Βρήκε στο σπίτι την Έλενα. Είχε καιρό να τη δει, γιατί έλειπε με τον Αντρέι στη Μόσχα και η χαρά της ήταν φανερή… Την αγαπούσε την Έλενα, γιατί μαζί της αισθανόταν άνετα και μπορούσε να της πει ό,τι και αν ήθελε, και ήξερε ότι θα την καταλάβαινε, θα τη βοηθούσε! «Πώς πάει το έργο σου Θεοφανώ μου; Πώς βλέπεις τώρα τις γυναίκες αυτές; Σίγουρη είμαι, βέβαια, ότι όλα πάνε καλά και γρήγορα θα δεις τους καρπούς της προσπάθειάς σου», είπε και την αγκάλιασε τρυφερά. «Πολύ καλά Έλενα και είμαι απόλυτα, ευτυχισμένη! Τώρα βαδίζω με τη λάμψη του ήλιου στα μάτια και η έρημος αδερφώνει με την ψυχή μου και την τρανώνει…» Τα είπε όλα και φτερούγισε η ψυχή της, και θέλησε τον ήλιο να στήσει στη γη! Το έργο της προχωρούσε! Τι άλλο μπορούσε να θέλει;
Ο καιρός πέρναγε γρήγορα και ούτε καταλάβαινε τη μετάβαση από τον
ένα μήνα στον άλλον. Οκτώβριος, Νοέμβριος και το κρύο άρχισε να γίνεται
αισθητό. Ζούσε με το Μάνο στιγμές ακόμα πρωτόγνωρες! Τον αγαπούσε και κάθε φορά
ήθελε να του κάνει και κάποια έκπληξη… Του άρεσε το παιχνίδισμα αυτό και τότε
την έπαιρνε στην αγκαλιά του και για ώρες μένανε στην ίδια θέση απολαμβάνοντας
τη μαγεία των στιγμών αυτών, στιγμών αγάπης αληθινής και ανυπόκριτης, στιγμών
γεμισμένων από την ερωτική τους διάθεση… Τους χρύσωνε το φεγγάρι και το φως των
κεριών τους φτέρωνε το πάθος , τους πόθους, τα όνειρά τους! Η
απόλυτη ευτυχία, σκεφτόταν και το μυαλό φτερούγιζε και στις γυναίκες της
φυλακής που τώρα είχαν γίνει ένα κομμάτι από τον εαυτό της. Εκεί στην αγκαλιά
του Μάνου σχεδίαζε και κείνος πάντα την ενίσχυε. Της άρεσε η στάση του αυτή!
Τον καμάρωνε, τον ερωτευόταν όλο και περισσότερο…
Τελείωνε σχεδόν ο Νοέμβριος, έφτανε ο χειμώνας
όταν ξαναπήγαν στο μικρό καφενεδάκι που έγινε για πρώτη φορά η φωλιά
τους… Πανέμορφη η φύση με τα δέντρα στολισμένα με τα πολύχρωμα φυλλώματά τους,
στρωμένο χαλί κάτω τα πεσμένα φύλλα και το καφενεδάκι γεμάτο ακόμα
από τα αγιοδημητριάτικα σε μια ποικιλία χρωμάτων ροζ, κόκκινων, κίτρινων και
άσπρων να ευωδιάζουν σ’ όλο το χώρο… Κάθισαν και πάλι στις ψάθινες
καρέκλες και κει έζησαν όλες τις καταπληκτικές στιγμές της
γνωριμίας, της πρώτης φοράς! Πέταξε ο νους σ’ αυτή την πρώτη φορά και
μια ανατριχίλα διαπέρασε όλο της το κορμί και ένιωσε πως όλα έσφυζαν γύρω από
ζωή και πως η χαρά είχε γίνει το μόνιμο στοιχείο της ζωής, όπως ήταν
παιδούλα ξέγνοιαστη τότε στο χωριό της και δεν είχε τίποτε άλλο μέσα στην
καρδιά της παρά μονάχα χαρά… Κοίταξε το Μάνο σα να ήταν και πάλι η πρώτη φορά,
ακούμπησε το κεφάλι της δίπλα στο δικό του, έκλεισε στα χέρια της τα δικά του
χέρια, τον φίλησε και η καρδιά της αναπήδησε από τον έρωτα που μπήκε μέσα της
παράφορα και την ξελόγιασε ξανά…
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ πολύ» του είπε και σηκώθηκε για να
φύγουν. Ήδη το βράδυ άρχισε να φτάνει και το φεγγάρι παιχνιδίζοντας με τα
μπλεγμένα κλωνάρια των δέντρων συνόδευε την αναχώρησή τους!
Η άλλη μέρα, μέρα δύσκολη και κακή, γεμάτη πόνο!
Βγαίνοντας από τις φυλακές περπάτησε στο δρόμο, έστω και αν
τρίκλιζε… Δεν πήρε το αυτοκίνητό της για να φύγει κατ’ ευθείαν για το σπίτι.
Ήταν εξαντλημένη και όμως είχε ανάγκη να περπατήσει… Επιζητούσε να βρεθεί για
λίγο μόνη και κει να σκεφτεί, να κλάψει και να πάρει αποφάσεις. «Οι καιροί ου μενετοί»
συλλογίστηκε μέσα στον πόνο που την έδερνε, Τίποτε! Πρέπει να
εντείνω τις προσπάθειές μου για τις γυναίκες που πονούν και υποφέρουν. Η
σημερινή μέρα την είχε συγκλονίσει..
Τραγικά άσχημη μέρα η σημερινή! Άσχημη και πονεμένη και
ήταν σαν κάποιες μέρες που σημαδεύουν τη ζωή σου φοβερά επώδυνα, έτσι που να μη
μπορείς να τις ξεπεράσεις. Μία έγκυος γυναίκα απέβαλε, εκεί μπροστά σε όλες
μας! Οι φωνές της ακούστηκαν παντού, φωνές πόνου, απελπισίας, φωνές σπαραγμού!
Είδε το αίμα να κυλά και να γεμίζει το κρύο τσιμέντο και η καρδιά της πάγωσε
και νόμισε πως χάνει τα λογικά της… Έπιασε ασυναίσθητα τη δική της κοιλιά, το
δικό της μωρό και ο πόνος της έγινε μαχαίρι κοφτερό. Ένα γύρισμα του μωρού μέσα
της, της έδωσε μια στιγμιαία χαρά, που μετατράπηκε αμέσως σε πίκρα, πόνο και
δάκρυ καθώς αντίκρισε τη φιγούρα πλέον μιας συγκλονισμένης πονεμένης ύπαρξης.
«Το μωρό μου, το μωρό μου,» ψέλλισε αδύναμα και, πριν
προφτάσει να έρθει το φορείο για τη μεταφορά της στο νοσοκομείο των φυλακών,
έκλινε τα μάτια της σε μια βαθιά λιποθυμία. Έσκυψε και τη χάιδεψε,
της μίλησε, προσπάθησε, έστω και έτσι που ήταν, να της περάσει το μήνυμα πως η
ζωή της δεν τελείωνε εδώ! Πόσος, πόνος, πόση θλίψη συγκεντρωμένη τώρα στα μάτια
όλων. Αχ! εκείνα τα μάτια της, τα γεμάτα πόνο και φόβο, την πέθαιναν! «Κάνε
υπομονή, κάνε υπομονή» της έλεγε, λες και την άκουγε και προσπάθησε να μαζέψει
και να συγκρατήσει το αίμα που έβγαινε ακόμα έτσι άσπλαχνα από τη
δύστυχη γυναίκα. Το πρόσωπό της μελανό είχε σημαδευτεί έντονα από τα σημάδια του
πόνου της ψυχής και του σώματος. Τη φίλησε στο παγωμένο πρόσωπό της…
Δε μιλούσε τώρα, μόνο το πρόσωπό της έδειχνε όλη την ταλαιπωρία και τη θλίψη
που την είχε γεμίσει, πριν τη λιποθυμία της..Η Θεοφανώ δεν ξαναμίλησε, μόνο την
κοίταξε μ’ αυτό το βλέμμα το πονεμένο που καρφώθηκε μέσα της τόσο σταθερά και
άσχημα.
Περπατούσε και έκλαιγε… Η δυστυχία η συσσωρευμένη στο
πρόσωπο αυτής της άμοιρης γυναίκας είχε γίνει τώρα συνοδός της.. Τα δέντρα
κιτρινισμένα από το φθινόπωρο, ο ουρανός σταχτής και μαύρος...συμμετείχε άραγε κι’
αυτός στον πόνο ή απλά προμηνούσε βροχή;
Στο νου της ξανά το βλέμμα της γυναίκας που απέβαλε της
προκαλούσε ένα ρίγος παράξενο, σα να την έδερνε πολύς πυρετός.
Απέναντί της μια γυναίκα μικρόσωμη, φτωχοντυμένη, κάλτσες
χαλασμένες, αραιά μαλλιά και πρόσωπο ισχνό και κατάχλωμο, σα μια αλλοτινή
φιγούρα μιας άλλης βασανισμένης εποχής 40-41, χρόνια κατοχής και πείνας,
τυραννισμένη έκφραση που έρχεται να συμπληρώσει το παζλ της δικής της πονεμένης
ψυχής! «Γιατί Θεέ μου;», φώναξε, χωρίς να δώσει σημασία ότι πλάι της
περπατούσαν και άλλοι άνθρωποι με τα δικά τους προβλήματα, κυρίως τώρα στην
εποχή της κρίσης της οικονομικής, που τους χτυπούσε όλους ανελέητα, χωρίς
οίκτο, χωρίς προσπάθεια για κατανόηση έστω. Σκληροί και αδίστακτοι όλοι
προσκυνούσαν αυτούς, που μας έκαναν παιχνίδι στα χέρια τους, που μας έκαναν και
πάλι σκλάβους και κολίγους και άστεγους και πεινασμένους και οδηγούσαν τους
δύστυχους στην αυτοκτονία, στην πλέον απέλπιδα κίνηση, μη μπορώντας να αντέξουν
τις πληρωμές, τα χαράτσια, τις εφορίες, τις κλειστές και σφραγισμένες πόρτες
των μικρών ή και των μεγάλων καταστημάτων και ο αριθμός των ανέργων να
ανεβαίνει με ρυθμούς μαθηματικής ακρίβειας… «Γιατί Θεέ μου, γιατί;» Ξαναφώναξε
και τη φωνή της την πήρε τ’ αγέρι του φθινοπώρου και την έχωσε κάπου κει στα
πεσμένα ξερά φύλλα των δέντρων…
Κανείς από τους μεγάλους δεν άκουσε τίποτε! Όχι! δεν θέλησε
κανείς να χαλάσει τη δική του Νιρβάνα, να βγει από τον παράδεισο, που σε βάρος
άλλων δημιούργησε, κανείς δεν κατέβηκε στο σκαλοπάτι εκείνων, που υποφέρουν,
που πεινούν, που πεθαίνουν, δίχως φάρμακα, που αυτοκτονούν για κάποια
μικροχρέη, όταν οι μεγαλοκαρχαρίες καταπίνουν ασύστολα πακτωλό χρημάτων. Γιατί;
ξαναφώναξε, αλλά μάταια. Κανείς και πάλι δεν την άκουσε!
Τα σφραγισμένα παράθυρα και οι σφραγισμένες ψυχές δεν ακούνε. Δεν
θέλουν να ακούσουν τον πόνο και τη δυστυχία του άλλου. Τι τους ενδιαφέρει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου