Ένα χλωμό πρωϊνό ξύπνησε καταμεσής σε μια κοιλάδα, την ώρα που οι κόκκορες είχαν ξεχαστεί.
Απλωμένο στην καρδιά ενός κάδρου, υπήρχε ένα δάσος γεμάτο από δέντρα με γυναικεία πρόσωπα επάνω στους κορμούς. Το φώς του ήλιου ακόμη διστακτικό, φώτιζε τα τρία τέταρτα των γυναικείων μορφών, γεμίζοντας με σκιές την καρδιά μιας όμορφης κόρης, που ζούσε μόνη στο δάσος. Είχε για συντροφιά της τα βλέμματα των δένδρων, το θρόισμα των φύλλων και τα τραγούδια των πουλιών. Την κόρη αυτή την φώναζαν Ολιγάρκεια και αυτό δεν ήταν διόλου τυχαίο.Μεγάλωσε μόνη μέσα στο δάσος και είχε μάθει να αρκείται στα λίγα.
Κάθε πρωϊ έλουζε την ομορφιά της στη Μεγάλη Λίμνη του δάσους και έπειτα έκανε τον περίπατό της ανάμεσα στα δένδρα ώσπου να φτάσει στο πιο γέρικο από όλα και το πιο αγαπημένο της μαζί. Της άρεσε να ακούει τις ιστορίες από τους μακρυνούς τόπους εκεί όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν πολιτείες και ζούσαν τον έρωτα και τον θάνατο..Ιστορίες που τις περισσότερες, το δένδρο-γυναίκα σκαρφιζόταν και που τις έπλαθε με τρυφερότητα μικρού παιδιού. Έτσι περνούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια δίχως η Ολιγάρκεια να γερνά, αφού τα χρόνια της τα έπιναν με τις ρίζες τους οι φίλες της τα δένδρα.
Μια μέρα όμως η όμορφη κόρη καθώς λουζόταν ένιωσε τα πάντα γύρω της να αλλάζουν. Δεν είχε ακόμη δεί κάτι διαφορετικό μα το συναισθανόταν. Τότε σήκωσε το ξαφνιασμένο της βλέμμα κι αντίκρυσε ολογυρά της τα λυπημένα πρόσωπα των δένδρων και ακριβώς μπροστά από το καθένα μια μικρή λιμνούλα από δάκρυα. Εκείνη την ώρα κατάλαβε πως η ζωή της συνέβαινε κάπου μακρυά της. Με μιας το παρελθόν της κατέρρευσε ενώ το παρόν της γέμισε ρωγμές σαν μια λίμνη που δεν μπορούσε άλλο να παραμένει παγωμένη. Τα δέντρα σύντομα άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μαραίνονται από τις μεγάλες ποσότητες αλατιού των δακρύων. Είχε συμβεί αυτό που κανείς δεν ήθελε και δεν περίμενε να γίνει πραγματικότητα τόσο γρήγορα. Η Ολιγάρκεια συνάντησε αναπάντεχα τη Λήθη. Ξαφνικά μέσα από τα μαραμένα δέντρα ξεφύτρωσαν κλωναράκια καταπράσινα και σε ελάχιστο χρόνο, τα δένδρα-γυναίκες γίνηκαν δένδρα φυσιολογικά.
Πλέον το δάσος δεν την κρατούσε «δέσμια» αφού έχασε την μαγεία του. Ήταν πια ένα δάσος σαν όλα τα άλλα και η όμορφη κόρη ήταν πια ευτυχισμένη αφού σφιχταγκάλιασε τη Λήθη. Ακολούθησε τις αχτίνες του Ήλιου, περπάτησε στα προαιώνια μονοπάτια της πλάνης. Έφτασε σε μια πόλη μεγάλη και χάθηκε στην ανωνυμία του κόσμου. Δεν αγάπησε ποτέ πια και άρχισε να γερνά πιο γρήγορα από το φυσιολογικό. Κανείς δεν νοιάστηκε για εκείνη και πέθανε μόνη πλάι σε ένα όμορφο πεύκο. Ήταν φθινόπωρο και τα χαλκόχροα φύλλα του γίναν το σάβανό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου