Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ " Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΓΕ ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ "

Το νέο βιβλίο του Αλέξη Σταυράτη με τον τίτλο " Ο άνθρωπος που πούλαγε όνειρα για να ζήσει ¨ κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 



Περιγραφή
 
Όταν καμιά φορά η ομίχλη σκεπάζει τις ψυχές των ανθρώπων, τότε αυτοί δεν λειτουργούν σαν άνθρωποι. Χρειάζονται κάτι, ένα όνειρο που θα τους κρατήσει ζωντανούς, γιατί τα όνειρα είναι εκείνα που δίνουν νόημα στη ζωή μας. Ένας άνθρωπος, λοιπόν, που δε είχε πλέον κουράγιο να πάει τη ζωή του παραπέρα, αποφάσισε να νεκρώσει όλα τα όνειρα του. Αλλά, σαν τελευταία πράξη λύτρωσης, θέλησε να τα δώσει σε άλλους, άγνωστους, ανθρώπους. Όχι χωρίς οδύνη, όχι χωρίς συνέπειες.http://www.gavrielidesbooks.gr/
 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ    


Ο Αλέξης Β. Σταυράτης γεννήθηκε στη Θεσπρωτία το 1952. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κέρκυρα, όπου εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, τρεις  δραματικούς μονόλογους και δύο μυθιστορήματα. Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. 

Έργα του που έχουν εκδοθεί:

1. Βένθει κραδίης [Ποίηση, Απόστροφος, 1995]
2. Ο κλ[ω]νισμένος θεός [Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2001]
3. Σαλώμη [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2005]
4. Ο έρωτας και ο σταυρός [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2007]
5. Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας [Μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2009]
6.Tο Μοιρολόϊ της Ανοιξης [Δραματικός μονόλογος, Γαβριηλίδης, 2013]
7. Ο κύκλος του φεγγαριού [Διηγήματα, free-ebook, 2012]

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 

 i) Είχε διαλέξει μια θέση κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Ακριβώς δίπλα του έφτανε η θάλασσα. Όταν δεν την έβλεπε, την άκουγε. Πάντοτε ήταν μαγευτική. Όταν η ομίχλη έκρυβε τα πάντα, τον ήχο δεν μπορούσε να τον κρύψει. Τον ήχο της. Τα κύματα που έσκαγαν ακριβώς κάτω από το παράθυρό του. Καθόταν τόσο συχνά εκεί, που είχε γίνει δικό του. Γι’ αυτό πίστευε ότι η θάλασσα προσπαθούσε να του μιλήσει. Στην αρχή έμοιαζε σαν ήχος νερού που χτύπαγε σε τοίχο. Αλλά αυτός έκλεινε τα μάτια και διαπίστωνε πως κάθε χτύπημα ήταν διαφορετικό. Σήματα μυστικού αλφάβητου μιας καινούργιας γλώσσας. Ύστερα άνοιγε χαμογελαστός τα μάτια. Έσκυβε στο πλατύ περβάζι και απαντούσε. «Όχι καλή μου, δε θα έρθω. Δεν είναι ψέματα αυτά που λες για τα ταξίδια σου, αλλά εγώ δε θέλω πια. Βρήκα λιμάνι και άραξα». Τότε τα κύματα χτυπούσαν πιο δυνατά, θυμωμένα, και αυτός της απαντούσε. «Γιατί θυμώνεις; Και τώρα δικός σου δεν είμαι; Δική σου δεν είναι η ομίχλη που μας τυλίγεις όλους σε άσπρα σάβανα; Ό,τι ζωή έχουμε, είναι όση εσύ μας επιτρέπεις». Και ξαφνικά ησυχία. Δυο-τρεις παφλασμοί, μετά τα τελευταία λόγια του, και μετά ησυχία. Αυτό το παιχνίδι παιζόταν συχνά μεταξύ τους, μια-δυο φορές την εβδομάδα. Οι ψαράδες πρόσεξαν πως κάτι άλλαξε στον καιρό εδώ και δύο χρόνια. Γι’ αυτό υπολόγιζαν να μην είναι έξω από το λιμάνι στις δέκα η ώρα το πρωί. Ή, ακόμα χειρότερα, στην είσοδό του. Το κακό κρατούσε λίγο και πάλι ηρεμία. Σπάνια κρατούσε περισσότερο. Ο Κ. έτυχε μια φορά να μείνει στο σπίτι το πρωί και από εκεί άκουγε τη θάλασσα που ωρυόταν. Σειρήνες του λιμενικού, φωνές των καραβιών, φωνές των ανθρώπων που βούλιαζαν. Πήγε γρήγορα στην καφετέρια και την βρήκε πλημμυρισμένη. Στάθηκε όρθιος στο παράθυρο, γιατί οι υπάλληλοι φώναζαν ότι δε γίνεται να σερβίρουν. Τον είδαν να μιλάει όρθιος, μόνος του. «Αυτό μας έλειπε τώρα», έλεγαν ενοχλημένοι. Αυτός σκούπισε μια καρέκλα κι ακούμπησε τα χέρια στο παράθυρο. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. Ορκίζονται ότι τον άκουσαν να λέει: «Όχι αγάπη μου, δε θα έρθω. Όλα τελείωσαν μεταξύ μας, ας μη την πληρώνουν οι αθώοι». Και ύστερα ηρέμησαν όλα. Αραίωσε η ομίχλη, και τα σωστικά συνεργεία έσωσαν την τελευταία στιγμή τους πνιγόμενους. Αμίλητη η σερβιτόρα έφερε τον καφέ του. Την πρώτη φορά το θεώρησαν τυχαίο, τη δεύτερη σιγουρεύτηκαν πως ο καινούργιος δεν ήταν τρελός. Ίσως ήταν κάτι ακόμα χειρότερο αλλά δεν ήξεραν να το προσδιορίσουν. Άρχισαν να τον σέβονται σαν μυστικό που τους απειλούσε.
Δεν τον ξανάκουσαν να μιλάει στο παράθυρο. Το κακό άρχιζε στις δέκα το πρωί κι όλοι καρδιοχτυπούσαν ώσπου να έρθει εκείνος. Μετά χαμογελούσαν. Αλλά ο Κ. πάντα είχε μια θλίψη όταν έβλεπε μόνος του τη θάλασσα.



 ii) Ένα απόγευμα ήρθε ο Α. και βρήκε τον Κ. να γράφει.
«Μπορώ να διακόψω;»
«Κάθισε», είπε ο Κ. κι έκλεισε το τετράδιο. «Φαίνεσαι κουρασμένος».
«Άυπνος είμαι».
«Γιατί; Πίνεις καφέ αργά το βράδυ;»
«Σπάνια πίνω καφέ».
«Έχεις προβλήματα άλυτα;»
Ο Α. γέλασε. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα, εκτός από τον ύπνο».
«Σε όλους συμβαίνει αυτό καμιά φορά».
«Έχω πολύ καιρό να κοιμηθώ κανονικά. Δυο-τρεις ώρες το πολύ. Όσο κι αν βαραίνουν τα μάτια από την κούραση, δεν μπορώ να κοιμηθώ περισσότερο».
Ο Κ. έφτιαξε τσιγάρο όσο πιο αργά μπορούσε. Ο Α. παράγγειλε βότκα με λεμόνι και περίμενε. Άναψε το τσιγάρο.
«Κι εγώ δεν κοιμάμαι όταν βασανίζομαι».
«Τις άλλες νύχτες;» ρώτησε ο Α.
«Προσπαθώ να ονειρευτώ πράγματα που δε θα μου συμβούν ποτέ».
«Τόσο άσχημη είναι η ζωή σου;»
«Όχι ακριβώς. Υπάρχουν πράγματα που θέλω, και ξέρω πως ποτέ δε θα έρθουν», είπε ο Κ.
«Να κάνω κι εγώ το ίδιο; Δεν έχω τι να περιμένω εκτός από έναν καλό ύπνο. Ό,τι θέλω το απέκτησα».
«Εγκώμιον δυστυχίας».
Ο άλλος κοίταξε έκπληκτος. «Έχω σπίτι 250 τετραγωνικών με πισίνα. Είμαι ανώτερος υπάλληλος. Έχω ωραία γυναίκα και δυο θαυμάσια παιδιά. Και καταθέσεις βέβαια».
Σειρά του Κ. που γέλασε και σχολίασε: «Και μια ψυχή ετοιμοθάνατη».
«Δε μοιάζεις με ηθικολόγο».
«Δε μοιάζω. Λέω ότι δεν έχεις λόγο να ζεις…»
«…επειδή τα έχω όλα;»
«Επειδή δεν έχεις όνειρα να θρέψεις την ψυχή σου».
«Θέλω μόνο να κοιμηθώ κανονικά, τίποτε άλλο δεν θέλω».
«Να σου δώσω μια συμβουλή;»
«Ευχαρίστως», είπε ο Α. και τα βλέφαρα πετάρισαν χαρούμενα.
«Όταν ξαπλώνεις, να ονειρεύεσαι ότι κοιμάσαι. Και ότι μες στον ύπνο σου βλέπεις όνειρα διάφορα».
«Τι όνειρα;»
«Μη βιάζεσαι. Μη πιέζεις τον εαυτό σου. Μείνε στην αρχή: θα κλείνεις τα μάτια σου και θα ονειρεύεσαι σαν υπέρτατη ευτυχία ότι κοιμάσαι».
«Τίποτε άλλο».
«Τίποτε άλλο».
Ο Α. σηκώθηκε. «Έτσι κι αλλιώς ο καφές σου είναι κερασμένος. Και μόνο που με άκουσες μου έκανε καλό».
«Κάτι θα ξέρεις εσύ για χαμένο χρόνο».
Ύστερα αφοσιώθηκε στο δικό του χρόνο. Γύρισε στα γραπτά του προσπαθώντας να συλλάβει κάποιες απλές, ξεχασμένες έννοιες. «Τι είναι μέρα, τι νύχτα. Τι είναι κύμα, τι είναι φως». Άφησε κάτω το στυλό και άναψε το παρατημένο τσιγάρο που είχε σβήσει.


 iii) Δεν αλλάζει ο κόσμος. Ο Κ. άλλαζε σταθερά καφετέρια, αλλά όχι τη θέση του. Σε περίπτωση που αυτή ήταν πιασμένη, είχε εναλλακτική θέση. Ή, έφευγε για άλλη. Σπάνια δεν πήγαινε στις τρεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπήρχε και τέταρτη. Την έλεγαν 47, ένας αριθμός. Ήταν το νούμερό της, αλλά ο Κ. ήθελε να πιστεύει ότι αυτός ο αριθμός τον αφορούσε παρόλο που παρέμενε ένας ανεξιχνίαστος αριθμός. Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο αλλά του φαινόταν όμορφος. Δίπλα πουλούσαν αρώματα και συναφείς ουσίες για γυναίκες. Από εκεί περνούσε όλος ο θηλυκός πληθυσμός της πόλης. Ακόμα και μεγάλης ηλικίας. Δυστυχώς. Καθόταν με την πλάτη στην είσοδο για να μη βλέπει τις γριές να κυνηγούν τη ματαιότητά τους. Οπότε, όσες περνούσαν μπροστά του τις χώριζε σε δύο κατηγορίες. Αυτές που απλώς περπατούσαν για να ζήσουν, κι εκείνες που ήταν όμορφες. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ποτέ δεν ήταν απλό πράγμα για τον Κ. η γυναικεία ομορφιά. Παλιά έλεγαν πως ήταν ποιητής, το έχουμε ξαναπεί αυτό; Τα μάτια του ποιητή είναι διαφορετικά. Τώρα βλέπει μια πολύ ωραία γυναίκα. Έχει τα μαλλιά της κότσο, φοράει κομψά γυαλιά μυωπίας. Σίγουρα τα φοράει γιατί την δείχνουν πιο ωραία, αλλιώς θα φορούσε φακούς επαφής. Κάνει συνέχεια χαρακτηριστικές κινήσεις με τα χέρια. Νοηματική γλώσσα απέναντι σε μια τελείως ακίνητη φίλη της; Δείχνει ηθοποιός. Επειδή είναι όμορφη και κάνει συγκεκριμένες κινήσεις. Μαγεία. Αν δεν εκνευριστείς, είναι μαγεία. Οι κινήσεις της, ο σμιλεμένος λαιμός. Το καθρεφτάκι που κοιτάζει για να διορθώσει το χρώμα στα χείλη. Τα χέρια γυμνά από τους ώμους ως τους καρπούς. Μετά ένα δαχτυλίδι. Ο φραπές με καλαμάκι δεν είναι ποίηση. Το χαμόγελο αμυδρό. Καθαρό το μέτωπο. Η σκιά των δένδρων έφυγε και αυτή βγαίνει στον ήλιο. Κάθεται ακόμα εκεί. Το πρόσωπο της άλλης, με το πράσινο μπλουζάκι, δε φαίνεται. Η ηθοποιός χαμογελάει. Πρέπει να είναι ηθοποιός. Λένε πως ο Κ. ήταν ποιητής. Καμιά φορά καθόταν στο 47 με την πλάτη γυρισμένη στα αρώματα. Για να στέλνει εκεί μέσα όποιες ήθελε αυτός. Η Γ. πήγαινε πάντα μόνη της ν’ αγοράσει αρώματα, γιατί δεν ήθελε να τους βλέπουν μαζί. Δεν τον άφηνε να έχει λόγο στην ομορφιά της. «Είσαι ποιητής, δε σε φτάνει που παίζεις με τις λέξεις;» Έτσι, οι λέξεις του Κ. δεν μπορούσαν πάντοτε να έχουν άρωμα.


iv)Έπεσε στα χέρια του «Η συνείδηση του Ζήνωνα». Επειδή άρεσε στον Λε Κλεζιώ, και επειδή τότε ο Κ. διάβαζε Λε Κλεζιώ, αποφάσισε να διαβάσει το βιβλίο του Ίταλο Σβέβο. Για τη συνείδηση του Ζήνωνα και όχι το μαθηματικό του παράδοξο για τον Αχιλλέα και τη χελώνα. Φθίνουσα γεωμετρική πρόοδος; Ωραία έκφραση. Ενώ πολλαπλασιάζεις πράγματα στη ζωή σου, αυτή δεν αυξάνει. Δεν πλουτίζεται. Φθίνει. Δηλαδή ο Αχιλλέας δε θα φτάσει ποτέ τη χελώνα, επειδή αυτή ξεκίνησε και τρέχει 150 μέτρα νωρίτερα. 

Μα τι σχέση έχουν αυτά με το βιβλίο του Σβέβο; Ίσως καμιά. Εκεί είδε το κεφάλαιο για το κάπνισμα και θυμήθηκε. Όχι το πρώτο τσιγάρο, γιατί αυτό ήταν πολύ παλιά. Στην έκτη Δημοτικού το δοκίμασε για πρώτη φορά και μετά μάσαγε φύλλα άγριας μαστίχας για να μη μυρίζει. Ύστερα στην Τρίτη Γυμνασίου ξανακάπνισε, μια μέρα πριν τη μεγάλη εκδρομή. Δεν τον έπιασαν αλλά έφαγε ξύλο, επειδή ήταν μαζί με άλλους μαθητές που κάπνιζαν. Οι άλλοι αποβλήθηκαν από τη Μαθητική Εστία, ο Κ. έφαγε αρκετό ξύλο. Δεν ξανατόλμησε. Αργότερα, πολύ αργότερα, το δοκίμαζε περιστασιακά. Έτσι για την παρέα. Ύστερα γνώρισε κάποια και κάπνισε για να μη του μυρίζει η ανάσα της. Γι’ αυτό; Άρχισε να την ερωτεύεται και ήθελε να κάνει πράγματα μαζί της. Εκείνη έφυγε γρήγορα γιατί τρόμαξε από τα οράματά του. Έγραψε ποιήματα για χάρη της και κράτησε το τσιγάρο για ενθύμιο. Λίγα και καλά. Τότε. Ένιωθε το δηλητήριο να κυλά στις φλέβες και αγαλλίαζε. Ο πρώτος θάνατος. Τσιγάρο και έρωτας, ο πρώτος του θάνατος. 

Μετά ήρθε η Γ. και άλλαξε πακέτο γιατί ήθελε να κάνουν πράγματα μαζί. Όχι, δεν μπορούσε να το κόψει όσο άρεσε σ’ εκείνη. Απλώς, ρύθμισε τη δόση βάσει των οδηγιών της: ένα τσιγάρο κάθε σαράντα λεπτά για να προλαβαίνει ο οργανισμός σου να αναπνέει. Έτσι είπε και έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν. Η αγάπη της ήταν ο νόμος της ζωής του. Και πάντα ένα τσιγάρο μετά τον έρωτα. Ίσως δεν ήταν η ενδεδειγμένη στιγμή, αλλά ήταν η συνηθισμένη τους απόλαυση. Μετά. Αλλά και ένα μπωλ φρούτα οπωσδήποτε. Τι θυμήθηκε τώρα… Σεξ, τσιγάρο και φρούτα. Μετά κούρνιαζε στην αγκαλιά της και σιγά-σιγά την άφηνε να βάζει τα πόδια πάνω στα δικά του και να κοιμάται στο στήθος του. Η μπαλκονόπορτα πάντα μια ιδέα ανοιχτή για να ανανεώνεται ο αέρας. Πακέτο χρώματος πορτοκαλί, πιο ελαφρύ από το βαρύ κόκκινο. Συνέχιζε να καπνίζει την ίδια μάρκα λίγο καιρό ακόμη αφότου έφυγε η Γ. 

Όταν ήρθε η Χ. έφερε τα δικά της γούστα. Στριφτό τσιγάρο με καπνό σε πράσινο σακουλάκι. Όταν το γύρισε αυτή στο πιο ελαφρύ κίτρινο, το ίδιο έκανε και ο Κ. Δεν το έκοβε γιατί δεν ήθελε να το κόψει. Στο μεσοδιάστημα που η Γ. έφυγε, αύξησε τη δόση. Δεύτερος θάνατος και τσιγάρο. Και τι θάνατος… 

Σκεφτόταν τις καπνιστικές του συνήθειες και προτιμήσεις. Ήξερε ποια τού έβαζε στο χέρι το τσιγάρο που κρατούσε. Τι προτιμούσε; Παρά ταύτα προτιμούσε όχι το τσιγάρο του μεγάλου έρωτα, του μεγάλου θανάτου, αλλά αυτό της Χ. Επειδή ήταν πιο βαρύ; Επειδή ήταν χορταστικό και κάπνιζε λιγότερα; Επειδή, δηλαδή, συνέφερε οικονομικά. Τώρα το ήξερε. Ακόμα και όταν, γιατί θα, έφευγε η Χ. αυτός ο Κ. θα παρέμενε αιχμάλωτος της τελευταίας εμπειρίας. Γιατί η Χ. ήταν νεώτερη, ενσάρκωση του Αδύνατου, ποιος θα περίμενε ότι στα πενήντα του θα μάθαινε να καπνίζει όπως οι έφηβοι; Αν η φυγή της Γ. ήταν εύκολη εξήγηση ψυχολογικού συνδρόμου, η Χ. θα έφευγε όπως ήρθε. Γιατί δεν μπορούσε αυτό που κάποια στιγμή νόμισε. Η επανάσταση είχε τα όριά της, και δεν είναι όλοι σαν τον Κ. Γι’ αυτό χρειαζόταν οπωσδήποτε τον βαρύ καπνό, για ν’ αντέξει τον καινούργιο θάνατο. Πώς να κόψει το κάπνισμα; Γιατί άλλωστε; Δεν υπήρχε άλλο νόημα, δηλαδή τον Κ. δεν τον ενδιέφερε πλέον η ζωή γιατί δεν θα υπήρχε άλλος έρωτας. Αποδίδεται στον Μαρκές η φράση: ‘‘Γερνάει κανείς όταν παύει να ερωτεύεται’’. Άρα, το μόνο που του άφησαν οι έρωτες ήταν το τσιγάρο; Καλό κι αυτό! Το τσιγάρο σκοτώνει, γράφουν στα πακέτα. Το τσιγάρο; Τότε ο έρωτας τι κάνει; Και τι γίνεται όταν οι έρωτες συνοδεύονται από το κάπνισμα; Κάθε έρωτας και μια μάρκα τσιγάρου. Δηλαδή κάθε έρωτας οδηγούσε σε διαφορετικό θάνατο. Αλλά πάντοτε, σίγουρα, σε θάνατο… 

Πάλι ο Ζήνωνας, πάλι η φθίνουσα γεωμετρική πρόοδος. Το τσιγάρο που είναι η φθίνουσα χρονικότητα της ζωής. Γιατί, μήπως η αύξουσα γεωμετρική πρόοδος είναι καλύτερη; Όταν η σταθερά Κ γίνει ίση με τη μονάδα, τότε έχουμε κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος. Ό,τι συνέβη στο Τσερνομπίλ και σκόρπισε τον αργό, πυρηνικό όλεθρο. ‘‘Για φαντάσου’’, σκέφτηκε ο Κ., ‘‘η σταθερά λέγεται Κ. Αυτό δεν είναι συνειρμός, είναι το τέλος του κόσμου’’. Όταν η Κ γίνει ίση με τη μονάδα. Όταν ο Κ. μείνει-γίνει μόνος, θα είναι η απόλυτη καταστροφή του. Αύξουσα γεωμετρική πρόοδος; Τι στο καλό ήθελε; Μέχρι τώρα το απέφευγε, την αύξουσα γεωμετρική πρόοδο των ερώτων του, για να μη καταλήξει μονάδα. Τελικά, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο και με την φθίνουσα. 

Έμεινε το κάπνισμα. Οι νεκροί δεν κινδυνεύουν από καταχρήσεις. Το μόνο που φοβούνται είναι η μνήμη. Ο χειρότερος θάνατος είναι να σε θυμούνται εκείνοι που αγάπησες, να σε θυμούνται ενώ είσαι ζωντανός. 

Το τσιγάρο είχε ήδη σβήσει στο τασάκι. Το άναψε πάλι. Στριφτό ήταν και άναβε όσες φορές έσβηνε… 


v)Δεν είμαι εδώ που σας χαμογελώ

είμαι εκεί που βλέπετε καπνό

εκεί που καίει η αγάπη μου 

κάτι ξερόκλαδα της θλίψης

==================================
Ανέβηκα στα υψώματα

να χαιρετήσω το φως

να σε κρατήσω όμορφη 

για πάντα…




 vi) Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει. Έπρεπε; 

Δεν ήξερε τι ένιωθε. Δεν ήξερε; 

Δεν ήθελε να κάνει έρωτα μαζί της. Δεν ήθελε; Αυτός, που έσβηνε για μια αγκαλιά, για ένα φιλί της… 

Τι πραγματικά συνέβαινε;

Τι πραγματικά συνέβαινε… Σε ποιον να μιλούσε για να έχει αντικειμενική, έξωθεν γνώμη; Οποιοσδήποτε άλλος θα του έλεγε να φύγει αμέσως, ότι έχει βραχυκυκλώσει και την αφήνει να τον καταστρέφει λίγο-λίγο. Οποιοσδήποτε άλλος θα του έλεγε ότι έχει πέσει θύμα των συναισθημάτων του. Αποδείχτηκε πως δυο φίλοι του είχαν δίκιο με τη Γ., όταν τους παρουσίασε την ιστορία. Φαινομενικά είχαν δίκιο. Αλλά ο Κ. ήξερε πως δεν μπορούσαν να συλλάβουν τον μυστικό κόσμο της καρδιάς της.

Τώρα τα ίδια και χειρότερα. Γιατί είχε αποκρύψει την ύπαρξη της Χ. από κάθε φίλο του. Όχι μόνο από τους τέσσερις αλλά και από έναν αρχαίο φίλο στην παλιά πόλη. Δε ζήτησε τη γνώμη του γιατί θυμόταν πολύ καλά τις λογικές προσεγγίσεις του στον έρωτα. Ας μη τα θυμάται καλύτερα. Καλύτερα να κάνει τα ίδια λάθη, ας είναι όλα η ουτοπία του. Άναψε τσιγάρο χωρίς καφέ. Βράδυ στο ξενοδοχείο, μετά από υποφερτό σεξ. 

«Σε στενοχώρησα μήπως;» ρώτησε η Χ.

«Όχι, όχι. Απλά έχω πολλή ώρα να πάρω τη δόση μου».

Φως μόνο στο κομοδίνο του. Γύρισε προς το μέρος του κι έβαλε το χέρι της στη γωνία μέσης και μηρών. Αυτός, στο ένα χέρι το τσιγάρο. Με το άλλο χάιδευε το δικό της ώσπου εκείνη αποκοιμήθηκε ήρεμα στο πλευρό του.

Ξανάφερε τις σκέψεις για το ποια όφειλαν, μπορούσαν, ήθελε, ήταν τα πραγματικά αισθήματά του. «Όχι, άλλα σκεφτόμουν. Για το αν νιώθω ευτυχισμένος σκεφτόμουν…»

Έσβησε το φως. Αυτή ήταν τώρα η πραγματικότητά του. Σκοτάδι. Αλλά δίπλα, με το χέρι της πάνω του, κοιμόταν η Χ. Αν το έλεγε φωτεινό σκοτάδι; Γιατί όχι και σκοτεινό φως; Του έρωτα, όπως έλεγε και κάποιο τραγούδι. Διαισθανόταν ότι δεν ήθελε να εμβαθύνει στις σκέψεις του. Κάποιος άλλος θα έλεγε ότι φοβόταν να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Τη ζωή του. Αποφάσισε. Ήταν ευτυχισμένος γιατί η Χ. κοιμόταν δίπλα του, παρ’ όλες τις ενστάσεις και την προσεκτική στάση της. Που δεν ήθελε να δεθεί μαζί του όπως αυτός μπορούσε, που δεν μπορούσε να βγει μαζί του για καφέ ή ποτό. Στην Ελλάδα. Στην αρχή το έκανε και μετά τρόμαξε με το θράσος της. Στο Λονδίνο ήταν καλύτερα. Αλλά δεν ήθελε να βγει με τους φίλους του, γιατί αυτός είχε την πρόθεση να συναντηθούνε όλοι μαζί. Και η χαρά του θα ήταν υπέρμετρη αν ήταν και η Χ. μαζί. Εκείνη δεν ήθελε.

Αποφάσισε ότι ήταν ευτυχισμένος. Γιατί αποδέχτηκε τη Χ. όπως ήταν. Αδύναμη, ανασφαλής και λίγο φοβισμένη, παρότι είχε φοβερό μυαλό. Μαζί της ξεχνούσε ό,τι τον βάραινε. Συζητούσαν για λογοτεχνία και σινεμά. Έβλεπαν ταινίες και διάβαζαν κοινά βιβλία. Σχολίαζαν. Περισσότερο του άρεσε όταν περιέγραφε με μικρολεπτομέρειες την καθημερινότητά της. «Πιο πολύ μου αρέσει που γελάμε μαζί», του έλεγε συχνά. Άκουγε προσεκτικά όταν μιλούσε για το μικρόκοσμό της. Οι ασημαντότητες γίνονταν σημαντικές επειδή αφορούσαν τη ζωή της.

Δεν μπορούσε να τα έχει όλα. Ποια όλα δηλαδή… Κάπου-κάπου τη χάιδευε κι αυτή αναστέναζε ήρεμα. Αν έλεγε: όλο το σύμπαν κατοικεί σ’ ένα δωμάτιο, σ’ ένα σώμα που του δίνεται πρόθυμα. Ή αλλιώς: όλο το συμπαντικό του όραμα είναι φυλακισμένο σ’ ένα δωμάτιο, σ’ ένα σώμα που του δίνεται υπό σκοτεινούς όρους. Δύο προτάσεις που χρωμάτιζαν διαφορετικά τη ζωή του. Αποφάσισε: όφειλε να ήταν ευτυχισμένος, τουλάχιστον όταν ήταν μαζί του η Χ. Μια ύπουλη σκέψη αναδύθηκε: «Όσο ήταν;…» Πόσο θα κρατούσε το ‘‘όσο’’;

Μακάρι να μπορούσε τώρα να κοιμηθεί, να σταματήσει η έφοδος των διλημμάτων, των σκοτεινών σκέψεων που σβήνουν εύκολα κάθε χαμόγελο. Δεν είχε τι να περιμένει, τι να ονειρευτεί για να γαληνέψει. Ακόμα και η μακρινή Ιταλία φάνταζε σαν ένα μακρινό, αδιάφορο ταξίδι. Γιατί να το κάνει μόνος; Η Χ. είχε αναπτύξει ήδη περίεργες ιδέες: όσο εγώ δεν μπορώ να πληρώσω, δεν πάμε πουθενά μαζί. Τι κι αν της έλεγε ότι ήταν έξτρα χρήματα που δεν τα περίμενε, αυτή ήθελε τη δική της αξιοπρέπεια. Πόνεσε. «Μα για μένα δεν είσαι πόρνη πολυτελείας που σε παίρνω μαζί μου για διακοπές». Ανένδοτη. 

Δε φοβόταν να κοιμηθεί μα δεν μπορούσε. Δεν είχε τίποτε να περιμένει, κανένα παλιό όνειρο δε φοβόταν να ζήσει σαν εφιάλτη. Ούτε μπορούσε να φανερώσει κάποια απ’ αυτές τις σκέψεις του στη Χ. Στο Λονδίνο μαζί της ήταν το υπέρτατο όνειρο. Και στην ξαγρύπνια του αναδύονταν αδυσώπητα ερωτήματα. Αφέθηκε να κοιτάζει τον σκοτεινό τοίχο. Δεν ήθελε ν’ ασχοληθεί άλλο ούτε με το παρόν ούτε με το παρελθόν. Φυσικά δεν υπήρχε μέλλον. Πουθενά στη ζωή του. Πουθενά φως.

Όμως έπρεπε να συναντηθεί με τους άλλους. Τι έφταιγαν εκείνοι αν αυτός ήταν τόσο περίπλοκος; Θα τους έβλεπε όπως θα ήταν, στη θέση τους. Κοιμήθηκε λίγο πριν σβήσει το δεύτερο τσιγάρο του.
vii) Ποιος ήταν. Ποιος είχε υπάρξει μέσα από τα όνειρα. Γιατί φρόντισε να απογυμνωθεί από κάθε προσδοκώμενο αύριο; Οι φίλοι διακριτικά του έδωσαν χρήματα για να μην έχει δικαιολογίες. Σαν να τους πούλησε τα όνειρά του… Για να ζήσει, όμως, αλλιώς απ’ ό,τι είχε ονειρευτεί. Κι αν πήγε στο Λονδίνο, το έκανε για να τους συναντήσει εκεί. Να δει πώς είναι να συναντάς την εκπλήρωση των πιο μύχιων πόθων σου. Μια άλλη μεταμόρφωση. Είδε τον Πύργο του Λονδίνου και όχι αυτόν του Κάφκα. Ποιος ήταν. Τώρα ένας άλλος. Δεν τον δίκαζε κανένας, δεν τον κυνηγούσε κανένας. Οι φίλοι αφοσιώθηκαν στην ευτυχία τους. Γι’ αυτούς δεν ήταν ο άνθρωπος που πούλαγε αλλά που χάριζε όνειρα. Για να ζήσει, όμως; 

Η θάλασσα δεν αγρίευε πια, δε θύμωνε μαζί του. Έφτανε ως τα πόδια του και γύριζε πάλι πίσω. Ποιος ήταν. Κάτι που ανάσαινε πάνω στα βράχια ατενίζοντας τα αιώνια μυστήρια. Γη, θάλασσα και ουρανός. Και ο Κ. που σηκώθηκε, όρθιος, αβέβαιος για τα ‘‘τι’’ και ‘‘πώς’’ της ύπαρξης. Η αναπνοή του έβγαινε αργά και ρυθμικά. Επέστρεψε στο σπίτι. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου