,τι ήθελε. Άλλος πλήρωνε . Εκείνη άλλη δουλειά έκανε...«Στάσου! Μην βγαίνεις τώρα, θα κρυώσεις» της είπε με τη βραχνή φωνή η μάνα της. Δεν την άκουσε! Δεν της έδωσε σημασία. Άνοιξε βιαστικά την πόρτα και χάθηκε γρήγορα στη στροφή του δρόμου με τους τροχούς του πολυτελούς αυτοκινήτου της να τσιρίζουν. Και έμεινε μόνη η μάνα σαστισμένη να κοιτά την πόρτα που είχε κλείσει. Κούρνιασε ακουμπώντας τα μάγουλά της στα λεπτά της γόνατα και άρχισε να κλαίει, σα να μοιρολογούσε. Βαθύς ο πόνος της. Μεγάλος ο καημός της.
«Έφυγε! Έφυγε και δεν μου είπε τίποτε. Έφυγε και ούτε και ξέρω πού μπορεί να έχει πάει...» Τράβηξε με πείσμα μια κορδέλα που συγκρατούσε τα μακριά της μαλλιά. Νόμισε πως έτσι το κεφάλι της θα ξαλάφρωνε! Νόμισε πως η καρδιά της θα ηρεμούσε. Γελάστηκε! Η ψυχή της πονούσε. Μέσα της, σαν μαχαιριές που σκίζουν τη σάρκα, ένιωθε τον πόνο για τη μονάκριβη κόρη της. Και την αγαπούσε! Την αγαπούσε πολύ, έστω και αν κάθε λίγο και λιγάκι τη γέμιζε με πίκρα. Παιδί της ήταν! Παιδί που χωρίς πατέρα μεγάλωσε. Παιδί που στο σχολείο δεχόταν τα ειρωνικά σχόλια των παιδιών για τον πατέρα της. Παιδί που δεν ένιωσε ποτέ τη στοργή του πατέρα. Παιδί που ήθελε πατέρα και δεν είχε! Και η μάνα ανίσχυρη! Και εκεί παραστράτησε. Όλο το μαρτύριο που περνούσε στο σχολείο, στη γειτονιά, στις παρέες, όταν κάπως μεγάλωσε, το έβγαλε σαν απωθημένο με μια ανεπίτρεπτη συμπεριφορά.
Τώρα η μάνα, κουλουριασμένη στην ίδια θέση που βρέθηκε, όταν η κόρη της έφυγε, φέρνει με φαρμάκι στο νου της όλα τα γεγονότα που μεσολάβησαν, μέχρι η κόρη της να φτάσει στο σημείο αυτό. Σε μια φτωχική γειτονιά μεγάλωσε η ίδια, με δυσκολίες και πολλές δουλειές σε σπίτια ξένων. Ήταν όμως όμορφη πολύ και άξια. Και εκεί έγινε το κακό. Ο γιος του επιχειρηματία την ερωτεύτηκε τρελά. Της το είπε και εκείνη αντέδρασε. Ήξερε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να σηκώσει τα μάτια της και να κοιτάξει το μοναχογιό με τα πλούτη τα πολλά. Την κυνήγησε, της ψιθύρισε λόγια γλυκά, της υποσχέθηκε πως θα την πάρει όσο και αν αντιδράσουν οι γονείς του, πως χωρίς εκείνη δεν θα μπορέσει να ζήσει και ποτέ δεν θα είναι ευτυχισμένος. Της είπε πολλά. Ίσως και να τα πίστευε. Ποιος όμως είπε ότι ο φτωχός έχει δικαίωμα να κοιτάξει τον ανώτερό του; Ποιος είπε ότι η αγάπη είναι τόσο δυνατή που μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο; Και η Κατερίνα με τα γαλαζωπά μάτια και το φωτεινό πρόσωπο δεν τα σκέφτηκε αυτά και τον πίστεψε! Και ένα βράδυ που το φεγγάρι έπαιζε με τα αστέρια, που το νερό της πισίνας άφηνε γλυκείς παφλασμούς, που το αγέρι έκανε την καρδιά να χτυπά δυνατά...εκείνο το βράδυ η Κατερίνα γινόταν δική του. Δική του; Nαι! Γινόταν δική του και μέσα στην τρέλα της ώρας ούτε και που κατάλαβε σε τι δρόμο κακοτράχαλο έμπαινε. Στο αυτί της άκουγε μόνο τη γλυκιά μελωδία των λόγων εκείνου και να σκεφτεί κάτι κακό δεν της ήταν επιτρεπτό. Τουλάχιστον για την ώρα εκείνη. Στον ουρανό την ανέβαζε με τα λόγια του. Μπορεί και να τα πίστευε, γιατί η Κατερίνα μπορούσε με την απλότητά της και τη γλύκα της να τον κάνει ευτυχισμένο. Την είχε βαρεθεί και την ψευτοκουλτούρα, τις είχε βαρεθεί όλες τις δήθεν μορφωμένες και επίπλαστα όμορφες που τον πλησίαζαν μόνο για τη θέση του και τα πλούτη του. Ίσως και η καρδιά του κάτι άλλο να ζητούσε, κάτι άλλο να έψαχνε για να νιώσει την ουσιαστική ευτυχία. Έλα όμως που πίσω του βρισκόταν δυο γονείς που στόχο τους είχαν το πάντρεμα των περιουσιών τους και όχι την ευτυχία του γιου τους; Και πέρασε καιρός και πέρασαν δύο μήνες, όταν η δύστυχη η Κατερίνα διαπίστωσε ότι περιμένει μωρό. Της ήρθε τρέλα. Άναψε το κεφάλι της και το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να εξαφανιστεί. Δεν το έκανε όμως! Τον βρήκε ένα βράδυ στη βεράντα καθισμένο και διστάζοντας του το είπε. Η αλήθεια είναι ότι περίμενε να σηκωθεί και να την αγκαλιάσει από χαρά. Πόσο γελάστηκε. Έμεινε με τα χέρια σηκωμένα για να την αγκαλιάσει! Έμεινε έτσι σαν καρφωμένη στο ξύλο. Δεν καταλάβαινε τι της έλεγε! Το μόνο που άκουγε ήταν οι φωνές του και η τελευταία του λέξη που τη χτύπησε στην ψυχή σαν ένας κεραυνός... «Τι μου λες τώρα; Καταλαβαίνεις; Μωρό εγώ μαζί σου; Και τι θα πω στους γονείς μου και πώς θα ζήσω εγώ με μια δούλα δίπλα μου; Το σκέφτηκες αυτό; Να το ρίξεις το μωρό, να το ρίξεις! Ακούς τι σου λέω; Και τσιμουδιά σε όλους» Τα άκουσε η Κατερίνα και δεν μίλησε. Μόνο ύψωσε το ανάστημά της και του άστραψε ένα γερό χαστούκι και ύστερα το έβαλε στα πόδια μέσα στη νύχτα. Ούτε και κατάλαβε πόσο έτρεξε. Είχε όμως κουραστεί και σε ένα μικρό πεζουλάκι κάθισε και εκεί άφησε το κλάμα της να ξεχυθεί σαν ένας μανιασμένος απ’ τον αέρα ποταμός. Έκλαψε για ώρα, για ώρες; Δεν ήξερε. Σήκωσε με κόπο το σώμα της και θυμήθηκε μια μακρινή της ξαδέρφη. Εκεί θα πάω, σκέφτηκε. Είναι καλή και θα με καταλάβει. Βασανισμένη είναι και αυτή και χήρα τώρα και χωρίς παιδιά. Θα με θελήσει, το ξέρω, το καταλαβαίνω. Μακριά καθόταν η ξαδέρφη της. Φτωχική η γειτονιά με κάτι λασπόδρομους και πεζοδρόμια χαλασμένα. Γύρισε και κοίταξε το παλιό της σπίτι, το πλούσιο για τελευταία φορά. Έλαμπε ολόκληρο, καθώς τα φώτα ήταν μέσα και έξω αναμμένα. Ήταν όσο όμορφο και ήταν σαν να την προκαλούσε να γυρίσει πίσω. Να γυρίσει και να ρίξει το μωρό της. Στη σκέψη αυτή ανατρίχιασε! Της ήρθε τρέλα.’ «Κατερίνα; Πώς τόλμησες να σκεφτείς κάτι τέτοιο; Εγκληματίας και εσύ;» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε το δρόμο για την Ξαδέρφη της. Πόσο μακρινός ήταν ο δρόμος! όμως τον περπάτησε και σε δυο ώρες είχε φτάσει στο σπίτι της. Αντίκρισε το λιγοστό φως. Πόνεσε η καρδιά της. Χτύπησε το κουδούνι και μπήκε μέσα. Τη χάρηκε η Φωτεινή. φτωχοί άνθρωποι, πλούσιες καρδιές, σκέφτηκε και άρχισε να λέει τα δικά της βάσανα, «Μην ανησυχείς καρδιά μου. Εγώ θα σε φροντίσω, όσο μπορέσω. Βλέπεις δεν είμαι και καλά στην υγεία μου. Η καρδιά μου παλεύει. όμως, όπου εγώ και συ. Κάτσε κοριτσάκι μου και ηρέμησε. Αυτοί είναι οι πλούσιοι! Άκαρδοι και άσπλαχνοι. Τη βρομοδουλειά τους να κάνουν και ύστερα να σε πετάξουν σαν κουρελόχαρτο στο δρόμο. Σταλιά δεν τους νοιάζει για τους άλλους. Αλλά, μην φοβάσαι. Έχει ο Θεός και για μας. Η Κατερίνα ένιωσε πως ένα χέρι απαλό την άγγιξε, πως η ψυχή της έπαψε να κρυώνει, το κορμί της σταμάτησε να τρέμει. «Φωτεινή μου, πρέπει όμως να βρω μια δουλειά για όσο χρόνο θα είμαι ικανή να δουλεύω. Δεν γίνεται να σου είμαι τόσο βάρος και στην κατάσταση που και εσύ βρίσκεσαι!». Κοίταξε ένα γύρω στο δωματιάκι και η καρδιά της πόνεσε. Είδε και το σημαδεμένο από τον πόνο πρόσωπο της ξαδέρφης της και εκεί σταμάτησε. Τα δάκρυα δεν μπόρεσε να τα κρατήσει. «Κλάψε Κατερίνα, κλάψε! Ίσως έτσι και γίνει ο πόνος σου λιγότερος, Να ξέρεις όμως. Η ζωή θέλει αγωνιστές και όχι ανθρώπους που εύκολα το βάζουν κάτω. Ξέρω, πόσες δυσκολίες κουβαλάς. Όμως κάνε κουράγιο. Μέσα σου φέρνεις μια ζωούλα, αυτή πρέπει τώρα να προσέξεις για να αναπτυχτεί σωστά.
Γρήγορα βρήκε δουλειά η Κατερίνα. Έξυπνη ήταν, όμορφη ήταν, μικρή ήταν και όλα συνηγορούσαν ώστε εύκολα να βρει δουλειά. Ένας γιατρός χρειαζόταν μια κοπέλα για το σπίτι του και το Ιατρείο του. Την είδε, του άρεσε και την πήρε αμέσως στη δουλειά του. Καλός μισθός και η Κατερίνα ήταν γεμάτη χαρά. Βοηθούσε και την ξαδέρφη της, που όσο πήγαινε και χειροτέρευε και είχε ανάγκη από φάρμακα ακριβά και καλούς γιατρούς. Θυσία γινόταν η Κατερίνα. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε τον εαυτό της και το μωρό που περίμενε. Τα πάντα για την ξαδέρφη της, που της στάθηκε, όταν είχε και αυτή ανάγκη.
Έλα όμως που ο Θεός δοκιμάζει ποικιλότροπα τον άνθρωπο; Και ένα βράδυ που γύρισε από τη δουλειά της βρήκε την ξαδέρφη της πεσμένη κάτω και χωρίς σφυγμούς. Έβαλε τις φωνές. Στράγγισαν τα μάτια της από το κλάμα, πόνεσε η καρδιά της καθώς αντίκριζε τη Φωτεινή, χωρίς ζωή.
«Θεέ μου! Θεέ μου!» φώναξε σηκώνοντας τα χέρια της προς τον ουρανό. Τι κάνω τώρα; Πώς μένω έρημη και μόνη, χωρίς τη βοήθεια κανενός; Σκοτείνιασε περισσότερο ο ουρανός και τα αστράκια κρυφτήκανε, μην αντέχοντας να ακούνε το θρήνο της.
«Δεν μπορώ να έρθω στο ιατρείο σήμερα, είπε τηλεφωνώντας στο γιατρό. Η εξαδέρφη μου έφυγε. Συγκοπή έπαθε τη νύχτα και έφυγε! Τώρα μόνη πρέπει να φροντίσω για όλα. Με συγχωρείτε γιατρέ!» Δεν πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο και η φωνή του γιατρού, γλυκιά, λυτρωτική, απαλυντική ακούστηκε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.
«Κατερίνα, έρχομαι. Πες μου διεύθυνση και έφτασα. Μην ανησυχείς για τίποτε!»
Έγιναν όλα όπως έπρεπε. Η Φωτεινή θα ηρεμούσε πλέον. Και θα ηρεμούσε κυρίως γιατί η Κατερίνα της θα είχε αποκατασταθεί. Ο γιατρός τη συμπάθησε. Συμπάθησε την ευγένειά της, την καλοσύνη της, την αγαθότητά της και της πρότεινε να γίνει γυναίκα του. Οι ουρανοί άνοιξαν για την Κατερίνα, το φως έλαμψε πιο πολύ, η γη γέμισε από εύοσμα λουλουδάκια και η ομορφιά απλώθηκε χωρίς φειδώ παντού. Ήταν ευτυχισμένη!
«Ο Θεός φτωχά κάνει, άμοιρα δεν κάνει» σκέφτηκε με πόνο τα λόγια της δυστυχισμένης μάνας της, που χάθηκε και αυτή και άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Να κλάψει πολύ, μέχρι να μπορέσει να ξεπλύνει το παρελθόν που της είχε μαυρίσει τη ζωή...
Ο γιατρός την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα δάκρια και με όση γλύκα διέθετε της είπε.
«Κατερίνα, μην κλαις πια. Τώρα θα είσαι μαζί μου και το μωρό σου θα είναι και δικό μου μωρό. Για σένα τα βάσανα πλέον τελείωσαν! Τον κοίταξε στα μάτια με ευγνωμοσύνη και μια απέραντη χαρά. Πώς η ζωή της έτσι απότομα είχε αλλάξει; Πώς τα βάσανα και η καταφρόνια μετατράπηκαν σε ευτυχία και αγάπη για τον ταλαιπωρημένο εαυτό της; Ξανακοίταξε το γιατρό με λατρεία και του φώναξε...
«Σ’αγαπώ, σ’ αγαπώ Νίκο! Σ’ αγαπώ!!!!!!!!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)