Το νέο της βιβλίο με τον τίτλο "Ισκρα",Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ ,θα παρουσιάσει η Αγγέλα Γαβρίλη την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου στο βιβλιοπωλείο "επί λέξει" (Ακαδημίας 32 & Λυκαβηττού).Το Ισκρα είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Α. Γαβρίλη.
Ίσκρα… Ένα κορίτσι που μεγαλώνει δοκιμάζοντας συνεχώς τα όριά του. Όμως μια εσωτερική δύναμη μέσα της, όπως και ο έρωτας, στον οποίο παραδίδεται άνευ όρων, τη βοηθά να στέκεται όρθια, όσο κι αν κινείται στην κόψη του ξυραφιού….
Οι Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του μυθιστορήματος "Ισκρα" της Αγγέλας Γαβρίλη, την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου στις 7.30 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο "επί λέξει" (Ακαδημίας 32 & Λυκαβηττού)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
η συγγραφέας Πασχαλία Τραυλού και η δημοσιογράφος Έφη Γαλώνη
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Αγγέλα Γαβρίλη σπούδασε
Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα και την Αγγλία, ενώ
παρακολούθησε σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ).
Είναι editor στο ελληνικό πρακτορείο εκπροσώπησης συγγραφέων
Book Agency και βιβλιοκριτικός στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον
πολιτισμό, Diavasame.gr. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Το 2009 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο
ΑΡΚ, Ποιήματα σε πέντε πράξεις (εκδόσεις
Γαβριηλίδης, υποψήφια για τα βραβεία του Διαβάζω),
ενώ το 2010 και το 2012
συμμετείχε στις δύο συλλογικές εκδόσεις της Ομάδας από Ποίηση (εκδόσεις Γαβριηλίδης).
Τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της
συλλογή, Iridium (εκδόσεις
Momentum).
Η Ίσκρα, από
τις εκδόσεις Πάπυρος, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΣΕΙΡΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ
ΤΙΤΛΟΣ:ΙΣΚΡΑ
ΗΜΕΡΟΜ. ΕΚΔΟΣΗΣ: Δεκέμβριος 2014
ΣΧΗΜΑ: 14 X 21
ΣΕΛΙΔΕΣ: 288
ISBN: 978-960-486-100-2
Τιμή: 13 €
Το όνομά της
δεν είναι Ίσκρα, αυτό διάλεξε για να πει την ιστορία της.
Όχι για συνωμοτικούς λόγους, ούτε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο − απλά η ταυτότητά
της δεν έχει σημασία, αποτελεί το εξωτερικό περίβλημα μέσα στο οποίο κατοικεί ή
κρύβεται, ανάλογα με την περίπτωση. Κι επειδή όλα κάτι σημαίνουν, σε μια βόρεια
και όχι πολύ μακρινή γλώσσα, σημαίνει σπίθα. Κι αυτό ακριβώς
είναι...
Η Αγγέλα Γαβρίλη
συστήνεται ως μυθιστοριογράφος με ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας· η Ίσκρα είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που το αίμα
της τής κληροδοτεί μια φύση αρχέγονη, η οποία σφραγίζει τη ζωή της και τις
περιπλανήσεις της, καθώς αναζητά έναν τόπο για να ριζώσει. Η ιστορία ξεκινά τις
τελευταίες μέρες του Εμφυλίου, όταν η γιαγιά της Ίσκρας,
η Ρούσσα, από τα εναπομείναντα μέλη μιας αποδεκατισμένης διμοιρίας αριστερών
ανταρτών, βιώνει μια οριακή εμπειρία σε ένα χιονισμένο βουνό. Θα βρεθεί
αργότερα φυγάς σε μια λαϊκή δημοκρατία, όπου θα γεννήσει την κόρη της, την
Αλένα, με την οποία θα επιστρέψει στην Ελλάδα λίγα χρόνια πριν από τη δικτατορία.
Εκεί θα γεννηθεί η εγγονή της
Ρούσσας, που κουβαλάει στο αίμα της μια κληρονομιά ανείπωτη...
Το κορίτσι αυτό μεγαλώνει
δοκιμάζοντας συνεχώς τα όριά του, γίνεται μια γυναίκα που βιώνει την ωμότητα
ενός σκληρού και ανελέητου κόσμου· όμως μια εσωτερική δύναμη μέσα της, όπως και
ο έρωτας, στον οποίο παραδίδεται άνευ όρων, τη
βοηθά να στέκεται όρθια, όσο κι αν κινείται στην κόψη του ξυραφιού. Η γνωριμία
της με έναν μυστηριώδη άνδρα, μια ύπαρξη ατίθαση μα και γοητευτική, θα
αποτελέσει γι’ αυτήν το γεγονός που θα σημαδέψει εντέλει
τη ζωή της...
Σφιχτοδεμένη πλοκή,
συναρμογή του φανταστικού με το ρεαλιστικό στοιχείο, έντονος ερωτισμός, κάνουν
το μυθιστόρημα μια γοητευτική αφήγηση: έρωτες χαμένοι και έρωτες ανίκητοι,
θρύλοι που ζωντανεύουν στη σύγχρονη πραγματικότητα, το άδικο αυτού του κόσμου
και το πείσμα για ζωή…ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ - ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Et in Arcadia ego
Δύο χρόνια έμεινε στα
Γιάννενα, τα πιο ευτυχισμένα της ζωής της.
Οι μέρες κυλούσαν
αργά, σαν νωχελικές γάτες που λιάζονται με τις ώρες. «Αν θες να καταλάβεις τι
σημαίνει είμαι ευτυχισμένος που είμαι ζωντανός, κοίτα τα σκυλιά και τις γάτες
πώς ξαπλώνουν στον ήλιο», της είπε κάποτε η Έρικα.
Γνώρισε ανθρώπους
όμορφους, μέσα κι έξω, που της άνοιξαν το σπίτι τους και τη ζωή τους: παρέες,
γλέντια, εκδρομές στο βουνό, αλλά και ρεφενέ για να μαγειρέψουν όλοι μαζί όταν
τα οικονομικά ήταν δύσκολα.
Τους γεμάτους ομίχλες
χειμώνες, η κουζίνα της γινόταν το επίκεντρο του νέου της κύκλου, εκεί
μαζεύονταν όλοι: «Έχεις την πιο όμορφη κουζίνα στα Γιάννενα», της έλεγαν.
Κι εκείνη, που το
μαγείρεμα δεν το είχε ποτέ σε μεγάλη υπόληψη, ήξερε-δεν ήξερε τα βασικά, έμαθε
από την Έρικα φαγητά μπελαλίδικα, και χωριάτικες πίτες, και γλυκά. Όταν
έφτιαχνε μηλόπιτα, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά: η Κατερίνα με την κοιλιά στο
στόμα, έγκυος στο δεύτερο παιδί της, ανέβαινε τη σκάλα ξελιγωμένη.
« Έλεος», της έλεγε,
«θα γεννήσω η γκαστρωμένη... ένα κομμάτι δώσε μου!»
Ένα μόνο την
ενοχλούσε στα Γιάννενα: το χασίσι κυκλοφορούσε πιο ελεύθερα από το τσιγάρο.
Φίλοι και γνωστοί περνούσαν τη ζωή τους μέσα σε ένα σύννεφο και ξόδευαν όλα τα
λεφτά τους στο χόρτο.
Σ’ αυτό δεν τους
ακολουθούσε, ήθελε να είναι σε εγρήγορση, όχι κοιμισμένη.
Ειδικά τη ζωή της
εκεί, ήθελε να τη θυμάται με κάθε λεπτομέρεια, ήξερε πως δεν θα κρατούσε πολύ…
Τη λατρεμένη της κουζίνα με το ξύλινο πάτωμα που έτριζε, το χαγιάτι όπου
διάβαζε βολεμένη στον χαμηλό καναπέ του με τη μοβ φλοκάτη…· το τρελόσκυλο της
Κατερίνας και τα ξανθά σαν ηλιοτρόπια μωρά της που χαλούσαν τον
κόσμο στην αυλή…· τη
λίμνη που της μιλούσε κάθε φορά που το βλέμμα της χανόταν στα νερά της…· το
κάστρο που το περπάταγε με τις ώρες και δεν το χόρταινε…· τις ομίχλες που
κατέβαιναν ύπουλα μες στη νύχτα – το πρωί ξυπνούσες και δεν έβλεπες τίποτα από
τα παράθυρα. Τα άνοιγε τότε διάπλατα και την άφηνε να μπει το σπίτι, να της
αφηγηθεί τις αρχαίες ιστορίες που κουβαλούσε...
***
Η μαυροφορεμένη
γιαγιά την τράβηξε σχεδόν με το ζόρι μέσα στο χαμηλό σπίτι της. Της έψησε καφέ,
έπειτα έλυσε το τσεμπέρι της κι άρχισε να μουρμουράει λόγια μυστικά πάνω από
ένα ποτήρι νερό με λάδι.
Έκλεισε εκείνη τα
μάτια της: μετά από τόσες ώρες οινοποσίας στο πασχαλινό τραπέζι, το κεφάλι της
πήγαινε να σπάσει. Είχαν ανέβει στο χωριό όπου έμεναν ο Πέτρος με την Έρικα,
μεγάλη παρέα, καμιά δεκάρια άτομα, να ψήσουν όλοι μαζί. Μια και δεν έτρωγε αρνί
και κοκορέτσι, περιορίστηκε στις σαλάτες και το κρασί. Όταν πήγε κάποια στιγμή
να σηκωθεί, έχασε τον κόσμο.
Η γιαγιά Ανδρομάχη,
γειτόνισσα της Έρικας, την παρακολουθούσε από ώρα, σχεδόν από τη στιγμή που
μπήκαν στην αυλή – την είχαν καλέσει γιατί δεν είχε πια κανέναν στο κόσμο, να
κάνει μαζί τους Πάσχα. Μόλις την
είδε να ζαλίζεται, λες και βρήκε την ευκαιρία, όρμησε να την πάρει σπίτι της
που είχε ησυχία, να ξαπλώσει λίγο. Πήγε κακήν-κακώς κι έπεσε στο μιντέρι. Όση
ώρα η γιαγιά έψελνε τα δικά της να την ξεματιάσει, τα μάτια της έτρεχαν νερό.
«Στο ’πα, κόρη μου,
έχεις μάτι, καρφωμένο είσαι...», της είπε εντέλει. «Πιες τώρα και το καφεδάκι
σου να συνέλθεις.»
Δυο ρουφηξιές καφέ τη
βοήθησαν να συνέλθει κάπως. Κοίταξε γύρω το φτωχικό νοικοκυριό, γλύκανε η
καρδιά της από την απλότητα και την πάστρα του. Δίπλα τους σε ένα μπουφέ, μια σειρά
παλιές φωτογραφίες: διέκρινε μια ξανθιά, νταρντάνα γυναίκα κι έναν σπαθάτο
άντρα δίπλα της, καθιστό. Της έφερε πιο κοντά την κορνίζα, να τη δει καλύτερα:
«Αμέ, τι νόμιζες,
έτσι σαράβαλο ήμουνα πάντα; Κάποτε η ομορφάδα μου μέχρι τραγούδι γίνηκε... Μου
το ’φτιαξε ο Κωνσταντής, το
στεφάνι μου ντε, ήταν μουσικός και γύρναγε όλα τα χωριά στα πανηγύρια και τους
γάμους.»
«Αλήθεια, πολύ
όμορφη!»
«Ε, κι εσύ καλή
είσαι! Ποιος είναι το ταίρι σου από τα παιδιά της παρέας;»
«Κανένας,
κυρα-Ανδρομάχη, είμαι... αταίριαστη.»
«Ε, δεν θ’ άνοιξε
ακόμα το τυχερό σου. Κι εγώ άργησα να τον βρω τον Κωνσταντή μου... Μου φέρνανε
τα προξενιά και τα ’διωχνα! Η μάνα μου καημό το ’χε να με παντρέψει, έτρεχε σε
όλα τα ξωκλήσια κι έκανε τάματα. Αλλά μια μέρα άκουσα ένα βιολί από το καφενείο
tου χωριού. Μόλις είχα γυρίσει από τα ξύλα και
πλενόμουν στην αυλή. Μισοπλυμένη έτρεξα στο καφενείο, τάχα κάτι να ψωνίσω. Με
το που τον είδα να παίζει, είπα ή αυτόν θα πάρω ή κανέναν. Και τον επήρα και ας
μην τον θέλανε τα γονικά μου...»
«Όπως τα λέτε, όλα
είναι τυχερά...»
Η γιαγιά τώρα
σοβάρεψε και της τράβηξε το χέρι της. Κοίταξε για ώρα την παλάμη της,
ανέκφραστη.
«Κόρη μου, δύσκολο
δρόμο είχες μέχρι τώρα, κι ακόμα... έχει ανηφόρα. Μα θα τα βρεις αυτά που
ψάχνεις, μακριά πολύ θα πας και θα ξανάρθεις, μα θα τα βρεις. Κι από άντρηδες…
ουου! Ένα σωρό βλέπω... Κοίτα μόνο να διαλέξεις τον καλύτερο.»
«Τον “Κωνσταντή” μου
ψάχνω, αλλά μάλλον αργεί ακόμα!», είπε γελώντας.
«Θα σε βρει αυτός,
όταν έρθει η ώρα, μη σκας! Μπροστά σου θα βγει, εκεί που δεν το περιμένεις.»
Μάζεψε το χέρι της,
ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ και σηκώθηκε να φύγει.
«Ευχαριστώ για
όλα...»
Η γιαγιά την τράβηξε
κάτω.
«Κάτι ήθελα να σου πω
ακόμα...», δίστασε. «Μπορεί να γέρασα, αλλά πρόσωπα και πιο πολύ μάτια δεν
ξεχνάω... Και τα δικά σου, είναι ίδια με καποιανής που ήξερα παλιά...»
Χώθηκε στο μικρό
δωμάτιο, την άκουσε να ψάχνει κάτι. Γύρισε με μια ακόμα φωτογραφία,
κιτρινισμένη και θολή.
«Πάμε έξω που έχει
φως, να σου δείξω.»
Βγήκαν στην αυλή και
την κοίταξε πάλι στο μεσημεριανό φως: καμιά δεκάρια άντρες και γυναίκες
οπλισμένοι, σε μια πλατεία.
«Αυτή είμαι εγώ κι
ετούτος δίπλα μου ο αδερφός μου ο μικρός, τον κρέμασαν τα σκυλιά τα μαύρα...
Είχαμε πάρει τα βουνά τότε, για τη λαοκρατία... Ο Κωνσταντής μου ήτανε
ξόριστος, ούτε που ήξερα αν ζούσε. Χρόνια κάναμε να ανταμώσουμε ξανά. Και πάλι
άλλα βάσανα μας βρήκανε μετά...»
Τώρα έτρεχαν τα δικά
της μάτια, νερό πικρό.
«Ελάτε, πάνε αυτά
περάσανε, δεν κάνει να τα θυμάστε και να στεναχωριέστε.»
«Και ρωτάς αν τα
ξεχνάω ποτέ; Μα άλλο θέλω να σου πω… Αυτή πίσω τη βλέπεις, την ψηλή με την
κοτσίδα;»
Η «ψηλή με την
κοτσίδα» ήταν η κοπέλα στη δική της φωτογραφία, αυτή που κουβαλούσε χρόνια
τώρα.
«Την ξέρω», ψέλλισε.
«Δηλαδή δεν ξέρω ποια είναι, αλλά την έχω κι εγώ σε μιαν άλλη... με έναν άντρα
μελαχρινό με γένια.»
«Αμ, στο ’πα πως δεν
ξεκουτιάνα! Ρούσσα τηνε λέγανε και ήμασταν συναγωνίστριες. Ήταν από ένα χωριό
κάτω από το αυλάκι, στον Μοριά.. Από κει κρατάς κι εσύ;»
«Ναι, η μάνα μου
δηλαδή. Αλλά δεν έχω πάει ποτέ στα μέρη αυτά, μεγάλωσα στην Αθήνα.»
«Κάποια συγγένισσά
σας θα ήταν δίχως άλλο η Ρούσσα... δεν μπορεί, της μοιάζεις πολύ.»
Ξανακοίταξε πιο
προσεκτικά, ναι, υπήρχε ομοιότητα. Πώς δεν το είχε προσέξει τόσο καιρό;
Η γιαγιά τής είπε όσα
θυμόταν. Δεν ήταν πολλά. Συμφώνησαν ν’ ανέβει πάλι στο χωριό με τη δική της
φωτογραφία, μήπως ξέρει και τον άντρα.
Δεν πρόλαβαν, λίγες
μέρες αργότερα έμαθε από την Έρικα ότι η Ανδρομάχη πέθανε στον ύπνο της.
Γολιάθ
Ήταν Σεπτέμβρης, ο
τελευταίος της στα Γιάννενα, μια και τελείωνε το μεταπτυχιακό ώς τα Χριστούγεννα.
Η παρέα πέρασε από το σπίτι για μερικές ώρες, κάθισαν στην αυλή και τα ήπιαν -
κάποιος πρότεινε συνέχεια σε τσιπουράδικο. Δεν τους ακολούθησε, δεν είχε
διάθεση. Μάζεψε όπως-όπως και άραξε στο κρεβάτι της αγκαλιά με τον υπολογιστή,
να δει καμιά ταινία. Την πήρε ο ύπνος και ξύπνησε από τον ήχο μιας
καταρρακτώδους βροχής, βγήκε αλαφιασμένη στο μπαλκόνι να μαζέψει κάτι ρούχα.
Στο φως μιας αστραπής
που χώρισε στα δύο τον ουρανό, είδε έναν άντρα, περισσότερο τη φιγούρα του παρά
το πρόσωπό του, να στέκει μισοκρυμμένος στην απέναντι γωνία. Κοντοστάθηκε αλλά
πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε, άκουσε το κουδούνι της να χτυπά επίμονα. Κάτι
έγινε, λαχτάρησε κι έτρεξε στην πόρτα. Η Έρικα, παπί από τη βροχή, της
ζήτησε ν’ ανέβει πάνω. Της έφερε μια πετσέτα να στεγνώσει κάπως, πρόσεξε την
έκφρασή της: ανήσυχη, όχι - σε αγωνία.
«Συνέβη κάτι; Όλα
καλά; Ο Πέτρος;»
Εκείνη την κοίταξε
ίσια στα μάτια, σαν τη ζύγιζε.
«Θέλω να σου μιλήσω»,
της είπε με έναν τόνο αυστηρότητας αταίριαστο στη γλυκύτητά της, «αλλά ό,τι
πούμε απόψε εδώ, μένει εδώ. Είτε ναι πεις είτε όχι, δεν θα μιλήσεις ποτέ σε
κανέναν».
«Σ’ ακούω».
«Θέλω να φιλοξενήσεις
για ένα διάστημα, κάποιον. Σου δίνω το λόγο μου πως είναι άτομο σπαθί, δεν
έχεις να φοβηθείς τίποτα. Αλλά όσο μείνει ούτε θα τον ρωτήσεις τι και πώς, ούτε
θα πεις σε κανέναν ότι είναι εδώ».
Άναψε τσιγάρο να
κερδίσει χρόνο. Πώς να δεχτεί έναν άγνωστο μέσα στο σπίτι της; Αλλά και πώς να
πει όχι στην Έρικα που ούτε η μάνα της δεν της είχε φερθεί έτσι; Και για να της
το ζητάει με τέτοιο τρόπο... πάει να πει, ανάγκη μεγάλη.
«Εντάξει».
Η λέξη τής ξέφυγε
σχεδόν παρά τη θέλησή της.
Χωρίς άλλη κουβέντα,
η Έρικα κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και επέστρεψε το ίδιο γρήγορα, με έναν
άντρα μελαχρινό και πανύψηλο, τόσο που σκοτείνιασε το σπίτι όλο με τον ίσκιο
του. Απόμεινε να τον κοιτάει, να στάζει νερά ολόκληρος πάνω στο πάτωμα.
Έγιναν κάποιες
τυπικές συστάσεις, της είπε ένα όνομα, ψεύτικο προφανώς, με προφορά βαριά,
βουνίσια.
Τον πήγε στο πίσω
δωμάτιο που το είχε βοηθητικό, μάζεψε πρόχειρα κάποια δικά της ρούχα. Άνοιξε
μια πολυθρόνα που γινόταν κρεβάτι και έστρωσε, έπειτα έκλεισε πίσω της την
πόρτα και κάθισαν με την Έρικα στην κουζίνα.
«Λοιπόν, μια και απ’
ό,τι καταλαβαίνω παίζω κι εγώ το κεφάλι μου εδώ, πες μου ό,τι τέλος πάντων
μπορείς να μου πεις, να ξέρω τι μου γίνεται».
Την είδε να
ζορίζεται, περίμενε.
«Το μόνο που μπορώ να
σου πω, είναι σύντροφος του Πέτρου και κρύβεται, αυτό θα το κατάλαβες».
Την παράτησε σύξυλη
και έφυγε μέσα στη βροχή. Έπεσε να κοιμηθεί κι αυτή, αλλά πού... Δύο φορές
σηκώθηκε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου της αλλά το μετάνιωσε, ντράπηκε.
Τελικά, τα μάτια της
έκλεισαν από την κούραση κι είδε όνειρο πως ένας άντρας ψηλός ώς τον ουρανό,
την έκλεινε στην παλάμη του και την έσφιγγε, ώσπου άκουγε τα κόκαλά της να
τρίζουν από την πίεση.
Όταν ξύπνησε, τον
βρήκε στην κουζίνα σαν τον νοικοκύρη, να φτιάχνει αβγά μάτια.
«Καλημέρα», του είπε
διστακτικά.
Της χαμογέλασε, μα το
χαμόγελο δεν γλύκανε καθόλου τα χαρακτηριστικά του: πυκνά, σγουρά μαλλιά και
φρύδια, μύτη αετίσια, δυο λεπτές γραμμές τα χείλη του. Δεν είχε μάτια, είχε δύο
μαύρες τρύπες που την κατάπιαν ολόκληρη από την κορυφή έως τα νύχια.
Της θύμιζε ένα άγριο,
μεγαλόσωμο σκυλί στην παιδική γειτονιά της: κατάμαυρο και πυκνόμαλλο, ήταν ο
φόβος και ο τρόμος των παιδιών που δεν περνούσαν ποτέ μπροστά από την αυλή του.
Γολιάθ το έλεγαν και ήταν όνομα και πράγμα.
Τράβηξε το βλέμμα της
και πήγε να φτιάξει καφέ. Εκείνος κάθισε να φάει, έπειτα έπλυνε το πιάτο του
και γύρισε στο δωμάτιό του. Δεν είχε καλά-καλά πιει τον καφέ της, όταν
ξαναμπήκε στην κουζίνα με μια δεσμίδα χρήματα, πολλά χρήματα.
«Θα χρειαστώ κάποια
πράγματα, στα έχω γράψει εδώ. Αν περισσέψουν, μπορείς να ψωνίσεις για το σπίτι
ή για σένα».
Της γύρισε την πλάτη
και χώθηκε πάλι μέσα.
Ντο τα πρες κοτσίδε τε
Μια μέρα ξύπνησε και
δεν τον βρήκε σπίτι.
Αυτό ήταν… Έφυγε,
πήγαν όλα στράφι, φοβήθηκε.
Επανεμφανίστηκε μια
βδομάδα αργότερα.
«Φεύγω σε δυο μέρες.
Κανονίστηκε, θα περάσω στην Αλβανία. Αλλά έχω κάνει τα κουμάντα μου, δεν θα
έχεις πια κανέναν ανάγκη...»
Της έφερε από το
δωμάτιό του ένα σάκο. Όταν τον άνοιξε και είδε τα λεφτά μέσα, έμεινε με το
στόμα ανοιχτό.
«Δικά σου».
Την πήραν τα κλάματα:
χαρά, ανακούφιση, ενοχή, όλα μαζί. Χώθηκε στην τεράστια αγκαλιά του κι έκλαιγε
με αναφιλητά. Ξέσπασε κι έπειτα κοιμήθηκε έτσι, κουρνιασμένη στο στήθος του.
Την ξύπνησε μερικές
ώρες αργότερα. Η νύχτα είχε πέσει και το σπίτι ήταν πια σκοτεινό.
«Ντύσου», της είπε.
Μισοκοιμισμένη,
έτρεξε πρώτα να σιγουρέψει το σάκο, πίσω από το πλυντήριο. Έριξε λίγο νερό στο
πρόσωπό της, έπιασε πρόχειρα σε κοτσίδα τα μαλλιά της, έβαλε κι ένα χοντρό
πουλόβερ, μέσα Νοέμβρη κι είχε ήδη κρύο. Και τις μπότες της που δεν τις
αποχωριζόταν χρόνια τώρα - τις είχε αγοράσει από έναν παραδοσιακό τεχνίτη στην
Κρήτη και είχαν βγάλει και με το παραπάνω τα λεφτά τους.
Έτρωγε κάτι κουλουράκια
όταν μπήκε στην κουζίνα, της άρπαξε το ένα από το στόμα.
«Βάλε σε ένα σάκο δυο
μπουκάλια νερό, κανά φρούτο. Και την πίτα μην ξεχάσεις... Α, και τα
κουλούρια...» είπε, βουτώντας άλλα δύο από τη σακούλα. «Θα πάμε εκδρομή».
Μάζεψε τα πράγματα,
παραξενεμένη αλλά χαρούμενη. Πριν φύγουν πήρε παραμάσχαλα εκείνος τη μπουκάλα
με το τσίπουρο και σε μια σακούλα δύο δωδεκάδες αβγά, ακόμα μες τη χάρτινη
συσκευασία τους - τα έτρωγε πέντε-πέντε, δεν τον προλάβαινε.
«Τι τα θες αυτά;»,
τον ρώτησε.
«Του αρέσουν», της
είπε κοφτά και βγήκαν από το σπίτι.
Κάτω τους περίμενε η
Έρικα, με το αυτοκίνητό της. Ξεκίνησαν μες τη μαύρη νύχτα ν’ ανεβαίνουν την
Τύμφη, υπέθεσε ότι θα πήγαιναν στο σπίτι στο βουνό, στον Πέτρο. Ο άλλος,
βολεμένος φαρδύς-πλατύς στο πίσω κάθισμα, έπινε τσίπουρο και τραγουδούσε, με τη
σπηλαιώδη φωνή του, κάτι που έμοιαζε με δημοτικό, αλλά σε γλώσσα
ακαταλαβίστικη:
Ντο τα πρες κοτσίδε γκλιάτε…
«Τι έπαθες;», τον
ρώτησε γελώντας. «Μέθυσες κιόλας και παραμιλάς;»
Άρχισε να της τραβάει
παιχνιδιάρικα την κοτσίδα της:
Ντο τα πρες, άιντε
μόι,
Ντο τα πρες
κοτσίδε σι
«Τι είναι αυτά που
λες, ρε συ;»
«Αρβανίτικα δεν
ξέρεις; Και μας κάνεις και τη μορφωμένη!»
«Και τι θέλει να πει
ο Αρβανίτης ποιητής;»
«Λέει πως θα κόψει τη
μακριά κοτσίδα της κοπέλας που του αρέσει...»
Αλλά το μυαλό της
ήταν ήδη αλλού και όχι στις αρβανίτικες κοτσίδες. Γιατί δεν πήραν τη στροφή για
το χωριό - συνέχισαν. Άρχισε ν’ αγριεύεται…
Ρε λες να με πάνε
για φούντο, αυτοί οι δύο; Να φοβήθηκαν μην τους καρφώσω;
Όσο ανέβαιναν στις
ερημιές του βουνού, την έζωναν τα φίδια. Τελικά έφτασαν γύρω στις 3 τα
ξημερώματα, σε ένα κτίσμα που έμοιαζε με ορεινό καταφύγιο. Κατέβηκαν μόνο οι
δύο τους, η Έρικα τους χαιρέτησε βιαστικά και πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτό ήταν. Εδώ θα με φάει. Τετέλεσται.
«Έλα, μην κάθεσαι
έχουμε περπάτημα».
«Δεν πάω πουθενά, αν
δεν μου εξηγήσεις τι γίνεται».
«Δεν σου είπα;
Εκδρομή».
«Εκδρομή πού, στον
Άλλο Κόσμο;»
Γέλασε τόσο βροντερά
που την τρόμαξε. Όπως οι δράκοι στα παραμύθια.
«Πιες λίγο τσίπουρο
να ζεσταθείς και πάμε, πρέπει να προλάβουμε το ξημέρωμα».
Ε, βέβαια! Το
ξημέρωμα γίνονται οι εκτελέσεις.
Ήπιε τσίπουρο να
πάρει κουράγιο. Το φιλοσόφησε: Στην τελική, ό,τι μου γράφει...
Ξεθεωμένη από τον
ποδαρόδρομο, έμεινε, όταν επιτέλους έφτασαν, να κοιτάζει την ωραιότερη λίμνη που
είχε δει ποτέ. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, η ομορφιά της ακτινοβολούσε, με μια
σκοτεινή λάμψη μέσα από τα αδιαφανή νερά της.
Κάθισε εξαντλημένη,
χωρίς να μπορεί να τραβήξει το βλέμμα της από τη λίμνη. Ο άλλος στρώθηκε δίπλα
της κι άρχισε να τρώει ό,τι κουβαλούσαν στο σάκο. Εκείνη προτίμησε το τσίπουρο,
άναψε κι ένα τσιγάρο και περίμενε να δει τη συνέχεια.
«Είναι η Δρακόλιμνη»,
της είπε όταν τελείωσε. «Δεν έχεις έρθει ξανά;»
Το ήθελε πολύ, αλλά
δύο χρόνια δεν είχε καταφέρει να πάει. Και να που έγινε τώρα, λες να είναι το
τελευταίο μέρος που θα δει σ’ αυτή τη γη;
Όταν το πρώτο φως
άρχισε να χαράζει στον ορίζοντα, της έκανε νόημα με το χέρι «τσιμουδιά». Καθώς
ο ήλιος σιγά-σιγά ανέβαινε, τα νερά έφεγγαν τώρα χρυσαφένια. Αλλά κάτι σάλευε
μέσα τους, δεν ήταν πια ακίνητα.
Όταν είδε εκείνο το
μεγάλο, όλο λέπια πράσινα, κεφάλι να προβάλει και έπειτα το φιδίσιο σώμα να το
ακολουθεί, άρχισε να τρέμει. Την αγκάλιασε:
«Μην κουνηθείς
καθόλου, ό,τι κι αν γίνει», μόλις που της ψιθύρισε στο αφτί.
Το πλάσμα ήταν τώρα
ολόκληρο έξω από το νερό, στην απέναντι όχθη της μικρής λίμνης. Με τα κοντά
σαυρίσια πόδια του, περπάτησε αργά προς ένα ύψωμα και έπειτα στάθηκε: ο ήλιος
ήταν ακριβώς από πάνω του, το έλουζε φως και οι φολίδες του έλαμπαν. Έμεινε
εκεί ακίνητο, να ρουφά αχτίδες και ζέστη.
Δεν είχε φωνή στο
στόμα της καθόλου. Ακόμα κι όταν τον είδε να σηκώνεται και να το πλησιάζει
κρατώντας το σάκο, δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα. Κάλυψε τη μισή περίπου απόσταση
που τους χώριζε από το τεράστιο ερπετό κι έπειτα στάθηκε και… του σφύριξε; Ναι,
ένα σφύριγμα μακρόσυρτο και κάπως τραγουδιστό, δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο.
Γύρισε αυτό το κεφάλι του απότομα και τον κοίταξε, δεν σάλεψε όμως καθόλου. Του
ανταπέδωσε το περίεργο σφύριγμα. Τώρα το πλησίασε κι άλλο, ήταν μπροστά του.
Έβγαλε από το σάκο τις καρτέλες με τα αβγά και τα άφησε ένα-ένα στα πόδια του:
τα μύρισε εκείνο κι άρχισε να τα τρώει. Σιγά-σιγά, χωρίς να γυρίσει την πλάτη
του στο πλάσμα, επέστρεψε δίπλα της.
Έμειναν έτσι, πόση
ώρα; Ο χρόνος εδώ μετρούσε αλλιώς. Όταν ο ήλιος ανέβηκε πια ψηλά και έλαμψε όλο
το βουνό γύρω, το ερπετό με τον ίδιο αργό βηματισμό γύρισε στη λίμνη και χάθηκε
στα νερά της.
Σε όλη τη διαδρομή
μέχρι το καταφύγιο, ήταν αμίλητοι. Πάλευε να χωρέσει στο μυαλό της, αυτό που
είχε δει. Αλλά η καρδιά της ήταν χαρούμενη και τραγουδούσε - όχι, σφύριζε με
εκείνο τον παράξενο τρόπο που αντηχούσε ακόμα στ’ αφτιά της.
Όταν έφτασαν, κάθισαν
έξω από το καταφύγιο να κάνουν τσιγάρο.
«Θα έρθει η Έρικα»,
της είπε, «να μας πάρει όπου να ’ναι. Θα περάσουμε τη μέρα στο χωριό και το βράδυ
θα μας κατεβάσει στα Γιάννενα».
Δεν μπορούσε να μην
τον ρωτήσει:
«Τι ήταν αυτό; Και
πώς... πώς του μίλησες; Πώς δεν σου επιτέθηκε;»
Γέλασε πάλι και η ηχώ
επέστρεψε το γέλιο του πολλαπλό.
«Αυτός είναι... ο
παππούς μου. Να φάει τον εγγονό του;»
«Πες μου κι άσε τις
βλακείες. Σ’ ευχαριστώ που με έφερες να το δω, αλλά θέλω να ξέρω τι είδα».
«Τίποτα δεν είδες.
Μέθυσες από το τσίπουρο και έπεσες ξερή, τώρα τι παραμύθια έφτιαξες μες το
μυαλό σου...»
Το αυτοκίνητο της
Έρικας, διέκοψε την κουβέντα. Μπήκαν μέσα και κατέβηκαν στο χωριό. Αργότερα,
όταν έμειναν μόνες μπροστά στο τζάκι, προσπάθησε ξανά να μάθει.
«Το έχεις δει; Και μη
μου πεις κι εσύ, ότι μέθυσα από τσίπουρο!»
«Έτσι σου είπε;»
«Ναι...»
«Ε, τότε έτσι έγινε».
«Δεν μου λες, ρε
Έρικα, με έχετε βάλει όλοι στη μέση και με δουλεύετε;»
Σηκώθηκε και της
έφερε ένα βιβλίο, με τις λαϊκές παραδόσεις της Ηπείρου. Της το άνοιξε σε μια
σελίδα και βγήκε να πάει να ψωνίσει.
Άρχισε να διαβάζει:
...Σύμφωνα με τις
τοπικές παραδόσεις, στις δύο δρακολίμνες της Τύμφης και του Σμόλικα, ζουν εκτός
από τους αλπικούς τρίτωνες, τα μικρά αμφίβια ερπετά των ορεινών περιοχών, και
δύο «δράκοι»: οι ντόπιοι τους περιγράφουν ως γιγάντια φίδια με πράσινα λέπια
και κοντά πόδια σαύρας, που βγαίνουν από τις λίμνες κυρίως την ανατολή όπου λιάζονται
στον ήλιο, αλλά και το σούρουπο για να κυνηγήσουν. Για να μην επιτίθενται στα
αιγοπρόβατα ή και σε ανθρώπους ακόμα, οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής τούς
αφήνουν δίπλα στις λίμνες τους, τα πιο γέρικα από τα ζώα τους.
Στις
προχριστιανικές εποχές, έχουμε μαρτυρίες ότι μια φορά το χρόνο, στην πρώτη
πανσέληνο του νέου έτους, έδιναν ως προσφορά στους δράκους από ένα μικρό παιδί:
αγόρι στη δράκαινα που κατοικεί στο Σμόλικα και κορίτσι στο δράκο της Τύμφης. Η
παράδοση λέει ότι οι δύο λίμνες επικοινωνούν υπογείως και στα βάθη του βουνού,
είναι η σπηλιά που κατοικεί το ζευγάρι των δράκων.
Πολλοί ηλικιωμένοι
ισχυρίζονται ότι τους έχουν δει και τους έχουν ακούσει «να τραγουδάνε», με ένα
σφύριγμα που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο ήχο ανθρώπου ή ζώου.
Ο αρσενικός
δράκος, πάντα σύμφωνα με τις τοπικές δοξασίες, αρέσκεται μάλιστα να ζευγαρώνει
και με γυναίκες: τις υπνωτίζει με το βλέμμα του και τις ακινητοποιεί. Από την
ένωση αυτή γεννιούνται κάποτε παιδιά, τα λεγόμενα «δρακοπαίδια». Αν και έχουν
ανθρώπινη μορφή, είναι πανύψηλα και σωματώδη, πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα
μέτρα. Και είναι τα μόνα που μπορούν να μιλήσουν τη «γλώσσα» των δράκων και να
μιμηθούν το σφύριγμά τους...
***
Επέστρεψαν στα
Γιάννενα αργά, έπεσαν να κοιμηθούν, ο καθένας στο δωμάτιό του. Άλλαξε γνώμη κι
έτρεξε ξυπόλητη να χωθεί στο δικό του κρεβάτι - κοιμόταν ήδη βαριά. Κοιμήθηκε
κι αυτή. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο ασφαλής όσο εκείνο το βράδυ,
μέσα στην αγκαλιά του δράκου της.
Ξύπνησε μόνη της σε
ένα άδειο δωμάτιο. Τα πράγματά του έλειπαν. Το ίδιο και η κοτσίδα της.
......Με γραφή που ρέει αβίαστα σχηματίζοντας ολοζώντανες εικόνες στη φαντασία του αναγνώστη, με υπόθεση που κεντρίζει καίρια και ακατάπαυστα το ενδιαφέρον του, με μύθους, θρύλους και ντόπιες παραδόσεις που παίρνουν σάρκα και οστά και συνυφαίνονται αρμονικά με την απτή και οικεία πραγματικότητα, η συγγραφέας θεωρώ πως κάνει ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα στην πεζογραφία και μάλιστα, στο δύσκολο για τα ελληνικά δεδομένα είδος της λογοτεχνίας φαντασίας.
Νομίζω πως το «στοίχημα» κερδήθηκε ήδη και είμαι βέβαιη πως η «Ίσκρα» της θα κερδίσει πολλούς φανατικούς αναγνώστες – μία άλλωστε είμαι κι εγώ η ίδια – οι οποίοι θα περιμένουν με ανυπομονησία και τα επόμενα συγγραφικά της βήματα. Της εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία και σας προτρέπω να ‘χαθείτε’ σε έναν κόσμο μυστηριακό και γοητευτικό!
Κλειώ Τσαλαπάτη - Από http://filoithslogotexnias.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου